τενοφοβίρη δισοπρόξιλη 245 mg συσχετίστηκε με μια μέση μεταβολή στο HBV DNA
ορού από την έναρξη, στους ασθενείς για τους οποίους υπήρχαν δεδομένα 48
εβδομάδων, της τάξης του -5,74 log
10
αντίγραφα/ml (n = 18). Επιπλέον, το 61% των
ασθενών είχε φυσιολογική ALT κατά την 48
η
εβδομάδα.
Εμπειρία σε ασθενείς με επιμένουσα ιική αντιγραφή (μελέτη
GS
-
US
-174-0106)
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της τενοφοβίρης δισοπρόξιλης 245 mg ή
της τενοφοβίρης δισοπρόξιλης 245 mg συν 200 mg εμτρισιταβίνης αξιολογήθηκε σε
τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή μελέτη (μελέτη GS-US-174-0106), σε HBeAg θετικούς
και HBeAg αρνητικούς ενήλικες ασθενείς που είχαν επιμένουσα ιαιμία (HBV DNA
≥1.000 αντίγραφα/ml) ενώ λάμβαναν αδεφοβίρη διπιβοξίλη 10 mg για περισσότερο
από 24 εβδομάδες. Κατά την έναρξη, στην ομάδα θεραπείας το 57% των ασθενών
τυχαιοποιημένων στο σκέλος τενοφοβίρης δισοπρόξιλης έναντι του 60% των
ασθενών τυχαιοποιημένων στο σκέλος εμτρισιταβίνης συν τενοφοβίρης
δισοπρόξιλης, είχε προηγουμένως λάβει θεραπεία με λαμιβουδίνη. Συνολικά κατά
την 24
η
εβδομάδα, η θεραπεία με αγωγή που περιείχε τενοφοβίρη δισοπρόξιλη είχε
ως αποτέλεσμα το 66% (35/53) των ασθενών με HBV DNA <400 αντίγραφα/ml (<69
IU/ml) έναντι του 69% (36/52) των ασθενών οι οποίοι έλαβαν εμτρισιταβίνη συν
τενοφοβίρη δισοπρόξιλη (p = 0,672). Επιπρόσθετα, το 55% (29/53) των ασθενών οι
οποίοι έλαβαν εμτρισιταβίνη συν τενοφοβίρη δισοπρόξιλη είχαν μη ανιχνεύσιμο
HBV DNA(< 169 αντίγραφα/ml [< 29 IU/ml], όριο της ποσοτικοποίησης της
ανάλυσης HBV Roche Cobas TaqMan) έναντι του 60% (31/52) των ασθενών οι οποίοι
έλαβαν εμτρισιταβίνη συν τενοφοβίρη δισοπρόξιλη (p = 0,504). Οι συγκρίσεις
μεταξύ των ομάδων θεραπείας πέραν της 24
ης
εβδομάδας ήταν δύσκολο να
ερμηνευτούν, εφόσον οι ερευνητές είχαν την επιλογή να εντατικοποιήσουν τη
θεραπεία σε θεραπεία ανοικτής επισήμανσης με εμτρισιταβίνη συν τενοφοβίρη
δισοπρόξιλη. Μακροχρόνιες μελέτες για να αξιολογηθεί ο λόγος οφέλους/κίνδυνο
της διπλής θεραπείας με εμτρισιταβίνη συν τενοφοβίρη δισοπρόξιλη, σε ασθενείς
με HBV μονο-λοίμωξη, βρίσκονται σε εξέλιξη.
Εμπειρία σε ασθενείς με μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσο τη 48
η
εβδομάδα
(μελέτη
GS
-
US
-174-0108)
Η μελέτη GS-US-174-0108 είναι μια τυχαιοποιημένη,
διπλά τυφλή ενεργοποιημένη μελέτη που αξιολογεί την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα της τενοφοβίρης δισοπρόξιλης (n = 45), της εμτρισιταβίνης
συν την τενοφοβίρη δισοπρόξιλη (n = 45), και της εντεκαβίρης (n = 22), σε
ασθενείς με μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσο. Στο σκέλος θεραπείας με
τενοφοβίρη δισοπρόξιλη, οι ασθενείς είχαν μέση βαθμολογία CPT των 7,2, η μέση
HBV DNA των 5,8 log
10
αντίγραφα/ml και η μέση ALT στον ορό των 61 U/l κατά την
έναρξη. Το 42% (19/45) των ασθενών είχε τουλάχιστον 6 μήνες προηγούμενη
εμπειρία θεραπείας στη λαμιβουδίνη, το 20% (9/45) των ασθενών είχαν
προηγούμενη εμπειρία θεραπείας στην αδεφοβίρη διπιβοξίλη και 9 στους 45
ασθενείς (20%) είχαν μεταλλάξεις αντοχής στη λαμιβουδίνη και/ή στην αδεφοβίρη
διπιβοξίλη κατά την έναρξη. Τα πρωτογενή καταληκτικά σημεία ασφάλειας ήταν η
διακοπή λόγω μιας ανεπιθύμητης ενέργειας και η επιβεβαιωμένη αύξηση στην
κρεατινίνη ορού ≥ 0,5 mg/dl ή ο επιβεβαιωμένος φώσφορος ορού <2 mg/dl.
Σε ασθενείς με βαθμούς CPT ≤ 9, στο 74% (29/39) στην ομάδα θεραπείας με
τενοφοβίρη δισοπρόξιλη και το 94% (33/35) στην ομάδα θεραπείας με