Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 80
ml
/
min
),
συμπεριλαμβανομένων ασθενών υπό αιμοκάθαρση:
Η νεφρική ασφάλεια με
την εμτρισιταβίνη και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη έχει μελετηθεί μόνο σε πολύ
περιορισμένο βαθμό σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας
(κάθαρση κρεατινίνης < 80 ml/min). Αναπροσαρμογές του δοσολογικού
μεσοδιαστήματος συνιστώνται για ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης
μεταξύ 30 και 49 ml/min (βλ. παράγραφο 4.2). Περιορισμένα δεδομένα από
κλινικές μελέτες καταδεικνύουν ότι το παρατεταμένο δοσολογικό
μεσοδιάστημα δεν είναι ιδανικό και θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα
αυξημένη τοξικότητα και ενδεχομένως ανεπαρκή ανταπόκριση. Επιπλέον,
σε μία μικρή κλινική μελέτη, μία υποομάδα ασθενών με κάθαρση
κρεατινίνης μεταξύ 50 και 60 ml/min οι οποίοι έλαβαν τενοφοβίρη
δισοπρόξιλη σε συνδυασμό με εμτρισιταβίνη κάθε 24 ώρες, είχαν 2-4 φορές
μεγαλύτερη έκθεση στη τενοφοβίρη και επιδείνωση της νεφρικής
λειτουργίας (βλ. παράγραφο 5.2). Ως εκ τούτου, απαιτείται μία προσεκτική
εκτίμηση οφέλους-κινδύνου όταν ο συνδυασμός εμτρισιταβίνης και
τενοφοβίρης δισοπρόξιλης χρησιμοποιείται σε ασθενείς με κάθαρση
κρεατινίνης < 60 ml/min και η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται στενά. Επιπλέον, η κλινική ανταπόκριση στην αγωγή
πρέπει να παρακολουθείται στενά σε ασθενείς που λαμβάνουν
εμτρισιταβίνη και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη για παρατεταμένο δοσολογικό
μεσοδιάστημα. Η χρήση εμτρισιταβίνης και τενοφοβίρης δισοπρόξιλης δεν
συνιστάται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης < 30 ml/min) και σε ασθενείς που χρειάζονται αιμοδιαπίδυση,
εφόσον με το δισκίο συνδυασμού δεν μπορούν να επιτευχθούν οι
κατάλληλες μειώσεις στη δόση (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2).
Αν τα επίπεδα φωσφόρου ορού είναι < 1,5 mg/dl (0,48 mmol/l) ή η κάθαρση
κρεατινίνης μειώνεται σε < 50 ml/min σε οποιονδήποτε ασθενή λαμβάνει
εμτρισιταβίνη και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη, η νεφρική λειτουργία πρέπει να
επαναξιολογείται εντός μιας εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων και
μετρήσεων των συγκεντρώσεων γλυκόζης αίματος, καλίου αίματος και
γλυκόζης ούρων (βλ. παράγραφο 4.8, κεντρική σωληναριοπάθεια). Θα
πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η διακοπή της θεραπείας με εμτρισιταβίνη
και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 50
ml/min ή μείωση του φωσφόρου ορού σε < 1,0 mg/dl (0,32 mmol/l). Η διακοπή
της θεραπείας με εμτρισιταβίνη και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη θα πρέπει
επίσης να ληφθεί υπόψη στην περίπτωση προοδευτικής μείωσης της
νεφρικής λειτουργίας όταν δεν έχει αναγνωριστεί κάποια άλλη αιτία.
Η χρήση εμτρισιταβίνης και τενοφοβίρης δισοπρόξιλης πρέπει να
αποφεύγεται με συγχορήγηση ή πρόσφατη χρήση νεφροτοξικού
φαρμακευτικού προϊόντος (βλ. παράγραφο 4.5). Αν η ταυτόχρονη χορήγηση
εμτρισιταβίνης και τενοφοβίρης δισοπρόξιλης με νεφροτοξικές ουσίες είναι
αναπόφευκτη, η νεφρική λειτουργία των ασθενών θα πρέπει να
παρακολουθείται σε εβδομαδιαία βάση.
Περιπτώσεις οξείας νεφρικής ανεπάρκειας μετά την έναρξη υψηλής δόσης ή
πολλαπλών μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) έχουν
αναφερθεί σε ασθενείς οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με τενοφοβίρη
δισοπρόξιλη και με παράγοντες κινδύνου για νεφρική δυσλειτουργία. Εάν η
εμτρισιταβίνη και τενοφοβίρη δισοπρόξιλη συγχορηγείται με ένα ΜΣΑΦ, η
νεφρική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται επαρκώς.