4 mg και φάρμακο placebo, στον αριθμό των ασθματικών επεισοδίων που είχαν
σαν αποκορύφωση μια επίθεση άσθματος. Αναφέροντας ασθματικά επεισόδια
εννοούμε επεισόδια που χρήζουν αντιμετώπιση από επαγγελματίες στον τομέα
της υγείας, όπως μη προγραμματισμένη επίσκεψη σε ιδιωτικό ιατρείο, στο
τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου ή θεραπεία με από του
στόματος , ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά κορτικοστεροειδή.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως 14 ετών, η
μοντελουκάστη 5 mg εφ’ άπαξ ημερησίως, συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο,
βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία (FEV1: 8,71 % έναντι 4,16
% μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min
μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και μείωσε τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν
χρειάζεται” (-11,7 % έναντι +8,2 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12 μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα της
μοντελουκάστης έναντι της εισπνεόμενης φλουτικαζόνης σχετικά με τον
έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 ως 14 ετών με ήπιο
επιμένον άσθμα, η μοντελουκάστη δεν ήταν κατώτερη της φλουτικαζόνης ως
προς την αύξηση του ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ)
για το άσθμα, το πρωτεύον τελικό σημείο. Κατά μέσο όρο, στη διάρκεια μίας
περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το εκατοστιαίο ποσοστό των ΗΧΘΔ αυξήθηκε
από 61,6 σε 84,0 στην ομάδα με τη μοντελουκάστη και από 60,9 σε 86,7 στην
ομάδα με τη φλουτικαζόνη. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς την κατά
μέσο όρο αύξηση του εκατοστιαίου ποσοστού των ημερών ΗΧΘΔ ήταν
στατιστικά σημαντική (- 2,8 με 95% ΔΕ μεταξύ - 4,7 και -0,9), αλλά μέσα στα
όρια που προκαθορίζονται ώστε να μην υπάρχει κλινικά κατωτερότητα.
Τόσο η μοντελουκάστη όσο και η φλουτικαζόνη βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο
του άσθματος ως προς τις δευτερεύουσες μεταβλητές που αξιολογήθηκαν κατά
την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV1 αυξήθηκε από 1,83 L σε 2,09 L στην ομάδα της μοντελουκάστης και
από 1,85 L σε 2,14 L στην ομάδα της φλουτικαζόνης. Η διαφορά μεταξύ των
ομάδων, υπολογισμένη με βάση τις ευθείες ελάχιστων τετραγώνων (LS) ως
προς τη μέση αύξηση του FEV1, ήταν -0,02 L με 95 % ΔΕ -0,06, 0,02. Η μέση
προβλεπόμενη αύξηση του FEV1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή σε
εκατοστιαία μεταβολή ήταν 0,6 % στην ομάδα θεραπείας με μοντελουκάστη και
2,7 % στην ομάδα θεραπείας με φλουτικαζόνη. Η διαφορά σε μέσες τιμές LS για
τη μεταβολή από το αρχικό επίπεδο στο % προβλεπόμενο FEV1, ήταν
σημαντική: -2,2 με 95 % ΔΕ -3,6, - 0,7.
Το εκατοστιαίο ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή μειώθηκε από 38,0
σε 15,4 στην ομάδα της μοντελουκάστης και από 38,5 σε 12,8 στην ομάδα της
φλουτικαζόνης. Η διαφορά των μέσων LS τιμών μεταξύ των ομάδων ως προς
το εκατοστιαίο ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή ήταν σημαντική: 2,7
με 95 % ΔΕ 0,9, 4,5.
Το εκατοστιαίο ποσοστό των ασθενών με ένα ασθματικό επεισόδιο (ένα
ασθματικό επεισόδιο ορίζεται ως η περίοδος επιδείνωσης του άσθματος, κατά
την οποία απαιτείται από του στόματος χορήγηση στεροειδών, μία μη
προγραμματισμένη επίσκεψη στο γιατρό, επίσκεψη στο τμήμα πρώτων
βοηθειών ή εισαγωγή στο νοσοκομείο) ήταν 32,2 στην ομάδα της
μοντελουκάστης και 25,6 στην ομάδα της φλουτικαζόνης. Ο λόγος των
πιθανοτήτων (με 95 % ΔΕ) ήταν σημαντικός: ίσος με 1,38 (1,04, 1,84).
Το ποσοστό των ασθενών με συστηματική (κυρίως από το στόμα) χρήση
κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν 17,8 % στην ομάδα της
12