ορισμένων βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών). Οι CysLT έχουν
συσχετιστεί με την παθοφυσιολογία του άσθματος και της αλλεργικής
ρινίτιδας. Στο άσθμα, οι επιδράσεις που διαμεσολαβούνται από τα λευκοτριένια
περιλαμβάνουν βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννης, αγγειακή διαπερατότητα και
συσσώρευση ηωσινόφιλων. Στην αλλεργική ρινίτιδα, οι CysLT
απελευθερώνονται από το ρινικό βλεννογόνο μετά από την έκθεση σε
αλλεργιογόνο κατά τις αντιδράσεις τόσο της πρώιμης όσο και της όψιμης
φάσης και συσχετίζονται με συμπτώματα αλλεργικής ρινίτιδας. Η ενδορρινική
πρόκληση με CysLT έχει δειχθεί πως αυξάνει την αντίσταση των ρινικών
αεραγωγών και τα συμπτώματα της ρινικής απόφραξης.
Η μοντελουκάστη είναι μία από το στόματος χορηγούμενη ενεργός ένωση που
συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT
1
. Σε
κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλλει σε χαμηλές δόσεις έως 5mg τη
βρογχοσύσπαση από εισπνοή LTD
4
. Βρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2
ωρών μετά την από του στόματος χορήγηση. Η προκαλούμενη
βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτή που
προκλήθηκε από την μοντελουκάστη. H θεραπεία με μοντελουκάστη ανέστειλε
τόσο την πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που οφείλεται σε
πρόκληση αντιγόνου. Η μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο
(placebo), μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε
ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με
μοντελουκάστη μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως
μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο περιφερικό αίμα ενώ βελτίωσε τον έλεγχο του
άσθματος σε κλινικό επίπεδο.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη στη δόση των 10 mg εφ' άπαξ
ημερησίως, συγκρινόμενο με το placebo, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στην
πρωινή FEV
1
(10,4 % έναντι 2,7 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο), στην ΠΜ
μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3 L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-
26,1 % έναντι
-4,6 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία
συμπτωμάτων κατά την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από τους
ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από το placebo.
Μελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να δρα
αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν
μοντελουκάστη έναντι βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV
1
: 5,43
%
έναντι 1,04 %, χρήση β-αγωνιστών: -8,70 % έναντι 2,64 %). Συγκρινόμενο με
την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg δύο φορές την ημέρα χορηγούμενη με
δοσιμετρική συσκευή), η μοντελουκάστη επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική
ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων, η
βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για τη μοντελουκάστη έναντι της
βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV
1
: 7,49 % έναντι 13,3 %, χρήση β-
αγωνιστή: -28,28 % έναντι -43,89 %). Παρ' όλα αυτά, σε σύγκριση με τη
βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που έλαβαν αγωγή με
μοντελουκάστη είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ., σε 50 % των
ασθενών που τους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη επιτεύχθηκε βελτίωση από το
αρχικό στάδιο στην FEV
1
κατά 11 % περίπου ή περισσότερο, ενώ σε περίπου 42
% των ασθενών που τους χορηγήθηκε μοντελουκάστη επιτεύχθηκε η ίδια
ανταπόκριση).