ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Montelukast/Generics 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 10mg μοντελουκάστης, ως νατριούχο μοντελουκάστη.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις: Κάθε δισκίο περιέχει 0,0028mg Sunset yellow (E110).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Μπλε, επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο, στρογγυλό, αμφίκυρτο, με στρογγυλεμένα
άκρα δισκίο το οποίο φέρει ανάγλυφο το διακριτικό ‘MO’ προς ‘10’ στη μία όψη
του και ‘M’ στην άλλη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Montelukast/Generics ενδείκνυται για τη θεραπεία του άσθματος σαν
συμπληρωματική θεραπεία για τους ασθενείς με ήπιο έως μέτριο επιμένον
άσθμα οι οποίοι δεν ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή
και στους οποίους η χρήση β-αγωνιστών βραχείας δράσης «όταν χρειάζεται»
παρέχει ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος. Στους ασθματικούς ασθενείς
για τους οποίους ενδείκνυται το Montelukast/Generics για την αντιμετώπιση
άσθματος, το φάρμακο μπορεί επίσης να τους παρέχει συμπτωματική
ανακούφιση της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας.
Το Montelukast/Generics επίσης ενδείκνυται για την προφύλαξη από άσθμα, στο
οποίο ο επικρατέστερος παράγοντας είναι βρογχόσπασμος προκαλούμενος από
άσκηση.
Το Montelukast/Generics 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία ενδείκνυται
σε ενήλικες και έφηβους ηλικίας 15 ετών και άνω.
4.2 Δ οσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία :
Η δοσολογία για τους ενήλικες ασθενείς και τους έφηβους ηλικίας 15 ετών και
άνω με άσθμα, ή με άσθμα και συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα,
είναι ένα δισκίο των 10 mg ημερησίως το οποίο πρέπει να λαμβάνεται το βράδυ.
Το Montelukast/Generics δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με άλλα
προϊόντα που περιέχουν το ίδιο δραστικό συστατικό, δηλαδή μοντελουκάστη.
Γενικές συστάσεις:
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα της μοντελουκάστης στον έλεγχο των παραμέτρων
του άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Πρέπει να συνιστάται στους
2
ασθενείς να συνεχίζουν τη χορήγηση Montelukast/Generics ακόμη και αν το άσθμα
τους είναι υπό έλεγχο, καθώς και κατά τις περιόδους επιδείνωσης του
άσθματος.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους
ασθενείς ή για τους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, ή με ήπιου έως μέτριου
βαθμού ηπατική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία. Η δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και γυναίκες
ασθενείς.
Παιδιατρικοί πληθυσμοί:
Το Montelukast/Generics 10mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία δεν είναι
κατάλληλο για παιδιά και έφηβους ηλικίας κάτω των 15 ετών. Για τη θεραπεία
αυτών των ηλικιακών ομάδων, είναι διαθέσιμες άλλες φαρμακοτεχνικές
μορφές/περιεκτικότητες της δραστικής ουσίας μοντελουκάστης. Για τη
θεραπεία παιδιατρικών ασθενών ηλικίας από 2 έως 14 χρονών, μπορούν να
χρησιμοποιηθούν μασώμενα δισκία περιεκτικότητας 4 mg και 5 mg.
Θεραπεία με
Montelukast
/
Generics
και άλλες αγωγές για το άσθμα:
Όταν η αγωγή με το Montelukast/Generics χρησιμοποιείται ως θεραπεία που
προστίθεται στα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, το Montelukast/Generics δεν
πρέπει να υποκαταστήσει απότομα τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλ.
παράγραφο 4.4).
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χορήγηση.
Το Montelukast/Generics μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς την παρουσία γεύματος.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Προειδοποιήσεις
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν ποτέ
μοντελουκάστη από το στόμα για την αντιμετώπιση οξείας κρίσης άσθματος
και για να έχουν άμεσα διαθέσιμη τη συνήθη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή
διάσωσης. Εάν εμφανισθεί οξεία κρίση άσθματος, πρέπει να χρησιμοποιηθεί
ένας εισπνεόμενος βραχείας δράσης β-αγωνιστής. Οι ασθενείς πρέπει να
αναζητήσουν τη συμβουλή του γιατρού τους το νωρίτερο δυνατόν, εάν
χρειασθούν περισσότερες από τις συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας
δράσης.
Η μοντελουκάστη δεν θα πρέπει να υποκαταστήσει απότομα εισπνεόμενα ή από
του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι τα από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται
ταυτόχρονα μοντελουκάστη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς παράγοντες
συμπεριλαμβανομένης της μοντελουκάστης, είναι δυνατόν να εμφανίσουν
συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές εμφανίζεται με τα κλινικά
3
συμπτώματα αγγειίτιδας συμβατής με το σύνδρομο Churg-Strauss, μίας
κατάστασης η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση
κορτικοστεροειδών. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν συνδεθεί μερικές φορές με τη
μείωση ή την απόσυρση της θεραπείας των από του στόματος χορηγούμενων
κορτικοστεροειδών. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιώδης σχέση
με τους ανταγωνιστές του υποδοχέα των λευκοτριενίων, οι θεράποντες ιατροί
πρέπει να είναι σε εγρήγορση για την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας,
εξανθήματος λόγω αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων,
καρδιακών επιπλοκών και/ή της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους.
Οι ασθενείς που αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να
επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά τους σχήματα.
Η αγωγή με μοντελουκάστη δε μεταβάλλει στους ασθενείς, με ευαίσθητο στην
ασπιρίνη άσθμα, την ανάγκη αποφυγής λήψης ασπιρίνης και άλλων μη
στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμακευτικών προϊόντων.
Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία περιέχουν επίσης sunset yellow (E110),
το οποίο μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες συνήθεις
θεραπείες που χρησιμοποιούνται για την προφύλαξη και τη θεραπεία του
χρόνιου άσθματος.
Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων, η συνιστώμενη κλινική δόση της
μοντελουκάστης δεν είχε κλινικώς σημαντικές επιδράσεις στη
φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμάκων: θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη,
πρεδνιζολόνη, από του στόματος χορηγούμενα αντισυλληπτικά
(αιθυνυλοιστραδιόλη /νοραιθινδρόνη 35/1) τερφεναδίνη, διγοξίνη και
βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμα (ΑUC) της
μοντελουκάστης μειώθηκε περίπου κατά 40% σε άτομα που λάμβαναν
ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη μεταβολίζεται από το
CYP 3A4, 2C8 και 2C9, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά, όταν αυτή
συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, 2C8 και 2C9 όπως φαινυτοΐνη,
φαινοβαρβιτάλη και ριφαμπικίνη.
Μελέτες in
vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός αναστολέας του
συστήματος CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη
αλληλεπίδρασης φαρμάκων που συμπεριέλαβε μοντελουκάστη και
ροσιγλιταζόνη (ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό για τα
φαρμακευτικά προϊόντα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του συστήματος
CYP2C8) έδειξαν ότι η μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το σύστημα CYP2C8 in
vivo. Γι' αυτό, η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να αλλάξει εμφανώς το
μεταβολισμό των φαρμακευτικών προϊόντων που μεταβολίζονται μέσω αυτού
του ενζύμου (π.χ. πακλιταξέλη, ροσιγλιταζόνη και ρεπαγλινίδη).
Μελέτες in
vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι υπόστρωμα του CYP 2C8, και
σε λιγότερο σημαντικό βαθμό, του 2C9, και του 3A4. Σε μια κλινική μελέτη
φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης με μοντελουκάστη και γεμφιβροζίλη
(αναστολέας του CYP 2C8 και του 2C9), η γεμφιβροζίλη αύξησε τη συστηματική
έκθεση στη μοντελουκάστη κατά 4,4 φορές. Δεν απαιτείται τακτική
αναπροσαρμογή της δόσης της μοντελουκάστης κατά τη συγχορήγησή της με τη
γεμφιβροζίλη ή με άλλους ισχυρούς αναστολείς του CYP 2C8, αλλά ο θεράπων
4
ιατρός θα πρέπει να λάβει υπόψιν του το ενδεχόμενο αύξησης των
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Με βάση τα δεδομένα in
vitro, δεν αναμένονται κλινικά σημαντικές
φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις με λιγότερο ισχυρούς αναστολείς του CYP 2C8
(π.χ. τριμεθοπρίμη). Η συγχορήγηση της μοντελουκάστης με την ιτρακοναζόλη,
έναν ισχυρό αναστολέα του CYP 3A4, δεν είχε ως αποτέλεσμα σημαντική
αύξηση στη συστηματική έκθεση στη μοντελουκάστης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σχετικά με τις επιδράσεις
στην κύηση ή στην εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Περιορισμένα στοιχεία από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων σχετικές με την
κύηση δεν υποδηλώνουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ του Montelukast/Generics
και των δυσμορφιών (δηλαδή ελλείμματα άκρων) που έχουν αναφερθεί σπάνια
κατά την εμπειρία διεθνώς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Το Montelukast/Generics μπορεί να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης μόνο
εάν θεωρηθεί ότι είναι σαφώς απαραίτητο.
Θηλασμός
Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η μοντελουκάστη απεκκρίνεται στο γάλα
(βλ. παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη απεκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα.
Το Montelukast/Generics μπορεί να χορηγηθεί κατά το θηλασμό μόνο εάν θεωρηθεί
ότι είναι σαφώς απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Montelukast/Generics δεν αναμένεται να επηρεάσει την ικανότητα του ασθενούς
για οδήγηση ή χειρισμό μηχανών. Ωστόσο, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις,
κάποια άτομα έχουν αναφέρει καταστολή ή ζάλη.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το Montelukast/Generics έχει αξιολογηθεί στα πλαίσια κλινικών μελετών, όπως
φαίνεται παρακάτω:
• τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, των 10 mg σε 4000 περίπου ενήλικες
και έφηβους ηλικίας 15 ετών και άνω ασθματικούς ασθενείς.
• τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, των 10 mg σε 400 περίπου ενήλικες
και έφηβους ασθματικούς ασθενείς, με εποχική αλλεργική ρινίτιδα, ηλικίας 15
ετών και άνω.
Οι ακόλουθες, σχετιζόμενες με το φάρμακο, ανεπιθύμητες ενέργειες που
σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών, αναφέρθηκαν συχνά (
1/100, έως <1/10) σε ασθματικούς ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
μοντελουκάστη και με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τους ασθενείς που
έλαβαν το εικονικό φάρμακο (placebo):
5
Κατηγορία
μ συστή ατος
μτου σώ ατος
Ενήλικες ασθενείς ηλικίας 15 ετών και
άνω (δύο μελέτες 12 εβδομάδων,
n=795)
Διαταραχές του
Νευρικού
συστήματος
κεφαλαλγία
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικού
μσυστή ατος
κοιλιακό άλγος
Με παρατεταμένη θεραπεία, σε κλινικές μελέτες που περιελάμβαναν
περιορισμένο αριθμό ενήλικων ασθενών για διάστημα έως 2 χρόνια, το προφίλ
ασφάλειας δεν άλλαξε.
Εμπειρία μετά από την κυκλοφορία του φαρμάκου
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν μετά από την κυκλοφορία του
φαρμάκου αναφέρονται ανά Κατηγορία/Οργανικό Σύστημα και ειδικό Όρο
Ανεπιθύμητης Ενέργειας, στον παρακάτω πίνακα. Οι κατηγορίες συχνότητας
υπολογίστηκαν από σχετικές κλινικές δοκιμές.
Κατηγορία/Οργανικό
Σύστημα
Όρος Ανεπιθύμητης
Ενέργειας
Κατηγορία
Συχνότητας*
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
λοίμωξη του ανώτερου
αναπνευστικού
1
Πολύ συχνές
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
αυξημένη τάση για
αιμορραγία
Σπάνιες
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
αντιδράσεις
υπερευαισθησίας,
συμπεριλαμβανομένης
αναφυλαξίας
Όχι συχνές
ηπατική ηωσινοφιλική
διήθηση
Πολύ σπάνιες
Ψυχιατρικές διαταραχές
μη φυσιολογικά όνειρα
συμπεριλαμβανομένων
των εφιαλτών, αϋπνία,
υπνοβασία, άγχος,
ταραχή
συμπεριλαμβανομένης
της επιθετικής
συμπεριφοράς ή
εχθρότητας, κατάθλιψη,
ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα
(συμπεριλαμβανομένης
ευερεθιστότητας,
ανησυχίας, τρόμου
§
)
Όχι συχνές
διατάραξη προσοχής,
εξασθένιση μνήμης
Σπάνιες
ψευδαισθήσεις,
αποπροσανατολισμός,
αυτοκτονική σκέψη και
αυτοκτονική
Πολύ σπάνιες
6
συμπεριφορά
(αυτοκτονικός ιδεασμός)
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
ζάλη, καταστολή,
παραισθησία /
υπαισθησία, σπασμοί
Όχι συχνές
Καρδιακές διαταραχές μ μαίσθη α παλ ών
Σπάνιες
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωρακίου
επίσταξη
Όχι συχνές
σύνδρομο Churg-Strauss
(CSS) (βλ. παράγραφο 4.4),
πνευμονική ηωσινοφιλία
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
διάρροια
2
, ναυτία
2
,
μέ ετος
2
Συχνές
μ , ξηροστο ία δυσπεψία
Όχι συχνές
Διαταραχές του ήπατος και
των χοληφόρων
αυξημένα επίπεδα των
τρανσαμινασών του ορού
(ALT, AST)
Συχνές
ηπατίτιδα
(συμπεριλαμβανομένης
χολοστατικής
ηπατίτιδας,
ηπατοκυτταρικής βλάβης
και ηπατικής βλάβης
μικτού τύπου)
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
εξάνθημα
2
Συχνές
μώλωπες, κνίδωση,
κνησμός
Όχι συχνές
αγγειοοίδημα Σπάνιες
οζώδες ερύθημα,
πολύμορφο ερύθημα
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος, και του
συνδετικού ιστού
αρθραλγία, μυαλγία
συμπεριλαμβανομένων
των μυϊκών κραμπών
Όχι συχνές
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
πυρεξία
2
Συχνές
εξασθένηση /κόπωση,
αίσθημα κακουχίας,
οίδημα
Όχι συχνές
* Κατηγορία Συχνότητας: Ορίζεται για κάθε Όρο Ανεπιθύμητης Ενέργειας
ανάλογα με την επίπτωση που αναφέρεται στη βάση δεδομένων των κλινικών
δοκιμών: Πολύ συχνές (≥ 1/10), Συχνές (≥ 1/100 έως <1/10), Όχι συχνές (≥
1/1.000 έως <1/100), Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ σπάνιες
(<1/10.000).
1 Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια η οποία αναφέρθηκε ως «πολύ συχνή» σε
ασθενείς που έλαβαν μοντελουκάστη, αναφέρθηκε επίσης ως «πολύ συχνή» σε
ασθενείς οι οποίοι έλαβαν το εικονικό φάρμακο στα πλαίσια κλινικών δοκιμών.
2 Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια η οποία αναφέρθηκε ως «συχνή» σε ασθενείς
που έλαβαν μοντελουκάστη, αναφέρθηκε επίσης ως «συχνή» σε ασθενείς οι
7
οποίοι έλαβαν το εικονικό φάρμακο στα πλαίσια κλινικών δοκιμών.
§ Κατηγορία Συχνότητας: Σπάνια
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός
Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν είναι διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με μοντελουλάστη. Σε μελέτες χρόνιου άσθματος, η
μοντελουκάστη έχει χορηγηθεί σε ασθενείς, σε δόσεις έως 200 mg / ημέρα για 22
εβδομάδες και σε μικρής διάρκειας μελέτες, σε δόσεις έως 900 mg / ημέρα σε
ασθενείς, για περίπου μια εβδομάδα χωρίς να παρουσιαστούν κλινικά
σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας με τη χρήση του
φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του και σε κλινικές μελέτες με μοντελουλάστη.
Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και παιδιά με υψηλές δόσεις έως
1000 mg (περίπου 61 mg/kg σε ένα παιδί ηλικίας 42 μηνών). Τα κλινικά και
εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν ήταν συμβατά με το προφίλ
ασφάλειας στους ενήλικες και στους παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες στην πλειονότητα των αναφορών υπερδοσολογίας. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν στη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν
συμβατές με το προφίλ ασφάλειας της μοντελουκάστης και περιελάμβαναν
κοιλιακό άλγος, υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία, έμετο και ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα.
Δεν είναι γνωστό αν η μοντελουκάστη υπόκειται σε περιτοναϊκή διύλιση ή
αιμοδιύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστής υποδοχέων λευκοτριενίων.
Kωδικός ATC: R03D C03
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
και LTE
4
), είναι ισχυρά εικοσανοειδή
που προκαλούν φλεγμονή και απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα,
συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Αυτοί οι
σημαντικοί προ-ασθματικοί μεσολαβητές συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς
υποδοχείς των λευκοτριενίων (CysLT). Οι τύπου 1 CysLT (CysLT
1
) υποδοχείς
βρίσκονται στους ανθρώπινους αεραγωγούς (συμπεριλαμβανομένων των λείων
μυϊκών κυττάρων των αεραγωγών και των μακροφάγων των αεραγωγών) και σε
άλλα προφλεγμονώδη κύτταρα (συμπεριλαμβανομένων των ηωσινόφιλων και
8
ορισμένων βλαστοκυττάρων του μυελού των οστών). Οι CysLT έχουν
συσχετιστεί με την παθοφυσιολογία του άσθματος και της αλλεργικής
ρινίτιδας. Στο άσθμα, οι επιδράσεις που διαμεσολαβούνται από τα λευκοτριένια
περιλαμβάνουν βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννης, αγγειακή διαπερατότητα και
συσσώρευση ηωσινόφιλων. Στην αλλεργική ρινίτιδα, οι CysLT
απελευθερώνονται από το ρινικό βλεννογόνο μετά από την έκθεση σε
αλλεργιογόνο κατά τις αντιδράσεις τόσο της πρώιμης όσο και της όψιμης
φάσης και συσχετίζονται με συμπτώματα αλλεργικής ρινίτιδας. Η ενδορρινική
πρόκληση με CysLT έχει δειχθεί πως αυξάνει την αντίσταση των ρινικών
αεραγωγών και τα συμπτώματα της ρινικής απόφραξης.
Η μοντελουκάστη είναι μία από το στόματος χορηγούμενη ενεργός ένωση που
συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT
1
. Σε
κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλλει σε χαμηλές δόσεις έως 5mg τη
βρογχοσύσπαση από εισπνοή LTD
4
. Βρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2
ωρών μετά την από του στόματος χορήγηση. Η προκαλούμενη
βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτή που
προκλήθηκε από την μοντελουκάστη. H θεραπεία με μοντελουκάστη ανέστειλε
τόσο την πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που οφείλεται σε
πρόκληση αντιγόνου. Η μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο
(placebo), μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε
ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με
μοντελουκάστη μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως
μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο περιφερικό αίμα ενώ βελτίωσε τον έλεγχο του
άσθματος σε κλινικό επίπεδο.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη στη δόση των 10 mg εφ' άπαξ
ημερησίως, συγκρινόμενο με το placebo, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στην
πρωινή FEV
1
(10,4 % έναντι 2,7 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο), στην ΠΜ
μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3 L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-
26,1 % έναντι
-4,6 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία
συμπτωμάτων κατά την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από τους
ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από το placebo.
Μελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να δρα
αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν
μοντελουκάστη έναντι βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV
1
: 5,43
%
έναντι 1,04 %, χρήση β-αγωνιστών: -8,70 % έναντι 2,64 %). Συγκρινόμενο με
την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg δύο φορές την ημέρα χορηγούμενη με
δοσιμετρική συσκευή), η μοντελουκάστη επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική
ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων, η
βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για τη μοντελουκάστη έναντι της
βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV
1
: 7,49 % έναντι 13,3 %, χρήση β-
αγωνιστή: -28,28 % έναντι -43,89 %). Παρ' όλα αυτά, σε σύγκριση με τη
βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που έλαβαν αγωγή με
μοντελουκάστη είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ., σε 50 % των
ασθενών που τους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη επιτεύχθηκε βελτίωση από το
αρχικό στάδιο στην FEV
1
κατά 11 % περίπου ή περισσότερο, ενώ σε περίπου 42
% των ασθενών που τους χορηγήθηκε μοντελουκάστη επιτεύχθηκε η ίδια
ανταπόκριση).
9
Διεξάχθηκε μία κλινική μελέτη για την αξιολόγηση της μοντελουκάστης στη
συμπτωματική θεραπεία της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας σε ενήλικες
ασθματικούς ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω με συνυπάρχουσα εποχιακή
αλλεργική ρινίτιδα. Σε αυτή τη μελέτη, για τα δισκία μοντελουκάστης των 10
mg χορηγούμενα μία φορά την ημέρα καταδείχθηκε μία στατιστικώς σημαντική
βελτίωση στη βαθμολογία των καθημερινών συμπτωμάτων της ρινίτιδας (Daily
Rhinitis Symptoms score), σε σύγκριση με το placebo. Η βαθμολογία των καθημερινών
συμπτωμάτων της ρινίτιδας είναι η μέση τιμή της βαθμολογίας των ρινικών
συμπτωμάτων ημέρας (Daytime Nasal Symptoms score) (μέση τιμή της βαθμολογίας
της ρινικής συμφόρησης, της ρινόρροιας, του φταρνίσματος, του ρινικού
κνησμού) και της βαθμολογίας των ρινικών συμπτωμάτων νύκτας (Night time
Nasal Symptoms score) (μέση τιμή της βαθμολογίας της ρινικής συμφόρησης κατά
την έγερση, της δυσκολίας έναρξης ύπνου και του ξυπνήματος κατά τη νύκτα).
Η συνολική αξιολόγηση της αλλεργικής ρινίτιδας από τους ασθενείς και τους
θεράποντες ιατρούς βελτιώθηκε σημαντικά, σε σύγκριση με το placebo. Η
αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας επί του άσθματος δεν αποτελούσε
πρωτεύοντα στόχο στην παραπάνω μελέτη.
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση (ΕΙΒ)
δείχθηκε σε μια μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη πτώση στη FEV
1
22,33 % για τη μοντελουκάστη έναντι 32,40 % για το placebo, χρόνος
επαναφοράς εντός 5 % από τις αρχικές τιμές της FEV
1
44,22 min έναντι 60,64
min). Αυτή η επίδραση ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια της μελέτης 12
εβδομάδων. Η μείωση στην ΕΙΒ καταδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας
διάρκειας σε παιδιατρικούς ασθενείς (μέγιστη πτώση στην FEV
1
18,27 % έναντι
26,11 %, χρόνος επαναφοράς εντός 5 % από τις αρχικές τιμές στην FEV
1
17,76
min έναντι 27,98 min). Και στις δύο μελέτες η επίδραση καταδείχθηκε στο τέλος
του διαστήματος της εφ' άπαξ ημερησίας δοσολόγησης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν
ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή, η θεραπεία
με μοντελουκάστη, συγκρινόμενη με το placebo, είχε ως αποτέλεσμα τη
σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος (FEV
1
8,55 % έναντι -1,74 %
μεταβολή από το αρχικό στάδιο και μείωση στη συνολική χρήση β-αγωνιστή:
-27,78 % έναντι 2,09 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η μοντελουκάστη απορροφάται ταχέως έπειτα από την από του στόματος
χορήγηση. Για τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία των 10 mg, η μέση
μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
), επιτυγχάνεται 3 ώρες (Τ
max
) μετά από
τη χορήγηση στους ενήλικες σε κατάσταση νηστείας. Η μέση βιοδιαθεσιμότητα
μετά την από του στόματος χορήγηση είναι 64 %. Η βιοδιαθεσιμότητα μετά από
του στόματος χορήγηση και η C
max
δεν επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο
γεύμα. Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα καταδείχθηκαν σε κλινικές
μελέτες όπου η χορήγηση επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων των 10 mg
έγινε χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος λήψης της τροφής.
Για τα μασώμενα δισκία των 5 mg, η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα
(C
max
), επιτυγχάνεται 2 ώρες (Τ
max
) μετά από τη χορήγηση στους ενήλικες σε
κατάσταση νηστείας. Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος
χορήγηση είναι 73 % και ελαττώνεται στα 63% μετά από ένα συνηθισμένο
γεύμα.
Κατανομή
10
Η μοντελουκάστη συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99 % με τις πρωτεΐνες
του πλάσματος. Ο όγκος κατανομής της μοντελουκάστης σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης, κυμαίνεται από 8-11 λίτρα κατά μέσο όρο.
Μελέτες σε αρουραίους με ραδιοσημασμένη μοντελουκάστη υποδηλώνουν
ελάχιστη κατανομή κατά μήκος του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον, οι
συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου υλικού 24 ώρες μετά τη χορήγηση της
δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετασχηματισμός
Η μοντελουκάστη μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση
θεραπευτικών δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της μοντελουκάστης
στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης σε
ενήλικες και παιδιά.
Το κυτόχρωμα P450 2C8 είναι το κύριο ένζυμο που εμπλέκεται στο μεταβολισμό
της μοντελουκάστης. Επιπλέον, τα CYP 3A4 και 2C9 μπορεί να συμμετάσχουν
σε μικρό βαθμό, αν και η ιτρακοναζόλη η οποία αποτελεί αναστολέα του CYP
3A4, δεν έχει δειχθεί πως μετέβαλλε τις φαρμακοκινητικές παραμέτρους της
μοντελουκάστης σε υγιή άτομα που έλαβαν 10 mg μοντελουκάστης ημερησίως.
Οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις της μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν
αναστέλλουν τα κυτοχρώματα P450 3A4, 2C9, 1Α2, 2A6, 2C19 ή 2D6, σύμφωνα
με αποτελέσματα in
vitro μελετών σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος. Η
συνεισφορά των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση της μοντελουκάστης
είναι ελάχιστη.
Αποβολή
Η κάθαρση της μοντελουκάστης από το πλάσμα, κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε
45 ml/min για υγιείς ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης
ραδιοσημασμένης μοντελουκάστης, 86 % της
ραδιενέργειας ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και
ποσοστό < 0,2 % ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της
βιοδιαθεσιμότητας της μοντελουκάστης που χορηγείται από το στόμα, φαίνεται
ότι η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες της εκκρίνονται σχεδόν αποκλειστικά
μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους, ή σε ήπια έως
μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία δεν
έχουν διεξαχθεί. Επειδή η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες του αποβάλλονται
μέσω της χοληφόρου οδού, δεν αναμένεται να είναι απαραίτητη κάποια
προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Δεν
υπάρχουν δεδομένα για τη φαρμακοκινητική της μοντελουκάστης σε ασθενείς
με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βαθμολογία Child-Pugh >9).
Με υψηλές δόσεις μοντελουκάστης (20- και 60- φορές τη συνιστώμενη
δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε μείωση στη συγκέντρωση της θεοφυλλίνης
στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν έχει εμφανισθεί με τη συνιστώμενη
δοσολογία των 10 mg εφ' άπαξ ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε ζώα, παρατηρήθηκαν ελάχιστες
βιοχημικές μεταβολές στον ορό της ALT, της γλυκόζης, του φωσφόρου και των
τριγλυκεριδίων, που ήταν παροδικής φύσεως. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα
εκδηλώθηκαν με αυξημένη έκκριση σιέλου, γαστρεντερικά συμπτώματα, μαλακά
κόπρανα και διαταραχή του ισοζυγίου ιόντων. Αυτά συνέβησαν σε δόσεις που
11
παρέχουν > 17 φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινικά
συνιστώμενη δοσολογία. Σε πιθήκους, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες σε
δόσεις από 150 mg/kg/ημέρα (> 232 φορές τη συστηματική έκθεση που
εμφανίζεται με την κλινική δόση). Στις μελέτες που διεξάχθηκαν στα ζώα, η
μοντελουκάστη δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα ή την αναπαραγωγική
ικανότητα για συστηματική έκθεση που υπερέβαινε την κλινική συστηματική
έκθεση περισσότερο από 24 φορές. Μια μικρή μείωση στο σωματικό βάρος στα
βρέφη, παρατηρήθηκε σε μελέτη γονιμότητας σε θηλυκούς αρουραίους με δόση
200 mg/kg/ημέρα (> 69 φορές την κλινική συστηματική έκθεση). Σε μελέτες με
κουνέλια, μία υψηλότερη επίπτωση ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση με ζώα
αναφοράς, παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24 φορές από την κλινική
συστηματική έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση. Δεν
παρατηρήθηκαν ανωμαλίες σε αρουραίους. Η μοντελουκάστη έχει δειχθεί ότι
διαπερνά τον πλακουντιακό φραγμό και απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα των
ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από την από του στόματος χορήγηση μονήρων
δόσεων της νατριούχου μοντελουκάστης μέχρι 5000 mg/kg στα ποντίκια και
στους αρουραίους (15.000 mg/m
2
και 30.000 mg/m
2
στα ποντίκια και στους
αρουραίους, αντίστοιχα) που είναι οι μέγιστες δόσεις που δοκιμάστηκαν. Αυτές
οι δόσεις είναι ισοδύναμες με 25.000 φορές τη συνιστώμενη ημερήσια δόση για
τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του βάρους 50 kg για ενήλικα ασθενή).
Η μοντελουκάστη αξιολογήθηκε ότι δεν είναι φωτοτοξικό σε ποντίκια για τις
UVA, UVB ή για φάσμα ορατού φωτός σε δόσεις έως 500 mg/kg/ημέρα (περίπου
>200 φορές με βάση τη συστηματική έκθεση).
Η μοντελουκάστη δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση σε in
vitro και in
vivo
δοκιμασίες ή ογκογόνο δράση σε είδη τρωκτικών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας:
Κυτταρίνη, μικροκρυσταλλική
Μαννιτόλη σε κοκκία,
Καρμελλόζη νατριούχος διασταυρούμενη
Μαγνήσιο στεατικό
Νάτριο λαουρυλοθειικό
Πυριτίου οξείδιο, κολλοειδές, άνυδρο
Επικάλυψη λεπτού υμενίου:
Πολυδεξτρόζη
Τιτανίου διοξείδιο
Υπρομελλόζη
Τριακετίνη
Indigo Carmine Aluminium Lake (E132)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 400
Sunset Yellow Aluminium Lake (E110)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 8000
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
12
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (blisters) αλουμινίου/αλουμινίου εντός κουτιού από χαρτόνι σε μεγέθη
συσκευασίας
10, 14, 20, 28, 30, 50, 56, 60, 84, 90 ή 100 επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο
δισκίων.
Διάτρητες κυψέλες (blisters) αλουμινίου/αλουμινίου εντός κουτιού από χαρτόνι,
μονάδας δόσης, των 28 x1 επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων.
Περιέκτης δισκίων από πολυπροπυλένιο με πώμα από πολυαιθυλένιο ο οποίος
περιέχει 28, 30, 56, 60, 84, 90, 100, 112, 120, 180 και 500 επικαλυμμένα με
λεπτό υμένιο δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε φαρμακευτικό προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να
απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος και Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας:
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, Αργυρούπολη, 164 51, Αθήνα,
τηλ: 210-9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
84599/28-11-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
28-11-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13