ακαθησίας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενικά
δυσάρεστη ή ενοχλητική ανησυχία και ανάγκη για κίνηση, η
οποία συχνά συνοδεύεται από ανικανότητα του ασθενούς να
καθίσει ή να μείνει ακίνητος. Αυτό είναι πιο πιθανό να
συμβεί μέσα στις πρώτες εβδομάδες θεραπείας. Σε ασθενείς
που ανέπτυξαν αυτά τα συμπτώματα, η αύξηση της δόσης
μπορεί να είναι επιβλαβής.
- Παράταση του διαστήματος QT: Έχουν αναφερθεί με χρήση
μετά από την κυκλοφορία της μιρταζαπίνης περιστατικά
παράτασης του διαστήματος QT, κοιλιακής ταχυκαρδίας
δίκην ριπιδίου (torsades de pointes), κοιλιακή ταχυκαρδία
και αιφνίδιος θάνατος. Οι αναφορές στην πλειονότητά τους
συνδέονταν με υπερδοσολογία ή με ασθενείς που είχαν
άλλους παράγοντες κινδύνου για παράταση του
διαστήματος QT, περιλαμβανομένης της ταυτόχρονης χρήσης
φαρμάκων που παρατείνουν το QTc (βλ. παράγραφο 4.5 και
παράγραφο 4.9). Θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή όταν η
μιρταζαπίνη χορηγείται σε ασθενείς με διαγνωσμένη
καρδιαγγειακή νόσο ή οικογενειακό ιστορικό παράτασης του
διαστήματος QT, καθώς και κατά την ταυτόχρονη χρήση με
άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που θεωρείται ότι
παρατείνουν το διάστημα QTc.
Υπονατριαιμία
Υπονατριαιμία, πιθανότατα εξαιτίας της απρόσφορης έκκρισης της
αντι-διουρητικής ορμόνης (SIADH), έχει αναφερθεί πολύ σπάνια με
τη χρήση της μιρταζαπίνης. Προσοχή απαιτείται με τους ασθενείς
που βρίσκονται σε κίνδυνο, όπως είναι οι ηλικιωμένοι ασθενείς ή
οι ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται φάρμακα τα οποία
είναι γνωστό ότι προκαλούν υπονατριαιμία.
Σεροτονινεργικό σύνδρομο
Αλληλεπίδραση με σεροτονινεργικές δραστικές ουσίες:
σεροτονινεργικό σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί όταν εκλεκτικοί
αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs)
χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλες σεροτονινεργικές
δραστικές ουσίες (βλ. παράγραφο 4.5). Τα συμπτώματα του
σεροτονινεργικού συνδρόμου μπορεί να είναι υπερθερμία,
δυσκαμψία, μυόκλωνος, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού
συστήματος με πιθανές ταχείες διακυμάνσεις των ζωτικών
σημείων, αλλαγή της νοητικής κατάστασης που περιλαμβάνει
σύγχυση, ευερεθιστότητα και με μεγάλη διέγερση που εξελίσσεται
σε παραλήρημα και κώμα. Συνιστάται προσοχή και απαιτείται
στενότερη κλινική παρακολούθηση όταν αυτές οι δραστικές ουσίες
λαμβάνονται σε συνδυασμό με μιρταζαπίνη. Η θεραπεία με τη
μιρταζαπίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν σημειωθούν τα
παραπάνω συμβάντα και θα πρέπει να ξεκινά υποστηρικτική
συμπτωματική θεραπεία. Από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία
φαίνεται ότι το σεροτονινεργικό σύνδρομο εμφανίζεται πολύ
σπάνια σε ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή μόνο με μιρταζαπίνη
(βλ. παράγραφο 4.8).
Υπερήλικες