μεταξύ της 7
ης
και της 14
ης
ημέρας του πρώτου κύκλου, αλλά περιστασιακά
καθυστερεί μέχρι και 20 ημέρες. Ο αριθμός συνήθως επιστρέφει στο
φυσιολογικό μέχρι την 30
η
ημέρα. Συνιστάται καθημερινή παρακολούθηση του
αριθμού αιμοπεταλίων και του WBC, και η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί, εάν
ο αριθμός των αιμοπεταλίων μειωθεί κάτω των 100.000 ανά mm
3
ή ο WBC
μειωθεί κάτω των 3.500 ανά mm
3
. Εάν ο ολικός αριθμός είναι μικρότερος από
2.000 ανά mm
3
και ειδικά εάν υφίσταται κοκκιοκυτταροπενία, συνιστάται ο
ασθενής να τεθεί σε προστατευτική απομόνωση στο νοσοκομείο και να
λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί συστηματική
μόλυνση.
Η θεραπεία θα πρέπει επίσης να διακοπεί με το πρώτο σημείο στοματικής
εξέλκωσης ή εάν υπάρχει ένδειξη ανεπιθύμητων ενεργειών του γαστρεντερικού,
όπως στοματίτιδα, διάρροια, αιμορραγία από τη γαστρεντερική οδό ή
αιμορραγία σε οποιαδήποτε θέση. Το κλάσμα της τοξικής προς την
αποτελεσματική δόση είναι μικρό και είναι απίθανο να υπάρξει θεραπευτική
απόκριση χωρίς κάποιο βαθμό τοξικότητας. Θα πρέπει, συνεπώς, να δίνεται
προσοχή στην επιλογή των ασθενών και στην προσαρμογή της δόσης. Σε
περίπτωση σοβαρής τοξικότητας, η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται.
Η φθοριοουρακίλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική ή ηπατική λειτουργία ή ίκτερο. Μεμονωμένες περιπτώσεις
στηθάγχης, ανωμαλιών του ΗΚΓ και, σπάνια, εμφράγματος του μυοκαρδίου
έχουν αναφερθεί μετά από χορήγηση φθοριοουρακίλης. Θα πρέπει, συνεπώς, να
δίνεται προσοχή σε περίπτωση θεραπείας ασθενών που αντιμετωπίζουν
θωρακικό άλγος κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή ασθενών με ιστορικό
καρδιακής νόσου.
Η αφυδρογονάση της διυδροπυριμιδίνης (DPD) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
στον μεταβολισμό της φθοριοουρακίλης. Υπάρχουν αναφορές αυξημένης
τοξικότητας της φθοριοουρακίλης σε ασθενείς με μειωμένη
δραστηριότητα/ανεπάρκεια DPD. Εάν εφαρμόζεται, ενδείκνυται ο
προσδιορισμός της ενζυμικής δραστηριότητας της DPD πριν τη θεραπεία με 5-
φθοριοπυριμιδίνες.
Τα νουκλεοσιδικά ανάλογα, π.χ. βριβουδίνη και σοριβουδίνη, τα οποία
επηρεάζουν τη δραστηριότητα της DPD, ενδέχεται να προκαλέσουν αυξημένες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα και αυξημένη τοξικότητα των φθοριοπυριμιδινών
(βλ. παράγραφο 4.5). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να τηρείται διάστημα
τουλάχιστον 4 εβδομάδων μεταξύ της χορήγησης φθοριοουρακίλης και
βριβουδίνης, σοριβουδίνης ή αναλόγων τους. Σε περίπτωση κατά λάθος
χορήγησης νουκλεοσιδικών αναλόγων σε ασθενείς που λαμβάνουν
φθοριοουρακίλη, θα πρέπει να λαμβάνονται αποτελεσματικά μέτρα για τη
μείωση της τοξικότητας της φθοριοουρακίλης. Συνιστάται άμεση εισαγωγή σε
νοσοκομείο. Πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα για την αποτροπή
συστηματικών λοιμώξεων και αφυδάτωσης.
Εμβολιασμός με εμβόλιο ζώντος μικροοργανισμού θα πρέπει να αποφεύγεται σε
ασθενείς που λαμβάνουν 5-φθοριοουρακίλη, λόγω της πιθανότητας σοβαρών ή
θανατηφόρων λοιμώξεων. Η επαφή με άτομα που έχουν πρόσφατα εμβολιαστεί
κατά του ιού της πολυομυελίτιδας θα πρέπει να αποφεύγεται.
Η παρατεταμένη έκθεση στο ηλιακό φως δεν συνιστάται, λόγω του κινδύνου
φωτοευαισθησίας.