Version
3.1, 06/2015
,ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Δ HΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΟ Ο ΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣ Σ
1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
2
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
VANCOTEN 500 mg, Κόνις για διάλυμα προς έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
VANCOTEN 500 mg: Κάθε φιαλίδιο περιέχει υδροχλωρική βανκοκυκίνη που
αντιστοιχεί σε 500 mg βανκομυκίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
Το VANCOTEN 500 mg κόνις για διάλυμα προς έγχυση διατίθεται σε φιαλίδιο
άχρωμης υάλου που περιέχει μια υπόλευκη έως ελαφρά μπεζ συμπαγή μάζα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η βανκομυκίνη, χορηγούμενη ενδοφλέβια, ενδείκνυται για τη θεραπεία βαριών
λοιμώξεων, που προκαλούνται από gram-θετικά βακτήρια ευαίσθητα στη
βανκομυκίνη τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ή δεν ανταποκρίθηκαν
ή είναι ανθεκτικά σε άλλα αντιβιοτικά όπως οι πενικιλλίνες και οι
κεφαλοσπορίνες.
Η βανκομυκίνη πρέπει να φυλάσσεται για περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική
ένδειξη, για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής.
Η βανκομυκίνη είναι χρήσιμη για τη θεραπεία των ακόλουθων βαριών
λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητους μικροοργανισμούς (βλ.
παράγραφο 5.1):
- ενδοκαρδίτιδα,
- λοιμώξεις των οστών (οστεομυελίτιδα),
- λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος (πνευμονία /
νοσοκομειακή πνευμονία (NΠ)),
- λοιμώξεις των μαλακών ιστών
Η ενδοκαρδίτιδα που προκαλείται από εντερόκοκκους,
Streptococcus viridans
ή
S. bovis
πρέπει να αντιμετωπίζεται με συνδυασμό βανκομυκίνης και μιας
αμινογλυκοσίδης.
Η βανκομυκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιεγχειρητική προφύλαξη
έναντι βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας, σε ασθενείς που διατρέχουν υψηλό
κίνδυνο ανάπτυξης βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας όταν υποβάλλονται σε
μείζονες χειρουργικές επεμβάσεις (π.χ. επεμβάσεις της καρδιάς και των
αγγείων κτλ.) και αδυνατούν να λάβουν έναν ενδεικνυόμενο αντιβακτηριακό
παράγοντα β-λακτάμης.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες για την
3
ενδεικνυόμενη χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η κόνις για διάλυμα προς έγχυση της βανκομυκίνης πρέπει να χορηγείται
ενδοφλέβια. Κάθε δόση πρέπει να χορηγείται με ρυθμό που δεν υπερβαίνει τα
10
mg
/λεπτό ή σε χρονική περίοδο διάρκειας τουλάχιστον 60 λεπτών (όποιο
είναι μεγαλύτερης διάρκειας).
Η δόση πρέπει να προσαρμόζεται σε εξατομικευμένη βάση σύμφωνα με το
βάρος, την ηλικία και τη νεφρική λειτουργία.
Δοσολογία
μ Ασθενείς ε φυσιολογική νεφρική λειτουργία
12 :Ενήλικες και παιδιά από ετών
500 Η συνήθης ενδοφλέβια δόση είναι mg 6 1 κάθε ώρες ή g 12 . κάθε ώρες Σε
μ , ειδικές περιπτώσεις και για βαριές και απαιλητικές για τη ζωή λοι ώξεις θα
μ μ πορούσε να εξετάζεται το ενδεχό ενο χορήγησης δόσης 15-20 mg/kg σωματικού
βάρους κάθε 8-12 ώρες προκειμένου να επιτευχθούν οι βέλτιστες ελάχιστες
συγκεντρώσεις (βλ. Παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της βανκομυκίνης
στον ορό στην τρέχουσα παράγραφο και την παράγραφο 5.1).
Για την βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, το γενικά αποδεκτό σχήμα είναι 1000 mg
ενδοφλέβιας βανκομυκίνης κάθε 12 ώρες επί 4 εβδομάδες είτε ως μονοθεραπεία
ή σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικάενταμυκίνη σε συνδυασμό με
ριφαμπίνη, γενταμυκίνη, στρεπτομυκίνη). Για την ενδοκαρδίτιδα από
εντερόκοκκο χορηγείται θεραπεία επί 6 εβδομάδες με βανκομυκίνη σε
συνδυασμό με μια αμινογλυκοσίδη - σύμφωνα με τις εθνικές συστάσεις.
Περιεγχειρητική προφύλαξη έναντι της βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας: Οι
ενήλικες λαμβάνουν 1000 mg ενδοφλέβιας βανκομυκίνης προ της χειρουργικής
επέμβασης (προ της επαγωγής αναισθησίας) και ανάλογα με τον χρόνο και το
είδος της χειρουργικής επέμβασης, μπορεί να χορηγηθεί ΕΦ δόση 1000 mg
βανκομυκίνης 12 ώρες μετεγχειρητικά.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιά ηλικίας ενός μηνός έως 12 ετών:
Η συνήθης ενδοφλέβια ημερήσια δόση είναι 40 mg/kg σωματικού βάρους,
συνήθως σε 4 εφάπαξ δόσεις, δηλαδή 10 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 6 ώρες
ή 20 mg/kg κάθε 12 ώρες. Η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 60 mg/kg σωματικού
βάρους ημερησίως (βλ. παράγραφο 5.1).
Βρέφη και νεογέννητα:
Για τα βρέφη και τα νεογέννητα οι δόσεις μπορούν να είναι χαμηλότερες.
Συστήνεται αρχική δόση 15 mg/kg σωματικού βάρους και δόσεις συντήρησης
10 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες κατά τη διάρκεια της πρώτης
εβδομάδας της ζωής και στη συνέχεια κάθε 8 ώρες μέχρι την ηλικία του ενός
μηνός. Μπορεί να είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των επιπέδων στον ορό
(βλ. κατωτέρω).
Ειδικοί πληθυσμοί
4
Ηλικιωμένοι ασθενείς:
Η φυσιολογική μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης αυξανόμενης της
ηλικίας μπορεί να προκαλέσει αυξημένη συγκέντρωση της βανκομυκίνης στον
ορό εάν δεν προσαρμοστεί η δοσολογία (βλ. πίνακα για τη δοσολογία σε
περίπτωση δυσλειτουργίας της νεφρικής λειτουργίας).
Παχύσαρκοι ασθενείς:
Μπορεί να απαιτηθεί τροποποίηση των συνήθων ημερησίων δόσεων.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια:
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η δόση πρέπει να μειώνεται σε ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται
στον ρυθμό απέκκρισης. Σε αυτήν την περίπτωση η εκτίμηση των επιπέδων της
βανκομυκίνης στον ορό μπορεί να είναι χρήσιμη, ιδιαίτερα σε βαριά νοσούντες
ασθενείς με μεταβαλλόμενη νεφρική λειτουργία.
Ο ακόλουθος πίνακας δοσολογίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδηγία για
τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια νεφρική
ανεπάρκεια, η αρχική δόση δεν πρέπει να είναι χαμηλότερη των 15 mg/kg. Σε
ασθενείς με βαριά νεφρική δυσλειτουργία, είναι προτιμότερο να χορηγηθεί
δόση συντήρησης μεταξύ 250 mg και 1000 mg με χρονική απόσταση μερικών
ημερών αντί να χορηγηθούν χαμηλότερες ημερήσιες δόσεις.
Κάθαρση κρεατινίνης
[ml/min]
Δοσολογία βανκομυκίνης [mg/24
ώρες]
> 100 2000-1500
100-70 1500-1000
70-30 1000-500
20 300
10 150
Ασθενείς με ανουρία
Η αρχική δόση είναι 15 mg/kg για την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων. Η δόση
συντήρησης είναι περίπου 1,9 mg/kg/24 ώρες. Προκειμένου να διευκολυνθεί η
διαδικασία, ενήλικες ασθενείς με υψηλού βαθμού νεφρική δυσλειτουργία
μπορούν να λαμβάνουν δόση συντήρησης 250 - 1000 mg σε μεσοδιαστήματα
αρκετών ημερών αντί της ημερήσιας δόσης.
Δοσολογία σε περίπτωση αιμοκάθαρσης
Για ασθενείς με ανουρία, οι οποίοι επίσης υποβάλλονται τακτικά σε
αιμοκάθαρση, είναι δυνατή η ακόλουθη δοσολογία: δόση κορεσμού 1000 mg,
δόση συντήρησης 1000 mg κάθε 7-10 ημέρες.
Εάν χρησιμοποιούνται για την αιμοκάθαρση μεμβράνες πολυσουλφόνης
("διύλιση υψηλής ροής"), ο χρόνος ημίσειας ζωής της βανκομυκίνης
βραχύνεται. Για ασθενείς υπό τακτική αιμοκάθαρση μπορεί να απαιτείται
υψηλότερη δόση συντήρησης.
Παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της βανκομυκίνης στον ορό:
Η συγκέντρωση της βανκομυκίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθείται τη
δεύτερη ημέρα της θεραπείας αμέσως πριν από την επόμενη δόση. Τα ελάχιστα
θεραπευτικά επίπεδα της βανκομυκίνης στο αίμα πρέπει φυσιολογικά να είναι
5
≥10 mg/l. Ανάλογα με το σημείο της λοίμωξης και την ευαισθησία του
παθογόνου, μπορεί να απαιτηθούν ελάχιστα επίπεδα 15-20 mg/l για την
επίτευξη αποτελεσματικότητας (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1).
Οι συγκεντρώσεις πρέπει να παρακολουθούνται φυσιολογικά δύο ή τρεις φορές
εβδομαδιαίως.
Τρόπος χορήγησης
Η παρεντερικά χορηγούμενη βανκομυκίνη θα χορηγείται αποκλειστικά ως
βραδεία ενδοφλέβια έγχυση (όχι άνω των 10 mg/λεπτό, καθώς και εφάπαξ
δόσεις χαμηλότερες των 600 mg σε διάστημα διάρκειας τουλάχιστον 60
λεπτών) που είναι επαρκώς αραιωμένη (τουλάχιστον 100 ml ανά 500 mg).
Οι ασθενείς των οποίων η πρόσληψη υγρών πρέπει να είναι περιορισμένη
μπορούν επίσης να λάβουν διάλυμα 500 mg/50 ml. Με αυτές τις υψηλότερες
συγκεντρώσεις ο κίνδυνος εμφάνισης σχετιζόμενων με την έγχυση
ανεπιθύμητων ενεργειών μπορεί να είναι αυξημένος.
Για πληροφορίες αναφορικά με την προετοιμασία του διαλύματος, ανατρέξτε
στην παράγραφο 6.6.
Διάρκεια της θεραπείας
Η διάρκεια της θεραπευτικής περιόδου εξαρτάται από τη βαρύτητα της
λοίμωξης καθώς και από την κλινική και βακτηριολογική εξέλιξη.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη βανκομυκίνη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Προειδοποιήσεις
Σε περίπτωση βαριάς μορφής οξειών αντιδράσεων υπερευαισθησίας (π.χ.
αναφυλαξίας), η θεραπεία με βανκομυκίνη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και
να αρχίζει η εφαρμογή των συνήθων ενδεικνυόμενων μέτρων επείγουσας
περίθαλψης (π.χ. αντιισταμινικά, κορτικοστεροειδή και - εάν είναι απαραίτητο
- τεχνητή αναπνοή).
Σε περίπτωση οξείας ανουρίας ή κοχλιακής δυσλειτουργίας, η βανκομυκίνη
πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο και εάν δεν
υπάρχουν διαθέσιμες άλλες εναλλακτικές θεραπείες.
Η ταχεία εφάπαξ χορήγηση (δηλ. σε διάστημα ορισμένων λεπτών) μπορεί να
συσχετισθεί με μεγάλου βαθμού υπόταση (περιλαμβανομένης καταπληξίας και
σπανίως καρδιακής ανακοπής), αντιδράσεις ομοιάζουσες με της ισταμίνης και
κηλιδοβλατιδώδες ή ερυθηματώδες εξάνθημα ("σύνδρομο του κόκκινου
ανθρώπου" ή "σύνδρομο του κόκκινου λαιμού"). Η βανκομυκίνη πρέπει να
εγχέεται βραδέως σε αραιωμένο διάλυμα (2,5 έως 5,0 g/l) με ρυθμό όχι
υψηλότερο των 10 mg/λεπτό και σε διάστημα διάρκειας τουλάχιστον 60 λεπτών
για την αποφυγή αντιδράσεων που σχετίζονται με την ταχεία έγχυση. Η
διακοπή της έγχυσης συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την άμεση υποχώρηση
αυτών των αντιδράσεων.
Η βανκομυκίνη πρέπει να χορηγείται αποκλειστικά μέσω της ενδοφλέβιας
οδού, εξαιτίας του κινδύνου της νέκρωσης. Ο κίνδυνος φλεβικού ερεθισμού
ελαχιστοποιείται χορηγώντας τη βανκομυκίνη με τη μορφή αραιωμένου
διαλύματος έγχυσης και αλλάζοντας τη θέση της ένεσης.
6
Η χορήγηση της βανκομυκίνης μέσω ενδοπεριτοναϊκής ένεσης κατά τη διάρκεια
συνεχούς φορητής περιτοναϊκής κάθαρσης έχει συσχετισθεί με σύνδρομο
χημικής περιτονίτιδας.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια:
Η βανκομυκίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια επειδή η πιθανότητα ανάπτυξης τοξικών επιδράσεων είναι πολύ
υψηλότερη παρουσία παρατεταμένων υψηλών συγκεντρώσεων στο αίμα. Κατά
τη διάρκεια της θεραπείας αυτών των ασθενών και εκείνων που λαμβάνουν
ταυτόχρονη θεραπεία με άλλες νεφροτοξικές δραστικές ουσίες (δηλαδή
αμινογλυκοσίδες), πρέπει να διενεργούνται διαδοχικές εξετάσεις της νεφρικής
λειτουργίας και να τηρούνται τα ενδεικνυόμενα θεραπευτικά σχήματα
προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος νεφροτοξικότηταςλ.
παράγραφο 4.2).
Ασθενείς με προηγούμενη κώφωση:
Έχει αναφερθεί ωτοτοξικότητα, που μπορεί να είναι παροδική ή μόνιμή (βλ.
παράγραφο 4.8) σε ασθενείς με προγενέστερη κώφωση, οι οποίοι έχουν λάβει
υπερβολικό αριθμό ενδοφλέβιων δόσεων, ή έχουν λάβει ταυτόχρονη θεραπεία
με μια άλλη ωτοτοξική δραστική ουσία όπως μια αμινογλυκοσίδη. Πριν από
την κώφωση μπορεί να προηγηθούν εμβοές ώτων. Η εμπειρία με άλλα
αντιβιοτικά υποδεικνύει ότι η κώφωση μπορεί να επιδεινωθεί παρά τη διακοπή
της θεραπείας. Προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος ωτοτοξικότητας, πρέπει να
προσδιορίζονται περιοδικά τα επίπεδα στο αίμα και συνιστάται ο περιοδικός
έλεγχος της ακουστικής λειτουργίας.
Προφυλάξεις
Η βανκομυκίνη είναι πολύ ερεθιστική για τους ιστούς και προκαλεί νέκρωση
της θέσης ένεσης εάν ενεθεί ενδομυϊκά. Άλγος και θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να
εμφανιστούν σε πολλούς ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη και
περιστασιακά έχουν βαριά μορφή. Η συχνότητα και η βαρύτητα της
θρομβοφλεβίτιδας μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χορηγώντας το φαρμακευτικό
προϊόν βραδέως με τη μορφή αραιωμένου διαλύματος (βλ. παράγραφο 6.6) και
αλλάζοντας τακτικά τις θέσεις της έγχυσης. Η συχνότητα εμφάνισης
σχετιζόμενων με την έγχυση αντιδράσεων (υπότασης, έξαψης, ερυθήματος,
κνίδωσης και κνησμού) αυξάνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση αναισθητικών
παραγόντων. Αυτές μπορούν να μειωθούν χορηγώντας τη βανκομυκίνη μέσω
έγχυσης επί 60 λεπτά, πριν την επαγωγή αναισθησίας.
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
αλλεργικές αντιδράσεις στην τεϊκοπλανίνη, δεδομένου ότι έχουν αναφερθεί
αντιδράσεις διασταυρούμενης υπερευαισθησίας μεταξύ της βανκομυκίνης και
της τεϊκοπλανίνης.
Η επαγόμενη από την αναισθησία καταστολή του μυοκαρδίου μπορεί να
επιταθεί από τη βανκομυκίνη. Κατά τη διάρκεια της αναισθησίας, οι δόσεις
πρέπει να είναι επαρκώς αραιωμένες και να χορηγούνται βραδέως με στενή
παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας. Οι αλλαγές της θέσης πρέπει να
καθυστερούν μέχρι να ολοκληρωθεί η έγχυση για να επιτραπεί η προσαρμογή
στη στάση του σώματος.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη για πιο μακροχρόνιες περιόδους ή
ταυτόχρονα με άλλες αγωγές που μπορεί να προκαλέσουν ουδετεροπενία ή
ακοκκιοκυτταραιμία, πρέπει να παρακολουθείται σε τακτικά διαστήματα ο
αριθμός των λευκοκυττάρων.
7
Όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν βανκομυκίνη πρέπει να υπόκεινται σε
περιοδικές αιματολογικές εξετάσεις, ανάλυση ούρων, εξετάσεις της ηπατικής
και της νεφρικής λειτουργίας.
Η παρατεταμένη χρήση της βανκομυκίνης μπορεί να προκαλέσει επιλοιμώξεις
με ανθεκτικούς μικροοργανισμούς, κατά συνέπεια αυτοί οι ασθενείς πρέπει να
παρακολουθούνται σε τακτική βάση. Εάν εμφανιστεί επιλοίμωξη κατά τη
διάρκεια της θεραπείας, πρέπει να λαμβάνονται τα ενδεικνυόμενα μέτρα.
Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει αναφερθεί με όλους σχεδόν τους
αντιμικροβιακούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της βανκομυκίνης και μπορεί
να κυμανθεί σε βαρύτητα από ήπια έως απειλητική για τη ζωή. Κατά συνέπεια,
είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η διάγνωση αυτή σε ασθενείς που
παρουσιάζουν διάρροια ως επακόλουθο της χορήγησης βανκομυκίνης. Τα
αντιπερισταλτικά αντενδείκνυνται.
Η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων της βανκομυκίνης στο αίμα
ενδείκνυται στην πιο μακροχρόνια χρήση, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία ή μειωμένη λειτουργία της ακοής, καθώς και στην ταυτόχρονη
χορήγηση νεφροτοξικών ή ωτοτοξικών ουσιών, αντίστοιχα.
Η βανκομυκίνη πρέπει να περιορίζεται για τις περιπτώσεις εκείνες όπου
υπάρχει ειδική ένδειξη, για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αντοχής.
Όταν η βανκομυκίνη χρησιμοποιείται για την εμπειρική θεραπεία λοιμώξεων
στις οποίες υπάρχει υποψία παρουσίας επίσης Gram -αρνητικών βακτηρίων,
πρέπει να συνδυάζεται με κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία αυτών των
βακτηρίων.
Οι δόσεις πρέπει να τιτλοδοτούνται με βάση τα επίπεδα στον ορό. Πρέπει να
παρακολουθούνται τα επίπεδα στο αίμα και να διενεργούνται τακτικά
εξετάσεις της νεφρικής λειτουργίας.
Η γενική σύσταση είναι να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις 2-3 φορές
ημερησίως.
Οι ηλικιωμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε βλάβες της ακοής και πρέπει να
υπόκεινται σε σειριακές εξετάσεις της ακουστικής λειτουργίας όταν είναι
ηλικίας άνω των 60 ετών. Πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη ή διαδοχική
χρήση άλλων νευροτοξικών ουσιών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η βανκομυκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε πρόωρα
βρέφη και παιδιά, λόγω της ανώριμης νεφρικής λειτουργίας τους και της
πιθανής αύξησης των συγκεντρώσεων της βανκομυκίνης στον ορό. Οι
συγκεντρώσεις της βανκομυκίνης στο αίμα πρέπει κατά συνέπεια να
παρακολουθούνται προσεκτικά. Η ταυτόχρονη χορήγηση βανκομυκίνης και
αναισθητικών παραγόντων έχει συσχετισθεί με ερύθημα και ομοιάζουσα με την
αντίδραση στην ισταμίνη έξαψη στα παιδιά (βλ. παράγραφο 4.5).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Άλλα δυνητικώς νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα
Η ταυτόχρονη ή διαδοχική χορήγηση της βανκομυκίνης με άλλες δυνητικώς
νεφροτοξικές ή/και νεφροτοξικές δραστικές ουσίες ιδιαίτερα γενταμυκίνη,
8
αμφοτερικίνη Β, στρεπτομυκίνη, νεομυκίνη, καναμυκίνη, αμικασίνη,
τομπραμυκίνη, βιομυκίνη, βακιτρακίνη, πολυμυξίνη Β, κολιστίνη και
σισπλατίνη μπορεί να ενισχύσουν τη νεφροτοξικότητα και/ή την ωτοτοξικότητα
της βανκομυκίνης και κατά συνέπεια απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση του
ασθενούς.
Αναισθητικά
Αναφέρεται ότι η συχνότητα πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών (όπως
υπότασης, ερυθρότητας του δέρματος, ερυθήματος, κνίδωσης και κνησμού)
αυξάνεται όταν η βανκομυκίνη χορηγείται ταυτόχρονα με αναισθητικά.
Προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες ενέργειες, η βανκομυκίνη πρέπει
να χορηγείται τουλάχιστον 60 λεπτά πριν την επαγωγή της αναισθησίας.
Μυοχαλαρωτικά
Εάν χορηγηθεί υδροχλωρική βανκομυκίνη κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από
χειρουργική επέμβαση, οι επιδράσεις ταυτόχρονα χορηγούμενων
μυοχαλαρωτικών (π.χ. σουκινυλοχολίνης), όπως ο νευρομυϊκός αποκλεισμός,
μπορεί να ενταθούν ή να παραταθούν.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση:
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή δεδομένα από τη χρήση της βανκομυκίνης
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας
σε πειραματόζωα δεν υποδεικνύουν καμία επίδραση στη διάρκεια της κύησης ή
την ανάπτυξη του εμβρύου και του κυήματος (βλ. παράγραφο 5.3).
Ωστόσο, η βανκομυκίνη διαπερνά τον πλακούντα και δεν μπορεί να
αποκλειστεί δυνητικός κίνδυνος εμβρυικής και νεογνικής ωτοτοξικότητας και
νεφροτοξικότητας. Κατά συνέπεια η βανκομυκίνη πρέπει να χορηγείται στην
εγκυμοσύνη μόνον εφόσον απαιτείται σαφώς και μετά από προσεκτική
αξιολόγηση της αναλογίας οφέλους/κινδύνου.
Σε μια μελέτη που διεξήχθη σε νεογνά γυναικών στις οποίες χορηγήθηκε το
φάρμακο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν αναφέρθηκε
αισθητηριονευρική απώλεια της ακοής ή νεφροτοξικότητα. Ένα βρέφος, του
οποίου η μητέρα έλαβε βανκομυκίνη στο τρίτο τρίμηνο, παρουσίασε αγώγιμη
απώλεια ακοής, ωστόσο δεν τεκμηριώθηκε σχέση αιτίου/αιτιατού.
Θηλασμός:
Η βανκομυκίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και κατά συνέπεια δεν συνιστάται
η χρήση της σε θηλάζουσες μητέρες. Πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη
διάρκεια της γαλουχίας μόνον επί αποτυχίας άλλων αντιβιοτικών. Η χορήγηση
της βανκομυκίνης σε θηλάζουσες μητέρες πρέπει να γίνεται με προσοχή λόγω
των δυνητικών ανεπιθύμητων ενεργειών στο βρέφος (διαταραχές της εντερικής
χλωρίδας με διάρροια, αποίκιση από μύκητες ομοιάζοντες με ζυμομύκητες και
πιθανώς ευαισθητοποίηση). Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία αυτού του
φαρμακευτικού προϊόντος για τη θηλάζουσα μητέρα, πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο απόφασης για τη διακοπή του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το VANCOTEN 500 mg δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
9
μ μ μ μ Η συχνότητα των ανεπιθύ ητων αντιδράσεων ταξινο είται σύ φωνα ε τον
:ακόλουθο πίνακα
Πολύ συχνές (1/10)
Συχνές (1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
( μ μ μ Μη γνωστές δεν πορούν να εκτι ηθούν ε βάση τα
μ μ )διαθέσι α δεδο ένα
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι φλεβίτιδα και ψευδο-αλλεργικές
αντιδράσεις που οφείλονται σε ταχεία ενδοφλέβια έγχυση της βανκομυκίνης.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Σπάνιες: Ακοκκιοκυτταραιμία, ουδετεροπενία, θρομβοπενία, ηωσινοφιλία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Σπάνιες: Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Όχι συχνές: Παροδική ή επίμονη μείωση της ακουστικής λειτουργίας.
Σπάνιες: Εμβοές, ζάλη.
Καρδιακές διαταραχές:
Πολύ σπάνιες: Καρδιακή ανακοπή.
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: Υπόταση, θρομβοφλεβίτιδα.
Σπάνιες: Αγγειίτιδα.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου:
Συχνές: Δύσπνοια, συριγμός.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Σπάνιες: Ναυτία.
Πολύ σπάνιες: Ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Συχνές: Εξάνθημα και φλεγμονή βλεννογόνου, κνησμός, κνίδωση.
Σπάνιες: Γραμμική IgA φυσαλιδώδης δερμάτωση.
Πολύ σπάνιες: Βαριές δερματικές αντιδράσεις με απειλητικά για τη ζωή γενικά
συμπτώματα (π.χ. αποφολιδωτική δερματίτιδα, σύνδρομο Stevens-Johnson ή
σύνδρομο Lyell).
Μη γνωστές: Οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP),
Αντιδράσεις του Φαρμάκου με Ηωσινοφιλία και Συστηματικά Συμπτώματα
(DRESS).
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Συχνές: Νεφρική ανεπάρκεια, που εκδηλώνεται κυρίως μέσω των αυξημένων
συγκεντρώσεων της κρεατινίνης ορού και της ουρίας ορού.
Σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα και / ή οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Μη γνωστές: Οξεία σωληναριακή νέκρωση.
10
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Φλεβίτιδα, ερυθρότητα στο άνω μέρος του σώματος (σύνδρομο
"κόκκινου λαιμού" ή "κόκκινου ανθρώπου", άλγος και σπασμοί του θώρακα ή
των μυών της ράχης.
Σπάνιες: Πυρετός από το φάρμακο και ρίγη.
Κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από ταχεία έγχυση μπορεί να παρουσιαστούν
αναφυλακτικές αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις υποχωρούν όταν διακοπεί η
θεραπεία, γενικά μεταξύ 20 λεπτών και 2 ωρών μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Ωτοτοξικότητα έχει κυρίως αναφερθεί σε ασθενείς που χορηγήθηκαν υψηλές
δόσεις, ή ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα ωτοτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα, ή
με προϋπάρχουσα μείωση της νεφρικής λειτουργίας ή της ακοής.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V.
4.9 Υπερδοσολογία
Έχει αναφερθεί τοξικότητα λόγω υπερδοσολογίας. Η ενδοφλέβια χορήγηση 500
mg σε παιδί ηλικίας 2 ετών επέφερε θανατηφόρο δηλητηρίαση. Η χορήγηση
συνολικά 56 g σε ενήλικα κατά τη διάρκεια 10 ημερών προκάλεσε νεφρική
ανεπάρκεια. Σε ορισμένες καταστάσεις υψηλού κινδύνου (π.χ. σε περίπτωση
βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας) μπορεί να εμφανιστούν υψηλά επίπεδα στον ορό
και ωτοτοξικές και νεφροτοξικές επιδράσεις.
Μέτρα σε περίπτωση υπερδοσολογίας
- Δεν υπάρχει γνωστό ειδικό αντίδοτο.
- Απαιτείται συμπτωματική θεραπεία ενώ διατηρείται η νεφρική λειτουργία.
- Η βανκομυκίνη απομακρύνεται ελλιπώς από το αίμα μέσω αιμοκάθαρσης
ή περιτοναϊκής διάλυσης. Έχει εφαρμοστεί αιμοδιήθηση ή
αιμοπροσρόφηση με ρητίνες πολυσουλφόνης για τη μείωση των
συγκεντρώσεων της βανκομυκίνης στον ορό.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Γλυκοπεπτιδικά αντιβακτηριακά, κωδικός
ATC: J01XA01
Μηχανισμός δράσης:
Η βανκομυκίνη είναι ένα τρικυκλικό γλυκοπεπτιδικό αντιβιοτικό που
αναστέλλει τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος σε ευαίσθητα βακτήρια
συνδεόμενη με υψηλή συγγένεια στο άκρο D-αλανυλο-D-αλανίνης των
πρόδρομων μονάδων του κυτταρικού τοιχώματος. Το φάρμακο είναι
βακτηριοκτόνο για τους διαιρούμενους μικροοργανισμούς. Επιπρόσθετα,
μειώνει τη διαπερατότητα της βακτηριακής κυτταρικής μεμβράνης και τη
σύνθεση RNA.
11
Σχέση PK/PD:
Η βανκομυκίνη παρουσιάζει δράση ανεξάρτητη της συγκέντρωσης, όπου η
επιφάνεια κάτω από την καμπύλη (AUC) διαιρούμενη με την ελάχιστη
ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) του οργανισμού-στόχου, αποτελεί την κύρια
προβλεπτική παράμετρο αποτελεσματικότητας. Με βάση δεδομένα in
vitro
πειραματόζωων και περιορισμένα δεδομένα για τον άνθρωπο, έχει καθιερωθεί
αναλογία AUC/MIC 400 ως στόχος PK/PD για την επίτευξη κλινικής
αποτελεσματικότητας με τη βανκομυκίνη. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος
όταν οι MIC είναι > 0,5 mg/l, απαιτείται δοσολογία στο άνω όριο και υψηλές
ελάχιστες συγκεντρώσεις στον ορό (15-20 mg/l) (βλ. παράγραφο 4.2).
Μηχανισμός αντοχής:
Η επίκτητη αντοχή στα γλυκοπεπτίδια βασίζεται στην πρόσκτηση διαφόρων
συμπλεγμάτων γονιδίων van και τροποποίηση του στόχου D-αλανυλο-D-
αλανίνης σε D-αλανυλο-D-γαλακτικό ή D-αλανυλο-D-σερίνη τα οποία
συνδέονται με τη βανκομυκίνη ελλιπώς, διότι απουσιάζει μια κρίσιμη θέση για
τον σχηματισμό δεσμού υδρογόνου. Η μορφή αυτή αντοχής παρατηρείται
ιδιαίτερα στο
Enterococcus faecium
. Τα γονίδια van έχουν σπανίως ανιχνευτεί
στον
Staphylococcus aureus
, όπου οι μεταβολές της δομής του κυτταρικού
τοιχώματος προκαλούν "ενδιάμεση" ευαισθησία, η οποία είναι συνήθως
ετερογενής.
Δεν υπάρχει διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ της βανκομυκίνης και άλλων
αντιβιοτικών ωστόσο εμφανίζεται διασταυρούμενη αντοχή με άλλα
γλυκοπεπτιδικά αντιβιοτικά, όπως η τεϊκοπλανίνη. Η δευτερογενής ανάπτυξη
αντοχής κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι σπάνια.
Σε ορισμένες χώρες παρατηρούνται αυξημένες περιπτώσεις αντοχής ιδιαίτερα
στους εντερόκοκκους˙ τα πολυανθεκτικά στελέχη του Enterococcus
faecium
εγείρουν ιδιαίτερη ανησυχία.
Συνέργεια
Ο συνδυασμός της βανκομυκίνης με ένα αμινογλυκοσιδικό αντιβιοτικό έχει
συνεργικό αποτέλεσμα έναντι πολλών στελεχών του
Staphylococcus aureus
, μη
εντεροκοκκικών D-στρεπτόκοκκων, εντερόκοκκων και στρεπτόκοκκων της
ομάδας
Viridans
. Ο συνδυασμός της βανκομυκίνης με μια κεφαλοσπορίνη έχει
συνεργική δράση έναντι ορισμένων ανθεκτικών στην οξακιλλίνη στελεχών
Staphylococcus epidermidis
και ο συνδυασμός της βανκομυκίνης με
ριφαμπικίνη έχει συνεργική δράση έναντι του
Staphylococcus epidermidis
και
μια μερικώς συνεργική δράση έναντι ορισμένων στελεχών
Staphylococcus
aureus
. Καθώς η βανκομυκίνη σε συνδυασμό με κεφαλοσπορίνη μπορεί επίσης
να έχει ανταγωνιστική δράση έναντι ορισμένων στελεχών
Staphylococcus
epidermidis
και σε συνδυασμό με ριφαμπικίνη έναντι ορισμένων στελεχών
Staphylococcus aureus
, είναι χρήσιμο να προηγείται έλεγχος συνεργικής
δράσης.
Πρέπει να λαμβάνονται δείγματα για βακτηριακές καλλιέργειες προκειμένου
να απομονωθούν και να ανιχνευτούν οι υπεύθυνοι οργανισμοί και να
προσδιοριστεί η ευαισθησία τους στη βανκομυκίνη.
Ευαισθησία:
Η βανκομυκίνη είναι δραστική κατά gram-θετικών βακτηρίων. Τα gram-
αρνητικά βακτήρια είναι ανθεκτικά.
Τα όρια ευαισθησίας MIC που διακρίνουν τους ευαίσθητους από τους
ανθεκτικούς οργανισμούς έχουν ως εξής:
Συστάσεις της επιτροπής EUCAST (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον Έλεγχο της
12
Ευαισθησίας σε Αντιμικροβιακούς παράγοντες)
Ευαίσθητο
ς
Ανθεκτικό
ς
Staphylococcus
spp.
2 mg/l
> 2 mg/l
Enterococcus
spp.
1
4 mg/l
> 4 mg/l
Streptococcus
spp
2 mg/l
> 2 mg/l
Streptococcus
pneumoniae
2 mg/l
> 2 mg/l
Gram-θετικά
αναερόβια
2 mg/l
> 2 mg/l
Μη σχετιζόμενα με
είδη
2
2 mg/l
> 4 mg/l
1
Το όριο S/I για τη βανκομυκίνη έχει αυξηθεί σε 4 mg/l για να αποφευχθεί η
διαίρεση των κατανομών MIC του φυσικού τύπου ορισμένων ειδών.
2
Τα μη σχετιζόμενα με είδη όρια ευαισθησίας έχουν προσδιοριστεί κυρίως επί
τη βάσει δεδομένων φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής και είναι
ανεξάρτητα των κατανομών MIC συγκεκριμένων ειδών. Προορίζονται για
χρήση μόνον για είδη στα οποία δεν έχουν αποδοθεί εξειδικευμένα ανά είδος
όρια ευαισθησίας και όχι για τα είδη εκείνα για τα οποία δεν συνιστάται ο
έλεγχος ευαισθησίας.
Ο επιπολασμός της επίκτητης αντοχής μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με
τη γεωγραφική περιοχή και τον χρόνο για επιλεγμένα είδη και οι κατά τόπους
πληροφορίες σχετικά με την αντοχή είναι επιθυμητές, ιδιαίτερα για τη
θεραπεία βαριών λοιμώξεων. Πρέπει να αναζητείται η συμβουλή
εμπειρογνόμωνα, όπως απαιτείται, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τοπικός
επιπολασμός της αντοχής είναι τέτοιος ώστε η χρησιμότητα του παράγοντα σε
τουλάχιστον ορισμένα είδη λοιμώξεων είναι αμφισβητήσιμη.
Συνήθη ευαίσθητα είδη
Gram θετικά
Enterococcus faecalis.
Staphylococcus aureus
Staphylococcus μ αρνητικός στη δοκι ασία
κοαγκουλάσης
Streptococcus spp.
Streptococcus pneumoniae
Είδη για τα οποία η επίκτητη αντοχή ενδέχεται να
αποτελεί πρόβλημα
Enterococcus faecium
Streptococcus bovis
Streptococcus viridans
Εγγενώς ανθεκτικά
Gram αρνητικά βακτήρια
Chlamydia spp.
Μυκοβακτήρια
Mycoplasma spp.
Rickettsia spp.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Κατανομή: Μετά την ενδοφλέβια χορήγηση η βανκομυκίνη κατανέμεται σε
13
σχεδόν όλους τους ιστούς. Στο πλευριτικό, περικαρδιακό, ασκιτικό, αρθρικό
υγρό καθώς και στο μυοκάρδιο και τις βαλβίδες της καρδιάς, επιτυγχάνονται
συγκεντρώσεις παρόμοιες με εκείνες στο πλάσμα του αίματος. Τα δεδομένα για
τις συγκεντρώσεις της βανκομυκίνης στο οστούν (σπογγώδες, συμπαγές) έχουν
ευρεία διακύμανση. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής στη σταθεροποιημένη
κατάσταση αναφέρεται ότι είναι 0,43 (έως 0,9) l/kg. Στην περίπτωση μη
φλεγμαινουσών μηνίγγων μόνον μικρές ποσότητες βανκομυκίνης διέρχονται
στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Η βανκομυκίνη συνδέεται με τις πρωτεΐνες πλάσματος κατά 30 έως 55% και σε
ακόμη υψηλότερο ποσοστό.
Αποβολή: Η βανκομυκίνη μεταβολίζεται μόνον σε μικρό βαθμό. Μετά από
παρεντερική χορήγηση απεκκρίνεται νεφρικά μέσω σπειραματικής διήθησης
σχεδόν πλήρως, με τη μορφή της μικροβιολογικά δραστικής ουσίας (κατά
προσέγγιση 75-90% εντός 24 ωρών). Η απέκκριση μέσω της χολής έχει χαμηλή
συμμετοχή (χαμηλότερη του 5% μιας δόσης).
Ο χρόνος ημίσειας ζωής στον ορό σε ενήλικες ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία είναι περίπου 4-6 (5-11) ώρες, σε παιδιά 2,2-3 ώρες. Η
μειωμένη νεφρική λειτουργία μπορεί να παρατείνει την αποβολή (έως 7,5
ημέρες). Λόγω της ωτοτοξικότητας της βανκομυκίνης ενδείκνυται η
συμπληρωματική παρακολούθηση των συγκεντρώσεων πλάσματος σε αυτές τις
περιπτώσεις.
Οι μέσες συγκεντρώσεις μετά από ΕΦ έγχυση 1000 mg βανκομυκίνης σε
διάστημα 60 λεπτών ήταν περίπου 63 mg/l στο τέλος της έγχυσης, περίπου 23
mg/l μετά από 2 ώρες και περίπου 8 mg/l μετά από 11 ώρες.
Η κάθαρση της βανκομυκίνης από το πλάσμα συσχετίζεται κατά προσέγγιση με
τον ρυθμό σπειραματικής διήθησης. Η ολική συστηματική και νεφρική κάθαρση
της βανκομυκίνης μπορεί να είναι μειωμένη σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Όπως έδειξαν μελέτες σε ανεφρικούς ασθενείς, η μεταβολική κάθαρση
φαίνεται ότι είναι πολύ χαμηλή.
Δεν έχουν ανιχνευτεί έως σήμερα μεταβολίτες της βανκομυκίνης στον
άνθρωπο.
Εάν η βανκομυκίνη χορηγηθεί κατά τη διάρκεια περιτοναϊκής κάθαρσης μέσω
της ενδοπεριτοναϊκής οδού, κατά προσέγγιση 60% διέρχεται στη συστηματική
κυκλοφορία σε διάστημα 6 ωρών. Μετά από ΕΠ χορήγηση 30 mg/kg σωματικού
βάρους, επιτυγχάνονται επίπεδα ορού κατά προσέγγιση 10 mg/l.
Σε περίπτωση από του στόματος χρήσης, η υψηλής πολικότητας βανκομυκίνη
ουσιαστικά δεν απορροφάται. Μετά την από του στόματος χορήγηση
εμφανίζεται στα κόπρανα σε δραστική μορφή και κατά συνέπεια ενδείκνυται
ως χημειοθεραπευτικό μέσο για την ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα και τη
σταφυλοκοκκική κολίτιδα.
Η βανκομυκίνη διαχέεται ευχερώς διά μέσου του πλακούντα και κατανέμεται
στο αίμα του ομφάλιου λώρου.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας και τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων.
14
Τα διαθέσιμα δεδομένα για τις μεταλλαξιογόνες επιδράσεις είναι περιορισμένα
και δεν περιλαμβάνουν ενδείξεις οποιουδήποτε κινδύνου. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμες μακροχρόνιες μελέτες από πειραματόζωα αναφορικά με το
δυναμικό καρκινογένεσης. Σε μελέτες τερατογένεσης, όπου αρουραίοι και
κουνέλια έλαβαν δόσεις κατά προσέγγιση αντίστοιχες με τη δόση στον
άνθρωπο βάσει της επιφάνειας σώματος (mg/m
2
), δεν παρατηρήθηκαν άμεσες ή
έμμεσες τερατογόνες επιδράσεις.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες μελέτες από πειραματόζωα για τη χρήση κατά τη
διάρκεια της περιγεννητικής/μεταγεννητικής περιόδου.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Ουδέν
6.2 Ασυμβατότητες
Τα διαλύματα βανκομυκίνης έχουν χαμηλή τιμή pH, που μπορεί να προκαλέσει
χημική και φυσική αστάθεια κατόπιν ανάμιξης με άλλες ουσίες. Κατά
συνέπεια, κάθε παρεντερικό διάλυμα πρέπει να ελέγχεται οπτικά για ιζήματα ή
χρωματικές μεταβολές πριν από τη χρήση. Για την αποφυγή ιζημάτων, οι
σύριγγες και οι ενδοφλέβιοι καθετήρες πρέπει να εκπλένονται με φυσιολογικό
διάλυμα χλωριούχου νατρίου στο μεσοδιάστημα μεταξύ της χορήγησης του
VANCOTEN και άλλων φαρμάκων.
Για πληροφορίες σχετικά με συμβατά διαλύματα, ανατρέξτε στην παράγραφο
6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
Διάρκεια ζωής του παρασκευασθέντος διαλύματος προς έγχυση
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη διάρκεια της χρήσης έχει
καταδειχθεί για 14 ημέρες σε 2-8ºC (ψυγείο). Από μικροβιολογικής πλευράς, το
προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι
διάρκειες και οι συνθήκες φύλαξης κατά τη χρήση αποτελούν ευθύνη του
χρήστη και δεν θα έπρεπε φυσιολογικά να υπερβαίνουν τις 24 ώρες σε 2 ºC έως
8ºC, εκτός εάν η ανασύσταση/αραίωση έχει πραγματοποιηθεί σε ελεγχόμενες
και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το VANCOTEN 500 mg κόνις για διάλυμα προς έγχυση διατίθεται με τη μορφή
υπόλευκης έως ελαφρά μπεζ έγχρωμης συμπαγούς μάζας, σε διαυγές φιαλίδιο
υάλου τύπου Ι σφραγισμένο με ελαστικό πώμα και καπάκι αλουμινίου που
φέρει αποσπώμενο δίσκο (}ip-o~).
Το VANCOTEN 500 mg κόνις για διάλυμα προς έγχυση διατίθεται σε χάρτινο
κουτί των 1, 5, 10 και 20 φιαλιδίων διαυγούς υάλου Τύπου Ι.
15
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Προετοιμασία του διαλύματος
Πριν από τη χρήση η ξηρή ουσία διαλύεται σε ύδωρ για ενέσιμα. Απαιτείται
περαιτέρω αραίωση με κατάλληλα διαλύματα έγχυσης. Το ανασυσταθέν
διάλυμα πρέπει να αραιώνεται με συμβατά διαλύματα, βλ. κατωτέρω. Όλος ο
χειρισμός πρέπει να τηρεί τις αρχές της άσηπτης εργασίας.
Το περιεχόμενο ενός φιαλιδίου VANCOTEN 500 mg διαλύεται σε 10 ml ύδατος
για ενέσιμα. Ένα ml ανασυσταθέντος διαλύματος περιέχει 50 mg
βανκομυκίνης.
Προετοιμασία του τελικού αραιωμένου Διαλύματος προς έγχυση
Τα ανασυσταθέντα διαλύματα που περιέχουν 50 mg/ml βανκομυκίνης πρέπει να
αραιώνονται περαιτέρω.
Κατάλληλοι διαλύτες είναι:
Ενέσιμο Χλωριούχο Νάτριο 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμη Γλυκόζη 50 mg/ml (5%)
Διαλείπουσα έγχυση
Το συμπύκνωμα πρέπει να αραιωθεί περαιτέρω με άλλα διαλύματα για έγχυση
σε όγκο όχι μικρότερο από 100-200 ml. Η συγκέντρωση της βανκομυκίνης δεν
πρέπει να υπερβαίνει τα 2,5-5 mg/ml στο διάλυμα προς έγχυση.
Η επιθυμητή δόση πρέπει να χορηγείται βραδέως μέσω ενδοφλέβιας χρήσης με
ρυθμό όχι υψηλότερο των 10 mg/ml, για διάστημα τουλάχιστον 60 λεπτών ή
ακόμη μεγαλύτερο.
Συμβατότητα με ενδοφλέβια υγρά
Τα ακόλουθα διαλύματα ενδείκνυνται για την προετοιμασία διαλύματος προς
έγχυση:
- ύδωρ για ενέσιμα
- διάλυμα γλυκόζης 5%
- φυσιολογικό διάλυμα χλωριούχου νατρίου.
Τα διαλύματα βανκομυκίνης κατά βάση χορηγούνται ξεχωριστά, εάν δεν έχει
αποδειχθεί η χημική και φυσική συμβατότητα με άλλο διάλυμα έγχυσης (βλ.
παράγραφο 6.2).
Θεραπεία συνδυασμού
Σε περίπτωση θεραπείας συνδυασμού της βανκομυκίνης με άλλους
αντιβιοτικούς / χημειοθεραπευτικούς παράγοντες, τα σκευάσματα πρέπει να
χορηγούνται ξεχωριστά.
Απόρριψη
Τα φιαλίδια προορίζονται αποκλειστικά για εφάπαξ χρήση. Τα αχρησιμοποίητα
φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να απορρίπτονται.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
16
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΑΝΦΑΡΜ ΕΛΛΑΣ Α.Ε., Περικλέους 53-57, 15344 Γέρακας Αττικής
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
17
18