Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση κατά 10 φορές (από 4% σε 43%, p
<0,01) στην μακροχρόνια ιολογική και βιοχημική ανταπόκριση σε ασθενείς που
παρουσίασαν υποτροπή (M23136, N=99). Το ευνοϊκό προφίλ της θεραπείας
συνδυασμού αντικατοπτρίστηκε επίσης στα ποσοστά ανταπόκρισης αναφορικά με το
γονότυπο του ιού HCV ή το αρχικό ιικό φορτίο. Στα σκέλη συνδυασμού και
μονοθεραπείας με ιντερφερόνη, αντίστοιχα, τα ποσοστά μακροχρόνια ς
ανταπόκρισης σε ασθενείς με ιό HCV γονοτύπου 1 ήταν 28% έναντι 0% και
γονοτύπου όχι 1 ήταν 58% έναντι 8%. Επιπλέον, η ιστολογική βελτίωση ευνοεί τη
θεραπεία συνδυασμού. Αναφέρθηκαν υποστηρικτικά ευνοϊκά αποτελέσματα
(μονοθεραπεία έναντι συνδυασμού, 6% έναντι 48%, p<0,04) από μια μικρή
δημοσιευμένη μελέτη σε ασθενείς που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία (N=40)
με χρήση ιντερφερόνης άλφα-2α (3 MIU 3 φορές την εβδομάδα) με ριμπαβιρίνη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η ριμπαβιρίνη απορροφάται ταχέως μετά από του στόματος χορήγηση μίας εφάπαξ
δόσης (διάμεσο T
max
= 1-2 ώρες). Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής τελικής φάσης της
ριμπαβιρίνης μετά από εφάπαξ δόσεις κυμαίνεται από 140 έως 160 ώρες. Τα
δεδομένα σχετικά με τη ριμπαβιρίνη από τη βιβλιογραφία δείχνουν ότι η απορρόφηση
είναι εκτεταμένη, ενώ περίπου το 10% μιας ραδιοσημασμένης δόσης απεκκρίνεται
στα κόπρανα. Ωστόσο, η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 45%-65%, η οποία
φαίνεται να οφείλεται στο μεταβολισμό πρώτης διόδου. Υπάρχει σχετικά γραμμική
σχέση μεταξύ της δόσης και της τιμής AUC
tf
μετά από μεμονωμένες δόσεις 200-
1200 mg ριμπαβιρίνης. Η μέση φαινομενική κάθαρση της ριμπαβιρίνης από του
στόματος μετά από δόσεις 600 mg κυμαίνεται από 22 έως 29 λίτρα/ώρα. Ο όγκος
κατανομής είναι περίπου 4500 λίτρα μετά από τη χορήγηση ριμπαβιρίνης. Η
ριμπαβιρίνη δεν δεσμεύεται σε πρωτεΐνες του πλάσματος.
Έχει καταδειχτεί ότι η ριμπαβιρίνη παρουσιάζει υψηλή δι- και ενδο-ατομική
φαρμακοκινητική μεταβλητότητα μετά από εφάπαξ από του στόματος δόσεις (ενδο-
ατομική μεταβλητότητα 25% για την τιμή AUC, καθώς και για την τιμή C
max
), η
οποία είναι δυνατό να οφείλεται στον εκτεταμένο μεταβολισμό πρώτης διόδου και τη
μεταφορά εντός του διαμερίσματος αίματος και πέρα από αυτό.
Η μεταφορά της ριμπαβιρίνης σε διαμερίσματα εκτός του πλάσματος έχει μελετηθεί
πολύ εκτεταμένα στα ερυθρά αιμοσφαίρια και έχει βρεθεί ότι πραγματοποιείται
κυρίως μέσω ενός μεταφορέα εξισορρόπησης συγκεντρώσεων νουκλεοσιδίων τύπου
e
s
. Αυτός ο τύπος μεταφορέα ανευρίσκεται πρακτικά σε όλους τους κυτταρικούς
τύπους και ενδέχεται να ευθύνεται για τον υψηλό όγκο κατανομής της ριμπαβιρίνης.
Η αναλογία συγκέντρωσης στο ολικό αίμα: οι συγκεντρώσεις ριμπαβιρίνης στο
πλάσμα είναι περίπου 60:1. Η περίσσεια της ριμπαβιρίνης στο ολικό αίμα υφίσταται
ως νουκλεοτίδια ριμπαβιρίνης τεμαχισμένα εντός των ερυθροκυττάρων.
Υπάρχουν δύο οδοί μεταβολισμού της ριμπαβιρίνης: 1) μια αντιστρεπτή οδός
φωσφορυλίωσης, 2) μια οδός αποικοδόμησης που περιλαμβάνει αποριβοζυλίωση και
υδρόλυση αμιδίου ώστε να σχηματιστεί ένας μεταβολίτης τριαζολο-καρβοξυλικού
οξέος. Η ριμπαβιρίνη, καθώς και οι μεταβολίτες τριαζολο-καρβοξαμιδίου και
τριαζολο-καρβοξυλικού οξέος της ριμπαβιρίνης απεκκρίνονται μέσω των νεφρών.
Κατά τη χορήγηση επανειλημμένων δόσεων, η ριμπαβιρίνη συσσωρεύεται εκτενώς
στο πλάσμα με αναλογία τιμής AUC
12hr
πολλαπλής δόσης προς την τιμή AUC
12hr
μεμονωμένης δόσης ίση με έξι, με βάση βιβλιογραφικά δεδομένα. Μετά από χορήγηση
δόσης 600 mg από του στόματος δύο φορές την ημέρα, επιτεύχθηκε σταθερή
κατάσταση εντός περίπου 4 εβδομάδων, με μέση τιμή συγκεντρώσεων σταθερής
κατάστασης στο πλάσμα περίπου 2200 ng/mL. Κατά τη διακοπή της χορήγησης