Μία διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη άσκησης
αξιολόγησε 144 ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία και χρόνια σταθερή
στηθάγχη, οι οποίοι λάμβαναν τακτικά τα αντιστηθαγχικά τους φάρμακα
(εκτός από νιτρώδη). Τα αποτελέσματα δεν κατέδειξαν κλινικά σημαντικές
διαφορές μεταξύ της σιλντεναφίλης και του εικονικού φαρμάκου στο χρόνο έως
την εμφάνιση σοβαρής στηθάγχης που περιορίζει τη συνήθη σωματική
δραστηριότητα.
Ήπιες και παροδικές διαφορές στην αντίληψη των χρωμάτων (μπλε/πράσινο)
ανιχνεύτηκαν σε κάποιους ασθενείς χρησιμοποιώντας το Farnsworth-Munsell
100 hue test μία ώρα μετά από χορήγηση μίας δόσης 100 mg, ενώ καμιά
επίδραση δεν ήταν ανιχνεύσιμη δύο ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης. Ο
πιθανολογούμενος μηχανισμός αυτής της διαταραχής στην αντίληψη των
χρωμάτων σχετίζεται με αναστολή του PDE6, το οποίο εμπλέκεται στις
αλυσιδωτές αντιδράσεις φωτομετατροπής στον αμφιβληστροειδή. Η
σιλντεναφίλη δεν επηρεάζει την οπτική οξύτητα και την ευαισθησία αντίθεσης.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη με μικρό πληθυσμό ασθενών με
τεκμηριωμένη πρώιμη εκφύλιση της ωχράς κηλίδας που σχετίζεται με την
ηλικία (9 άτομα), η σιλντεναφίλη (εφάπαξ δόση 100 mg) δεν εμφάνισε
σημαντικές μεταβολές στις οφθαλμολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν
(οπτική οξύτητα, Amsler grid, διάκριση των χρωμάτων σε προσομοίωση των
φαναριών κυκλοφορίας, περιμετρία Humphrey και φωτοστρές).
Δεν διαπιστώθηκαν επιδράσεις στην κινητικότητα ή τη μορφολογία του
σπέρματος μετά από χορήγηση, από το στόμα, εφάπαξ δόσεων 100 mg
σιλντεναφίλης σε υγιείς εθελοντές (βλ. παράγραφο 4.6).
Πρόσθετες πληροφορίες από κλινικές δοκιμές
Σε κλινικές δοκιμές η σιλντεναφίλη χορηγήθηκε σε περισσότερους από 8.000
ασθενείς ηλικίας 19-87 ετών. Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών
αντιπροσωπεύτηκαν: ηλικιωμένοι (19,9 %), ασθενείς με υπέρταση (30,9 %), με
σακχαρώδη διαβήτη (20,3 %), με ισχαιμική καρδιακή νόσο (5,8 %), με
υπερλιπιδαιμία (19,8 %), με κάκωση του νωτιαίου μυελού (0,6 %), με
κατάθλιψη (5,2 %), με διουρηθρική προστατεκτομή (3,7 %), με ριζική
προστατεκτομή (3,3 %). Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών αντιπροσωπεύτηκαν
ανεπαρκώς ή αποκλείστηκαν τελείως από τις κλινικές δοκιμές: ασθενείς που
χειρουργήθηκαν για παθήσεις της πυέλου, ασθενείς μετά από ακτινοθεραπεία,
ασθενείς με σοβαρή νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία και ασθενείς με
ορισμένες καρδιαγγειακές παθήσεις (βλ. παράγραφο 4.3).
Σε μελέτες με σταθερή δόση, τα ποσοστά των ασθενών που ανέφεραν ότι η
θεραπεία βελτίωσε τη στύση τους ήταν 62 % (25 mg), 74 % (50 mg) και 82 %
(100 mg) σε σύγκριση με το 25 % για τους ασθενείς που έπαιρναν το εικονικό
φάρμακο. Σε ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές, το ποσοστό των ασθενών που
διέκοψαν τη θεραπεία και έπαιρναν σιλντεναφίλη ήταν χαμηλό και παρόμοιο
με το αντίστοιχο ποσοστό στους ασθενείς που έπαιρναν εικονικό φάρμακο.
Στο σύνολο των κλινικών δοκιμών, τα ποσοστά των ασθενών που ανέφεραν
βελτίωση από τη θεραπεία με σιλντεναφίλη ήταν: σε ψυχογενή στυτική
δυσλειτουργία (84 %), σε μεικτή στυτική δυσλειτουργία (77 %), σε οργανική
στυτική δυσλειτουργία (68 %), σε ηλικιωμένους ασθενείς (67 %), σε ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτη (59 %), σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο (69 %),
σε ασθενείς με υπέρταση (68 %), σε ασθενείς με διουρηθρική προστατεκτομή
(61 %), σε ασθενείς με ριζική προστατεκτομή (43 %), σε ασθενείς με κάκωση
του νωτιαίου μυελού (83 %), σε ασθενείς με κατάθλιψη (75 %). Η ασφάλεια και
15