Η θεραπεία με υψηλότερες από τις συνιστώμενες δόσεις ρινικών
κορτικοστεροειδών μπορεί να οδηγήσει σε κλινικά σημαντική καταστολή των
επινεφριδίων. Εάν αποδεδειγμένα χρησιμοποιείται δόση υψηλότερη από τη
συνιστώμενη, τότε θα πρέπει να εξετάζεται η επιπρόσθετη χορήγηση
συστηματικών κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια περιόδων άγχους ή
προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης.
Μπορεί να υπάρξουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της προπιονικής
φλουτικαζόνης και ισχυρών αναστολέων του κυτοχρώματος Ρ450 3Α4, π.χ.
κετοκοναζόλη και αναστολείς της πρωτεάσης, όπως η ριτοναβίρη, καθώς
οδηγούν σε αυξημένη συστηματική έκθεση στην προπιονική φλουτικαζόνη (βλ.
παράγραφο 4.5).
Ενδέχεται να εμφανιστούν συστηματικές παρενέργειες των ρινικών
κορτικοστεροειδών, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις λαμβανόμενες για
παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Οι πιθανότητες εμφάνισης αυτών των
παρενεργειών είναι μικρότερες σε σύγκριση με αυτές που προκαλούνται με τα
από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή και ποικίλουν μεταξύ των
ασθενών καθώς και μεταξύ διαφορετικών σκευασμάτων κορτικοστεροειδών.
Πιθανές συστηματικές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν το σύνδρομο
Cushing, χαρακτηριστικά τύπου Cushing, καταστολή των επινεφριδίων,
καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά και εφήβους, καταρράκτη, γλαύκωμα και
σπανιότερα μείωση της οστικής πυκνότητας, επιδράσεις στο μεταβολισμό της
γλυκόζης και μια σειρά από ψυχολογικές επιδράσεις και επιδράσεις στη
συμπεριφορά, όπως ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα, διαταραχές του ύπνου,
άγχος, κατάθλιψη ή επιθετικότητα (ιδιαίτερα σε παιδιά).
Περιέχει χλωριούχο βενζαλκόνιο το οποίο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό και,
ειδικά σε μακροχρόνια χρήση, οίδημα του ρινικού βλεννογόνου (βλ. παράγραφο
5.3).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Υπό κανονικές συνθήκες, επιτυγχάνονται χαμηλές συγκεντρώσεις προπιονικής
φλουτικαζόνης στο πλάσμα μετά από ενδορρινική χορήγηση, λόγω του
εκτεταμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου και της υψηλής συστηματικής
κάθαρσης που διενεργείται από το κυτόχρωμα P450 3A4 στο έντερο και στο
ήπαρ. Επομένως, κλινικά σημαντικές φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις με την
προπιονική φλουτικαζόνη είναι απίθανο να εμφανισθούν.
Σε μελέτη αλληλεπίδρασης σε υγιή άτομα με ενδορρινική προπιονική
φλουτικαζόνη, η ριτοναβίρη (ένας εξαιρετικά ισχυρός αναστολέας του
κυτοχρώματος P450 3A4), χορηγούμενη σε δόση 100 mg δύο φορές ημερησίως,
αύξησε τις συγκεντρώσεις της προπιονικής φλουτικαζόνης στο πλάσμα αρκετές
εκατοντάδες φορές, με αποτέλεσμα σημαντικά μειωμένες συγκεντρώσεις
κορτιζόλης στον ορό. Έχουν αναφερθεί περιστατικά συνδρόμου Cushing και
καταστολής των επινεφριδίων. Ο συνδυασμός θα πρέπει να αποφεύγεται εκτός
εάν το όφελος υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου των συστηματικών
παρενεργειών των γλυκοκορτικοειδών.
Άλλοι αναστολείς του κυττοχρώματος P450 3A4 προξενούν αμελητέες
(ερυθρομυκίνη) και ήσσονος σημασίας (κετοκοναζόλη) αυξήσεις στη
συστηματική έκθεση στην προπιονική φλουτικαζόνη χωρίς αξιοσημείωτες
μειώσεις στις συγκεντρώσεις κορτιζόλης στον ορό. Απαιτείται προσοχή κατά τη
συγχορήγηση αναστολέων του κυττοχρώματος Ρ450 3Α4, ιδίως κατά τη
4