- Εάν τα μυϊκά συμπτώματα είναι σοβαρά και προκαλούν διαταραχές στην
καθημερινότητα, ακόμα κι αν τα επίπεδα CK είναι αυξημένα σε < 5 x ΑΦΤ, πρέπει
να εξετάζεται η διακοπή της αγωγής.
- Εάν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και τα επίπεδα της CK επανέλθουν στο
φυσιολογικό, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο επαναχορήγησης της
ατορβαστατίνης ή χορήγησης εναλλακτικής στατίνης στη χαμηλότερη δόση και με
στενή παρακολούθηση.
- Το Triveram πρέπει να διακόπτεται αμέσως, εάν εκδηλωθεί κλινικά σημαντική
αύξηση των επιπέδων CK (> 10 x ΑΦΤ) ή εάν διαγνωστεί ή υπάρχει υποψία
ραβδομυόλυσης.
Ταυτόχρονη αγωγή με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα:
Λόγω της ατορβαστατίνης, ο κίνδυνος ραβδομυόλυσης αυξάνεται όταν το Triveram
χορηγείται ταυτόχρονα με ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να αυξήσουν
τη συγκέντρωση ατορβαστατίνης στο πλάσμα, όπως ισχυροί αναστολείς του CYP3A4
ή μεταφορείς πρωτεϊνών (π.χ. κυκλοσπορίνη, τελιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη,
δελαβιρδίνη, στιριπεντόλη, κετοκοναζόλη, βορικοναζόλη, ιτρακοναζόλη,
ποσακοναζόλη και αναστολείς της HIV πρωτεάσης, όπως ριτοναβίρη, λοπιναβίρη,
αταζαναβίρη, ιντιναβίρη, δαρουναβίρη κλπ). Ο κίνδυνος μυοπάθειας αυξάνεται,
επίσης, με την ταυτόχρονη χρήση γεμφιβροζίλης και άλλων φιμπρατών,
ερυθρομυκίνης, νιασίνης και εζετιμίμπης, τελαπρεβίρης ή συνδυασμού
τιπραναβίρης/ριτοναβίρης. Εάν είναι δυνατόν, πρέπει να εξετάζονται εναλλακτικές
(χωρίς αλληλεπίδραση) θεραπείες αντί γι’ αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Έχουν υπάρξει πολύ σπάνιες αναφορές ανοσολογικά διαμεσολαβούμενης νεκρωτικής
μυοπάθειας (ΙΜΝΜ) κατά τη διάρκεια ή μετά από αγωγή με κάποιες στατίνες. Η
ΙΜΝΜ χαρακτηρίζεται κλινικά από επίμονη αδυναμία εγγύς μυός και αυξημένη
κρεατινική κινάση του ορού, η οποία επιμένει παρά τη διακοπή της αγωγής με
στατίνη. Σε περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητη η συγχορήγηση αυτών των
φαρμακευτικών προϊόντων με Triveram, πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά το όφελος
και ο κίνδυνος της ταυτόχρονης αγωγής. Όταν οι ασθενείς λαμβάνουν φαρμακευτικά
προϊόντα που αυξάνουν τη συγκέντρωση ατορβαστατίνης στο πλάσμα, συνιστάται
χαμηλότερη μέγιστη δόση ατορβαστατίνης, γι’ αυτό πρέπει να εξετάζεται η
τιτλοποίηση σε χαμηλότερη δόση με τα συστατικά ξεχωριστά. Επιπλέον, εάν
πρόκειται για ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4, πρέπει να εξετάζεται χαμηλότερη
αρχική δόση ατορβαστατίνης και συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση
αυτών των ασθενών (βλέπε παράγραφο 4.5).
Η ταυτόχρονη χρήση ατορβαστατίνης και φουσιδικού οξέος δεν συνιστάται,
επομένως, μπορεί να εξετάζεται η προσωρινή διακοπή της ατορβαστατίνης κατά την
αγωγή με φουσιδικό οξύ (βλέπε παράγραφο 4.5).
Διάμεση πνευμονοπάθεια:
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις διάμεσης πνευμονοπάθειας με μερικές
στατίνες, ιδιαίτερα με μακροχρόνια θεραπεία (βλέπε παράγραφο 4.8).
Χαρακτηριστικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν δύσπνοια, μη παραγωγικό
βήχα και επιδείνωση της γενικής κατάστασης της υγείας (καταβολή, απώλεια βάρους
και πυρετός). Εάν υπάρχει υποψία ότι ασθενής έχει αναπτύξει διάμεση
πνευμονοπάθεια, η θεραπεία με στατίνες πρέπει να διακοπεί.
Σακχαρώδης διαβήτης:
Κάποια στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι στατίνες, ως κατηγορία, αυξάνουν τη γλυκόζη
του αίματος και ότι, σε ορισμένους ασθενείς υψηλού κινδύνου για μελλοντική
εκδήλωση διαβήτη, μπορεί να προκαλέσουν επίπεδα υπεργλυκαιμίας όπου να
απαιτείται η τυπική αγωγή για τον διαβήτη. Ωστόσο, αυτός ο κίνδυνος μπορεί να
υπερκεραστεί από τη μείωση του αγγειακού κινδύνου με τις στατίνες και μπορεί να
μην είναι, επομένως, λόγος διακοπής της αγωγής με Triveram. Οι ασθενείς κινδύνου
(γλυκόζη νηστείας 5,6 έως 6,9 mmol/L, ΔΜΣ > 30kg/m
2
, αυξημένα τριγλυκερίδια,
5