Η αντιστηθαγχική και αντι-ισχαιμική αποτελεσματικότητα της ivabradine μελετήθηκε
σε πέντε διπλά τυφλές τυχαιοποιημένες μελέτες (τρεις έναντι placebo και από μία
έναντι ατενολόλης και αμλοδιπίνης). Στις μελέτες αυτές συμπεριλήφθηκαν συνολικά
4.111 ασθενείς με χρόνια σταθερή στηθάγχη, εκ των οποίων οι 2.617 έλαβαν
ivabradine.
Η ivabradine 5 mg δύο φορές ημερησίως αποδείχτηκε αποτελεσματική στις
παραμέτρους της δοκιμασίας κόπωσης μέσα σε 3 έως 4 εβδομάδες αγωγής. Η
αποτελεσματικότητα επιβεβαιώθηκε με τα 7,5 mg δύο φορές την ημέρα.
Συγκεκριμένα, το επιπρόσθετο όφελος πάνω από τα 5 mg δύο φορές την ημέρα
τεκμηριώθηκε σε ελεγχόμενη μελέτη αναφοράς έναντι ατενολόλης: η συνολική
διάρκεια άσκησης κατά την ύφεση αυξήθηκε περίπου κατά 1 λεπτό μετά από ένα
μήνα αγωγής με 5 mg δύο φορές την ημέρα και βελτιώθηκε περαιτέρω κατά σχεδόν 25
δευτερόλεπτα μετά από επιπλέον διάστημα 3 μηνών με υποχρεωτική τιτλοποίηση στα
7,5 mg δύο φορές την ημέρα. Στη μελέτη αυτή, τα αντιστηθαγχικά και αντι-ισχαιμικά
οφέλη της ivabradine επιβεβαιώθηκαν σε ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω. Η
αποτελεσματικότητα των 5 και των 7,5 mg δύο φορές την ημέρα ήταν σταθερή σε
όλες τις μελέτες, όσον αφορά τις παραμέτρους της δοκιμασίας κόπωσης (συνολική
διάρκεια άσκησης, χρόνος έως την εκδήλωση περιοριστικής στηθάγχης, χρόνος έως
την εκδήλωση στηθάγχης και χρόνος έως την κατάσπαση του διαστήματος ST κατά 1
mm) και συνδέθηκε με μείωση κατά 70% περίπου του ποσοστού στηθαγχικών
κρίσεων. Η χορήγηση ivabradine δύο φορές την ημέρα παρείχε ομοιόμορφη
αποτελεσματικότητα καθ’ όλο το 24ωρο.
Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη που περιέλαβε 889
ασθενείς, η ivabradine που χορηγήθηκε σε συνδυασμό με ατενολόλη 50 mg μία φορά
ημερησίως (o.d) έδειξε επιπλέον αποτελεσματικότητα σε όλες τις παραμέτρους ΔΚ
στο κατώτερο σημείο της δραστικότητας του φαρμάκου (12
ώρες μετά την από του
στόματος χορήγηση).
Σε μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη που περιέλαβε 725
ασθενείς, η ivabradine δεν έδειξε επιπρόσθετη αποτελεσματικότητα, όταν συνδυάστηκε
με αμλοδιπίνη 10 mg o.d. στη φάση ύφεσης της δραστικότητας του φαρμάκου (12
ώρες μετά τη λήψη από του στόματος), ενώ αντίθετα καταδείχθηκε επιπρόσθετη
αποτελεσματικότητα στη φάση αιχμής (3-4 ώρες μετά τη λήψη από του στόματος).
Σε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη έναντι εικονικού φαρμάκου μελέτη 1277 ασθενών, η
ivabradine απέδειξε στατιστικά σημαντική επιπρόσθετη αποτελεσματικότητα
αναφορικά με την ανταπόκριση στην αγωγή (που ορίζεται ως μείωση κατά 3
τουλάχιστον φορές των στηθαγχικών κρίσεων ανά εβδομάδα ή/και αύξηση του
χρόνου κατάσπασης του διαστήματος ST κατά 1 mm κατά τουλάχιστον 60 s στη
διάρκεια δοκιμασίας κόπωσης σε κυλιόμενο τάπητα), επιπλέον της αμλοδιπίνης 5 mg
o.d. ή της νιφεδιπίνης GITS 30 mg o.d., κατά την ύφεση της δράσης του φαρμάκου (12
ώρες μετά την από του στόματος χορήγηση ivabradine), σε διάστημα θεραπευτικής
αγωγής 6 εβδομάδων (OR = 1,3, 95% CI [1,0–1,7] p=0,012). Η ivabradine δεν
επιδεικνύει επιπρόσθετη αποτελεσματικότητα σε δευτερεύοντα τελικά σημεία των
παραμέτρων της δοκιμασίας κόπωσης κατά την ύφεση της δράσης του φαρμάκου,
ενώ αποδείχτηκε επιπρόσθετη αποτελεσματικότητα κατά την αιχμή (3-4 ώρες μετά
την από του στόματος χορήγηση ivabradine).
Η αποτελεσματικότητα της ivabradine διατηρήθηκε πλήρως καθ’ όλο το τρίμηνο ή
τετράμηνο διάστημα αγωγής, στις μελέτες αποτελεσματικότητας. Δεν
παρατηρήθηκαν ενδείξεις φαρμακολογικής ανοχής (απώλεια αποτελεσματικότητας),
κατά τη διάρκεια της αγωγής, ούτε φαινόμενα αναζωπύρωσης (rebound), κατά την
αιφνίδια διακοπή της αγωγής. Η αντιστηθαγχική και αντι-ισχαιμική δράση της
ivabradine συνδέθηκε με δοσοεξαρτώμενες μειώσεις της καρδιακής συχνότητας και
17