κάθε 8 ώρες ημερησίως θα έχουν την υψηλότερη συστηματική έκθεση την πρώτη
ημέρα μετά τη γέννηση. Παρ’ όλα αυτά δεν αναμένεται εκτεταμένη συσσώρευση
με αυτό το δοσολογικό σχήμα κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδας ζωής,
επειδή η κάθαρση αυξάνεται με ταχύ ρυθμό κατά την περίοδο αυτή.
Σε εφήβους (ηλικίας 12 έως 17 ετών), η φαρμακοκινητική της λινεζολίδης ήταν
παρόμοια με αυτή των ενηλίκων μετά από δόση 600 mg. Επομένως, οι έφηβοι
στους οποίους χορηγούνται 600 mg ανά 12 ώρες ημερησίως θα έχουν παρόμοια
έκθεση με αυτή που παρατηρείται στους ενήλικες που λαμβάνουν την ίδια δόση.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς με κοιλιο-περιτοναϊκή παροχέτευση στους οποίους
χορηγήθηκε λινεζολίδη 10 mg/kg είτε ανά 12 ώρες είτε ανά 8 ώρες,
παρατηρήθηκαν μεταβλητές συγκεντρώσεις της λινεζολίδης στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) μετά τη χορήγηση μιας ή πολλαπλών δόσεων
λινεζολίδης. Η επίτευξη και η διατήρηση θεραπευτικών συγκεντρώσεων στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) δε χαρακτηρίστηκε από συνέπεια. Επομένως, η
χρήση της λινεζολίδης για την εμπειρική θεραπεία παιδιατρικών ασθενών με
λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος δε συνιστάται.
Ηλικιωμένοι ασθενείς: Η φαρμακοκινητική της λινεζολίδης δεν μεταβάλλεται
σε σημαντικό βαθμό σε ηλικιωμένους ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω.
Γυναίκες ασθενείς: Οι γυναίκες εμφανίζουν ελαφρώς χαμηλότερο όγκο
κατανομής σε σύγκριση με τους άνδρες και η μέση κάθαρση μειώνεται κατά
περίπου 20% όταν διορθωθεί για το σωματικό βάρος. Οι συγκεντρώσεις στο
πλάσμα είναι κάπως υψηλότερες στις γυναίκες και αυτό μπορεί εν μέρει να
αποδοθεί στις διαφορές στο σωματικό βάρος. Ωστόσο, επειδή ο μέσος χρόνος
ημιζωής της λινεζολίδης δεν δι
α
φ
έρε
ι σ
ε
σημαντικό βαθμό σε άνδρες και σε
γυναίκες, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε γυναίκες δεν αναμένονται να
αυξάνονται ουσιαστικά πάνω από τις συγκεντρώσεις που είναι γνωστό πως
είναι ανεκτές και, επομένως, δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η λινεζολίδη μειώνει τη γονιμότητα και την αναπαραγωγική ικανότητα
ενήλικων αρσενικών αρουραίων σε επίπεδα έκθεσης περίπου ίσα με εκείνα που
αναμένονται στον άνθρωπο. Σε φυλετικά ώριμα πειραματόζωα, οι επιδράσεις
αυτές ήταν αναστρέψιμες. Ωστόσο τα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν
αναστρέψιμα σε νεαρά πειραματόζωα που έλαβαν λινεζολίδη για σχεδόν
ολόκληρη την περίοδο της φυλετικής τους ωρίμανσης. Σε ενήλικες αρσενικούς
αρουραίους, παρατηρήθηκε μη φυσιολογική μορφολογία του σπέρματος στους
όρχεις, ενώ υπερτροφία και υπερπλασία των επιθηλιακών κυττάρων
παρατηρήθηκε στην επιδιδυμίδα. Φαίνεται ότι η λινεζολίδη επηρεάζει την
ωρίμανση των σπερματοζωαρίων στον αρουραίο. Η επιπρόσθετη χορήγηση
τεστοστερόνης δεν απέτρεψε τις ανεπιθύμητες δράσεις στη γονιμότητα που
προκαλούνται από τη λινεζολίδη. Δεν παρατηρήθηκε υπερτροφία της
επιδιδυμίδας σε σκύλους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για διάστημα 1 μηνός,
παρόλο που παρατηρήθηκε αλλαγή βάρους σε όργανα όπως ο προστάτης, οι
όρχεις και η επιδιδυμίδα.
Μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή σε ποντίκια και αρουραίους δεν
έδωσαν καμία απόδειξη τερατογόνου δράσης σε επίπεδα έκθεσης τετραπλάσια
από ή ισοδύναμα με εκείνα που αναμένονται στον άνθρωπο, αντίστοιχα. Οι
ίδιες συγκεντρώσεις λινεζολίδης προκάλεσαν μητρική τοξικότητα σε ποντίκια
και συσχετίσθηκαν με αυξημένο ποσοστό θανάτου στα έμβρυα,
συμπεριλαμβανομένων της ολικής απώλειας νεογνών, του μειωμένου εμβρυακού
σωματικού βάρους και της έξαρσης της φυσιολογικής γενετικής προδιάθεσης
19