ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Linezolid Kabi, 2 mg/ml διάλυμα έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml διαλύματος για ενδοφλέβια έγχυση περιέχει 2 mg λινεζολίδη.
Κάθε σάκος έγχυσης των 300 ml περιέχει 600 mg λινεζολίδη.
Έκδοχα, κάθε 300 ml περιέχουν επίσης 13,7 g γλυκόζη και 114 mg νάτριο
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση
Iσότονο, διαυγές, πρακτικά ελεύθερο σωματιδίων, άχρωμο έως κίτρινο διάλυμα.
pH: 4,4 – 5,2
Ωσμωτικότητα: 270-330 mOsmol/kg
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Νοσοκομειακή πνευμονία.
Πνευμονία της κοινότητας.
Το Linezolid Kabi ενδείκνυται στους ενήλικες για τη θεραπεία της πνευμονίας της
κοινότητας και της νοσοκομειακής πνευμονίας για τις οποίες είναι γνωστό ή
υπάρχει υποψία ότι προκαλούνται από ευαίσθητα Gram θετικά βακτηρίδια. Για
να προσδιοριστεί αν το Linezolid Kabi αποτελεί κατάλληλη θεραπεία, θα πρέπει να
ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα μικροβιολογικών ελέγχων ή πληροφορίες για
την επίπτωση της αντοχής σε αντιμικροβιακούς παράγοντες μεταξύ των Gram
θετικών βακτηριδίων (βλ. παράγραφο 5.1 για τους σχετικούς
μικροοργανισμούς).
Η λινεζολίδη δεν είναι δραστική έναντι των λοιμώξεων που προκαλούνται από
Gram αρνητικά παθογόνα.
Ειδική θεραπεία για Gram αρνητικούς μικροοργανισμούς πρέπει να αρχίζει
ταυτόχρονα, εάν υπάρχει τεκμηρίωση ή υποψία ύπαρξης Gram αρνητικού
παθογόνου.
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Το Linezolid Kabi ενδείκνυται για τη θεραπεία των επιπλεγμένων λοιμώξεων του
δέρματος και των μαλακών μορίων μόνο εάν ο μικροβιολογικός έλεγχος έχει
επιβεβαιώσει ότι η λοίμωξη προκαλείται από Gram θετικά βακτήρια.
1
Η λινεζολίδη δεν είναι δραστική έναντι των λοιμώξεων που προκαλούνται από
Gram αρνητικά παθογόνα. Η λινεζολίδη θα πρέπει να χορηγείται μόνο σε
ασθενείς με επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων με
γνωστή ή πιθανολογούμενη συνυπάρχουσα λοίμωξη από Gram αρνητικούς
μικροοργανισμούς μόνο εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές
θεραπευτικές επιλογές (βλέπε παράγραφο 4.4). Σε αυτές τις περιπτώσεις η
θεραπεία έναντι των Gram αρνητικών μικροοργανισμών π ρέ π
ει να αρχίζει
ταυτόχρονα.
Η θεραπεία με λινεζολίδη πρέπει να αρχίζει μόνο σε νοσοκομείο και μετά από
συμβουλή κατάλληλου ειδικού γιατρού όπως ενός μικροβιολόγου ή
λοιμωξιολόγου.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες αναφορικά με τη σωστή
χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος
χ
ορή
γησης
Δοσολογία
Το Linezolid Kabi 2 mf/ml διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία. Οι ασθενείς που αρχίζουν τη θεραπεία
από την παρεντερική οδό μπορεί να συνεχίσουν με οποιαδήποτε από τις από του
στόματος χορηγούμενες μορφές όταν ενδείκνυται κλινικά. Στις περιπτώσεις
αυτές, δεν απαιτείται καμία ρύθμιση της δοσολογίας δεδομένου ότι η
βιοδιαθεσιμότητα της λινεζολίδης από το στόμα είναι περίπου 100%.
Συν ι
σ τ
ώ
μ ε
νη δ ο σ ο λ
ογ ί
α κ αι
δ ι
άρ κ ε ι
α
θεραπε ί
α
ς
γ ι
α ε ν
ή λ ι
κ ε
ς:
Η διάρκεια της θεραπείας εξαρτάται από το παθογόνο, την εντόπιση της
λοίμωξης και τη βαρύτητά της, καθώς και από την κλινική ανταπόκριση του
ασθενούς.
Οι παρακάτω συστάσεις για τη διάρκεια θεραπείας απεικονίζουν εκείνες που
εφαρμόστηκαν στις κλινικές μελέτες. Θεραπευτικά σχήματα μικρότερης
διάρκειας μπορεί να θεωρηθούν κατάλληλα για ορισμένα είδη λοιμώξεων,
ωστόσο δεν έχουν αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες.
Η μέγιστη διάρκεια της θεραπείας είναι 28 ημέρες. Η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητα της λινεζολίδης όταν χορηγείται για διάστημα
μεγαλύτερο των 28 ημερών, δεν έχουν τεκμηριωθεί (βλέπε παράγραφο 4.4).
Καμία αύξηση στη συνιστώμενη δοσολογία ή στη διάρκεια της θεραπείας δεν
απαιτείται για λοιμώξεις που σχετίζονται με ταυτόχρονη βακτηριαιμία.
Η συνιστώμενη δοσολογία για το διάλυμα για έγχυση καθώς και για τα δισκία
είναι πανομοιότυπη ως εξής:
Λοιμώξεις Δοσολογία Διάρκεια θεραπείας
Νοσοκομειακή
πνευμονία
600 mg δύο φορές
ημερησίως
10-14 Συνεχόμενες
ημέρες
Πνευμονία της
κοινότητας
Επιπλεγμένες λοιμώξεις
του δέρματος και των
μαλακών μορίων
600 mg δύο φορές
ημερησίως
2
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα
της λινεζολίδης σε παιδιά και σε εφήβους (< 18 ετών) ώστε να διατυπωθούν
συστάσεις δοσολογίας (βλέπε παραγράφους 5.1 και 5.2). Επομένως, μέχρις ότου
αποκτηθούν επιπλέον στοιχεία, η χρήση της λινεζολίδης σ’ αυτήν την ηλικιακή
ομάδα δε συνιστάται.
Η
λ ικιω
μ
ένοι α σ
θ ε
νε ί
ς:
Δεν απαιτείται καμία ρύθμιση δοσολογίας.
Α σ
θε ν
ε ί
ς με
νε φ ρ ικ
ή ανεπάρ κ ε ι
α:
Δεν απαιτείται καμία ρύθμιση δοσολογίας (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Ασ θ
ε
ν
ε
ί
ς
με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (δηλ. Κάθαρση κρεατινίνης
<3 0
m l
/
λε π
τό )
:
Δεν απαιτείται καμία ρύθμιση δοσολογίας. Λόγω της άγνωστης κλινικής
σημασίας της υψηλότερης έκθεσης (μέχρι το 10πλάσιο) στους δύο κυριότερους
μεταβολίτες της λινεζολίδης σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, η
λινεζολίδη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή στους ασθενείς
αυτούς και μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος θεωρείται ότι υπερκαλύπτει το
θεωρητικό κίνδυνο.
Δεδομένου ότι περίπου το 30% της δόσης της λινεζολίδης απομακρύνεται με
αιμοκάθαρση διάρκειας 3 ωρών, η λινεζολίδη θα πρέπει να χορηγείται μετά την
αιμοκάθαρση σε ασθενείς που υποβάλλονται σε τέτοιου είδους θεραπεία. Οι
κυριότεροι μεταβολίτες της linezolid απομακρύνονται κατά έναν ορισμένο βαθμό
με αιμοκάθαρση, ωστόσο οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών αυτών
εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες μετά από κάθαρση, σε σύγκριση
με εκείνες που παρατηρούνται σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία
ή με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια.
Επομένως, η λινεζολίδη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε
ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση,
και μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος θεωρείται ότι υπερκαλύπτει τον
θεωρητικό κίνδυνο.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει εμπειρία από την χορήγηση της λινεζολίδης σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή περιπατητική περιτοναϊκή κάθαρση
(CAPD) ή σε εναλλακτικές θεραπείες για νεφρική ανεπάρκεια (εκτός από την
αιμοκάθαρση).
Α σ
θε ν
ε ί
ς με
η πατ ι
κ ή ανεπάρ κ
ε ι
α:
Δεν απαιτείται καμία ρύθμιση της δοσολογίας. Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένα
κλινικά στοιχεία και η χρήση της λινεζολίδης συνιστάται μόνον όταν το
αναμενόμενο όφελος θεωρείται ότι υπερκαλύπτει τον θεωρητικό κίνδυνο (βλέπε
παραγράφους 4.4 και 5.2).
Τρόπος Χορήγησης
Η συνιστώμενη δοσολογία της λινεζολίδης πρέπει να χορηγείται ενδοφλεβίως
δύο φορές ημερησίως.
Οδός χορήγησης: Ενδοφλέβια χρήση.
Το διάλυμα για έγχυση πρέπει να χορηγείται σε διάστημα 30 έως 120 λεπτών.
4.3 Αντενδείξεις
3
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που
αναφέρονται στη παράγραφο 6.1).
Η λινεζολίδη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν
οποιοδήποτε φάρμακο το οποίο αναστέλλει τις μονοαμινο-οξειδάσες Α ή Β (π.χ.
φαινελζίνη, ισοκαρβοξαζίδη, σελεγιλίνη, μοκλοβεμίδη) ή εντός δύο εβδομάδων
από την τελευταία λήψη τέτοιου φαρμάκου.
Εκτός εάν διατίθενται κατάλληλα μέσα για συχνή παρακολούθηση της
αρτηριακής πίεσης, η λινεζολίδη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με τις
ακόλουθες υποκείμενες κλινικές καταστάσεις ή που λαμβάνουν ταυτόχρονα τα
εν συνεχεία αναφερόμενα φάρμακα:
̵ Ασθενείς με μη ελεγχόμενη υπέρταση, φαιοχρωμοκύτωμα, καρκινοειδές,
θυρεοτοξίκωση, διπολική διαταραχή, σχιζομανιοκαταθλιπτική διαταραχή,
οξείες καταστάσεις σύγχυσης.
̵ Ασθενείς που λαμβάνουν οποιοδήποτε από τα εξής φάρμακα: αναστολείς
επαναπρόσληψης σεροτονίνης (βλέπε παράγραφο 4.4), τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, αγωνιστές υποδοχέων 5-HT
1
σεροτονίνης (triptans),
συμπαθομιμητικούς παράγοντες με άμεση ή έμμεση δράση
(συμπεριλαμβανομένων και των αδρενεργικών βρογχοδιασταλτικών,
ψευδοεφεδρίνη, και φαινυλοπροπανολαμίνη), αγγειοσυσπαστικούς
παράγοντες (π.χ. επινεφρίνη, νορεπινεφρίνη), ντοπαμινεργικούς παράγοντες
(π.χ. ντοπαμίνη, δοβουταμίνη), πεθιδίνη ή βουσπιρόνη.
Τα στοιχεία από πειραματόζωα υποδηλώνουν ότι η linezolid και οι
μεταβολίτες της μπορούν να περάσουν στο μητρικό γάλα και, επομένως, ο
θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται πριν από και κατά τη διάρκεια της
χορήγησης του φαρμάκου (βλέπε παράγραφο 4.6)
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Μ υε λοκα τ ασ τ ο λ
ή
Μυελοκαταστολή (που περιλαμβάνει αναιμία, λευκοπενία, πανκυτταροπενία
και θρομβοκυτταροπενία) έχει αναφερθεί σε άτομα που λαμβάνουν λινεζολίδη.
Σε περιπτώσεις όπου η έκβαση είναι γνωστή, όταν διακόπηκε η χορήγηση της
λινεζολίδης, οι αιματολογικές παράμετροι που είχαν επηρεασθεί αυξήθηκαν
προς τα επίπεδά τους πριν από την έναρξη της θεραπείας. Ο κίνδυνος για τις
επιδράσεις αυτές φαίνεται πως σχετίζεται με τη διάρκεια της θεραπείας. Οι
ηλικιωμένοι ασθενείς που βρίσκονται υπό θεραπεία με λινεζολίδης ενδέχεται
να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης δυσκρασιών του αίματος από
ότι οι πιο νέοι ασθενείς.
Η θρομβοκυτταροπενία μπορεί να παρατηρηθεί με μεγαλύτερη συχνότητα σε
ασθενείς με σοβαρή ν
ε
φρι
κή
ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από το αν υποβάλλονται ή
όχι σε αιμοκάθαρση. Επομένως, συνιστάται η στενή παρακολούθηση της
αιματολογικής εικόνας σε ασθενείς με προϋπάρχουσα αναιμία,
κοκκιοκυτταροπενία ή θρομβοκυτταροπενία, οι οποίοι λαμβάνουν παράλληλα
φάρμακα που θα μπορούσαν να μειώσουν τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης, τον
αριθμό ή τη λειτουργικότητα των αιμοπεταλίων, σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια ή σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία για διάστημα άνω
των 10-14 ημερών. Συνιστάται η χορήγηση της λινεζολίδης στους ασθενείς
αυτούς να γίνεται μόνον όταν υπάρχει δυνατότητα για στενή παρακολούθηση
των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης, του αριθμού των κυττάρων του αίματος και
των αιμοπεταλίων.
Σε περίπτωση που παρατηρηθεί σημαντική μυελοκαταστολή κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με λινεζολίδη, η χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει να διακοπεί
4
εκτός αν θεωρηθεί απόλυτα αναγκαία η συνέχιση της θεραπείας, οπότε θα
πρέπει να εφαρμόζονται εντατική παρακολούθηση της αιματολογικής εικόνας
και κατάλληλες μέθοδοι αντιμετώπισης.
Επιπλέον, συνιστάται η εβδομ α
δ ι αί
α παρακολούθηση της πλήρους
αιματολογικής εικόνας (συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων αιμοσφαιρίνης,
αιμοπεταλίων, συνολικού αριθμού λευκοκυττάρων και λευκοκυτταρικού τύπου)
σε ασθενείς που λαμβάνουν λινεζολίδη ανεξάρτητα από την αιματολογική τους
εικόνα κατά την έναρξη της θεραπείας.
Σε μελέτες παρηγορητικής χρήσης αναφέρθηκε υψηλότερη επίπτωση σοβαρής
αναιμίας σε ασθενείς που λαμβάνουν λινεζολίδη για διάστημα μεγαλύτερο από
τη μέγιστη συνιστώμενη διάρκεια των 28 ημερών. Οι ασθενείς αυτοί απαιτούν
μετάγγιση αίματος συχνότερα. Περιπτώσεις αναιμίας που απαιτούν μετάγγιση
αίματος έχουν επίσης αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην
αγορά και οι περισσότερες αφορούν ασθενείς οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με
λινεζολίδη για περισσότερες από 28 ημέρες.
Μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά έχουν αναφερθεί περιστατικά
σιδηροβλαστικής αναιμίας. Όπου ο χρόνος εμφάνισης ήταν γνωστός, οι
περισσότεροι ασθενείς είχαν λάβει λινεζολίδη για περισσότερο από 28 ημέρες.
Οι περισσότεροι ασθενείς ανέκαμψαν πλήρως ή μερικώς μετά τη διακοπή της
linezolid με ή χωρίς θεραπεία για την αναιμία τους.
Αν ι
σορροπία θν η
τ ό
τ η
τ ας σε μ ί
α κλ ι
ν ι
κή μ ε λ έτ η
σε α σθ ε ν ε ί
ς με
G ram
θ ετ ι
κ έ ς
λο ι
μ ώ
ξ ε ι
ς τ η
ς κ υ κλοφορ ί
ας τ ου α ί
μα τ ος σ υ νδ ε
όμ ε ν ε ς με χ ρ ή
ση κ αθ ετ ή
ρα
Σε μία ανοιχτή μελέτη σε σοβαρά πάσχοντες από λοιμώξεις συνδεόμενες με
χρήση ενδοαγγειακού καθετήρα παρατηρήθηκε αυξημένη θνητότητα σε ασθενείς
που έλαβαν θεραπεία με λινεζολίδη σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν
θεραπεία με βανκομυκίνη/ δικλοξακιλλίνη/ οξακιλλίνη [78/363 (21.5%) έναντι
58/363 (16.0%)].
Ο κύριος παράγοντας που επηρέασε τα ποσοστά θνητότητας ήταν η κατάσταση
της λοίμωξης από Gram θετικά παθογόνα κατά την έναρξη της θεραπείας. Τα
ποσοστά θνητότητας ήταν παρόμοια στους ασθενείς με λοιμώξεις οφειλόμενες
αμιγώς σε Gram θετικούς μικροοργανισμούς (λόγος σχετικών πιθανοτήτων [odds
ratio] 0,96, διάστημα εμπιστοσύνης 95 %: 0,58-1,59) αλλά ήταν σημαντικά
υψηλότερα (p=0,0162) στην ομάδα των ασθενών που ελάμβαναν λινεζολίδη με
οποιοδήποτε άλλο παθογόνο ή χωρίς ανεύρεση παθογόνου κατά την έναρξη της
θεραπείας (λόγος σχετικών πιθανοτήτων [odds ratio] 2,48, διάστημα
εμπιστοσύνης 95 %: 1,38-4,46). Η μεγαλύτερη ανισορροπία εμφανίστηκε κατά
τη διάρκεια της θεραπείας και μέσα σε 7 ημέρες μετά τη διακοπή της χορήγησης
του υπό μελέτη φαρμάκου. Περισσότεροι ασθενείς στην ομάδα της λινεζολίδης
εμφάνισαν λοιμώξεις από Gram αρνητικά παθογόνα κατά τη διάρκεια της
μελέτης και απεβίωσαν από λοιμώξεις που οφείλονταν σε Gram αρνητικά
παθογόνα και από πολυμικροβιακές λοιμώξεις. Επομένως, σε επιπλεγμένες
λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων η λινεζολίδη θα πρέπει να χορηγείται
σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη συνυπάρχουσα λοίμωξη από Gram
αρνητικούς μικροοργανισμούς μόνο εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές
θεραπευτικές επιλογές (βλέπε παράγραφο 4.1). Σε αυτές τις περιπτώσεις η
θεραπεία έναντι των Gram αρνητικών μικροοργανισμών θα πρέπει να αρχίζει
ταυτόχρονα.
Δ
ι άρρο ι
α κ αι κολ ί
τ ι
δα σ χετ ιζ
όμ ε ν ε ς με αν τ ι
β ι
ο τ ι
κά
Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει αναφερθεί με σχεδόν όλους τους
αντιμικροβιακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης και της λινεζολίδης.
5
Επομένως, είναι σημαντικό να εξετασθεί το ενδεχόμενο της διάγνωσης αυτής
σε ασθενείς που εμφανίζουν διάρροια μετά τη χορήγηση οποιουδήποτε
αντιβακτηριακού παράγοντα. Σε περίπτωση υποψίας ή αποδεδειγμένης
κολίτιδας που σχετίζεται με τη χορήγηση αντιβιοτικού, μπορεί να απαιτηθεί η
διακοπή της θεραπείας με λινεζολίδη και η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων
αντιμετώπισης.
Διάρροια σχετιζόμενη με αντιβιοτικά και κολίτιδα σχετιζόμενη με αντιβιοτικά,
συμπεριλαμβανομένων της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας και της διάρροιας
που σχετίζεται με το παθογόνο Clostridium
difficile, έχουν συσχετισθεί με τη χρήση
σχεδόν όλων των αντιβιοτικών, συμπεριλαμβανομένης της λινεζολίδης, η
οποία ενδέχεται να ποικίλει σε βαρύτητα, από ελαφρά διάρροια ως
θανατηφόρος κολίτιδα. Επομένως, είναι σημαντικό να συνυπολογιστεί αυτή η
διάγνωση σε ασθενείς, οι οποίοι εμφανίζουν σοβαρή διάρροια κατά τη διάρκεια
ή μετά τη χρήση της λινεζολίδης. Εάν υπάρχει υποψία ή τεκμηριωμένη
διάγνωση διάρροιας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά ή κολίτιδας σχετιζόμενης με
αντιβιοτικά, η τρέχουσα θεραπεία με αντιβακτηριακούς παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένης της λινεζολίδης, θα πρέπει να διακοπεί και να
εφαρμοστούν αμέσως κατάλληλα θεραπευτικά μέτρα. Σε αυτή την περίπτωση
φάρμακα που αναστέλλουν τον περισταλτισμό του εντέρου αντενδείκνυνται.
Γ
α λακ τ ι
κή οξ έ ωση
Γαλακτική οξέωση έχει αναφερθεί με τη χρήση της λινεζολίδης. Ασθενείς οι
οποίοι, ενώ λαμβάνουν λινεζολίδη, αναπτύσσουν σημεία και συμπτώματα
μεταβολικής οξέωσης που περιλαμβάνουν υποτροπιάζουσα ναυτία ή έμετο,
κοιλιακό άλγος, χαμηλό επίπεδο διττανθρακικών ή υπεραερισμό, θα πρέπει να
λάβουν άμεση ιατρική φροντίδα. Εάν παρουσιασθεί γαλακτική οξέωση, τα
οφέλη της συνέχισης της χρήσης της λινεζολίδης θα πρέπει να αντισταθμιστούν
έναντι των ενδεχόμενων κινδύνων.
Μιτοχονδριακή δυσλειτουργία
Η λινεζολίδη αναστέλλει τη μιτοχονδριακή πρωτεϊνική σύνθεση. Ως
αποτέλεσμα αυτής της αναστολής μπορεί να εμφανισθούν ανεπιθύμητες
ενέργειες όπως η γαλακτική οξέωση, η αναιμία και η νευροπάθεια (οπτική και
περιφερική). Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πιο συχνές όταν το φάρμακο
χρησιμοποιείται για περισσότερο από 28 ημέρες.
Σε ρ ο
τ ον ι
ν
ε ρ γ ι
κό σ ύ νδρομο
Έχουν αναφερθεί αυθόρμητες αναφορές σεροτονινεργικού συνδρόμου το οποίο
σχετίζεται με τη συγχορήγηση λινεζολίδης και σεροτονινεργικών παραγόντων,
συμπεριλαμβανομένων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων όπως οι εκλεκτικοί
αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs). Επομένως, η
συγχορήγηση της λινεζολίδης με σεροτονινεργικά φάρμακα αντενδείκνυται
(βλέπε παράγραφο 4.3), εκτός από τις περιπτώσεις όπου η ταυτόχρονη χορήγηση
λινεζολίδης και σεροτονινεργικών παραγόντων είναι απαραίτητη. Σε αυτές τις
περιπτώσεις οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία και
συμπτώματα του σεροτονινεργικού συνδρόμου όπως η γνωσιακή δυσλειτουργία,
η υπερπυρεξία, η αύξηση αντανακλαστικών και η έλλειψη συντονισμού. Εάν
εμφανιστούν σημεία ή συμπτώματα, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να
εξετάσουν το ενδεχόμενο διακοπής του ενός ή και των δύο φαρμάκων. Εάν το
συγχορηγούμενο σεροτονινεργικό φάρμακο διακοπεί, μπορεί να παρατηρηθούν
συμπτώματα απόσυρσης.
Πε ρ ι
φ ε ρ ι
κή κ αι οπ τ ι
κή ν ευ ροπάθ ε ι
α
Περιφερική νευροπάθεια, όπως και οπτική νευροπάθεια και οπτική νευρίτιδα
εξελισσόμενες ενίοτε σε απώλεια όρασης, έχουν παρουσιαστεί σε ασθενείς που
6
έλαβαν λινεζολίδη. Οι αναφορές αυτές αφορούσαν κυρίως ασθενείς που έλαβαν
το φάρμακο για διάστημα μεγαλύτερο από τη μέγιστη συνιστώμενη διάρκεια
των 28 ημερών.
Θα πρέπει να γίνεται σύσταση σε όλους τους ασθενείς να αναφέρουν
συμπτώματα οπτικής διαταραχής, όπως μεταβολές στην οπτική οξύτητα,
μεταβολές στην αντίληψη των χρωμάτων, θάμβος όρασης ή έλλειμμα στα
οπτικά πεδία. Στις περιπτώσεις αυτές συνιστάται άμεση εκτίμηση με την
παραπομπή σε οφθαλμίατρο, όπως απαιτείται. Εάν κάποιοι ασθενείς λαμβάνουν
λινεζολίδη για διάστημα μεγαλύτερο του συνιστώμενου των 28 ημερών, η
οπτική τους λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά.
Σε περίπτωση περιφερικής ή οπτικής νευροπάθειας η συνέχιση της χρήσης της
λινεζολίδης πρέπει να αντισταθμίζεται έναντι των πιθανών κινδύνων.
Ενδέχεται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος νευροπαθειών όταν η λινεζολίδη
χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα ή έχουν λάβει
πρόσφατα αντιμυκοβακτηριακή φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία της
φυματίωσης.
Σ πασμοί
Σπασμοί έχουν παρουσιασθεί σε ασθενείς που έλαβαν λινεζολίδη. Στις
περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις αναφέρθηκε ιστορικό σπασμών ή
παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση σπασμών. Θα πρέπει να γίνεται σύσταση
στους ασθενείς προκειμένου να ενημερώνουν τον ιατρό τους εάν έχουν ιστορικό
σπασμών.
Ανασ τ ολ ε ί
ς τ η
ς μονοάμ ι
νο οξ ε ι
δάσ η
ς
Η λινεζολίδη είναι αναστρέψιμος, μη εκλεκτικός αναστολέας της μονοάμινο
οξειδάσης (ΜΑΟΙ). Ωστόσο, στις δόσεις που χρησιμοποιούνται για
αντιβακτηριακή θεραπεία, δεν ασκεί αντικαταθλιπτική δράση. Υπάρχουν πολύ
περιορισμένα στοιχεία από μελέτες αλληλεπίδρασης του φαρμάκου και
αναφορικά με την ασφάλεια της λινεζολίδης όταν χορηγείται σε ασθενείς με
υποκείμενες καταστάσεις και/ή με συγχορηγούμενα φάρμακα που θα μπορούσαν
να τους θέσουν σε κίνδυνο από την αναστολή της ΜΑΟ. Επομένως, η λινεζολίδη
δεν συνιστάται για χρήση κάτω από τις συνθήκες αυτές εκτός εάν υπάρχει
δυνατότητα για στενή παρατήρηση και παρακολούθηση του ασθενούς (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.5).
Χρ ή
ση με τ ροφ έ ς με υψ η
λή
π ε ρ ι
ε κ τ ι
κό τη
τ α τυ ραμ ί
ν η
ς
Οι ασθενείς θα πρέπει να αποτρέπονται από την κατανάλωση μεγάλων
ποσοτήτων τροφών με υψηλή περιεκτικότητα τυραμίνης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Επιμόλ υ νση
Οι επιδράσεις της θεραπείας με λινεζολίδη στη φυσιολογική χλωρίδα δεν έχουν
αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες.
Η χρήση αντιβιοτικών μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει υπερανάπτυξη μη
ευαίσθητων μικροοργανισμών. Για παράδειγμα, περίπου το 3% των ασθενών
που λαμβάνουν τη συνιστώμενη δόση της λινεζολίδης εμφάνισαν σχετιζόμενη
με το φάρμακο μονιλίαση κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών. Σε περίπτωση
που παρατηρηθεί επιμόλυνση κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να
ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Ε ι
δ ι
κοί πλ η
θ υ σμοί
Η λινεζολίδη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς
7
με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια και μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος
θεωρείται ότι υπερκαλύπτει τον θεωρητικό κίνδυνο (βλέπε παραγράφους 4.2 και
5.2).
Συνιστάται η χορήγηση της λινεζολίδης σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος υπερκαλύπτει τον θεωρητικό
κίνδυνο (βλέπε παραγράφους 4.2 και 5.2).
Δ
ι α τ αρα χ ή τ η
ς γ ον ι
μό τ η
τ ας
Η λινεζολίδη μείωσε με αναστρέψιμο τρόπο τη γονιμότητα και προκάλεσε μη
φυσιολογική μορφολογία σπέρματος σε ενήλικες αρσενικούς αρουραίους σε
επίπεδα έκθεσης περίπου ίσα με εκείνα που αναμένονται στον άνθρωπο. Η
πιθανή επίδραση της λινεζολίδης στο αναπαραγωγικό σύστημα του ανδρός δεν
είναι γνωστή (βλέπε παράγραφο 5.3).
Κ λ ι
ν ι
κ έ ς μ ε λ έτε ς
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της λινεζολίδης όταν χορηγείται για
διάστημα μεγαλύτερο των 28 ημερών, δεν έχουν αξιολογηθεί.
Οι ελεγχόμενες κλινικές μελέτες δεν περιελάμβαναν ασθενείς με αλλοιώσεις
διαβητικού ποδιού, κατακλίσεων ή ισχαιμικές αλλοιώσεις, σοβαρά εγκαύματα ή
γάγγραινα. Επομένως, η εμπειρία στη χρήση της λινεζολίδης στη θεραπεία των
καταστάσεων αυτών είναι περιορισμένη.
Έ κδο χ α
Κάθε ml διαλύματος περιέχει 45,7 mg (δηλ. 13,7 g/300 ml) γλυκόζη. Αυτό θα
πρέπε
ι ν
α
λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή με άλλες
καταστάσεις που σχετίζονται με δυσανεξία γλυκόζης. Κάθε ml διαλύματος
περιέχει επίσης 0,38 mg (114 mg/300 ml) νάτριο. Το περιεχόμενο νάτριο θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε ελεγχόμενη δίαιτα
νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Ανασ τ ολ ε ί
ς τ η
ς μονοάμ ι
νο οξ ε ι
δάσ η
ς
Η λινεζολίδη είναι αναστρέψιμος, μη εκλεκτικός αναστολέας της μονοάμινο
οξειδάσης (ΜΑΟΙ). Υπάρχουν πολύ περιορισμένα στοιχεία από μελέτες
αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα και σχετικά με την ασφάλεια της
λινεζολίδης όταν χορηγείται σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως φάρμακα
τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να τους θέσουν σε κίνδυνο λόγω της
αναστολής της ΜΑΟ. Επομένως, η λινεζολίδη δεν συνιστάται για χρήση κάτω
από τις συνθήκες αυτές εκτός εάν είναι δυνατή η στενή παρατήρηση και
παρακολούθηση του ασθενούς (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Ενδ εχ όμ ε ν ε ς αλλ η
λ ε πιδράσ ε ι
ς που προκαλο ύ ν α ύ ξ η
ση τ η
ς α ρ τ η
ρ ι
ακ ή
ς πί ε σ η
ς
Σε υγιείς εθελοντές με φυσιολογική αρτηριακή πίεση, η λινεζολίδη επέτεινε τις
αυξήσεις στην αρτηριακή πίεση που προκλήθηκαν από ψευδοεφεδρίνη και
υδροχλωρική φαινυλοπροπανολαμίνη. Η ταυτόχρονη χορήγηση της λινεζολίδης
με ψευδοεφεδρίνη ή φαινυλοπροπανολαμίνη προκάλεσε μέση αύξηση της
συστολικής πίεσης της τάξης των 30-40 mm Hg, σε σύγκριση με 11-15 mm Hg με
λινεζολίδη μόνη, 14-18 mm Hg με ψευδοεφεδρίνη ή φαινυλοπροπανολαμίνη μόνη
και 8-11 mm Hg με εικονικό φάρμακο. Παρόμοιες μελέτες δεν έχουν διεξαχθεί σε
υπερτασικά άτομα. Συνιστάται οι δόσεις φαρμάκων με αγγειοσυσπαστική
δράση, συμπεριλαμβανομένων και των ντοπαμινεργικών παραγόντων, να
ρυθμίζονται προσεκτικά για την επίτευξη της επιθυμητής ανταπόκρισης όταν
8
συγχορηγούνται με τη λινεζολίδη.
Ενδ εχ όμ ε ν ε ς σ ε ρο τ ον ι
ν ε ρ γ ι
κ έ ς αλλ η
λ ε πιδράσ ε ι
ς
Η πιθανή φαρμακευτική αλληλεπίδραση με δεξτρομεθορφάνη μελετήθηκε σε
υγιείς εθελοντές. Στα άτομα αυτά χορηγήθηκε δεξτρομεθορφάνη (δύο δόσεις
των 20 mg σε μεσοδιάστημα 4 ωρών) με ή χωρίς λινεζολίδη. Δεν
παρατηρήθηκε καμία επίδραση συνδρόμου σεροτονίνης (π.χ. σύγχυση,
παραλήρημα, νευρικότητα, τρόμος, ερυθρότητα, εφίδρωση και υπερπυρεξία) σε
φυσιολογικά άτομα που έλαβαν λινεζολίδη και δεξτρομεθορφάνη.
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά: Υπήρξε μία αναφορά
ασθενούς που παρουσίασε εικόνα παρόμοια με του συνδρόμου σεροτονίνης, ενώ
ελάμβανε λινεζολίδη και δεξτρομεθορφάνη, η οποία υποχώρησε με τη διακοπή
και των δύο φαρμάκων.
Κατά την κλινική χρήση της λινεζολίδης με σεροτονινεργικούς παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων όπως οι εκλεκτικοί
αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs), έχουν αναφερθεί
περιστατικά σεροτονινεργικού συνδρόμου. Επομένως, ενώ η συγχορήγηση
αντενδείκνυται (βλέπε παράγραφο 4.3), ο χειρισμός των ασθενών για τους
οποίους είναι απαραίτητη η θεραπεία με λινεζολίδη και σεροτονινεργικούς
παράγοντες, περιγράφεται στην παράγραφο 4.4.
Χρ ή
ση με τ ροφ έ ς με υψ η
λή
π ε ρ ι
ε κ τ ι
κό τ η
τ α τυ ραμ ί
ν η
ς
Καμία σημαντική επίδραση στην αύξηση της πίεσης δεν παρατηρήθηκε σε
άτομα που έλαβαν μαζί λινεζολίδη και λιγότερο από 100 mg τυραμίνη. Το
γεγονός
α
υ
τ
ό υ
π
οδ
ηλ
ών
ε
ι ότι απαιτείται μόνο η αποφυγή της πρόσληψης
υπερβολικών ποσοτήτων τροφής και ποτών με υψηλή περιεκτικότητα τυραμίνης
(π.χ. τυρί, εκχυλίσματα μαγιάς, μη απεσταγμένα οινοπνευματώδη ποτά και
προϊόντα ζύμωσης σόγιας όπως σάλτσα σόγιας).
Φ άρμα κ α που μ ετ αβολ ίζ
ον τ αι από τ ο κ υτ ό χ ρωμα
P
450
Η λινεζολίδη δεν μεταβολίζεται σε ανιχνεύσιμο βαθμό από το ενζυματικό
σύστημα του κυτοχρώματος P450 (CYP) και δεν αναστέλλει τις δράσεις κλινικά
σημαντικών ανθρώπινων ισομορφών του CYP (1Α2, 2C9, 2C19, 2D6, 2Ε1, 3Α4).
Ομοίως, η λινεζολίδη δεν επάγει τη δράση των ισοενζύμων Ρ450 σε αρουραίους.
Επομένως, καμία φαρμακευτική αλληλεπίδραση προκαλούμενη από το CΥΡ450
δεν αναμένεται με τη λινεζολίδη.
Ρ ι
φαμπικ ί
νη
Η επίδραση της ριφαμπικίνης στη φαρμακοκινητική της λινεζολίδης μελετήθηκε
σε 16 υγιείς ενήλικες άνδρες εθελοντές, στους οποίους χορηγήθηκε λινεζολίδη
600 mg δύο φορές ημερησίως για 2,5 ημέρες, με και χωρίς ριφαμπικίνη 600 mg
μία φορά ημερησίως για 8 ημέρες. Η ριφαμπικίνη μείωσε τη Cmax και την AUC
της λινεζολίδης κατά μέσο όρο 21% [90% CI, 15, 17] και 32% [90% CI, 27, 37],
αντίστοιχα. Ο μηχανισμός και η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης
είναι άγνωστα.
Β α ρφαρ ί
νη
Όταν προσετέθη βαρφαρίνη στη θεραπεία με λινεζολίδη σε σταθεροποιημένη
κατάσταση, παρατηρήθηκε 10% μείωση στη μέση μέγιστη ΙΝR κατά τη
συγχορήγηση με 5% μείωση στην AUC INR. Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία από
ασθενείς που έλαβαν βαρφαρίνη και λινεζολίδη για την αξιολόγηση της
κλινικής σημασίας, αν υπάρχει, των ευρημάτων αυτών.
9
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της λινεζολίδης σε έγκυες
γυναίκες. Από τις μελέτες σε πειραματόζωα προκύπτουν τοξικές επιδράσεις
στην αναπαραγωγή (βλέπε παράγραφο 5.3).Ένας δυνητικός κίνδυνος για τον
άνθρωπο υπάρχει.
Η λινεζολίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
εκτός αν υπάρχει σαφής ανάγκη, δηλαδή μόνον όταν τα ενδεχόμενα οφέλη
υπερκαλύπτουν τον θεωρητικό κίνδυνο.
Θηλασμός
Οι μελέτες σε πειραματόζωα υποδηλώνουν ότι η λινεζολίδη μπορεί να περάσει
στο μητρικό γάλα, επομένως ο θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται πριν από και
κατά τη διάρκεια της χορήγησης του φαρμάκου.
Γονιμότητα
Από μελέτες σε πειραματόζωα, η λινεζολίδη προκάλεσε μείωση της γονιμότητας
(βλέπε παράγραφο 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για το ενδεχόμενο ζάλης ή
συμπτωμάτων οπτικής διαταραχής (όπως περιγράφεται στις παραγράφους 4.4
και 4.8) όταν λαμβάνουν λινεζολίδη και θα πρέπει να τους δοθεί η συμβουλή να
μην οδηγούν ούτε να χειρίζονται μηχανήματα σε περίπτωση που παρουσιαστεί
κάποιο από αυτά τα συμπτώματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ο παρακάτω πίνακας παρέχει μία αναφορά των ανεπιθύμητων ενεργειών που
παρατηρήθηκαν με συχνότητα βασισμένη σε όλα τα αιτιολογικά δεδομένα από
κλινικές μελέτες στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2.000 ενήλικες ασθενείς,
οι οποίοι έλαβαν λινεζολίδη στις συνιστώμενες δόσεις για διάστημα μέχρι και
28 ημέρες. Οι συχνότερα αναφερόμενες ήταν η διάρροια (8,4%), η κεφαλαλγία
(6,5%), η ναυτία (6,3%) και ο έμετος (4,0%).
Οι συχνότερα αναφερόμενες σχετιζόμενες με το φάρμακο ανεπιθύμητες
ενέργειες που οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας ήταν κεφαλαλγία, διάρροια,
ναυτία και έμετος. Περίπου το 3% των ασθενών διέκοψαν τη θεραπεία επειδή
εμφάνισαν ανεπιθύμητη ενέργεια σχετιζόμενη με το φάρμακο.
Στον πίνακα περιλαμβάνονται επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες
αναφέρθηκαν μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά με συχνότητα
εμφάνισης που κατατάσσεται στην κατηγορία ‘Μη γνωστές’, εφόσον η ακριβής
συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί και αναφερθεί κατά τη
διάρκεια θεραπείας με λινεζολίδη με τις ακόλουθες συχνότητες: Πολύ συχνές
(≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100),
σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
10
Κατηγορ
ία
Οργανικ
ού
Συστ μή α
τος
Σ
υ
χν
έ
ς
(1/100 έω
ς <1/
10)
Όχι
σ
υ
χν
ές
(1/1.000 έω
ς
<1/
100)
Σπά νιες
(1/10.000 έως
<1/1,000)
Συχνότητα μη
γνωστή (δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Λοιμώξεις
κα ι
παρασιτώσ
εις
καντιντίαση,
καντιντίαση
του στόματος
,
κολπική
καντιντίαση,
μυκητιασικές
κολπίτιδα κολίτιδα
σχετιζόμενη με
αντιβιοτικά,
συμπεριλ
αμβανομέ
νης της
ψευδομεμβρανώδο
Διαταραχέ
ς
του
αιμοποιητι
κού και του
λεμφικού
συστήματος
λευκοπενία*,
ουδετεροπενί
α
,
θρομβοκυτταρ
οπε νία*,
ηωσινοφιλία
μυελοκαταστολή
*
,
πανκυτταροπενία
*, αναιμία*
,
σιδηροβλαστική
Δια
τ
αρα
χ
έ
ς τ
ου
ανοσοποιη
τικού
συστήματο
αναφυλαξία
Διαταραχέ
ς
του
μεταβολισμ
ού και της
υποναριαιμία Γαλακτικ ή
οξέωση*
Ψυχια
τρικέ
ς
αϋπνία
Διαταραχέ ς
του
νευρικού
συστ μή ατος
κεφαλαλγία,
αλλαγή γεύσης
(μεταλλική
γεύση)
ζάλη,
υπαισθησία,
παραισθησία
σεροτονινεργικό
σύνδρομο**,
σπασμοί*,
περιφερική
νευροπάθεια*
Οφθαλμικές
διαταραχές
θάμβος
οράσεως*
μεταβολές στο
έλλειμμα στα
οπτικά πεδία*
οπτική
νευροπάθεια*,
οπτική
νευρίτιδα*,
απώλεια
όρασης*,
μεταβολές στη
ν
οπτική οξύτητα*,
μεταβολές στην
οπτική
Διαταραχέ
ς
του ωτός
και του
εμβοές
Καρδιακέ ς
διαταραχές
αρρυ μθ ί α
(ταχυκ )αρδία
Αγγεια κές
διαταραχές
υπέρταση Παροδικά
ισχαιμικά
επεισόδια
φλεβίτιδα,
θρομβοφλεβίτ
ι
δα
11
Δια
τ
αρα
χ
έ
ς
τ
ου
γαστρεντερ
ικού
διάρροια,
ναυτία, έμετος,
εντοπισμένο ή
γενικευμένο
κοιλιακό άλγος,
δυσκοιλιότητα,
δυσπεψία
παγκρεατίτι
δα
, γαστρίτιδα,
ξηροστομία,
γλωσσίτιδα,
μη
σχηματισμένες
κενώσεις
στοματίτιδα,
αποχρωματισμ
ός ή
αλλοιώσεις
Επιφανειακ ός
δυσχρωματισμός
οδόντος
Διαταραχές
του ήπατος
και των
χοληφόρων
μη φυσιολογικά
αποτελέσματα
στις ηπατικές
δοκιμασίες:
αυξημένη AST,
ALT ή αλκαλική
φωσφατάση
αυ μξη ένη ολική
χολερυθρίνη
Διαταραχές
του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
κνησμός,
εξάνθημα
κνίδωση,
δερματίτιδα,
εφίδρωση
πομφολυγώδεις
διαταραχές
όπως αυτές που
περιγράφονται
ως
σύνδρομο Stevens-
Johnson και τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση,
αγγειοοίδημα,
αλωπεκία
Διαταραχέ
ς
των
νεφρών και
των
ουροφόρων
οδών
αυξημένο άζωτο
ουρίας αίματος
(BUN)
νεφρική
ανεπάρκεια
Πολυουρία,
αυξημένη
κρεατινίνη
Δια
τ
αρα
χ
έ
ς
τ
ου
αναπαραγω
γικ ού
συστήματος
και του
Αιδιοκολπικ ή
διαταραχή
Γενικές
διαταραχέ
ς
και
καταστάσει
ς της οδού
χορήγησης
πυρετός,
εντοπισμένο
άλγος
ρίγη, κόπωση,
άλγος στο
σημείο της
ένεσης,
αυξημένη
δίψα
12
Παρακλινι
κέ ς
εξετάσεις
Β ι
οχ η
μ ι
κ ά
ε υ ρ ή
μ α
τα
Αυξημένη LDH,
κρεατινική
κινάση, λιπάση,
αμυλάση ή
μεταγευματική
γλυκόζη.
Μειωμένη ολική
πρωτεΐνη,
λευκωματίνη,
νάτριο ή
ασβέστιο.
Αυξημένο ή
μειωμένο κάλιο
ή
διττανθρακικά.
Α ι
μ α
το λ
ο γι
κά
ε υ
ρ ή
μ α
τα
Αυξημένα
ουδετερόφιλα ή
ηωσινόφιλα.
Μειωμένη
αιμοσφαιρίνη,
αιματοκρίτης ή
αριθμός
ερυθροκυτ
τάρων.
Αυξημένος
ή μειωμένος
αριθμός
αιμοπεταλίων ή
λευκοκυττάρων
.
Β ι
οχ η
μ ι
κ ά
ε υ ρ ή
μ α
τα
Αυ μξη ένο
νάτριο
ή ασβέστιο.
Μειωμένη
μεταγευματική
γλυκόζη.
Αυξημένα ή
μειωμένα
χλωριούχα.
Α ι
μ α
το λ
ο γι
κ ά
ε υ ρ ή
μ α
τα
Αυξημένος
αριθμός
δικτυοερυθροκ
υττ άρων.
Μειωμ ένα
ουδετερόφιλα.
* Βλέπε παράγραφο 4.4
** Βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.5
Βλέπε παρακάτω
Οι εξής ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη λινεζολίδη θεωρήθηκαν σοβαρές σε
σπάνιες περιπτώσεις: εντοπισμένο κοιλιακό άλγος, παροδικά ισχαιμικά
επεισόδια και υπέρταση.
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες στις οποίες η λινεζολίδη χορηγήθηκε για
διάστημα μέχρι 28 ημέρες αναφέρθηκε αναιμία. Σε ένα πρόγραμμα
παρηγορητικής χρήσης σε ασθενείς με απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις και
υποκείμενους παράγοντες νοσηρότητας, το ποσοστό των ασθενών που
παρουσίασαν αναιμία όταν έλαβαν λινεζολίδη για χρονικό διάστημα ≤ 28
ημερών ήταν 2,5% (33/1326), έναντι ποσοστού 12,3% (53/430) όταν έλαβαν
θεραπεία με λινεζολίδη για χρονικό διάστημα > 28 ημερών. Η αναλογία των
περιπτώσεων, οι οποίες αναφέρουν σοβαρή αναιμία σχετιζόμενη με το φάρμακο
που απαιτεί μετάγγιση αίματος, ήταν 9% (3/33) σε ασθενείς που έλαβαν
θεραπεία για χρονικό διάστημα ≤ 28 ημερών και 15% (8/53) σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία για χρονικό διάστημα > 28 ημερών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεδομένα ασφάλειας από κλινικές μελέτες που βασίστηκαν σε περισσότερους
από 500 παιδιατρικούς ασθενείς (από τη γέννηση έως 17 ετών) δεν
13
υποδεικνύουν ότι το προφίλ ασφάλειας της linezolid για παιδιατρικούς ασθενείς
διαφέρει από αυτό για ενήλικες ασθενείς.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (για την Ελλάδα), Μεσογείων 284,
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21
06549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr ή τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (για την
Κύπρο) Υπουργείο Υγείας, CY-1475 Λευκωσία, Φαξ: + 357 22608649, Ιστότοπος:
www . moh . gov . cy / phs.
4.9 Υπερδοσολογία
Κανένα ειδικό αντίδοτο δεν είναι γνωστό.
Δεν έχει αναφερθεί καμία περίπτωση υπερδοσολογίας. Ωστόσο, οι εξής
πληροφορίες μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες:
Συνιστάται υποστηρικτική θεραπεία καθώς και διατήρηση της σπειραματικής
διήθησης.
Περίπου το 30% της δόσης της λινεζολίδης απομακρύνεται με αιμοκάθαρση
διάρκειας 3 ωρών, ωστόσο δεν υπάρχουν στοιχεία για την απομάκρυνση της
λινεζολίδης με περιτοναϊκή κάθαρση ή με αιμοδιήθηση. Οι δύο κύριοι
μεταβολίτες της λινεζολίδης απομακρύνονται επίσης σε έναν ορισμένο βαθμό
με την αιμοκάθαρση.
Οι ενδείξεις τοξικότητας σε αρουραίους μετά από δόσεις λινεζολίδης 3000
mg/kg ημερησίως ήταν μειωμένη δραστηριότητα και αταξία, ενώ οι σκύλοι που
έλαβαν 2000 mg/kg ημερησίως εμφάνισαν έμετο και τρόμο.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιβακτηριδιακά για συστηματική χρήση,
άλλα αντιβακτηριδιακά.
Κωδικός ATC : J 01 XX08
Γ
ε
νι
κές
Ιδιότη
τες
Η λινεζολίδη είναι συνθετικός αντιβακτηριακός παράγοντας που ανήκει σε νέα
τάξη αντιβιοτικών, τις οξαζολιδινόνες. Έχει in vitro δράση κατά των αερόβιων
Gram- θετικών βακτηριδίων και αναερόβιων μικροοργανισμών. Η λινεζολίδη
αναστέλλει επιλεκτικά την πρωτεϊνική σύνθεση των βακτηριδίων με μοναδικό
μηχανισμό δράσης. Συγκεκριμένα, δεσμεύεται σε ένα σημείο στο ριβόσωμα του
βακτηριδίου (23S της υπομονάδας 50S) και αναστέλλει τον σχηματισμό
λειτουργικού 70S συμπλόκου έναρξης, που αποτελεί ουσιαστική μονάδα του
μεταφραστικού μηχανισμού.
Η in vitro μετα-αντιβιοτική δράση (ΜΑΔ) της λινεζολίδης για Staphylococcus
aureus
ήταν περίπου 2 ώρες. Όταν μετρήθηκε σε πειραματόζωα, η ΜΑΔ ήταν 3,6 και 3,9
ώρες για τους Staphylococcus
aureus
και Streptococcus
pneumoniae, αντίστοιχα. Σε
14
μελέτες που διεξάχθηκαν σε πειραματόζωα, η φαρμακοδυναμική παράμετρος
κλειδί για την αποτελεσματικότητα ήταν ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου
τα επίπεδα της λινεζολίδης στο πλάσμα υπερέβαιναν την ελάχιστη
ανασταλτική συγκέντρωση (ΜΙC) για τον λοιμωγόνο οργανισμό.
Όρια ευαισθησίας
Τα καθιερωμένα όρια ευαισθησίας της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης
(ΜΙC) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Αντιμικροβιακών Δοκιμασιών Ευαισθησίας
(European Committee on Antimicrobial Susceptibility Testing, EUCAST) για το
σταφυλόκοκκο και τον εντερόκοκκο είναι ≤
4mg/L και > 4mg/L για τα
Ανθεκτικά. Για τον στρεπτόκοκκο (συμπεριλαμβανομένου του S
.
pneumoniae) τα
όρια ευαισθησίας είναι ≤2 mg/L για τα Ευαίσθητα είδη και > 4mg/L για τα
Ανθεκτικά.
Tα όρια ευαισθησίας για την ΜΙC που δεν σχετίζονται με συγκεκριμένα είδη
είναι ≤2 mg/L για τα Ευαίσθητα είδη και > 4mg/L για τα Ανθεκτικά. Όρια
ευαισθησίας που δεν σχετίζονται με συγκεκριμένα είδη έχουν καθορισθεί
κυρίως με βάση τα φαρμακοκινητικά/φαρμακοδυναμικά δεδομένα και είναι
ανεξάρτητα από τις κατανομές των ΜΙC των συγκεκριμένων ειδών.
Χρησιμοποιούνται μόνο για οργανισμούς στους οποίους δεν έχει δοθεί ένα
συγκεκριμένο όριο ευαισθησίας και όχι για εκείνα τα είδη στα οποία δεν
συνιστάται δοκιμασία ελέγχου ευαισθησίας.
Ε υ αι
σ θ η
σ ί
α
Η επίπτωση της επίκτητης αντοχής μπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και
χρονικά για επιλεγμένα στελέχη και οι τοπικές πληροφορίες αντοχής είναι
επιθυμητές, ειδικά κατά τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Όπου είναι
απαραίτητο, θα πρέπει να αναζητείται η συμβουλή ειδικού όταν η τοπική
επικράτηση της αντοχής είναι τέτοια ώστε η ωφέλεια από τον παράγοντα είναι
αμφισβητήσιμη σε τουλάχιστον κάποιους τύπους λοιμώξεων.
Κατηγορία
Ευαίσθητοι οργανισμοί
Gram θετικά αερόβια:
Enterococcus faecalis
Enterococcus faecium*
Staphylococcus aureus*
Coagulase negative staphylococci
Streptococcus agalactiae*
Streptococcus pneumoniae*
Streptococcus pyogenes*
Group C streptococci
Group G streptococci
Gram θετικά αναερόβια:
Clostridium perfringens
Peptostreptococcus anaerobius
Peptostreptococcus species
Ανθεκτικοί οργανισμοί
Haemophilus influenzae
Moraxella catarrhalis
Neisseria species
Enterobacteriaceae
15
Pseudomonas species
* Κλινική αποτελεσματικότητα έχει αποδειχθεί για ευαίσθητα απομονωθέντα
στελέχη σε εγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις.
Αν και η λινεζολίδη εμφανίζει κάποια in vitro δραστικότητα κατά των
Legionella
,
Chlamydia
pneumoniae και Mycoplasma
pneumoniae, δεν υπάρχουν
αρκετά στοιχεία για την τεκμηρίωση της κλινικής αποτελεσματικότητας.
Ανθεκτι
κό
τη
τα
Δ
ι ασ τ α υ ρο ύ μ ε ν
η αν τ ί
σ τ αση
Ο μηχανισμός δράσης της λινεζολίδης διαφέρει από εκείνον άλλων κατηγοριών
αντιβιοτικών. Από μελέτες in vitro με κλινικά απομονωθέντα στελέχη (που
περιλαμβάνουν σταφυλόκοκκους ανθεκτικούς στη μεθικιλλίνη, εντερόκοκκους
ανθεκτικούς στη βανκομυκίνη και στρεπτόκοκκους ανθεκτικούς στην
πενικιλλίνη και στην ερυθρομυκίνη) προκύπτει ότι η λινεζολίδη είναι συνήθως
δραστική εναντίον μικροοργανισμών που ανθίστανται σε μία ή σε περισσότερες
τάξεις αντιμικροβιακών παραγόντων.
Η αντοχή στη λινεζολίδη σχετίζεται με εστιακές μεταλλάξεις στο 23S rRNA.
Όπως τεκμηριώνεται και με άλλα αντιβιοτικά, όταν χρησιμοποιούνται σε
ασθενείς που παρουσιάζουν δυσκολία στη θεραπεία λοιμώξεων και/ή για
παρατεταμένες χρονικές περιόδους, έχει παρατηρηθεί ολοένα και αυξανόμενη
μείωση της ευαισθησίας με τη λινεζολίδη. Αντοχή στη λινεζολίδη έχει
αναφερθεί για τους εντερόκοκκους, το Staphylococcus aureus και τους αρνητικούς
στην κοαγκουλάση σταφυλοκόκκους. Αυτό γενικά έχει συσχετισθεί με την
παρατεταμένη περίοδο της θεραπείας και την παρουσία προσθετικών ιατρικών
συσκευών ή αποστημάτων που δεν έχουν παροχετευθεί. Όταν ανθεκτικοί στα
αντιβιοτικά οργανισμοί απαντώνται στο νοσοκομείο είναι σημαντικό να
δίνεται έμφαση στην τακτική ελέγχου λοιμώξεων.
Π
λ η ρο φ
ορ ί
ες από κ λ ι
ν ι
κ έ
ς μελέ τ
ες
Μελέτες στον παιδιατρικό πληθυσμό:
Σε μία ανοιχτή μελέτη, η αποτελεσματικότητα της λινεζολίδης (10 mg/kg κάθε 8
ώρες) συγκρίθηκε με αυτή της βανκομυκίνης (10-15 mg/kg κάθε 6-24 ώρες) στη
θεραπεία λοιμώξεων λόγω πιθανών ή αποδεδειγμένων ανθεκτικών Gram θετικών
παθογόνων (συμπεριλαμβανομένης της νοσοκομειακής πνευμονίας,
επιπλεγμένων λοιμώξεων του δέρματος και της δερματικής δομής, βακτηριαιμία
σχετιζόμενη με καθετήρα, βακτηριαιμία άγνωστης προέλευσης και άλλων
λοιμώξεων), σε παιδιά από τη γέννηση έως 11 ετών. Τα ποσοστά κλινικής
θεραπείας στον πληθυσμό που αξιολογήθηκε κλινικά ήταν 89,3% (134/150) και
84,5% (60/71) για τη λινεζολίδη και τη βανκομυκίνη αντίστοιχα (95% CI: -4,9,
14,6).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδι
ότητ
ες
Η λινεζολίδη περιέχει κυρίως (s)- λινεζολίδη που είναι βιολογικά δραστική και
μεταβολίζεται σε αδρανή παράγωγα.
Α πο ρ ρό φ
η σ
η
H λινεζολίδη απορροφάται ταχέως και εκτεταμένα μετά τη χορήγησή της από το
στόμα. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 2 ωρών
από τη χορήγηση. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της λινεζολίδης (από του
στόματος και ενδοφλέβια χορήγηση σε διασταυρούμενη μελέτη) είναι πλήρης
16
(περίπου 100%). Η απορρόφηση δεν επηρεάζεται σημαντικά από τη λήψη τροφής
και η απορρόφηση του πόσιμου εναιωρήματος είναι όμοια με εκείνη που
επιτυγχάνεται με τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Η Cmax και η Cmin της λινεζολίδης στο πλάσμα (μέση τιμή και [τυπική
απόκλιση]), κατά τη σταθεροποιημένη κατάσταση μετά την ενδοφλέβια
χορήγηση 600 mg δυο φορές ημερησίως προσδιορίστηκαν στα 15,1 [2,5] mg/l και
3,68 [2,68] mg/l, αντίστοιχα.
Σε μια άλλη μελέτη μετά την από του στόματος χορήγηση 600 mg δυο φορές
ημερησίως στη σταθεροποιημένη κατάσταση, η Cmax και η Cmin
προσδιορίστηκαν στα 21,2 [5,8] mg/l και 6,15 [2,94] mg/l, αντίστοιχα.
Σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται κατά τη δεύτερη ημέρα της
χορήγησης.
Κ ατανομή
Ο όγκος κατανομής της σε σταθεροποιημένη κατάσταση είναι κατά μέσον όρο
περίπου 40-50 λίτρα σε υγιείς ενήλικες και είναι περίπου ίσος με τη συνολική
ποσότητα νερού στο σώμα. Η δέσμευση στις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι
περίπου 31% και δεν εξαρτάται από τη συγκέντρωση.
Οι συγκεντρώσεις της λινεζολίδης έχουν προσδιοριστεί σε διάφορα υγρά από
περιορισμένο αριθμό ατόμων σε μελέτες με εθελοντές μετά από πολλαπλή
χορήγηση. Η αναλογία της λινεζολίδης στη σίελο και στον ιδρώτα σε σχέση με
το πλάσμα ήταν 1,2:1,0 και 0,55:1,0, αντίστοιχα. Η αναλογία για το
επιθηλιακό υγρό των κυψελίδων και τα κυψελιδικά κύτταρα του πνεύμονα ήταν
4,5:1,0 και 0,15:1,0, όταν υπολογίστηκαν από τη Cmax στη σταθεροποιημένη
κατάσταση, αντίστοιχα. Σε μια μικρή μελέτη σε άτομα με κοιλιο-περιτοναϊκές
αναστομώσεις και ουσιαστικά μη φλεγμένουσες μήνιγγες, η αναλογία της
λινεζολίδης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε σχέση με το πλάσμα στη Cmax ήταν
0,7:1,0 μετά από πολλαπλή χορήγηση λινεζολίδης.
Μετα β ο λ
ισ
μός
H λινεζολίδη μεταβολίζεται κυρίως με οξείδωση του δακτυλίου της μορφολίνης
που οδηγεί κυρίως στο σχηματισμό δύο αδρανών παραγώγων καρβοξυλικού
οξέος ανοιχτού δακτυλίου: του μεταβολίτη αμινοαιθόξυ-οξικού οξέος (ΡΝU-
142300) και του μεταβολίτη υδροξυαίθυλο γλυκίνη (ΡΝU-142586). Ο
μεταβολίτης υδροξυαίθυλο γλυκίνη (ΡΝU-142586) είναι ο κυριότερος
μεταβολίτης στον άνθρωπο και πιστεύεται ότι σχηματίζεται με μη ενζυματική
διαδικασία. Ο μεταβολίτης αμινο- αιθόξυ οξικό οξύ (ΡΝU-142300) βρίσκεται σε
μικρότερες ποσότητες. Άλλοι μικρότερης σημασίας αδρανείς μεταβολίτες έχουν
ταυτοποιηθεί.
Α πο β ο λ
ή
Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία ή με ήπια έως μέτρια νεφρική
ανεπάρκεια, η linezolid απεκκρίνεται κυρίως σε συνθήκες σταθεροποιημένης
κατάστασης στα ούρα ως ΡΝU-142586 (40%), ως μητρικό φάρμακο (30%) και
ως ΡΝU-142300 (10%). Σχεδόν καθόλου μητρικό φάρμακο δεν βρίσκεται στα
κόπρανα ενώ περίπου το 6% και το 3% της κάθε δόσης εμφανίζεται ως ΡΝU-
142586 και ΡΝU-142300, αντίστοιχα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της linezolid είναι
κατά μέσον όρο 5-7 ώρες.
Η μη νεφρική κάθαρση αποτελεί περίπου το 65% της συνολικής κάθαρσης της
λινεζολίδης. Ένας μικρός βαθμός μη γραμμικότητας στην κάθαρση
παρατηρείται με αυξανόμενες δόσεις λινεζολίδης. Αυτό φαίνεται να οφείλεται
17
σε χαμηλότερη νεφρική και μη νεφρική κάθαρση στις υψηλότερες
συγκεντρώσεις λινεζολίδης. Ωστόσο, η διαφορά στην κάθαρση είναι μικρή και
δεν αντανακλάται στο χρόνο ημίσειας ζωής.
Ε ι
δ ι
κ οί Π
λ
η θ υ
σ μ
οί
Ασ θ
ε
ν
ε
ί
ς
με
ν
ε
φ ρ ι
κ
ή
α
νε πά
ρ κ ε ια
: Μετά από εφάπαξ δόσεις 600 mg,
παρατηρήθηκε 7-8πλάσια αύξηση στην έκθεση στους δύο κυριότερους
μεταβολίτες της linezolid στο πλάσμα σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια
(δηλ. κάθαρση κρεατινίνης< 30ml /λεπτό). Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε αύξηση
στην AUC του μητρικού φαρμάκου. Παρ΄ όλο που παρατηρείται κάποια
απομάκρυνση των κυριοτέρων μεταβολιτών της linezolid με αιμοκάθαρση, τα
επίπεδα των μεταβολιτών στο πλάσμα μετά από εφάπαξ δόσεις 600 mg
εξακολουθούσαν να είναι σημαντικά υψηλότερα μετά από αιμοκάθαρση, σε
σύγκριση με τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία ή με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια.
Σε 24 ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, 21 από τους οποίους
υποβάλλοντο σε τακτική αιμοκάθαρση, οι μέγιστες συγκεντρώσεις των δύο
κυριότερων μεταβολιτών στο πλάσμα μετά από χορήγηση πολλών ημερών ήταν
περίπου το 10-πλάσιο εκείνων που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία. Τα μέγιστα επίπεδα της linezolid στο πλάσμα δεν
επηρεάστηκαν.
Η κλινική σημασία των παρατηρήσεων αυτών δεν έχει αξιολογηθεί δεδομένου
ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο περιορισμένα στοιχεία ασφάλειας (βλέπε
παραγράφους 4.2 και 4.4).
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια: Περιορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι η
φαρμακοκινητική της linezolid, του ΡΝU-142300 και του ΡΝU-142586 δεν
μεταβάλλεται σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια (δηλ. Child-
Pugh τάξη Α ή Β). Η φαρμακοκινητική της λινεζολίδης σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική ανεπάρκεια (δηλ. Child-Pugh τάξη C) δεν έχει αξιολογηθεί. Ωστόσο,
δεδομένου ότι η λινεζολίδη μεταβολίζεται με μη ενζυματική διαδικασία η
ανεπάρκεια της ηπατικής λειτουργίας δεν αναμένεται να μεταβάλλει σε
σημαντικό βαθμό τον μεταβολισμό της (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός (ηλικίας < 18 ετών): Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία
για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της λινεζολίδης στα παιδιά και
τους εφήβους (ηλικίας < 18 ετών) και επομένως η χρήση της λινεζολίδης σ’
αυτήν την ηλικιακή ομάδα δεν συνιστάται (βλέπε παράγραφο 4.2). Απαιτείται η
διεξαγωγή περαιτέρω μελετών, προκειμένου να καθοριστούν οι συστάσεις για
την ασφαλή και αποτελεσματική δοσολογία. Φαρμακοκινητικές μελέτες
υποδεικνύουν ότι μετά από χορήγηση εφάπαξ και πολλαπλών δόσεων σε παιδιά
(ηλικίας μιας εβδομάδας έως 12 ετών), η κάθαρση της λινεζολίδης (με βάση τα
kg σωματικού βάρους) είναι μεγαλύτερη σε παιδιατρικούς ασθενείς από ότι σε
ενήλικες, αλλά μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας.
Η χορήγηση 10 mg/kg κάθε 8 ώρες ημερησίως σε παιδιά ηλικίας μιας εβδομάδας
έως 12 ετών, έδωσε τιμές έκθεσης περίπου ίσες με εκείνες που επετεύχθησαν με
τη χορήγηση 600 mg λινεζολίδης δύο φορές ημερησίως σε ενήλικες ασθενείς.
Σε νεογνά ηλικίας μέχρι μιας εβδομάδας, η συστηματική κάθαρση της
λινεζολίδης (με βάση τα kg σωματικού βάρους) αυξάνει με ταχύ ρυθμό εντός της
πρώτης εβδομάδας ζωής. Επομένως νεογνά στα οποία χορηγούνται 10 mg/kg
18
κάθε 8 ώρες ημερησίως θα έχουν την υψηλότερη συστηματική έκθεση την πρώτη
ημέρα μετά τη γέννηση. Παρ’ όλα αυτά δεν αναμένεται εκτεταμένη συσσώρευση
με αυτό το δοσολογικό σχήμα κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδας ζωής,
επειδή η κάθαρση αυξάνεται με ταχύ ρυθμό κατά την περίοδο αυτή.
Σε εφήβους (ηλικίας 12 έως 17 ετών), η φαρμακοκινητική της λινεζολίδης ήταν
παρόμοια με αυτή των ενηλίκων μετά από δόση 600 mg. Επομένως, οι έφηβοι
στους οποίους χορηγούνται 600 mg ανά 12 ώρες ημερησίως θα έχουν παρόμοια
έκθεση με αυτή που παρατηρείται στους ενήλικες που λαμβάνουν την ίδια δόση.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς με κοιλιο-περιτοναϊκή παροχέτευση στους οποίους
χορηγήθηκε λινεζολίδη 10 mg/kg είτε ανά 12 ώρες είτε ανά 8 ώρες,
παρατηρήθηκαν μεταβλητές συγκεντρώσεις της λινεζολίδης στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) μετά τη χορήγηση μιας ή πολλαπλών δόσεων
λινεζολίδης. Η επίτευξη και η διατήρηση θεραπευτικών συγκεντρώσεων στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF) δε χαρακτηρίστηκε από συνέπεια. Επομένως, η
χρήση της λινεζολίδης για την εμπειρική θεραπεία παιδιατρικών ασθενών με
λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος δε συνιστάται.
Ηλικιωμένοι ασθενείς: Η φαρμακοκινητική της λινεζολίδης δεν μεταβάλλεται
σε σημαντικό βαθμό σε ηλικιωμένους ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω.
Γυναίκες ασθενείς: Οι γυναίκες εμφανίζουν ελαφρώς χαμηλότερο όγκο
κατανομής σε σύγκριση με τους άνδρες και η μέση κάθαρση μειώνεται κατά
περίπου 20% όταν διορθωθεί για το σωματικό βάρος. Οι συγκεντρώσεις στο
πλάσμα είναι κάπως υψηλότερες στις γυναίκες και αυτό μπορεί εν μέρει να
αποδοθεί στις διαφορές στο σωματικό βάρος. Ωστόσο, επειδή ο μέσος χρόνος
ημιζωής της λινεζολίδης δεν δι
α
φ
έρε
ι σ
ε
σημαντικό βαθμό σε άνδρες και σε
γυναίκες, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε γυναίκες δεν αναμένονται να
αυξάνονται ουσιαστικά πάνω από τις συγκεντρώσεις που είναι γνωστό πως
είναι ανεκτές και, επομένως, δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η λινεζολίδη μειώνει τη γονιμότητα και την αναπαραγωγική ικανότητα
ενήλικων αρσενικών αρουραίων σε επίπεδα έκθεσης περίπου ίσα με εκείνα που
αναμένονται στον άνθρωπο. Σε φυλετικά ώριμα πειραματόζωα, οι επιδράσεις
αυτές ήταν αναστρέψιμες. Ωστόσο τα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν
αναστρέψιμα σε νεαρά πειραματόζωα που έλαβαν λινεζολίδη για σχεδόν
ολόκληρη την περίοδο της φυλετικής τους ωρίμανσης. Σε ενήλικες αρσενικούς
αρουραίους, παρατηρήθηκε μη φυσιολογική μορφολογία του σπέρματος στους
όρχεις, ενώ υπερτροφία και υπερπλασία των επιθηλιακών κυττάρων
παρατηρήθηκε στην επιδιδυμίδα. Φαίνεται ότι η λινεζολίδη επηρεάζει την
ωρίμανση των σπερματοζωαρίων στον αρουραίο. Η επιπρόσθετη χορήγηση
τεστοστερόνης δεν απέτρεψε τις ανεπιθύμητες δράσεις στη γονιμότητα που
προκαλούνται από τη λινεζολίδη. Δεν παρατηρήθηκε υπερτροφία της
επιδιδυμίδας σε σκύλους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για διάστημα 1 μηνός,
παρόλο που παρατηρήθηκε αλλαγή βάρους σε όργανα όπως ο προστάτης, οι
όρχεις και η επιδιδυμίδα.
Μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή σε ποντίκια και αρουραίους δεν
έδωσαν καμία απόδειξη τερατογόνου δράσης σε επίπεδα έκθεσης τετραπλάσια
από ή ισοδύναμα με εκείνα που αναμένονται στον άνθρωπο, αντίστοιχα. Οι
ίδιες συγκεντρώσεις λινεζολίδης προκάλεσαν μητρική τοξικότητα σε ποντίκια
και συσχετίσθηκαν με αυξημένο ποσοστό θανάτου στα έμβρυα,
συμπεριλαμβανομένων της ολικής απώλειας νεογνών, του μειωμένου εμβρυακού
σωματικού βάρους και της έξαρσης της φυσιολογικής γενετικής προδιάθεσης
19
για στερνικές αλλοιώσεις στο είδος των ποντικών που χρησιμοποιήθηκαν. Σε
αρουραίους, ελάχιστη μητρική τοξικότητα παρατηρήθηκε σε εκθέσεις
χαμηλότερες από τις αναμενόμενες κλινικές εκθέσεις. Σημειώθηκε ήπια
τοξικότητα στο έμβρυο που εκδηλώθηκε ως μειωμένο εμβρυακό σωματικό βάρος
και μειωμένη οστεοποίηση των στερνιδίων, μειωμένη επιβίωση απογόνων και
ήπιες καθυστερήσεις στην ωρίμανση. Μετά το ζευγάρωμά τους, μερικοί από
τους απόγονους αυτούς εμφάνισαν ενδείξεις αναστρέψιμης, δοσοεξαρτώμενης
αύξησης σε προεμφυτευτική απώλεια με αντίστοιχη μείωση στην γονιμότητα. Σε
κουνέλια παρατηρήθηκε μειωμένο εμβρυακό σωματικό βάρος μόνο στην
περίπτωση παρουσίας μητρικής τοξικότητας λινικά σημεία, μειωμένη αύξηση
σωματικού βάρους και μειωμένη κατανάλωση τροφής) σε χαμηλά επίπεδα
έκθεσης κατά 0,06 φορές σε σύγκριση με την αναμενόμενη ανθρώπινη έκθεση με
βάση τις AUC. Τα είδη είναι γνωστό ότι είναι ευαίσθητα στη δράση των
αντιβιοτικών.
Η λινεζολίδη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο γάλα αρουραίων που
θηλάζουν και οι συγκεντρώσεις που παρατηρήθηκαν ήταν υψηλότερες από
εκείνες στο μητρικό πλάσμα.
Η λινεζολίδη προκάλεσε αναστρέψιμη μυελοκαταστολή σε αρουραίους και σε
σκύλους.
Σε αρουραίους στους οποίους χορηγήθηκαν 80 mg/kg/ημέρα λινεζολίδη από του
στόματος για 6 μήνες παρατηρήθηκε μη αναστρέψιμη, ελάχιστη έως ήπια
αξονική
εκφύλιση του ισχιακού νεύρου. Ελάχιστη εκφύλιση του ισχιακού
νεύρου παρατηρήθηκε επίσης σε έναν αρσενικό αρουραίο σε αυτό το επίπεδο
των δόσεων κατά τη νεκροψία που διεξήχθη στους 3 μήνες. Διεξήχθη ευαίσθητη
μορφολογική αξιολόγηση των ιστών με σταθερή αιμάτωση, προκειμένου να
διερευνηθεί η ύπαρξη εκφύλισης του οπτικού νεύρου. Ελάχιστη έως μέτρια
εκφύλιση του οπτικού νεύρου ήταν εμφανής σε 2 από τους 3 αρσενικούς
αρουραίους μετά από 6 μήνες δοσολογίας, όμως η απευθείας συσχέτιση με το
φάρμακο ήταν διφορούμενη λόγω της οξείας φύσης του ευρήματος και της
ασύμμετρης κατανομής του. Η νευρική εκφύλιση που παρατηρήθηκε ήταν
μικροσκοπικά συγκρίσιμη με αυθόρμητη μονόπλευρη εκφύλιση του οπτικού
νεύρου σε ηλικιωμένους αρουραίους και ενδέχεται να αποτελεί επιδείνωση μίας
συνήθους αλλοίωσης.
Τα προκλινικά στοιχεία, που βασίζονται σε συμβατικές μελέτες τοξικότητας
και γενοτοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις, δεν απεκάλυψαν
κανέναν ειδικό κίνδυνο για τον άνθρωπο, πέρα από εκείνον που αναφέρεται σε
άλλες παραγράφους αυτής της Περίληψης των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
Μελέτες καρκινογένεσης/ογκογένεσης δεν έχουν διεξαχθεί εν όψει της μικρής
διάρκειας της χορήγησης και της έλλειψης γενοτοξικότητας στην κλασική σειρά
μελετών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Glucose monohydrate
Sodium citrate
Citric acid anhydrous
Hydrochloric acid (για προσαρμογή του pH)
Sodium hydroxide (για προσαρμογή του pH)
20
Water for injections
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν πρέπει να εισάγονται πρόσθετες ουσίες στο διάλυμα αυτό. Σε περίπτωση
που η λινεζολίδη χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα, το κάθε φάρμακο
θα πρέπει να δίδεται ξεχωριστά σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του. Ομοίως, αν
η ίδια γραμμή ενδοφλέβιας έγχυσης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για διαδοχική
έγχυση πολλών φαρμάκων, η γραμμή θα πρέπει να ξεπλυθεί πριν από και μετά
τη χορήγηση της λινεζολίδη ς με συμβατό διάλυμα έγχυσης (βλέπε παράγραφο
6.6).
Είναι γνωστό ότι η λινεζολίδη δεν είναι φυσι
κά
συμ
βατ
ή με τις εξής ουσίες:
amphotericin B, chlorpromazine hydrochloride, diazepam, pentamidine isethionate, erythromycin
lactobionate, phenytoin sodium και sulphamethoxazole/trimethoprim. Επιπλέον, είναι χημικά
μη συμβατό με ceftriaxone sodium.
6.3 Διάρκεια ζ
ωής
Πριν το άνοιγμα : 24 μήνες
Η χημική και φυσική σταθερότητα έχει αποδειχθεί για 24 ώρες στους 2 - 8°C και
στους 25°C.
Από μικροβιολογικής άποψης, εκτός αν η μέθοδος ανοίγματος αποκλείει τον
κίνδυνο μικροβιακής μόλυνσης, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται
αμέσως. Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο χρόνος και οι συνθήκες φύλαξης
αποτελούν ευθύνη του χρήστη.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες θερμοκρασιακές
συνθήκες φύλαξης.
Να φυλάσσεται στην αρχική συσκευασία (εξωτερικό κάλυμμα και κουτί)
μέχρις ότου είναι έτοιμο προς χρήση για να προστατεύεται από το φως.
Για τις συνθήκες φύλαξης μετά το πρώτο άνοιγμα του φαρμακευτικού
προϊόντος, βλέπε παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του
π
εριέκτ
η
Σάκοι έγχυσης Freeflex μιας χρήσης, έτοιμοι προς χρήση, χωρίς latex, με
πολλαπλών στοιβάδων μεμβράνη πολυολεφίνης επισφραγισμένοι εντός
εξωτερικού καλύμματος από λαμιναρισμένο αλουμινόφυλλο (αλουμινόφυλλο
από polyester/polypropylene).
Ο σάκος περιέχει 300 ml διαλύματος και είναι συσκευασμένος σε κουτί.
Κάθε κουτί περιέχει 10, 30 ή 50 σάκους έγχυσης.
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την Αποκεντρωμένη Διαδικασία:
Ο σάκος περιέχει 300 ml διαλύματος και είναι συσκευασμένος σε κουτί.
Κάθε κουτί περιέχει 10, 30 ή 50 σάκους έγχυσης.
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική και Κυπριακή αγορά:
21
Ο σάκος περιέχει 300 ml διαλύματος και είναι συσκευασμένος σε κουτί.
Κάθε κουτί περιέχει 10, 30 ή 50 σάκους έγχυσης.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για την απόρριψη και άλλος χειρισμός
Μόνο για μια χρήση.
Αφαιρέστε το εξωτερικό κάλυμμα μόνον όταν είστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσετε
το προϊόν και στη συνέχεια ελέγξετε για μικρές διαρροές πιέζοντας δυνατά τον
σάκο. Στην περίπτωση που ο σάκος εμφανίζει διαρροή, μην τον χρησιμοποιήσετε
επειδή η στειρότητα του προϊόντος μπορεί να έχει απολεσθεί. Το διάλυμα πρέπει
να ελεγχθεί οπτικά πριν από τη χρήση και μόνο διαυγή διαλύματα χωρίς
σωματίδια θα πρέπει να χρησιμοποιούνται. Μην χρησιμοποιήσετε τους σάκους
συνδεδεμένους σε σειρά. Οποιαδήποτε ποσότητα μη χρησιμοποιηθέντος
διαλύματος πρέπει να απορρίπτεται.
Μην επανασυνδέσετε μερικώς χρησιμοποιηθέντες σάκους.
Το διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση Linezolid Kabi είναι συμβατό με τα εξής
διαλύματα:
- διάλυμα ενδοφλέβιας έγχυσης γλυκόζης 5%,
- διάλυμα ενδοφλέβιας έγχυσης χλωριούχου νατρίου 0,9%,
- ενέσιμο διάλυμα Ringer-lactate (ενέσιμο διάλυμα Hartmann).
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fresenius Kabi Hellas A.E.
Λ. Μεσογείων 354
153 41 Αγία Παρασκευή
Τηλ: +30 210 6542909
Fax: +30 210 6548909
e-mail: FKHinfo@fresenius-kabi.com
8. ΑΡΙΘΜΟΣ AΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Σεπτέμβριος/2014
22