ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
MEPENEX 500mg κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς
έγχυση MEPENEX 1g κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα
προς έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
M EPENEX 500mg
Κάθε φιαλίδιο περιέχει μεροπενέμη τριυδρική ισοδύναμη με 500mg άνυδρη
μεροπενέμη.
M EPENEX 1g
Κάθε φιαλίδιο περιέχει μεροπενέμη τριυδρική ισοδύναμη με 1g άνυδρη μεροπενέμη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το MEPENEX ενδείκνυται για τη θεραπεία των παρακάτω λοιμώξεων σε ενήλικες
και παιδιά άνω των 3 μηνών (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.1):
Πνευμονία, συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας της κοινότητας και της
νοσοκομειακής πνευμονίας
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στη κυστική ίνωση
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Λοιμώξεις κατά τη διάρκεια και μετά τον τοκετό
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Το MEPENEX μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία ουδετεροπενικών ασθενών με
πυρετό όταν υπάρχει υποψία ότι οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για τη σωστή χρήση των
αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Οι παρακάτω πίνακες παρέχουν γενικές οδηγίες για τη δοσολογία.
Η δόση της μεροπενέμης που χορηγείται και η διάρκεια της θεραπείας
καθορίζονται ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, συμπεριλαμβανομένης της
σοβαρότητας και της κλινικής ανταπόκρισης.
Μία δόση έως 2g τρείς φορές την ημέρα σε ενήλικες και εφήβους και μία δόση έως
40mg/kg 3 φορές την ημέρα σε παιδιά μπορεί να είναι αρκετή για την
αντιμετώπιση ορισμένων τύπων λοιμώξεων, όπως νοσοκομειακές λοιμώξεις από
Pseudomonas aeruginosa
ή
Acinetobacter
spp.
Επιπρόσθετη προσοχή στη δοσολογία χρειάζεται σε ασθενείς με ελαττωμένη
νεφρική λειτουργία (βλ. πιο κάτω).
Ενήλικες και έφηβοι
Λοίμωξη Δόση χορηγούμενη κάθε 8 ώρες
Πνευμονία, συμπεριλαμβανομένης της
πνευμονίας της κοινότητας και της
νοσοκομειακής πνευμονίας
500mg ή 1g
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην
κυστική ίνωση
2g
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
ουροποιητικού συστήματος
500mg ή 1g
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις 500mg ή 1g
Λοιμώξεις κατά τη διάρκεια και μετά
τον τοκετό
500mg ή 1g
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος
και των μαλακών μορίων
500mg ή 1g
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα 2g
Αντιμετώπιση των εμπύρετων
ουδετεροπενικών ασθενών
1g
To MEPENEX συνήθως δίνεται με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 15-30 λεπτών (βλ.
παράγραφο 6.2, 6.3 και 6.6).
Ενναλακτικά δόσεις μέχρι 1g μπορούν να δοθούν με ενδοφλέβια bolus ένεση
διάρκειας περίπου 5 λεπτών. Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία ασφάλειας διαθέσιμα
ώστε να υποστηρίξουν τη χορήγηση δόσης 2g ως ενδοφλέβια bolus ένεση.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η δοσολογία σε ενήλικες και εφήβους πρέπει να προσαρμόζεται όταν η κάθαρση
κρεατινίνης είναι μικρότερη των 51ml/min όπως φαίνεται παρακάτω.
Kάθαρση κρεατινίνης
(ml/min)
Δόση (βάσει μονάδων
δόσεων των 500mg, 1g,
2g βλ. πίνακα ανωτέρω)
Συχνότητα
26-50 1 μονάδα δόσης Kάθε 12 ώρες
10-25 1/2 μονάδα δόσης Kάθε 12 ώρες
< 10 1/2 μονάδα δόσης Kάθε 24 ώρες
Η Μεροπενέμη απομακρύνεται με την αιμοδιύλιση και την αιμοδιήθηση. Η
συνιστώμενη δόση πρέπει να χορηγείται μετά το τέλος της διαδικασίας
αιμοδιύλισης.
Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη συνιστώμενη δόση σε ασθενείς υπό περιτοναϊκή
διάλυση.
Ηπατική ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (βλ.
παράγραφο 4.4).
Δοσολογία σε ενήλικες ασθενείς
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους με κανονική νεφρική
λειτουργία ή κάθαρση κρεατινίνης άνω των 50ml/min.
Παιδιά
Παιδιά κάτω των 3 μηνών
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της μεροπενέμης σε παιδιά ηλικίας κάτω
των 3 μηνών δεν έχει αποδειχθεί και το αποδεκτό δοσολογικό σχήμα δεν έχει
βρεθεί. Παρόλα αυτά, περιορισμένα φαρμακοκινητικά στοιχεία, υποδεικνύουν ότι
το δοσολογικό σχήμα 20mg/kg κάθε 8 ώρες μπορεί να είναι αποδεκτό (βλ.
παράγραφο 5.2)
Παιδιά από 3 μηνών έως 11 ετών και με σωματικό βάρος έως 50kg
Το συνιστώμενο δοσολογικό σχήμα φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Λοίμωξη Δόση χορηγούμενη κάθε 8 ώρες
Πνευμονία, συμπεριλαμβανομένης της
πνευμονίας της κοινότητας και της
νοσοκομειακής πνευμονίας
10 ή 20mg/kg
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις στην
κυστική ίνωση
40mg/kg
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
ουροποιητικού συστήματος
10 ή 20mg/kg
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις 10 ή 20mg/kg
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος
και των μαλακών μορίων
10 ή 20mg/kg
Οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα 40mg/kg
Αντιμετώπιση των εμπύρετων
ουδετεροπενικών ασθενών
20mg/kg
Παιδιά με σωματικό βάρος άνω των 50kg
Χορηγείται η δοσολογία ενηλίκων.
Δεν υπάρχει εμπειρία σε παιδιά με νεφρική ανεπάρκεια.
Η μεροπενέμη συνήθως χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας περίπου 15-30
λεπτών (βλ. παραγράφους 6.2, 6.3 και 6.6). Εναλλακτικά οι δόσεις της
μεροπενέμης έως 20mg/kg μπορούν να χορηγηθούν με ενδοφλέβια bolus ένεση
διάρκειας περίπου 5 λεπτών. Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία ασφάλειας διαθέσιμα
ώστε να υποστηρίξουν τη χορήγηση δόσης 40mg/kg σε παιδιά ως ενδοφλέβια bolus
ένεση.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Υπερευαισθησία στις καρβαπενέμες.
Σοβαρή υπερευαισθησία (π.χ. αντίδραση αναφυλαξίας, σοβαρές δερματικές
αντιδράσεις) σε άλλα αντιβιοτικά β-λακτάμης (π.χ. πενικιλλίνες ή
κεφαλοσπορίνες).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Στην επιλογή της μεροπενέμης για τη θεραπεία ενός ασθενούς πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη η καταλληλότητα για τη χρησιμοποίηση της καρβαπενέμης και
να βασίζεται σε παράγοντες όπως η σοβαρότητα της λοίμωξης, η συχνότητα της
αντίστασης σε άλλα κατάλληλα αντιβιοτικά και τον κίνδυνο της επιλογής σε
βακτήρια ανθεκτικά στην καρβαπενέμη.
Όπως με όλα τα αντιβιοτικά β-λακτάμης, έχουν αναφερθεί σοβαρές και
περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλ. παραγράφους 4.3
και 4.8).
Aσθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στις καρβαπενέμες, πενικιλλίνες ή άλλα
αντιβιοτικά βλακτάμης, μπορεί επίσης να εμφανίσουν υπερευαισθησία στη
μεροπενέμη. Πριν ξεκινήσει η θεραπεία με μεροπενέμη πρέπει να διερευνηθούν
προσεκτικά τυχόν προηγούμενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε αντιβιοτικά β-
λακτάμης.
Εάν συμβεί μία σοβαρή αλλεργική αντίδραση, το φάρμακο πρέπει να διακοπεί και
πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Η κολίτιδα που οφείλεται σε αντιβιοτικά και η ψευδομεβρανώδης κολίτιδα έχουν
αναφερθεί σχεδόν με όλα τα αντιβιοτικά, συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης
και μπορεί να κυμαίνεται σε σοβαρότητα από ήπια μέχρι απειλητική για τη ζωή. Γι’
αυτό το λόγο, είναι σημαντικό η διάγνωση ψευδομεβρανώδους κολίτιδας να
εξετάζεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά τη
χορήγηση της μεροπενέμης (βλ. παράγραφο 4.8). H διακοπή της θεραπείας με τη
μεροπενέμη και η χορήγηση ειδικής θεραπείας για
Clostridium di]cile
πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη. Φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την
περισταλτικότητα δεν πρέπει να χορηγούνται.
Σπασμοί έχουν αναφερθεί σπάνια κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
καρβαπενέμες, συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης (βλ. παράγραφο 4.8)
Η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με μεροπενέμη λόγω του κινδύνου ηπατικής τοξικότητας (ηπατική
δυσλειτουργία με χολόσταση και κυτταρόλυση (βλ. παράγραφο 4.8).
Η χορήγηση σε ασθενείς με ηπατική νόσο: σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική
δυσλειτουργία πρέπει να παρακολουθείται η ηπατική λειτουργία κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με meropenem. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης (βλ.
παράγραφο 4.2).
Μπορεί να αναπτυχθεί θετικό άμεσο ή έμμεσο test Coombs κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με μεροπενέμη.
Η ταυτόχρονη χρήση της μεροπενέμης με βαλπροϊκό οξύ/βαλπροϊκό νάτριο δεν
συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
Το MEPENEX περιέχει νάτριο.
MEPENEX 500mg: Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει περίπου 2.0mEq νατρίου
ανά δόση 500mg το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται
σε δίαιτα χαμηλού νατρίου.
MEPENEX 1g: Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει περίπου 4.0mEq νατρίου ανά
δόση 1g το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε
δίαιτα χαμηλού νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων με φαρμακευτικά προιόντα
παρά μόνο με την προβενεσίδη. H προβενεσίδη ανταγωνίζεται την ενεργητική
σωληναριακή έκκριση της μεροπενέμης αναστέλλοντας έτσι την νεφρική
απέκκριση, με αποτέλεσμα να αυξάνει το χρόνο ημίσειας ζωής της μεροπενέμης
και τη συγκέντρωσή της στο πλάσμα. Συνιστάται προσοχή εάν η προβενεσίδη
συγχορηγείται με την μεροπενέμη.
H πιθανή επίδραση της μεροπενέμης στη σύνδεση με τις πρωτεΐνες ή στο
μεταβολισμό άλλων φαρμάκων δεν έχει μελετηθεί. Ωστόσο, η σύνδεση με τις
πρωτεΐνες είναι τόσο μικρή ώστε δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με άλλες
ενώσεις με βάση αυτόν τον μηχανισμό.
Έχει αναφερθεί μείωση των επιπέδων του βαλπροϊκού οξέος στον ορό όταν
συγχορηγείται με καρβαπενέμες, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα 60-100% μείωση
στα επίπεδα του βαλπροϊκού οξέος σε περίπου 2 ημέρες. Λόγω της ταχείας
έναρξης και του εύρους της μείωσης, η συγχορήγηση του βαλπροϊκού οξέος με
καρβαπενέμες δεν είναι αντιμετωπίσιμη και γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται (βλ.
παράγραφο 4.4).
Αντιπηκτικά από το στόμα
Ταυτόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών με βαρφαρίνη μπορεί να επαυξάνει την
αντιπηκτική της δράση. Υπάρχουν πολλές αναφορές αύξησης της αντιθρομβωτικής
δράσης των χορηγούμενων αντιθρομβωτικών από το στόμα συμπεριλαμβανομένης
και της βαρφαρίνης σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα αντιβιοτικά. Ο
κίνδυνος μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την υποβόσκουσα λοίμωξη, την ηλικία και
την γενική κατάσταση του ασθενούς έτσι ώστε η συμμετοχή των αντιβιοτικών
στην αύξηση του INR (international normalized ratio) είναι δύσκολο να καθορισθεί.
Συνιστάται η συχνή παρακολούθηση του INR κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τη
συγχορήγηση αντιβιοτικών και αντιπηκτικών από το στόμα.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν ή υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία από τη χρήση της μεροπενέμης σε
εγκύους. Μελέτες σε πειραματόζωα δεν έχουν δείξει άμεσα ή έμμεσα δυσμενείς
επιδράσεις όσο αφορά την τοξικότητα του αναπαραγωγικού (βλ. παράγραφο 5.3).
Σαν ένα μέτρο προφύλαξης, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται η χρήση της
μεροπενέμης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γαλουχία
Είναι άγνωστο εάν η μεροπενέμη αποβάλλεται στο ανθρώπινο γάλα. Η μεροπενέμη
ανιχνεύεται σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις στο γάλα των ζώων. Πρέπει να ληφθεί
η απόφαση ή να διακοπεί ο θηλασμός ή να διακοπεί η θεραπεία με τη μεροπενέμη
λαμβάνοντας υπόψη το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε μια ανασκόπηση σε 5.026 εκθέσεις στη θεραπεία με μεροπενέμη 4.872 ασθενών,
οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν και σχετίζονταν με τη
μεροπενέμη ήταν διάρροια (2,3%), εξάνθημα (1,4%) ναυτία/έμετος (1,4%) και
ερεθισμός στο σημείο της ένεσης (1,1%). Η πιο συχνά αναφερόμενη εργαστηριακή
ανεπιθύμητη ενέργεια που σχετιζόταν με τη μεροπενέμη ήταν η θρομβοκυττάρωση
(1,6%) και η αύξηση των ηπατικών ενζύμων (1,5-4,3%).
Ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες αναφέρονται στον πίνακα με άγνωστη συχνότητα
δεν παρατηρήθηκαν σε 2.367 ασθενείς οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στις
προεγκριτικές κλινικές μελέτες με χορήγηση ενδοφλέβιας και ενδομυικής
μεροπενέμης αλλά αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την
κυκλοφορία.
Στον παρακάτω πίνακα όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται ανά οργανικό
σύστημα και συχνότητα: πολύ συνήθεις (≥ 1/10), συνήθεις (≥ 1/100 έως < 1/10),
ασυνήθεις (≥ 1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ
σπάνιες (< 1/10.000) και μη γνωστής συχνότητας (δεν μπορούν να υπολογιστούν
από τα υπάρχοντα στοιχεία). Μέσα σε κάθε ομάδα συχνοτήτων οι ανεπιθύμητες
ενέργειες παρουσιάζονται με φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πίνακας 1
Οργανικό σύστημα Συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
Λοιμώξεις και
μολύνσεις
Ασυνήθεις
Στοματική και κολπική
καντιδίαση
Διαταραχές στο αίμα
και στο λεμφικό
σύστημα
Συνήθεις Θρομβοκυτταραιμία
Ασυνήθεις
Ηωσινοφιλία, θρομβοπενία,
λευκοπενία, ουδετεροπενία
ακοκκιοκυτταραιμία
Μη γνωστές Αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
Μη γνωστές
Αγγειοοίδημα, αναφυλαξία
(βλ. παράγραφο 4.3 και 4.4)
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Συνήθεις Πονοκέφαλος
Ασυνήθεις Παραισθήσεις
Σπάνιες Σπασμοί (βλ. παράγραφο 4.4)
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Συνήθεις Διάρροια, έμετος, ναυτία,
κοιλιακός πόνος
Μη γνωστές
Κολίτιδα οφειλόμενη στα
αντιβιοτικά (βλ. παράγραφο
4.4)
Ηπατοχολικές
διαταραχές
Συνήθεις Αύξηση των τρανσαμινασών,
αύξηση της αλκαλικής
φωσφατάσης στο αίμα,
αύξηση της γαλακτικής
διυδρογενάσης στο αίμα
Ασυνήθεις
Αύξηση της χολερυθρίνης
του αίματος
Διαταραχές του
αίματος και
Συνήθεις Εξάνθημα, κνησμός
Ασυνήθεις Κνίδωσις
του υποδόριου ιστού
Μη γνωστές
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση, σύνδρομο
Stevens – Johnson,
πολύμορφο ερύθημα
Διαταραχές του
νεφρικού και
ουροποιητικού
συστήματος
Ασυνήθεις
Αύξηση της κρεατινίνης του
αίματος, αύξηση της ουρίας
του αίματος
Γενικές διαταραχές και
αντιδράσεις στο σημείο
της
ένεσης
Συνήθεις Φλεγμονή, πόνος
Ασυνήθεις Θρομβοφλεβίτιδα
Μη γνωστές
Πόνος στο σημείο της
ένεσης.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα,
Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Είναι πιθανή η σχετική υπερδοσολογία σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία εάν η
δόση δεν ρυθμιστεί όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.2. Η περιορισμένη
εμπειρία μετά την κυκλοφορία υποδεικνύει ότι εάν εμφανιστούν ανεπιθύμητες
ενέργειες ως συνέπεια της υπερδοσολογίας, αυτές είναι σύμφωνες με το προφίλ
των ανεπιθύμητων ενεργειών που περιγράφονται στην παράγραφο 4.8, είναι γενικά
ήπιες και επιλύονται με τη διακοπή του φαρμάκου ή τη μείωση της δόσης. Πρέπει
να ληφθεί υπόψη η συμπτωματική θεραπεία.
Σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, θα επιτευχθεί ταχεία νεφρική
απέκκριση.
Η αιμοδιύλιση θα απομακρύνει την μεροπενέμη και το μεταβολίτη της.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιβιοτικό για συστηματική χρήση,
καρβαπανέμη, κωδικός ATC: J01DH02
Μηχανισμός δράσης
H Μεροπενέμη ασκεί βακτηριοκτόνο δράση παρεμβαίνοντας στην σύνθεση του
κυτταρικού τοιχώματος των Gram-θετικών και των Gram-αρνητικών βακτηρίων
μέσω της σύνδεσής της με τις πρωτεΐνες που συνδέονται με την πενικιλλίνη
(PBPs).
Φαρμακοκινητική/Φαρμακοδυναμική (PK/PD) σχέση
Όπως και με τις άλλες β-λακτάμες, ο χρόνος που οι συγκεντρώσεις της
μεροπενέμης υπερβαίνουν τις ελάχιστες συγκεντρώσεις αναστολής (MIC) (Τ>
MIC) έδειξε ότι σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα. Σε προκλινικά μοντέλα η
μεροπενέμη έδειξε δράση όταν η συγκέντρωση στο πλάσμα υπερέβη το MIC του
μολυσματικού μικροοργανισμού περίπου για 40% του χρονικού
μεσοδιαστήματος. Ο στόχος αυτός δεν έχει κλινικά εδραιωθεί.
Μηχανισμός αντοχής
Η βακτηριακή αντίσταση στη μεροπενέμη ίσως οφείλεται: (1) στη μειωμένη
διαπερατότητα της εξωτερικής μεμβράνης των Gram-αρνητικών βακτηρίων
(λόγω της μειωμένης παραγωγής πορινών) (2) μειωμένη σύνδεση με τις
στοχευμένες πρωτεΐνες που συνδέονται με την πενικιλίνη (PBPs) (3) αυξημένη
έκφραση των συσταλτικών εκροής της αντλίας (4) παραγωγή β-λακταμασών οι
οποίες μπορούν να υδρολύσουν τις καρβαπενέμες.
Τοπικές εστίες μολύνσεων λόγω των βακτηρίων που είναι ανθεκτικά στη
καρβαπενέμη έχουν αναφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν παρατηρείται διασταυρούμενη αντοχή μεταξύ της μεροπενέμης και
παράγοντες των τάξεων των κινολονών, αμινογλυκοσιδών, μακρολιδών και
τετρακυκλινών. Παρόλα αυτά τα βακτήρια μπορεί να αναπτύσσουν
ανθεκτικότητα σε περισσότερες από μία κατηγορίες αντιβιοτικών όταν ο
εμπλεκόμενος μηχανισμός περιλαμβάνει αδιαπερατότητα και/ή αντλίας εκροής.
Στοιχεία ευαισθησίας
Τα κλινικά όρια MIC της European Committee on Antimicrobial Susceptibility Testing
(EUCAST) αναφέρονται παρακάτω:
EUCAST κλινικά όρια MIC για την meropenem (05-06-2009, v3.1)
Οργανισμός
Ευαισθησία (S) (mg/l) Αντοχή (R) (mg/l)
Enterobacteriaceae
2 >8
Pseudomonas
2 >8
Acinetobacter
2 >8
Streptococcus groups A, B, C, G ≤ 2 > 2
Streptococcus pneumoniae
1
≤ 2 > 2
Άλλοι streptococci 2 2
Enterococcus
- -
Staphylococcus
2
σχόλιο 3 σχόλιο 3
Haemophilus influenzae
1
&
Moraxella catarrhalis
≤ 2 > 2
Neisseria meningitidis
2,4
≤ 0.25 > 0.25
Gram-θετικά αναερόβια ≤ 2 > 8
Gram-αρνητικά αναερόβια ≤ 2 > 8
Όρια μη σχετιζόμενα με
είδη
5
≤ 2 > 8
1
Τα όρια ευαισθησίας της μεροπενέμης για τον Streptococcus pneumoniae
και
Haemophilus influenzae στη μηνιγγίτιδα είναι 0.25/1 mg/l.
2
Στελέχη με τιμές MIC πάνω από τα S/I όρια ευαισθησίας είναι σπάνια και δεν έχουν
αναφερθεί. Η ταυτοποίηση και η δοκιμασία της αντιμικροβιακής ευαισθησίας σε
τέτοια απομονωμένα στελέχη πρέπει να επαναλαμβάνονται και εάν το αποτέλεσμα
επιβεβαιώνεται το στέλεχος να στέλνεται σε ένα πρότυπο εργαστήριο. Μέχρι να
υπάρξει απόδειξη σχετικά με την κλινική ανταπόκριση για επιβεβαιωμένα στελέχη
με MIC πάνω από τα τρέχοντα σημεία ανθεκτικότητας πρέπει να αναφέρονται ως
ανθεκτικά.
3
Η ευαισθησία των σταφυλοκόκκων στη μεροπενέμη συνάγεται από την ευαισθησία
στην μεθυκιλλίνη.
4
Tα όρια ευαισθησίας στην μεροπενέμη της Neisseria meningitides αφορούν μόνο
τη μηνιγγίτιδα.
5
Τα μη σχετιζόμενα με είδη όρια έχουν καθοριστεί κυρίως με βάση τα δεδομένα
PK/PD και είναι ανεξάρτητα από τις κατανομές του MIC για συγκεκριμένα είδη.
Είναι για χρήση μόνο για είδη που δεν αναφέρονται στον πίνακα και στις
σημειώσεις .
--= Τα test ευαισθησίας δεν συνιστώνται όταν τα στελέχη δεν είναι στόχος για
θεραπεία με φαρμακευτικό προϊόν.
Η συχνότητα επίκτητης αντοχής μπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και χρονικά για
επιλεγμένα είδη και οι τοπικές πληροφορίες για την αντοχή είναι επιθυμητές
ιδιαίτερα για την θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Όπου είναι απαραίτητη, συμβουλή
εμπειρογνώμονα θα πρέπει να ζητηθεί όπου η τοπική επίπτωση αντοχής είναι
τέτοια, ώστε η χρήση του παράγοντα σε τουλάχιστον κάποιους τύπους μολύνσεων
είναι υπό αμφισβήτηση.
Ο ακόλουθος πίνακας παθογόνων μικροβίων προήλθε από κλινική εμπειρία και
θεραπευτικές οδηγίες.
Τα συνήθως ευαίσθητα
είδη
Gram-θετικά αερόβια
Enterococcus faecalis
$
Staphylococcus
aureus
(ευαισθήτα στην μεθυκιλλίνη)
Staphylococcus species (methicillin-susceptible) συμπεριλαμβανομένου του Staphylococcus
epidermidis
Streptococcus agalactiae (Group B)
Streptococcus milleri group (S. anginosus, S. constellatus, and S. intermedius)
Streptococcus pneumoniae
Streptococcus pyogenes (Group A)
Gram- αρνητικά αερόβια
Citrobacter freudii
Citrobacter koseri
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae
Escherichia coli
Haemophilus influenzae
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae
Morganella morganii
Neisseria meningitides
Proteus mirabilis
Proteus vulgaris
Serratia marcescens
Gram- θετικά αναερόβια
Clostridium perfringens
Peptoniphilus asaccharolyticus
Peptostreptococcus species (including P. micros, P. anaerobius, P. magnus)
Gram- αρνητικά αναερόβια
Β
acteroides caccae
Bacteroides fragilis group
Prevotella bivia
Prevotella
disiens
Eίδη στα οποία η επίκτητη ανθεκτικότητα μπορεί να είναι
πρόβλημα
Gram-θετικά αερόβια
Ε
nterococcus
faecium
$†
Gram- αρνητικά αερόβια
Acinetobacter species
Burkholderia cepacia
Pseudomonas aeruginosa
Οργανισμοί με εγγενή
αντοχή
Gram-αρνητικά αερόβια
Stenotrophomonas maltophilia
Legionella species
Άλλοι μικρο - οργανισμοί
Chlamydophila pneumoniae
Chlamydophila psittaci
Coxiella burnetii
Mycoplasma
pneumoniae
$ Στελέχη που δείχνουν φυσική ενδιάμεση ευαισθησία
£ Όλοι οι σταφυλόκοκκοι που είναι ανθεκτικοί στη μεθυκιλλίνη είναι ανθεκτικοί στη
μεροπενέμη
† Βαθμός ανθεκτικότητας ≥ 50% σε μία ή περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε υγιή άτομα ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι περίπου 1 ώρα, ο
μέσος όγκος κατανομής είναι περίπου 0,25 l/kg (11-27 l) και η μέση κάθαρση είναι
287ml/min στα 250mg και μειώνεται στα 205ml/min στα 2g. Δόσεις 500, 1000 και
2000mg δόσεις που εγχύονται πάνω από 30 λεπτά δίνουν μέση τιμή μέγιστης
συγκέντρωσης Cmax περίπου 23, 49 και 115μg/ml αντιστοίχως και οι αντίστοιχες
τιμές AUC ήταν 39,3, 62,3 και 153μg.h/ml. Μετά από έγχυση άνω των 5 λεπτών οι
τιμές Cmax είναι 52 και 112μg/ml σε δόσεις των 500 και των 1000mg
αντιστοίχως. Όταν χορηγούνται πολλαπλές δόσεις σε άτομα με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία, δεν παρατηρείται συσσώρευση της μεροπενέμης.
Σε μελέτη 12 ασθενών χορηγήθηκε μεροπενέμη 1000mg κάθε 8 ώρες
μετεγχειρητικά για ενδοκοιλιακή λοίμωξη. Η μελέτη έδειξε συγκρίσιμο Cmax και
ημίσεια ζωή με φυσιολογικά άτομα αλλά μεγαλύτερο όγκο κατανομής 27 l.
Kατανομή
Η μέση σύνδεση της μεροπενέμης με την πρωτεΐνη του πλάσματος ήταν περίπου
2% και ήταν ανεξάρτητη από τη συγκέντρωση. Μετά από ταχεία χορήγηση (5
λεπτά ή λιγότερο) η φαρμακοκινητική είναι δι-εκθετική αλλά αυτό είναι λιγότερο
εμφανές μετά από 30 λεπτά έγχυσης.
Η μεροπενέμη έχει δείξει ότι διεισδύει καλά σε πολλά σωματικά υγρά και ιστούς:
συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων, των βρογχικών εκκρίσεων, της χολής, του
εγκεφαλονωτιαίου υγρού, των γυναικολογικών ιστών, του δέρματος, της
περιτονίας, των μυών και του περιτοναϊκού υγρού.
Μεταβολισμός
Η μεροπενέμη μεταβολίζεται με υδρόλυση του δακτυλίου της β-λακτάμης σε έναν
μικροβιολογικά ανενεργό μεταβολίτη. Ιn vitro η μεροπενέμη έδειξε μειωμένη
ευαισθησία στην υδρόλυση από την ανθρώπινη dehydropeptidase-l (DHP-l) σε
σύγκριση με την imipenem και δεν είναι απαραίτητη η συγχορήγηση αναστολέα
DHP-I.
Αποβολή
Η μεροπενέμη αποβάλλεται αναλλοίωτη πρωταρχικά από τα νεφρά, περίπου 70%
(50-75%) της δόσης αποβάλλεται αναλλοίωτο μέσα σε 12 ώρες. Το 28% ανακτάται
ως ο μικροβιολογικά ανενεργός μεταβολίτης. Η αποβολή από τα κόπρανα
αντιπροσωπεύει μόνο περίπου το 2% της δόσης. Η μέτρηση της νεφρικής κάθαρσης
και η επίδραση της προβενεσίδης δείχνουν ότι η μεροπενέμη υφίσταται διήθηση και
σωληναριακή έκκριση.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η νεφρική δυσλειτουργία έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο AUC στο πλάσμα και
μεγαλύτερο χρόνο ημίσειας ζωής για την μεροπενέμη. Η τιμή AUC αυξάνεται κατά
2,4 φορές σε ασθενείς με μέτρια δυσλειτουργία (CrCL 33-74ml/min), 5 φορές σε
σοβαρή δυσλειτουργία ((CrCL 423ml/min) και 10 φορές σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση (CrCL < 2ml/min) όταν συγκρίνονται με υγιή άτομα
(CrCL > 80ml/min). Το AUC του μικροβιολογικά ανενεργού μεταβολίτη με ανοικτό
δακτύλιο είναι σημαντικά αυξημένο σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Συνιστάται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2).
Η μεροπενέμη αποβάλλεται με αιμοδιύλιση με κάθαρση κατά τη διάρκεια της
αιμοδιύλισης περίπου 4 φορές μεγαλύτερη απ’ ότι σε ασθενείς με ανουρία.
Ηπατική ανεπάρκεια
Μια μελέτη σε ασθενείς με αλκοολική κίρρωση δεν έδειξε καμία επίδραση της
ηπατικής νόσου στη φαρμακοκινητική της μεροπενέμης μετά από
επαναλαμβανόμενες δόσεις.
Ενήλικες
Φαρμακοκινητικές μελέτες που διεξήχθησαν σε ασθενείς δεν έδειξαν σημαντικές
φαρμακοκινητικές διαφορές σε σχέση με υγιή άτομα με ισοδύναμη νεφρική
λειτουργία. Ένα πληθυσμιακό μοντέλο που αναπτύχθηκε από στοιχεία 79 ασθενών
με ενδοκοιλιακή λοίμωξη ή πνευμονία, έδειξε μία εξάρτηση του κεντρικού όγκου
από το βάρος και της κάθαρσης από την κάθαρση κρεατινίνης και την ηλικία.
Παιδιά
Η φαρμακοκινητική στα βρέφη και στα παιδιά με λοίμωξη στις δόσεις 10, 20 και
40mg/kg έδειξε τιμές Cmax περίπου ίδιες με τους ενήλικες στις δόσεις 500mg,
1000mg και 2000mg αντιστοίχως. Η σύγκριση έδειξε σταθερή φαρμακοκινητική
μεταξύ των δόσεων και της ημίσειας ζωής παρόμοια με αυτή που παρατηρήθηκε
στους ενήλικες σε όλα τα παιδιά αλλά στα μικρότερα άτομα (> 6 μηνών 1,6
ώρες). Η μέση τιμή κάθαρσης της μεροπενέμης ήταν 5,8ml/min/kg (6-12 ετών),
6,2ml/min/kg (2-5 ετών), 5,3ml/min/kg (6-23 μηνών) και 4,3ml/min/kg (2-5μηνών).
Περίπου 60% της δόσης που αποβάλλεται στα ούρα για πάνω από 12 ώρες ως
μεροπενέμη με ένα επιπλέον 12% ως μεταβολίτη. Οι συγκεντρώσεις της
μεροπενέμης στο ΕΝΥ των παιδιών με μηνιγγίτιδα είναι περίπου 20% των
ταυτοχρόνων συγκεντρώσεων στο πλάσμα αν και υπάρχει σημαντική ατομική
μεταβλητότητα.
Η φαρμακοκινητική της μεροπενέμης στα νεογνά που χρειάζονται αντιμικροβιακή
θεραπεία έδειξε μεγαλύτερη κάθαρση στα νεογνά με μεγαλύτερη χρονολογική
ηλικία ή διάρκεια κύησης με συνολική ημίσεια ζωή 2,9 ώρες. Ο εξομοιωτής Monte
Carlo βασιζόμενος στο πληθυσμιακό μοντέλο PK έδειξε ότι με το δοσολογικό σχήμα
20mg/kg κάθε 8 ώρες πέτυχε 60% Τ/ΜΙC για τη P.aeruginosa σε 95% των πρόωρων
και 91% των φυσιολογικών νεογνών.
Ηλικιωμένοι
Φαρμακοκινητικές μελέτες σε υγιή ηλικιωμένα άτομα (65-80 ετών) έδειξαν μείωση
της κάθαρσης του πλάσματος η οποία συνδέεται με την μείωση λόγω ηλικίας της
κάθαρσης κρεατινίνης και μια μικρότερη μείωση της εξωνεφρικής κάθαρσης. Δεν
χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς εκτός από τις
περιπτώσεις με μέτρια έως σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2.)
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η μεροπενέμη είναι καλά ανεκτή από τα
νεφρά. Ιστολογικές ενδείξεις βλάβης του νεφρικού σωληναρίου ήταν ορατές σε
ποντίκια και σκυλιά μόνο σε δόσεις άνω των 2000mg/kg σε εφ΄απαξ χορήγηση και
σε πιθήκους σε δόσεις 500mg/kg σε μελέτη 7 ημερών.
Η μεροπενέμη είναι γενικά ανεκτή από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Επιδράσεις
φάνηκαν σε οξείες τοξικολογικές μελέτες σε τρωκτικά που έλαβαν δόσεις που
υπερβαίνουν τα 1000mg/kg.
Για μια ενδοφλέβια δόση μεροπενέμης το LD50 στα τρωκτικά είναι μεγαλύτερο από
2000mg/kg.
Σε μελέτη επαναλαμβανομένων δόσεων διάρκειας 6 μηνών φάνηκαν ελαφριές
επιδράσεις συμπεριλαμβανομένης μείωσης των παραμέτρων των ερυθρών
αιμοπεταλίων των σκύλων.
Δεν υπήρξαν στοιχεία που να δείχνουν μεταλλαξιογόνες ιδιότητες σε ένα
συμβατικό test battery, ούτε στοιχεία για τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή και
για τερατογένεση σε μελέτες που διεξήχθησαν σε αρουραίους με δόση έως
750mg/kg και πιθήκους με δόση έως 360mg/kg.
Aυξημένη συχνότητα αποβολών παρατηρήθηκε με δόση 500mg/kg σε
προκαταρκτική μελέτη σε πιθήκους.
Δεν υπήρξαν στοιχεία αυξημένης ευαισθησίας στη μεροπενέμη σε νεαρά ζώα σε
σύγκριση με αυτά της μεγαλύτερης ηλικίας. Η ενδοφλέβια μορφή ήταν καλά
ανεκτή στις μελέτες σε πειραματόζωα.
Ο μοναδικός μεταβολίτης της μεροπενέμης εμφάνισε παρόμοιο προφίλ χαμηλής
τοξικότητας στις μελέτες σε πειραματόζωα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
MEPENEX 500mg: sodium carbonate
MEPENEX 1g: sodium carbonate
6.2 Ασυμβατότητες
Aυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα εκτός αυτών που αναφέρονται στο λήμμα 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Μετά την ανασύσταση: Τα ανασυσταμένα διαλύματα για ενδοφλέβια ένεση ή
έγχυση πρέπει να χρησιμοποιούνται αμέσως. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της
αρχής της ανασύστασης και του τέλους της ενδοφλέβιας ένεσης ή έγχυσης δεν
πρέπει να υπερβαίνει τη μία ώρα.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
Tα ανασυσταμένα διαλύματα να μην καταψύχονται.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
M EPENEX 500mg
Κουτί που περιέχει γυάλινο (τύπου Ι) διαυγές φιαλίδιο των 20ml, κατάλληλο για
παρεντερική χορήγηση με πώμα (σκούρο γκρί ελαστικό από βρωμοβουτίλιο,
σφραγισμένο με μπλε κάλυμμα αλουμινίου).
M EPENEX 1g
Κουτί που περιέχει γυάλινο (τύπου Ι) διαυγές φιαλίδιο των 20ml, κατάλληλο για
παρεντερική χορήγηση με πώμα (σκούρο γκρί ελαστικό από βρωμοβουτίλιο,
σφραγισμένο με κόκκινο κάλυμμα αλουμινίου).
Το φαρμακευτικό προϊόν διακινείται σε συσκευασίες του 1 ή των 10 φιαλιδίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Ένεση
Η μεροπενέμη που θα χρησιμοποιηθεί για ενδοφλέβια bolus ένεση πρέπει να
ανασυσταθεί με στείρο νερό για ενέσεις.
Έγχυση
Για ενδοφλέβια έγχυση τα φιαλίδια με την μεροπενέμη πρέπει να ανασυσταθούν
με 0,9% χλωριούχο νάτριο ή με διαλύματα γλυκόζης για έγχυση 5%.
Κάθε φιαλίδιο είναι για μία μόνο χρήση.
Η συνήθης τεχνική ασηψίας πρέπει να ακολουθείται κατά την προετοιμασία του
διαλύματος και τη χορήγηση.
Ανακινήστε το διάλυμα πριν τη χρήση.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με
τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε.,
Οδός Τατοΐου, 14671 Νέα Ερυθραία.
Τηλ. 210 8009111-120
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ