- Αίμα: αύξηση (βιολογική) των τρανσαμινασών (ALT και AST), της αλκαλικής
φωσφατάσης, της αμμωνίας, της χολερυθρίνης, της χοληστερόλης, της
κινάσης της κρεατίνης, της διγοξίνης, της ελεύθερης θυροξίνης, της
γαλακτικής αφυδρογονάσης (LDH), της θυρεοδεσμευτικής σφαιρίνης, των
τριγλυκεριδίων, του ουρικού οξέος και του βαλπροϊκού οξέος. Αύξηση
(αναλυτική παρεμβολή) της γλυκόζης, της παρακεταμόλης και των ολικών
πρωτεϊνών. Μείωση (βιολογική) της ελεύθερης θυροξίνης, της γλυκόζης, της
φαινυτοΐνης, της TSH, της TSH-RH, της θυροξίνης, των τριγλυκεριδίων, της
τριιωδοθυρονίνης, του ουρικού οξέος και της κάθαρσης της κρεατίνης. Μείωση
(αναλυτική παρεμβολή) των τρανσαμινασών (ALT), της λευκωματίνης, της
αλκαλικής φωσφατάσης, της χοληστερόλης, της κινάσης της κρεατίνης, της
γαλακτικής αφυδρογονάσης (LDH) και των ολικών πρωτεϊνών.
- Ούρα: Μείωση (βιολογική) της οιστριόλης. Μείωση (αναλυτική παρεμβολή) του
5-υδροξυϊνδολοξικού οξέος, του 4-υδροξυ-3-μεθοξυαμυγδαλικού οξέος, των
ολικών οιστρογόνων και της γλυκόζης.
Ατορβαστατίνη: φαρμακοδυναμικές και φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
- Επίδραση συγχορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων στην ατορβαστατίνη
Η ατορβαστατίνη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα P450 3A4 (CYP3A4) και είναι
υπόστρωμα πρωτεϊνών μεταφορέων, π.χ. του μεταφορέα ηπατικής πρόσληψης
ΟΑΤΡ1Β1. Η ταυτόχρονη χορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων που είναι αναστολείς
του CYP3A4 ή των πρωτεϊνών μεταφορέων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες
συγκεντρώσεις ατορβαστατίνης στο πλάσμα και σε αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης
μυοπάθειας. Ο κίνδυνος μπορεί επίσης να αυξηθεί κατά την ταυτόχρονη χορήγηση
ατορβαστατίνης με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία δυνητικά μπορεί να
προκαλέσουν μυοπάθεια, όπως φιβράτες, φουσιδικό οξύ και εζετιμίμπη (βλ.
παράγραφο 4.4).
Αναστολείς του CYP 3 A 4:
Ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 έχει αποδειχθεί ότι οδηγούν σε σημαντικές
αυξημένες συγκεντρώσεις ατορβαστατίνης (βλ. Πίνακα 1 και ειδικές πληροφορίες
παρακάτω). Συγχορήγηση ισχυρών αναστολέων του CYP3A4 (π.χ. κυκλοσπορίνη,
τελιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, ντελαβιρδίνη, στιριπεντόλη, κετοκοναζόλη,
βορικοναζόλη, ιτρακοναζόλη, ποσακοναζόλη και αναστολείς της HIV πρωτεάσης
όπως η ριτοναβίρη, η λοπιναβίρη, η αταζαναβίρη, η ινδιναβίρη, η δαρουναβίρη, κ.λπ.)
πρέπει να αποφεύγεται εάν είναι δυνατόν. Σε περιπτώσεις όπου η συγχορήγηση
αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων με ατορβαστατίνη δεν είναι δυνατόν να
αποφευχθεί συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση του ασθενή (βλ. Πίνακα
1).
Μέτριας ισχύος αναστολείς του CYP3A4 (π.χ. ερυθρομυκίνη, διλτιαζέμη, βεραπαμίλη
και φλουκοναζόλη) μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης στο
πλάσμα (βλ. Πίνακα 1). Έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος εκδήλωσης
μυοπάθειας με τη χρήση ερυθρομυκίνης σε συνδυασμό με στατίνες. Δεν έχουν
διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης οι οποίες να έχουν αξιολογήσει τις επιδράσεις
της αμιοδαρόνης ή της βεραπαμίλης στην ατορβαστατίνη. Είναι γνωστό ότι η
αμιοδαρόνη και η βεραπαμίλη αναστέλλουν τη λειτουργία του CYP3A4 και η
συγχορήγηση με ατορβαστατίνη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη έκθεση
στην ατορβαστατίνη. Συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται μια χαμηλότερη μέγιστη δόση
ατορβαστατίνης και συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση του ασθενή
όταν χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με μέτριους αναστολείς του CYP3A4. Συνιστάται
κατάλληλη κλινική παρακολούθηση μετά την έναρξη ή κατόπιν αναπροσαρμογών στη
δοσολογία του αναστολέα.
Επαγωγείς του CYP 3 A 4
11