ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ (SPC)
MENAGO “ADELCO”
Ιρβεσαρτάνη
1.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
MENAGOADELCO” 75 mg δισκία.
MENAGO “ADELCO” 150 mg δισκία.
MENAGO “ADELCO” 300 mg δισκία.
2.
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο MENAGO “ADELCO” 75mg, 150mg και 300mg περιέχει 75mg, 150mg
και 300mg ιρβεσαρτάνης αντίστοιχα.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3.
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Λευκά έως υπόλευκα, επιμήκη δισκία με χαραγή στη μία πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1
Θεραπευτικές ενδείξεις
Το MENAGO ADELCO ενδείκνυται για χρήση σε ενήλικες για τη θεραπεία
της ιδιοπαθούς υπέρτασης. Ενδείκνυται επίσης για τη θεραπεία της
νεφροπάθειας σε ενήλικες ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση και
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σαν μέρος της αγωγής με αντιυπερτασικό
φαρμακευτικό προϊόν (βλέπε παράγραφο 5.1).
4.2
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η συνήθης συνιστώμενη αρχική δόση και δόση συντήρησης είναι 150 mg
μία φορά την ημέρα, με ή χωρίς τροφή. Το MENAGO ADELCO με δόση 150
mg μία φορά την ημέρα γενικά εξασφαλίζει μία καλύτερη 24ωρη ρύθμιση
της αρτηριακής πίεσης από ότι η δόση των 75 mg. Ωστόσο, έναρξη της
θεραπείας με 75 mg θα πρέπει να εξετάζεται, κυρίως σε ασθενείς σε
αιμοκάθαρση και στους ηλικιωμένους πάνω από 75 ετών.
Στους ασθενείς που δεν έχει ικανοποιητικά ρυθμισθεί η αρτηριακή πίεση
με δόση 150 mg μία φορά την ημέρα, η δόση του MENAGO ADELCO μπορεί
να αυξηθεί στα 300 mg ή να προστεθούν άλλοι αντιυπερτασικοί
παράγοντες. Ιδιαιτέρως, η προσθήκη ενός διουρητικού όπως η
υδροχλωροθειαζίδη έχει αποδειχθεί ότι έχει αθροιστική δράση με την
ιρβεσαρτάνη (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η θεραπεία πρέπει να
αρχίζει με 150 mg ιρβεσαρτάνης μία φορά την ημέρα και να προσαρμόζεται
Page 1/13
μέχρι 300 mg μία φορά την ημέρα, ως επιθυμητή δόση συντήρησης για την
θεραπεία της νεφροπάθειας. Η απόδειξη του οφέλους στους νεφρούς από το
MENAGO ADELCO” σε υπερτασικούς με διαβήτη τύπου 2 ασθενείς,
στηρίζεται σε μελέτες, όπου η ιρβεσαρτάνη χρησιμοποιήθηκε μαζί με
άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες, όπου χρειαζόταν, για να επιτευχθεί
η επιθυμητή αρτηριακή πίεση (βλέπε παράγραφο 5.1).
Ειδικοί πληθυσμοί
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας:
δεν απαιτείται προσαρμογή της
δοσολογίας σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Μία
χαμηλότερη αρχική δόση (75 mg) θα πρέπει να εξετάζεται για ασθενείς που
βρίσκονται σε αιμοκάθαρση (βλέπε παράγραφο 4.4).
Έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας
: δεν απαιτείται προσαρμογή της
δοσολογίας σε ασθενείς με ελαφρά ως μετρίου βαθμού έκπτωση της
ηπατικής λειτουργίας. Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία για ασθενείς με
σοβαρή έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας.
Ηλικιωμένοι
: αν και θα πρέπει να εξετάζεται έναρξη της θεραπείας με 75
mg για ασθενείς μεγαλύτερους των 75 χρόνων, ρύθμιση της δοσολογίας
δεν είναι συνήθως απαραίτητη για τους ηλικιωμένους.
Παιδιατρικός πληθυσμός
: η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της
ιρβεσαρτάνης σε παιδιά ηλικίας 0 έως 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Τα
παρόντα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στην παράγραφο 4.8, 5.1 και
5.2 αλλά δε μπορεί να γίνει σύσταση για τη δοσολογία.
Τρόπος χορήγησης
Από στόματος χρήση
4.3.
Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στο δραστικό συστατικό ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.6).
Να μην συγχορηγείτε το MENAGO ADELCO με φάρμακα που περιέχουν
αλισκιρένη σε ασθενείς με διαβήτη ή με μέτρια προς σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία (Ρυθμός Σπειραματικής Διήθησης (GFR)<60 ml/min/1.73
m
2
) (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5).
4.
4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μειωμένος ενδοαγγειακός όγκος: συμπτωματική υπόταση, ιδίως μετά την
πρώτη δόση, μπορεί να εμφανισθεί σε ασθενείς με μειωμένο όγκο
πλάσματος ή/και νατρίου λόγω έντονης θεραπείας με διουρητικά, δίαιτας
με περιορισμένο αλάτι, διάρροιας ή εμέτου. Τέτοιου είδους καταστάσεις
πρέπει να διορθώνονται πριν από τη χορήγηση του MENAGOADELCO”.
N εφραγγειακή υπέρταση: υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για βαρεία υπόταση
και νεφρική ανεπάρκεια σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της
Page 2/13
νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση της αρτηρίας σε ένα νεφρό που λειτουργεί
μόνος του, οι οποίοι υποβάλλονται σε θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα
που επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης. Aν και
αυτό δεν έχει αποδειχθεί με το MENAGO ADELCO”, ένα παρόμοιο
αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι αναμενόμενο με ανταγωνιστές των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης-II.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας και μεταμόσχευση νεφρού: όταν το
MENAGO ADELCO” χρησιμοποιείται σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας, συνιστάται περιοδικός έλεγχος του καλίου και της
κρεατινίνης του ορού. Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με την χορήγηση του
MENAGO ADELCO” σε ασθενείς που έχουν κάνει πρόσφατα μεταμόσχευση
νεφρού.
Υπερτασικοί ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και νεφροπάθεια: οι δράσεις της
ιρβεσαρτάνης στους νεφρούς και στα καρδιαγγειακά επεισόδια δεν ήταν
ομοιόμορφες σε όλες τις υπο-ομάδες, σε μία ανάλυση που έγινε στη μελέτη
με ασθενείς με προχωρημένη νεφροπάθεια. Ιδιαιτέρως, εμφανίσθηκαν
λιγότερο ευνοϊκές στις γυναίκες και στους έγχρωμους εθελοντές (βλέπε
παράγραφο 5.1).
Διπλ ός αποκλεισμ ός του συστ ή ματο ς ρεν ί νη ς αγγειοτασ ί νη ς
αλδοστερ ό νη ς (ΡΑΑ):
Διπλός αποκλεισμός του ΡΑΑ συνδυάζοντας MENAGO ADELCO” με
αλισκιρένη δεν συνιστάται καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και αλλαγών στη νεφρική λειτουργία. Η χρήση του
MENAGO ADELCO” σε συνδυασμό με αλισκιρένη αντενδείκνυται σε
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία (GFR<60
ml/min/1.73 m
2
) (βλέπε παράγραφο 4.5).
Υπερκαλιαιμία: όπως και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που δρουν στο
σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης, υπερκαλιαιμία μπορεί να
εμφανισθεί κατά την διάρκεια της θεραπείας με MENAGO ADELCOειδικά
όταν υπάρχει έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, εμφανής πρωτεϊνουρία
που οφείλεται σε διαβητική νεφροπάθεια και/ή καρδιακή ανεπάρκεια.
Συνιστάται διαρκής έλεγχος του καλίου του ορού για ασθενείς που
βρίσκονται σε κίνδυνο (βλέπε παράγραφο 4.5).
Λίθιο: ο συνδυασμός λιθίου με MENAGO ADELCO” δεν συνιστάται (βλέπε
παράγραφο 4.5).
Στένωση της αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική
υπερτροφική καρδιομυοπάθεια: όπως και με άλλους αγγειοδιασταλτικούς
παράγοντες, συνιστάται ειδική προσοχή για τους ασθενείς που υποφέρουν
από στένωση της αορτικής ή μιτροειδούς βαλβίδας ή από αποφρακτική,
υπερτροφική καρδιομυοπάθεια.
Πρωτογενής αλδοστερονισμός: ασθενείς με πρωτογενή αλδοστερονισμό
γενικά δεν θα ανταποκριθούν σε αντιυπερτασικά φαρμακευτικά προϊόντα
που δρουν με αναστολή του συστήματος ρενίνης -αγγειοτασίνης. Ως εκ
τούτου δεν συνιστάται η χρήση του MENAGOADELCO”.
Page 3/13
Γενικά: σε ασθενείς των οποίων ο αγγειακός τόνος και η νεφρική
λειτουργία εξαρτώνται βασικά από τη δραστικότητα του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή με υποκείμενη νεφρική νόσο,
συμπεριλαμβανομένης και της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας), η
θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης ή
ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης-ΙΙ που επηρεάζουν αυτό
το σύστημα έχει συσχετιστεί με οξεία υπόταση, αζωθαιμία, ολιγουρία, ή
σπανίως με οξεία νεφρική ανεπάρκεια βλέπε παράγραφο 4.5). Όπως και με
κάθε αντιυπερτασικό παράγοντα, υπερβολική μείωση της αρτηριακής
πίεσης σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια ή ισχαιμική καρδιαγγειακή
νόσο μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό
αγγειακό επεισόδιο.
Όπως έχει παρατηρηθεί με τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου
της αγγειοτασίνης, η ιρβεσαρτάνη και οι άλλοι ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης, είναι προφανώς λιγότερο αποτελεσματικοί στη μείωση της
αρτηριακής πίεσης στους μαύρους ασθενείς από ότι σε μη μαύρους
ασθενείς, πιθανόν λόγω υψηλότερης επίπτωσης καταστάσεων με χαμηλή
ρενίνη στον πληθυσμό των μαύρων υπερτασικών (βλέπε παράγραφο 5.1).
Κύηση: Η θεραπεία με Ανταγωνιστές των Υποδοχέων της Αγγειοτασίνης II
(AIIRAs) δεν πρέπει να ξεκινά κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν η
συνεχιζόμενη θεραπεία με AIIRA θεωρηθεί απαραίτητη, στους ασθενείς που
σχεδιάζουν εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται αλλαγή σε εναλλακτικές
αντιυπερτασικές θεραπείες που έχουν καθιερωμένη εικόνα ασφάλειας για
χρήση κατά την κύηση. Όταν διαπιστώνεται εγκυμοσύνη, η θεραπεία με
AIIRAs πρέπει να διακόπτεται αμέσως, και εάν αρμόζει, πρέπει να ξεκινά
εναλλακτική θεραπεία (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.6).
Παιδιατρικός πληθυσμός: η ιρβεσαρτάνη έχει μελετηθεί σε παιδιατρικούς
πληθυσμούς με ηλικία από 6 έως 16 ετών, αλλά τα μέχρι τώρα δεδομένα
είναι ανεπαρκή για να υποστηρίξουν τη χρήση σε παιδιά μέχρι να
υπάρξουν επιπλέον δεδομένα (βλέπε παραγράφους 4.8, 5.1 και 5.2).
4.5.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Διουρητικά και άλλοι αντιυπερτασικοί παράγοντες: άλλοι αντιυπερτασικοί
παράγοντες είναι δυνατόν να αυξήσουν την υποτασική δράση της
ιρβεσαρτάνης, ωστόσο η ιρβεσαρτάνη έχει χορηγηθεί με ασφάλεια με
άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες, όπως β-αποκλειστές, μακράς
διάρκειας δράσεως ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου και θειαζιδικού
τύπου διουρητικά. Προηγούμενη θεραπεία με υψηλή δόση διουρητικών
μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένο όγκο και να δημιουργήσει κίνδυνο
εμφανίσεως υπότασης κατά την έναρξη της θεραπείας με MENAGO
ADELCO” (βλέπε παράγραφο 4.4).
Προ ϊό ντα που περι έ χουν αλισκιρ έ νη: ο συνδυασμός του MENAGO
ADELCO” με φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή μέτρια προς σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία (GFR<60 ml/min/1.73 m
2
) και δεν συνιστάται σε
άλλους ασθενείς.
Page 4/13
Συμπληρώματα καλίου και καλιοπροστατευτικά διουρητικά: με βάση την
εμπειρία από την χρήση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων που επηρεάζουν
το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης, ταυτόχρονη χορήγηση
καλιοπροστατευτικών διουρητικών, συμπληρωμάτων καλίου,
υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο ή άλλων φαρμακευτικών
προϊόντων που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα του καλίου στον ορό (π.χ.
ηπαρίνη) μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις του καλίου στον ορό και ως εκ
τούτου, δεν συνιστάται (βλέπε παράγραφο 4.4).
Λίθιο: αναστρέψιμες αυξήσεις στις συγκεντρώσεις του λιθίου στον ορό και
τοξικότητα έχουν αναφερθεί κατά την διάρκεια ταυτόχρονης χορήγησης
λιθίου με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης.
Παρόμοιες δράσεις έχουν μέχρι στιγμής πολύ σπάνια αναφερθεί με την
ιρβεσαρτάνη. Ως εκ τούτου, αυτός ο συνδυασμός δεν συνιστάται (βλέπε
παράγραφο 4.4). Εάν υπάρχει ανάγκη να χρησιμοποιηθεί ο συνδυασμός,
συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα: όταν ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης ΙΙ χορηγηθούν ταυτοχρόνως με μη-στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα (δηλ. εκλεκτικοί αναστολείς COX-2,
ακετυλοσαλικυλικό οξύ (> 3 g/ημέρα) και μη-εκλεκτικοί NSAIDs), μπορεί να
παρουσιασθεί εξασθένηση της αντιυπερτασικής δράσης της ιρβεσαρτάνης.
Όπως και με τους αναστολείς ΜΕΑ, ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών της
αγγειοτασίνης ΙΙ και NSAIDs μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο
επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας, περιλαμβανομένης πιθανής οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας, και αύξηση του καλίου ορού, ιδιαιτέρως σε
ασθενείς με προϋπάρχουσα πτωχή νεφρική λειτουργία. Ο συνδυασμός θα
πρέπει να χορηγείται με προσοχή, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι
ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή ποσότητα υγρών και θα πρέπει
να δίδεται προσοχή στην παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας μετά
την έναρξη της θεραπείας συνδυασμού, και περιοδικά μετά από αυτή.
Πρόσθετες πληροφορίες για αλληλεπιδράσεις της ιρβεσαρτάνης: σε
κλινικές μελέτες, η φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης δεν επηρεάζεται
από την υδροχλωροθειαζίδη. Η ιρβεσαρτάνη μεταβολίζεται κυρίως από το
CYP2C9 και σε μικρότερη έκταση με γλυκουρονίδωση. Δεν παρατηρήθηκαν
σημαντικές φαρμακοκινητικές ή φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις όταν
η ιρβεσαρτάνη συγχορηγήθηκε με βαρφαρίνη, ένα φαρμακευτικό προϊόν που
μεταβολίζεται από το CYP2C9. Οι επιδράσεις των επαγωγέων του CYP2C9
όπως η ριφαμπικίνη στη φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης δεν έχουν
αξιολογηθεί. Η φαρμακοκινητική της διγοξίνης δεν επηρεάσθηκε από
συγχορήγηση με ιρβεσαρτάνη.
4.6.
Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση:
Η χρήση AIIRAs δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της
κύησης (βλέπε παράγραφο 4.4). Η χρήση AIIRAs αντενδείκνυται κατά τη
διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου της κύησης (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Page 5/13
Οι επιδημιολογικές ενδείξεις σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά
από έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της
κύησης δεν οδήγησαν σε ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να
αποκλειστεί μια μικρή αύξηση του κινδύνου. Παρότι δεν υπάρχουν
ελεγχόμενα επιδημιολογικά δεδομένα για τον κίνδυνο με τους
Ανταγωνιστές των Υποδοχέων της Αγγειοτασίνης ΙΙ (AIIRAs), τέτοιοι
κίνδυνοι μπορεί να υπάρχουν για την κατηγορία αυτή των φαρμάκων.
Εκτός εάν η συνεχιζόμενη θεραπεία με AIIRA θεωρηθεί απαραίτητη, στους
ασθενείς που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται αλλαγή σε
εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες που έχουν καθιερωμένη εικόνα
ασφάλειας για χρήση κατά την κύηση. Όταν διαπιστώνεται εγκυμοσύνη, η
θεραπεία με AIIRAs, πρέπει να σταματά αμέσως, και εάν αρμόζει, πρέπει να
ξεκινά εναλλακτική θεραπεία.
Είναι γνωστό ότι η έκθεση στη θεραπεία με AΙΙRA κατά τη διάρκεια του
δεύτερου και του τρίτου τριμήνου της κύησης, επάγει εμβρυοτοξικότητα
στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση
της οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική τοξικότητα (νεφρική
ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία). (Βλέπε παράγραφο 5.3).
Εάν υπάρξει έκθεση σε AIIRAs από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης,
συνιστάται υπερηχογραφικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και του
κρανίου.
Βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει AIIRAs πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλέπε επίσης τις παραγράφους 4.3
και 4.4).
Θηλασμός:
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της
ιρβεσαρτάνης κατά τη διάρκεια του θηλασμού, το MENAGO ADELCO” δε
συνιστάται και προτιμώνται εναλλακτικές θεραπείες με καλύτερα
καθιερωμένη εικόνα ασφάλειας κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, ιδιαίτερα
όταν πρόκειται για το θηλασμό νεογέννητου ή πρόωρου βρέφους.
Δεν είναι γνωστό εάν η ιρβεσαρτάνη ή οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται
στο ανθρώπινο γάλα. Τα διαθέσιμα φαρμακοδυναμικά/τοξικολογικά
δεδομένα σε αρουραίους έδειξαν απέκκριση της ιρβεσαρτάνης ή των
μεταβολιτών της στο γάλα (για λεπτομέρειες βλέπε παράγραφο 5.3).
Γονιμότητα:
Η ιρβεσαρτάνη δεν είχε επίδραση στην γονιμότητα αρουραίων που έλαβαν
θεραπεία και στους απογόνους τους μέχρι τα επίπεδα δόσης που
προκαλούν τα πρώτα σημάδια της γονικής τοξικότητας (βλέπε παράγραφο
5.3).
4.7.
Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Με βάση τις
φαρμακοδυναμικές της ιδιότητες, η ιρβεσαρτάνη είναι απίθανο να
επηρεάζει την ικανότητα αυτή. Όταν οδηγείτε οχήματα ή χειρίζεσθε
Page 6/13
μηχανές, θα πρέπει να λαμβάνετε υπόψη ότι ζάλη ή εξάντληση μπορεί να
εμφανισθούν κατά την διάρκεια της θεραπείας.
4.8.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες ασθενών με υπέρταση, η
συνολική συχνότητα εμφανίσεως ανεπιθύμητων συμβαμάτων δεν διέφερε
μεταξύ των ομάδων της ιρβεσαρτάνης (56,2%) και του εικονικού φαρμάκου
(56,5%). Διακοπή της θεραπείας λόγω κάποιου κλινικού ή εργαστηριακού
ανεπιθύμητου συμβάματος ήταν λιγότερο συχνή στους ασθενείς που
έλαβαν ιρβεσαρτάνη (3,3%) από ότι στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό
φάρμακο (4,5%). Η συχνότητα εμφανίσεως ανεπιθύμητων συμβαμάτων δε
συσχετίσθηκε με την δόση (στο εύρος των συνιστώμενων δόσεων), το
γένος, την ηλικία, τη φυλή, ή τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε διαβητικούς υπερτασικούς ασθενείς με μικρολευκωματινουρία και
φυσιολογική νεφρική λειτουργία, αναφέρθηκε ορθοστατική ζάλη και
ορθοστατική υπόταση σε 0,5% των ασθενών (δηλ. όχι συχνά), ωστόσο
υψηλότερο απ' ό,τι με εικονικό φάρμακο.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες του
φαρμάκου που αναφέρθηκαν σε μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο,
στις οποίες 1.965 υπερτασικοί ασθενείς έλαβαν ιρβεσαρτάνη. Οι όροι που
έχουν επισημανθεί με αστερίσκο (*) αναφέρονται στις ανεπιθύμητες
ενέργειες, που αναφέρθηκαν επιπλέον σε >2% διαβητικών υπερτασικών
ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και έκδηλη λευκωματινουρία και
σε ποσοστό υψηλότερο του εικονικού φαρμάκου.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρονται παρακάτω,
έχει ορισθεί χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές (≥
1/10)˙ συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10)˙ όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)˙
σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)˙ πολύ σπάνιες
(< 1/10.000). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι
ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Οι επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια
της μετά την κυκλοφορία εμπειρίας αναφέρονται παρακάτω επίσης. Αυτές
οι ανεπιθύμητες ενέργειες προέρχονται από αυθόρμητες αναφορές.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Μη γνωστές:
αντιδράσεις υπερευαισθησίας όπως αγγειοοίδημα, εξάνθημα,
κνίδωση
Διαταραχές του μεταβολισμού και
της θρέψης:
Μη γνωστές:
υπερκαλιαιμία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος:
Συχνές:
ζάλη, ορθοστατική ζάλη*
Μη γνωστές:
ίλιγγος, κεφαλαλγία
Page 7/13
Διαταραχές του ωτός και του
λαβυρίνθου:
Μη γνωστές:
εμβοές
Καρδιακές διαταραχές:
Όχι συχνές:
ταχυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές:
ορθοστατική υπόταση*
Όχι συχνές:
έξαψη
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου:
Όχι συχνές:
βήχας
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Συχνές:
ναυτία/έμετος
Όχι συχνές:
διάρροια, δυσπεψία/αίσθημα καύσου
Μη γνωστές
: δυσγευσία
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων: Όχι συχνές:
ίκτερος
Μη γνωστές:
ηπατίτιδα, μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού:
Μη γνωστές:
λευκοκυτταροκλαστική
αγγειίτιδα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Συχνές:
μυοσκελετικός πόνος*
Μη γνωστές:
αρθραλγία, μυαλγία (σε ορισμένες περιπτώσεις σχετιζόμενη
με αυξημένα επίπεδα κινάσης της κρεατίνης στο πλάσμα),
μυϊκές κράμπες
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Μη γνωστές:
διαταραχή νεφρικής λειτουργίας περιλαμβανομένων
περιπτώσεων νεφρικής ανεπάρκειας σε ασθενείς σε κίνδυνο
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος
και του μαστού:
Όχι συχνές:
σεξουαλική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Συχνές:
κόπωση
Όχι συχνές:
πόνος στο στήθος
Έρευνες:
Πολύ συχνές:
υπερκαλιαιμία* εμφανίσθηκε πιο συχνά σε διαβητικούς
Page 8/13
ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε ιρβεσαρτάνη απ' ό,τι σε
αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σε διαβητικούς
υπερτασικούς ασθενείς με μικρολευκωματινουρία και
φυσιολογική νεφρική λειτουργία εμφανίσθηκε υπερκαλιαιμία
(> 5,5 mEq/L) στο 29,4% των ασθενών στην ομάδα της
ιρβεσαρτάνης 300 mg και στο 22% των ασθενών στην ομάδα
του εικονικού φαρμάκου. Σε διαβητικούς υπερτασικούς
ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και εμφανή
πρωτεϊνουρία εμφανίσθηκε υπερκαλιαιμία (≥ 5,5 mEq/L) στο
46,3% των ασθενών στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης και στο
26,3% των ασθενών στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Συχνές:
συχνά (1,7%) παρατηρήθηκαν σημαντικές αυξήσεις της
κινάσης της κρεατίνης στο πλάσμα σε ασθενείς που
χορηγήθηκε ιρβεσαρτάνη. Καμία από τις αυξήσεις αυτές δεν
συνδέθηκε με κλινικά ανιχνεύσιμα μυοσκελετικά συμβάματα.
Στο 1,7% των υπερτασικών ασθενών με προχωρημένη
διαβητική νεφρική ανεπάρκεια στους οποίους χορηγήθηκε
ιρβεσαρτάνη, παρατηρήθηκε μείωση της αιμοσφαιρίνης*, που
δεν ήταν κλινικά σημαντική.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Σε μια τυχαιοποιημένη δοκιμή με 318 υπερτασικά παιδιά και εφήβους
ηλικίας από 6 έως 16 ετών, παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες ανεπιθύμητες
ενέργειες κατά τη διάρκεια της διπλά-τυφλής φάσης των 3 εβδομάδων:
κεφαλαλγία (7,9%), υπόταση (2,2%), ζάλη (1,9%), βήχας (0,9%). Κατά τις
26 εβδομάδες της ανοικτής περιόδου της δοκιμής αυτής, οι πιο συχνά
παρατηρηθείσες μη φυσιολογικές εργαστηριακές εξετάσεις ήταν αυξήσεις
της κρεατινίνης (6,5%) και αυξημένες τιμές της CK στο 2% των παιδιών
που συμμετείχαν.
Αναφορά των πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό
Φαρμάκων:
M
εσογείων 284
GR
-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος:
http
://
www
.
eof
.
gr
).
4.9.
Υπερδοσολογία
Εμπειρία σε ενήλικες που έλαβαν δόσεις έως 900 mg/ημέρα επί 8 εβδομάδες
δεν έδειξε τοξικότητα. Οι πιο πιθανές εκδηλώσεις υπερδοσολογίας
αναμένεται να είναι η υπόταση και η ταχυκαρδία. Βραδυκαρδία επίσης
Page 9/13
είναι δυνατόν να εμφανισθεί σε υπερδοσολογία. Δεν υπάρχει ειδική
πληροφόρηση για την αντιμετώπιση υπερδοσολογίας με το MENAGO
ADELCO”. Ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται στενά και η
αντιμετώπιση πρέπει να είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Στα
προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνονται πρόκληση εμέτου ή και πλύση
στομάχου. Ενεργός άνθρακας ίσως να είναι χρήσιμος για την
αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας. μ μΗ ιρβεσαρτάνη δεν απο ακρύνεται ε
μ .αι οκάθαρση
5. ΔΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ
5.1.
Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης-ΙΙ,
απλοί.
Κωδικός ATC:C09CA04
Μηχανισμός δράσης: Η ιρβεσαρτάνη είναι ένας ισχυρός, δραστικός μετά
την από του στόματος λήψη εκλεκτικός ανταγωνιστής των υποδοχέων της
αγγειοτασίνης-II (τύπου AT
1
). Αναμένεται να αποκλείει όλες τις δράσεις
της αγγειοτασίνης-II στις οποίες μεσολαβεί ο υποδοχέας AT
1
, ανεξάρτητα
από την πηγή ή την οδό σύνθεσης της αγγειοτασίνης-II. O εκλεκτικός
ανταγωνισμός των υποδοχέων της αγγειοτασίνης-II (AT
1
) οδηγεί σε
αυξήσεις των επιπέδων της ρενίνης και της αγγειοτασίνης-II στο πλάσμα
και μία μείωση της συγκέντρωσης της αλδοστερόνης στο πλάσμα. Tα
επίπεδα του καλίου στον ορό δεν επηρεάζονται σημαντικά από την
ιρβεσαρτάνη μόνο στις συνιστώμενες δόσεις. Η ιρβεσαρτάνη δεν
αναστέλλει το MEA (κινινάση-II), ένα ένζυμο που συμμετέχει στην
παραγωγή της αγγειοτασίνης-II και επίσης διασπά τη βραδυκινίνη σε
ανενεργούς μεταβολίτες. Η ιρβεσαρτάνη δεν χρειάζεται μεταβολική
ενεργοποίηση για τη δράση του.
Κλινική αποτελεσματικότητα:
Υπέρταση
Η ιρβεσαρτάνη ελαττώνει την αρτηριακή πίεση αλλάζοντας ελάχιστα τον
καρδιακό ρυθμό. H μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι δοσοεξαρτώμενη
για δόσεις μία φορά την ημέρα με τάση προς οριζοντίωση (plateau) με δόσεις
μεγαλύτερες των 300 mg. Δ 150-300 mg μ μόσεις των ία φορά την η έρα
μ ελαττώνουν την αρτηριακή πίεση σε ύπτια ή καθή ενη στάση στην κοιλάδα
( 24 μ ) μ 8-13/5-8 mmHgδηλαδή ώρες ετά τη χορήγηση της δόσεως κατά έσο όρο
( / ) μ μ συστολική διαστολική εγαλύτερη από αυτές που σχετίζονται ε λήψη
μ .εικονικού φαρ άκου
H μέγιστη μείωση της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνεται 3-6 ώρες μετά τη
χορήγηση και το αποτέλεσμα της μείωσης της αρτηριακής πίεσης
διατηρείται για τουλάχιστον 24 ώρες. Σε 24 ώρες η αρτηριακή πίεση
μειώθηκε κατά 60%-70% της αντίστοιχης μέγιστης τιμής των διαστολικών
και συστολικών ανταποκρίσεων στις συνιστώμενες δόσεις. Η χορήγηση
μία φορά την ημέρα 150 mg έδωσε κατώτερες και μέσες 24 ώρες
ανταποκρίσεις, ανάλογες με χορήγηση δύο φορές την ημέρα με την ίδια
ολική δοσολογία.
Page 10/13
H δράση του MENAGO ADELCO” στην ελάττωση της αρτηριακής πίεσης
είναι εμφανής μέσα σε 1-2 εβδομάδες με την μέγιστη δράση να εμφανίζεται
σε 4-6 εβδομάδες μετά από την έναρξη της θεραπείας. H αντιυπερτασική
δράση διατηρείται κατά τη μακροχρόνια θεραπεία. Μετά την διακοπή της
θεραπείας, η αρτηριακή πίεση επανέρχεται σταδιακά στην αρχική τιμή. Με
την απότομη διακοπή της θεραπείας, δεν έχει παρατηρηθεί απότομη αύξηση
της αρτηριακής πίεσης.
Οι επιδράσεις στην ελάττωση της αρτηριακής πίεσης της ιρβεσαρτάνης και
των θειαζιδικού τύπου διουρητικών είναι αθροιστικές. Στους ασθενείς που
δεν έχει ρυθμισθεί ικανοποιητικά η αρτηριακή τους πίεση και λαμβάνουν
μόνο ιρβεσαρτάνη, η προσθήκη χαμηλής δόσεως υδροχλωροθειαζίδης (12,5
mg) στην ιρβεσαρτάνη μία φορά ημερησίως, έχει αποτέλεσμα περαιτέρω
προσαρμοσμένη ως προς το εικονικό φάρμακο ελάττωση της αρτηριακής
πίεσης στην κοιλάδα κατά 7-10/3-6 mmHg (συστολική/ διαστολική).
H αποτελεσματικότητα του MENAGO ADELCO” δεν επηρεάζεται από την
ηλικία ή το φύλο. Όπως στην περίπτωση με τα άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα που επιδρούν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης, μαύροι
υπερτασικοί ασθενείς έχουν αξιόλογα χαμηλότερη ανταπόκριση στη
μονοθεραπεία με ιρβεσαρτάνη. Όταν η ιρβεσαρτάνη χορηγείται ταυτόχρονα
με μία μικρή δόση υδροχλωροθειαζίδης (π.χ. 12,5 mg ημερησίως), η
αντιυπερτασική ανταπόκριση στους μαύρους ασθενείς πλησιάζει εκείνη
των λευκών ασθενών.
Δεν υπάρχει κλινικώς σημαντική δράση στο ουρικό οξύ του ορού ή στην
απέκκριση του ουρικού οξέος στα ούρα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μείωση της αρτηριακής πίεσης με 0,5 mg/kg (χαμηλές), 1,5 mg/kg (μέτριες)
και 4,5 mg/kg (υψηλές) τιτλοποιημένες δόσεις στόχους της ιρβεσαρτάνης
αξιολογήθηκαν σε 318 υπερτασικά ή σε κίνδυνο (διαβητικά, με
οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης) παιδιά και εφήβους ηλικίας από 6 έως
16 ετών για μια περίοδο τριών εβδομάδων. Κατά το πέρας των τριών
εβδομάδων η μέση μείωση από την έναρξη της κύριας μεταβλητής
αποτελεσματικότητας, η τιμή της αρτηριακής συστολικής πίεσης σε
καθιστή θέση στο κατώτατο σημείο (SeSBP) ήταν 11,7 mmHg (χαμηλή δόση),
9,3 mmHg (μέτρια δόση), 13,2 mmHg (υψηλή δόση). Δεν εμφανίσθηκε
σημαντική διαφορά μεταξύ των δόσεων αυτών. Προσαρμοσμένη μέση
αλλαγή της διαστολικής αρτηριακής πίεσης στο κατώτατο σημείο (SeDBP)
ήταν όπως ακολουθεί: 3,8 mmHg (χαμηλή δόση), 3,2 mmHg (μέτρια δόση),
5,6 mmHg (υψηλή δόση). Κατά τη διάρκεια περιόδου δύο εβδομάδων, που
επακολούθησε, όπου οι ασθενείς επανατυχαιοποιήθηκαν είτε σε δραστικό
φαρμακευτικό προϊόν ή σε εικονικό φάρμακο, οι ασθενείς σε εικονικό
φάρμακο είχαν αύξηση κατά 2,4 και 2,0 mmHg στην SeSBP και SeDBP σε
σύγκριση με +0,1 and -0,3 mmHg μεταβολές αντίστοιχα, ιδιαίτερα σε αυτούς
σε όλες τις δόσεις της ιρβεσαρτάνης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Υπέρταση και διαβήτης τύπου 2 με νεφροπάθεια
Η Μελέτη Ιρβεσαρτάνη Διαβητική Νεφροπάθεια "Irbesartan Diabetic Nephropathy
Trial (IDNT)" δείχνει ότι η ιρβεσαρτάνη ελαττώνει την εξέλιξη της
νεφροπάθειας σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και εμφανή
πρωτεϊνουρία. Η IDNT ήταν μία διπλά τυφλή, ελεγχόμενη μελέτη
νοσηρότητας και θνησιμότητας, που συνέκρινε την ιρβεσαρτάνη, την
Page 11/13
αμλοδιπίνη και το εικονικό φάρμακο. Σε 1715 υπερτασικούς ασθενείς με
διαβήτη τύπου 2, πρωτεϊνουρία 900 mg/ημερησίως και κρεατινίνη ορού
που κυμαίνονταν από 1,0-3,0 mg/dl, εξετάσθηκαν οι δράσεις μακράς
διάρκειας (μέση διάρκεια 2,6 έτη) της ιρβεσαρτάνης στην εξέλιξη της
νεφροπάθειας και στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Οι ασθενείς
τιτλοποιήθηκαν από 75 mg μέχρι μία δόση συντήρησης 300 mg
ιρβεσαρτάνης, από 2,5 mg μέχρι 10 mg αμλοδιπίνης, ή εικονικό φάρμακο
ανάλογα με την ανοχή των ασθενών. Οι ασθενείς σε όλες τις ομάδες
θεραπείας έλαβαν τυπικά μεταξύ 2 και 4 αντιυπερτασικούς παράγοντες
(π.χ διουρητικά, βήτα αποκλειστές, άλφα αποκλειστές) για να επιτύχουν
μία προκαθορισμένη αρτηριακή πίεση 135/85 mmHg ή μία ελάττωση κατά
10 mmHg στη συστολική πίεση, εάν η τιμή κατά την έναρξη της θεραπείας
ήταν 160 mmHg. Στην επιθυμητή αυτή αρτηριακή πίεση έφθασε το 60% των
ασθενών της ομάδας του εικονικού φαρμάκου, ενώ το ποσοστό αυτό για
τις ομάδες της ιρβεσαρτάνης και της αμλοδιπίνης ήταν αντιστοίχως 76%
και 78%. Η ιρβεσαρτάνη μείωσε σημαντικά το σχετικό κίνδυνο ως προς το
πρωταρχικό συνδυασμένο τελικό σημείο διπλασιασμού της κρεατινίνης
του ορού, νεφροπάθεια τελικού σταδίου (end-stage renal disease-ESRD) ή τη
θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Περίπου το 33% των ασθενών στην
ομάδα της ιρβεσαρτάνης έφθασε το πρωταρχικό σύνθετο τελικό σημείο
νεφρικής λειτουργίας, σε σύγκριση με το 39% και το 41% στις ομάδες του
εικονικού φαρμάκου και της αμλοδιπίνης [20% σχετικός κίνδυνος μείωσης
σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (p= 0,024) και 23% σχετικός
κίνδυνος μείωσης σε σύγκριση με την αμλοδιπίνη (p= 0,006)]. Όταν οι
μεμονωμένοι παράγοντες του πρωταρχικού τελικού σημείου αναλύθηκαν,
δεν παρατηρήθηκε καμία επίδραση στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες,
ενώ παρατηρήθηκε μία θετική δράση στη μείωση της ESRD και μία
σημαντική μείωση στο διπλασιασμό της κρεατινίνης του ορού.
Υπο-ομάδες ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, την διάρκεια του
διαβήτη, την αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της θεραπείας, την
κρεατινίνη ορού, το ποσοστό έκκρισης λευκωματίνης, αξιολογήθηκαν για
την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Στις υπο-ομάδες με γυναίκες και
μαύρους ασθενείς που αντιπροσώπευαν το 32% και το 26% του ολικού
πληθυσμού προς μελέτη αντιστοίχως, μία ευνοϊκή δράση στους νεφρούς
δεν ήταν εμφανής, αν και τα όρια αξιοπιστίας δεν την εξαιρούν. Όσον
αφορά το δευτερεύον τελικό σημείο θανατηφόρων ή μη θανατηφόρων
καρδιαγγειακών επεισοδίων, δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των τριών
ομάδων στον ολικό πληθυσμό, αν και μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης
μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου παρατηρήθηκε για τις
γυναίκες και μία μειωμένη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου
εμφράγματος του μυοκαρδίου εμφανίσθηκε στους άνδρες στην ομάδα της
ιρβεσαρτάνης σε σύγκριση με το δοσολογικό σχήμα στηριζόμενο στο
εικονικό φάρμακο. Μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου
εμφράγματος του μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
παρουσιάσθηκε στις γυναίκες με το δοσολογικό σχήμα με ιρβεσαρτάνη σε
σύγκριση με το δοσολογικό σχήμα με αμλοδιπίνη, ενώ η περίθαλψη στο
νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας μειώθηκε για όλο το πληθυσμό.
Ωστόσο, δεν έχει διατυπωθεί σαφής εξήγηση, για τα ευρήματα αυτά στις
γυναίκες.
Η μελέτη "Επιδράσεις της ιρβεσαρτάνης στην Μικρολευκωματουρία σε
Page 12/13
Υπερτασικούς Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2" (Effects of Irbesartan
on Microalbuminuria in Hypertensive Patients with type 2 Diabetes Mellitus -IRMA 2)
δείχνει ότι 300 mg ιρβεσαρτάνης καθυστερούν την εξέλιξη της εμφανούς
πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με μικρολευκωματουρία. Η μελέτη IRMA 2,
ήταν μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, διπλά τυφλή μελέτη
νοσηρότητας, σε 590 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, μικρολευκωματουρία
(30-300 mg/ημερησίως) και φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κρεατινίνη
ορού 1,5 mg/dl στους άνδρες και < 1,1 mg/dl στις γυναίκες). Η μελέτη
εξέτασε τις επιδράσεις μακράς διάρκειας (2 έτη) της ιρβεσαρτάνης στην
εξέλιξη της κλινικής (εμφανούς) πρωτεϊνουρίας (ποσοστό έκκρισης
λευκωματίνης στα ούρα, urinary albumin excretion rate (UAER)> 300
mg/ημερησίως και μία αύξηση στην UAER τουλάχιστον κατά 30% από την
αρχική τιμή). Η προκαθορισμένη επιθυμητή τιμή αρτηριακής πίεσης ήταν
135/85 mmHg. Συμπληρωματικοί αντιυπερτασικοί παράγοντες
(εξαιρουμένων των αναστολέων ΜΕΑ, των ανταγωνιστών των υποδοχέων
της αγγειοτασίνης ΙΙ και των διϋδροπυριδινικών ανταγωνιστών
ασβεστίου), προστέθηκαν, όπου χρειάσθηκε, για να επιτευχθεί η επιθυμητή
αρτηριακή πίεση. Αν και όμοια αρτηριακή πίεση επιτεύχθηκε σε όλες τις
ομάδες θεραπείας, λιγότεροι ασθενείς στην ομάδα των 300 mg
ιρβεσαρτάνης (5,2%) από ότι στην ομάδα με το εικονικό φάρμακο (14,9%)
ή στην ομάδα των 150 mg ιρβεσαρτάνης (9,7%) πλησίασε το τελικό σημείο
εμφανούς πρωτεϊνουρίας, επιδεικνύοντας μία ελάττωση κατά 70% του
σχετικού κινδύνου σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (p= 0,0004), για
την υψηλότερη δόση. Δεν παρατηρήθηκε μία συνοδός βελτίωση στο
ποσοστό της σπειραματικής διήθησης κατά την διάρκεια των τριών
πρώτων μηνών θεραπείας. Η επιβράδυνση στην εξέλιξη της κλινικής
πρωτεϊνουρίας ήταν εμφανής μετά από τρεις μήνες και συνεχίσθηκε για
περίοδο 2 ετών. Υποχώρηση της φυσιολογικής λευκωματουρίας (< 30
mg/ημερησίως) ήταν περισσότερο συχνή στην ομάδα των 300 mg
ιρβεσαρτάνης (34%), σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου
(21%).
5.2.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η ιρβεσαρτάνη απορροφάται καλά.
Μελέτες απολύτου βιοδιαθεσιμότητας έδωσαν τιμές περίπου 60-80%. H
σύγχρονη λήψη τροφής δεν επηρεάζει σημαντικά τη βιοδιαθεσιμότητα της
ιρβεσαρτάνης. H δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου
96%, ενώ η δέσμευση από τα κυτταρικά συστατικά του αίματος ασήμαντη.
O όγκος κατανομής είναι 53-93 λίτρα. Μετά την από του στόματος ή
ενδοφλέβια χορήγηση ιρβεσαρτάνης με
14
C, το 80%-85% της ραδιενέργειας
που κυκλοφορεί στο πλάσμα αποδίδεται στην ιρβεσαρτάνη που δεν έχει
μεταβολισθεί. Η ιρβεσαρτάνη μεταβολίζεται από το ήπαρ με γλυκουρονική
σύζευξη και οξείδωση. O σημαντικότερος μεταβολίτης που κυκλοφορεί
είναι το συζευγμένο με τη γλυκουρονική ιρβεσαρτάνη (περίπου 6%). In
vitro
μελέτες δείχνουν ότι η ιρβεσαρτάνη οξειδώνεται πρωτίστως από το ένζυμο
CYP2C9 του κυτοχρώματος P450.Το ισοένζυμο CYP3A4 έχει αμελητέα
δράση.
Η ιρβεσαρτάνη εμφανίζει γραμμική και αναλογική με την δόση
φαρμακοκινητική στο εύρος δόσεων 10-600 mg. Μία λιγότερο από
Page 13/13
αναλογική αύξηση στην απορρόφηση, μετά την από του στόματος
χορήγηση, με δόσεις μεγαλύτερες από τα 600 mg (δύο φορές την μέγιστη
συνιστώμενη δόση) παρατηρήθηκε. Ο μηχανισμός αυτής της δράσεως είναι
άγνωστος. Μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα, επιτυγχάνονται σε 1,5-2
ώρες μετά την χορήγηση από το στόμα. Η ολική σωματική και νεφρική
κάθαρση είναι 157-176 και 3-3,5 ml/min αντίστοιχα. Η ημιπερίοδος τελικής
απομάκρυνσης της ιρβεσαρτάνης είναι 11-15 ώρες. Οι συγκεντρώσεις
πλάσματος στη σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνονται μέσα σε 3
ημέρες μετά από την έναρξη της αγωγής με μία δόση την ημέρα. Μετά από
επαναλαμβανόμενες δόσεις μία φορά την ημέρα, παρατηρείται
περιορισμένη συσσώρευση της ιρβεσαρτάνης στο αίμα (< 20%). Σε μία
μελέτη, ελαφρώς υψηλότερες συγκεντρώσεις ιρβεσαρτάνης παρατηρήθηκαν
στο πλάσμα σε υπερτασικές γυναίκες. Ωστόσο δεν παρατηρήθηκε διαφορά
στην ημίσεια ζωή και στην συσσώρευση της ιρβεσαρτάνης. Δεν είναι
απαραίτητες προσαρμογές της δοσολογίας σε γυναίκες ασθενείς. Οι τιμές
AUC και C
max
για την ιρβεσαρτάνη ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες στους
ηλικιωμένους ασθενείς (≥ 65 ετών) από εκείνες των νέων ασθενών (18-40
ετών). Ωστόσο η τελική ημίσεια ζωή δεν επηρεάσθηκε σημαντικά. Δεν
απαιτούνται προσαρμογές της δοσολογίας για ηλικιωμένους.
Η ιρβεσαρτάνη και οι μεταβολίτες του απομακρύνονται τόσο δια της
χοληφόρου όσο και δια της νεφρικής οδού. Μετά την από του στόματος ή
ενδοφλέβια χορήγηση ιρβεσαρτάνης με
14
C, περίπου το 20% της
ραδιενέργειας εμφανίζεται στα ούρα και το υπόλοιπο στα κόπρανα.
Λιγότερο από το 2% της δόσης εκκρίνεται στα ούρα ως μη μεταβολισμένη
ιρβεσαρτάνη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης αξιολογήθηκε σε 23 υπερτασικά
παιδιά μετά από χορήγηση εφάπαξ ή πολλαπλών ημερήσιων δόσεων
ιρβεσαρτάνης (2 mg/kg) μέχρι μέγιστη ημερήσια δόση 150 mg για τέσσερις
εβδομάδες. Από τα 23 αυτά παιδιά τα 21 ήταν αξιολογήσιμα ως προς τη
δυνατότητα σύγκρισης φαρμακοκινητικής με ενήλικες (δώδεκα παιδιά άνω
των 12 ετών, εννέα παιδιά μεταξύ 6 και 12 ετών). Τα αποτελέσματα
δείχνουν ότι η C
max
, η AUC και η ταχύτητα κάθαρσης ήταν συγκρίσιμες με
αυτές που παρατηρήθηκαν σε ενήλικες ασθενείς που ελάμβαναν 150 mg
ιρβεσαρτάνης ημερησίως. Μια περιορισμένη συσσώρευση ιρβεσαρτάνης
(18%) στο πλάσμα παρατηρήθηκε μετά από επαναλαμβανόμενη δοσολογία
μια φορά την ημέρα.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας: σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας ή σε εκείνους που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, οι
φαρμακοκινητικές παράμετροι της ιρβεσαρτάνης δεν μεταβάλλονται
σημαντικά. Η ιρβεσαρτάνη δεν απομακρύνεται με αιμοκάθαρση.
Έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας: σε ασθενείς με ήπια έως μέτριας
βαρύτητος κίρρωση του ήπατος, οι φαρμακοκινητικές παράμετροι της
ιρβεσαρτάνης δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Δεν έχουν γίνει μελέτες σε
ασθενείς με σοβαρή έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας.
5.3.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Page 14/13
Δεν υπάρχουν ενδείξεις παθολογικής συστηματικής τοξικότητας ή
τοξικότητας σε όργανα στόχους σε κλινικά σχετικές δόσεις. Σε μη-
κλινικές μελέτες ασφαλείας, υψηλές δόσεις ιρβεσαρτάνης (≥ 250
mg/kg/ημερησίως σε αρουραίους και 100 mg/kg/ημερησίως σε πιθήκους
macacus) είχαν σαν αποτέλεσμα μία ελάττωση των παραμέτρων των
εμμόρφων στοιχείων του αίματος, (ερυθροκύτταρα, αιμοσφαιρίνη,
αιματοκρίτης). Σε πολύ υψηλές δόσεις (≥ 500mg/kg/ημερησίως)
προκλήθηκαν από την ιρβεσαρτάνη σε αρουραίους και σε πιθήκους macacus
εκφυλιστικές αλλαγές στους νεφρούς (όπως διάμεση νεφρίτιδα,
σωληναριακή διάταση, βασεόφιλα σωληνάρια, αυξημένες συγκεντρώσεις
ουρίας και κρεατινίνης στο πλάσμα) και θεωρούνται δευτερογενείς των
υποτασικών αποτελεσμάτων του φαρμακευτικού προϊόντος οι οποίες
οδηγούν σε μειωμένη νεφρική αιμάτωση. Επιπλέον, η ιρβεσαρτάνη
προκάλεσε υπερπλασία/ υπερτροφία των παρασπειραματικών νεφρικών
κυττάρων (στους αρουραίους σε 90 mg/kg/ημερησίως και στους πιθήκους
macacus σε 10 mg/kg/ημερησίως). Όλες αυτές οι αλλαγές θεωρήθηκαν ότι
προκαλούνται από την φαρμακολογική δράση της ιρβεσαρτάνης. Για
θεραπευτικές δόσεις ιρβεσαρτάνης στους ανθρώπους, η υπερπλασία/
υπερτροφία των παρασπειραματικών νεφρικών κυττάρων δεν φαίνεται να
έχει κάποια σχέση.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για μεταλλαξιογόνο δράση, για αύξηση της
διαιρετότητας ή για καρκινογένεση.
Η γονιμότητα και η αναπαραγωγική ικανότητα δεν επηρεάστηκαν σε
μελέτες αρσενικών και θηλυκών αρουραίων ακόμα και σε από του
στόματος δόσεις ιρβεσαρτάνης που προκαλούν ορισμένες γονικές
τοξικότητες (από 50 έως 650 mg/kg/ημέρα), συμπεριλαμβανομένης της
θνησιμότητας στην υψηλότερη δόση. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές
επιπτώσεις στον αριθμό των ωχρών σωματίων των ωοθηκών, των
εμφυτευμάτων ή των ζωντανών εμβρύων. Η ιρβεσαρτάνη δεν επηρεάζει την
επιβίωση, την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγή απογόνων. Μελέτες σε ζώα
δείχνουν ότι η ραδιοσημασμένη ιρβεσαρτάνη ανιχνεύεται σε έμβρυα
αρουραίων και κουνελιών. Η ιρβεσαρτάνη εκκρίνεται στο γάλα των
αρουραίων που θηλάζουν.
Μελέτες σε πειραματόζωα με την ιρβεσαρτάνη έδειξαν παροδικές τοξικές
δράσεις (αυξημένο σχηματισμό κοιλοτήτων στη νεφρική πύελο, ύδρωπα
του ουρητήρα ή υποδόρια οίδημα) σε έμβρυα αρουραίων που υποχώρησαν
μετά την γέννηση. Σε κουνέλια παρουσιάσθηκε αποβολή ή πρώιμη
απορρόφηση σε δόσεις που προκαλούν σημαντική τοξικότητα στη μητέρα,
συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου. Δ εν παρουσιάσθηκαν τερατογόνες
.δράσεις σε αρουραίους ή κουνέλια
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος Εκδόχων
Isomalt
Silicified Microcrystalline Cellulose
Croscarmellose Sodium
Magnesium Stearate
Page 15/13
6.2. A μσυ βατότητες
Δ μ .εν εφαρ όζεται
6.3. Δ ιάρκεια ζωής
3 .χρόνια
6.4.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσεται πάνω από 30°C.
6.5.
Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτιά σε συσκευασία blisters PVC/Aλουμινίου που περιέχουν 28 δισκία.
6.6.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7.
ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ-ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ADELCO - ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΕΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΑΦΩΝ Ε. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ Α.Ε.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 37 ΜΟΣΧΑΤΟ 183 46 - ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 2104819311-4, FAX:
2104816790
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
ONE PHARMA S.A.
60
ο
Χλμ. Ν. Ε. Ο. Αθηνών - Λαμίας, 320 09 Σχηματάρι Βοιωτίας, Ελλάδα
.: 2262058172, Fax: 2262058173Τηλ
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) Δ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
10/2014
Page 16/13