ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
RABEREN/IASIS 10 mg γαστροανθεκτικά δισκία
RABEREN/IASIS 20 mg γαστροανθεκτικά δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
- Κάθε γαστροανθεκτικό δισκίο περιέχει 10 mg νατριούχο ραβεπραζόλη,
ισοδύναμη με 9,42 mg ραβεπραζόλης.
- Κάθε γαστροανθεκτικό δισκίο περιέχει 20 mg νατριούχο ραβεπραζόλη,
ισοδύναμη με 18,85 mg ραβεπραζόλης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικό δισκίο.
RABEREN/IASIS 10 mg γαστροανθεκτικά δισκία: Ροζ, επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο, αμφίκυρτο δισκίο.
RABEREN/IASIS 20 mg γαστροανθεκτικά δισκία: Κίτρινο, επικαλυμμένο με
λεπτό υμένιο, αμφίκυρτο δισκίο.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το RABEREN/IASIS ενδείκνυται για:
Ενεργό έλκος δωδεκαδακτύλου
Ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος
Συμπτωματική διαβρωτική ή ελκωτική νόσο του οισοφάγου από
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ).
Νόσο του οισοφάγου από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ) σε
μακροχρόνια αντιμετώπιση (συντήρηση ΓΟΠ)
Συμπτωματική θεραπεία μέτριας έως πολύ σοβαρής νόσου του
οισοφάγου από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση (συμπτωματική
ΓΟΠ)
Σύνδρόμο Zollinger-Ellison
Σε συνδυασμό με τα κατάλληλα αντιμικροβιακά θεραπευτικά
σχήματα για την εκρίζωση του Helicobacter
pylori σε ασθενείς με
πεπτικό έλκος. Βλέπε ενότητα 4.2.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες
/
ηλικιωμένοι
:
Ενεργό έλκος δωδεκαδακτύλου και ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος
Η συνιστώμενη δόση από του στόματος τόσο για το ενεργό έλκος
δωδεκαδακτύλου όσο και για το ενεργό καλοήθες γαστρικό έλκος είναι 20
mg άπαξ ημερησίως το πρωί.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ενεργό έλκος δωδεκαδακτύλου παρουσιάζουν
επούλωση μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Όμως, μερικοί ασθενείς μπορεί να
χρειαστούν επιπλέον τέσσερις εβδομάδες για την επίτευξη της επούλωσης.
1/17
Οι περισσότεροι ασθενείς με καλοήθες γαστρικό έλκος εμφανίζουν
επούλωση μέσα σε έξι εβδομάδες. Όμως, και πάλι, μερικοί ασθενείς μπορεί
να χρειαστούν επιπλέον έξι εβδομάδες για την επίτευξη της επούλωσης.
Διαβρωτική ή ελκωτική νόσος του οισοφάγου από γαστροοισοφαγική
παλινδρόμηση (ΓΟΠ).
Η συνιστώμενη δόση από του στόματος για αυτή την κατάσταση είναι 20
mg άπαξ ημερησίως για τέσσερις έως οχτώ εβδομάδες.
Μακροχρόνια αντιμετώπιση της νόσου του οισοφάγου από
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, (θεραπεία συντήρησης ΓΟΠ)
Για μακροχρόνια αγωγή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η δόση συντήρησης των
20 mg ή 10 mg άπαξ ημερησίως, ανάλογα με την ανταπόκριση του
ασθενούς.
Συμπτωματική θεραπεία μέτριας έως πολύ σοβαρής νόσου του οισοφάγου
από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (συμπτωματική ΓΟΠ)
10 mg άπαξ ημερησίως για ασθενείς χωρίς οισοφαγίτιδα. Αν δεν επιτευχθεί
έλεγχος των συμπτωμάτων μέσα σε 4 εβδομάδες, ο ασθενής θα πρέπει
υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις. Μόλις τα συμπτώματα υποχωρήσουν,
περαιτέρω έλεγχος των συμπτωμάτων μπορεί να επιτευχθεί με κατ’
επίκληση αγωγή, δηλαδή τη λήψη 10 mg άπαξ ημερησίως όποτε κρίνεται
απαραίτητο.
Σύνδρομο
Zollinger
-
Ellison
Η συνιστώμενη δόση έναρξης για τους ενήλικες είναι 60 mg άπαξ
ημερησίως. Η δόση μπορεί να γίνει με τιτλοδότηση προς τα πάνω έως και
120 mg/ημέρα ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς. Μπορούν να
δοθούν εφάπαξ δόσεις έως 100 mg/μέρα. Δόση 120 mg μπορεί να δοθούν σε
δύο δόσεις, 60 mg δύο φορές τη μέρα. Η θεραπεία θα πρέπει να συνεχιστεί
όσο ενδείκνυται κλινικά.
Εκρίζωση του
Helicobacter
pylori
:
Οι ασθενείς με λοίμωξη από
H
.
pylori
θα πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία
εκρίζωσης. Συνίσταται ο παρακάτω συνδυασμός να δοθεί για 7 ημέρες:
Νατριούχος ραβεπραζόλη 20 mg δύο φορές τη μέρα + κλαριθρομυκίνη
500mg δύο φορές τη μέρα και αμοξικιλλίνη 1g δύο φορές τη μέρα.
Νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με διαταραχές της
νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας.
Βλέπε την ενότητα 4.4 «Ειδικές Προειδοποιήσεις και Προφυλάξεις κατά τη
Χρήση» της νατριούχου ραβεπραζόλης για τη θεραπεία των ασθενών με
σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Η νατριούχος ραβεπραζόλη δεν συνίστανται προς χρήση για παιδιά, καθώς
δεν υπάρχει εμπειρία χρήσης σε αυτή την ομάδα.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση
2/17
Για ενδείξεις που απαιτούν θεραπεία μία φορά την ημέρα, τα
RABEREN/IASIS γαστροανθεκτικά δισκία θα πρέπει να λαμβάνονται
το πρωί, πριν από το φαγητό, και παρόλο που ούτε η ώρα της ημέρας ούτε η
πρόσληψη τροφής έχει αποδειχθεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στη
δραστικότητα της νατριούχου ραβεπραζόλης, αυτή η αγωγή θα διευκολύνει
τη συμμόρφωση της θεραπείας.
Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται ότι τα RABEREN/IASIS
γαστροανθεκτικά δισκία δεν πρέπει να μασώνται ή να συνθλίβονται, αλλά
θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή κάποιο από τα έκδοχα
πουαναφέρονται στην ενότητα 6.1.
Τα RABEREN/IASIS γαστροανθεκτικά δισκία αντενδεικνύονται στην
εγκυμοσύνη και κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η συμπτωματική ανταπόκριση στη θεραπεία με τη νατριούχο ραβεπραζόλη
δεν αποκλείει την παρουσία γαστρικής ή οισοφαγικής κακοήθειας,
επομένως, η πιθανότητα κακοήθειας θα πρέπει να αποκλειστεί πριν την
έναρξη της θεραπείας με το RABEREN/IASIS .
Οι ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία (ιδιαίτερα αυτοί που λαμβάνουν
αγωγή για περισσότερο από ένα χρόνο) θα πρέπει να βρίσκονται κάτω από
τακτική επιτήρηση.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αντιδράσεων διασταυρούμενης
υπερευαισθησίας με άλλους αναστολείς της αντλίας πρωτονίων ή με
υποκαταστημένες βενζιμιδαζόλες.
Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται ότι τα RABEREN/IASIS
γαστροανθεκτικά δισκία δεν θα πρέπει να μασιούνται ή να συνθλίβονται,
αλλά να καταπίνονται ολόκληρα.
Υπάρχουν αναφορές δυσκρασίας του αίματος (θρομβοπενία και
ουδετεροπενία) μετά την κυκλοφορία του στην αγορά. Στις περισσότερες
περιπτώσεις που μπορεί να ταυτοποιηθεί μια εναλλακτική αιτιολογία, τα
συμβάματα δεν είχαν επιπλοκές και υποχώρησαν με τη διακοπή της
ραβεπραζόλης.
Ανωμαλίες στα ηπατικά ένζυμα έχουν βρεθεί στις κλινικές μελέτες και
έχουν αναφερθεί επίσης μετά την κυκλοφορία του στην αγορά. Στις
περισσότερες περιπτώσεις που μπορεί να ταυτοποιηθεί μια εναλλακτική
αιτιολογία, τα συμβάματα δεν είχαν επιπλοκές και υποχώρησαν με τη
διακοπή της ραβεπραζόλης.
Δεν προέκυψαν στοιχεία σημαντικών προβλημάτων ασφαλείας που να
σχετίζονται με το φάρμακο σε μια μελέτη με ασθενείς που είχαν ήπια έως
μέτρια διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας έναντι υγιών ατόμων της ίδιας
ηλικίας και φύλου. Όμως επειδή δεν υπάρχουν κλινικά δεδομένα σχετικά
με τη χρήση νατριούχου ραβεπραζόλης για θεραπεία ασθενών με σοβαρή
3/17
ηπατική δυσλειτουργία ο συνταγογράφων θα πρέπει να είναι
επιφυλακτικός κατά την έναρξη της θεραπείας με RABEREN/IASIS σε
αυτούς τους ασθενείς.
Η συγχορήγηση της αταζαναβίρης με νατριούχο ραβεπραζόλη δεν
συνιστάται (βλέπε ενότητα 4.5).
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, συμπεριλαμβανομένης
της ραβεπραζόλης, μπορεί ενδεχομένως να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης
γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από Salmonella, Campylobacter και
Clostridium di^icile (βλέπε παράγραφο 5.1).
Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων, ειδικά αν χρησιμοποιηθούν σε υψηλές
δόσεις και για μεγάλη διάρκεια (> 1 έτος), μπορεί συγκρατημένα να
αυξήσουν τον κίνδυνο καταγμάτων στο ισχίο, τον καρπό και καταγμάτων
της σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων
αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης δείχνουν
ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον
συνολικό κίνδυνο του κατάγματος κατά 10-40%. Ένα μέρος της αύξησης
αυτής μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς σε
κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν φροντίδα σύμφωνα με τις
κλινικές κατευθυντήριες γραμμές και θα πρέπει να έχουν επαρκή
πρόσληψη της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Αλληλεπίδραση με εργαστηριακές εξετάσεις
Τα αυξημένα επίπεδα χρωμογρανίνης A (CgA) ενδέχεται να επηρεάζουν τη
διερεύνηση νευροενδοκρινικών όγκων. Για να αποφεύγεται αυτή η
αλληλεπίδραση, η θεραπεία με Raberen/Iasis πρέπει να διακόπτεται για
τουλάχιστον 5 ημέρες πριν από τις μετρήσεις της CgA (βλ. παράγραφο 5.1).
Εάν οι τιμές της CgA και της γαστρίνης δεν επανέλθουν εντός του εύρους
των τιμών αναφοράς μετά την αρχική μέτρηση, οι μετρήσεις πρέπει να
επαναληφθούν 14 ημέρες μετά τη διακοπή της χρήσης αναστολέα αντλίας
πρωτονίων.
Υπομαγνησιαιμία
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με αναστολείς αντλίας πρωτονίων, όπως η ραβεπραζόλη για τουλάχιστον
τρεις μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα χρόνο. Σοβαρές
εκδηλώσεις της υπομαγνησιαιμίας, όπως κόπωση, τέτανος, παραλήρημα,
σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορούν να συμβούν, αλλά μπορεί
να αρχίσουν ύπουλα και να αγνοηθούν. Σε ασθενείς που έχουν πληγεί
περισσότερο, η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά την αντικατάσταση του
μαγνησίου και τη διακοπή του αναστολέα αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να είναι σε παρατεταμένη θεραπεία ή
που λαμβάνουν και αναστολείς αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα
που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάσουν τη μέτρηση των επιπέδων
μαγνησίου πριν από την έναρξη της θεραπείας με αναστολέα αντλίας
πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Ταυτόχρονη χρήση ραβεπραζόλης με μεθοτρεξάτη
4/17
Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι η ταυτόχρονη χρήση των αναστολέων
αντλίας πρωτονίων με μεθοτρεξάτη (κυρίως σε υψηλές δόσεις, βλ
συνταγογραφικές πληροφορίες μεθοτρεξάτης) μπορεί να αυξήσει και να
παρατείνει τα επίπεδα της μεθοτρεξάτης ή/και του μεταβολίτη της στον
ορό και πιθανά να οδηγήσει σε τοξικότητα της μεθοτρεξάτης. Σε χορήγηση
υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης, μια προσωρινή αναστολή των αναστολέων
αντλίας πρωτονίων μπορεί να παρατηρηθεί σε ορισμένους ασθενείς.
Επίδραση στην απορρόφηση της βιταμίνης Β12
Η νατριούχος ραβεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αναστολής οξέων,
μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 (κυανοκοβαλαμίνη)
λόγω της υπο- ή αχλωροχυδρία. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε
ασθενείς με μειωμένα αποθέματα στον οργανισμό ή παράγοντες κινδύνου
για μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης Β12 σε μακροχρόνια θεραπεία ή εάν
παρατηρούνται αντίστοιχα κλινικά συμπτώματα.
Υποξεία δερματικού ερυθηματώδους λύκου (ΥΔΕΛ - SCLE)
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων σχετίζοντται πολύ σπάνια με
περιπτώσεις υποξείας δερματικού ερυθηματώδους λύκου (ΥΔΕΛ). Αν
εμφανιστούν αλλοιώσεις, ειδικά σε εκτεθειμένεςς στον ήλιο περιοχές του
δέρματος, και εφόσον συνοδεύονται από αρθραλγία, ο ασθενής θα πρέπει
να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια και ο επαγγελματίας υγείας θα
πρέπει να εξετάσει τη διακοπή του RABEREN/IASIS. Η Υποξεία δερματικού
ερυθηματώδους λύκου ΥΔΕΛ μετά από προηγούμενη θεραπεία με έναν
αναστολέα αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ΥΔΕΛ και με
άλλους αναστολείς της αντλίας πρωτονίων.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Η νατριούχος ραβεπραζόλη δεν συνίστανται προς χρήση για παιδιά, καθώς
δεν υπάρχει εμπειρία χρήσης σε αυτή την ομάδα.
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η νατριούχος ραβεπραζόλη προκαλεί σημαντική και μακράς διαρκείας
αναστολή της έκκρισης του γαστρικού οξέος. Μπορεί να υπάρξει
αλληλεπίδραση με ουσίες των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται από το pH.
Η συγχορήγηση νατριούχου ραβεπραζόλης με κετοκοναζόλη ή
ιτρακοναζόλη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση των
επιπέδων στο πλάσμα των αντιμυκητιασικών. Επομένως, ο κάθε ασθενής
μπορεί να χρειάζεται παρακολούθηση για να προσδιοριστεί αν είναι
απαραίτητη η προσαρμογή δόσης όταν η κετοκοναζόλη ή ιτρακοναζόλη
λαμβάνεται ταυτόχρονα με το RABEREN/IASIS.
Στις κλινικές μελέτες αντιόξινα χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα με τη
χορήγηση νατριούχου ραβεπραζόλης και, σε μία συγκεκριμένη μελέτη
αλληλεπίδρασης φαρμάκου-φαρμάκου δεν παρατηρήθηκε κάποια
αλληλεπίδραση με αντιόξινα σε υγρή μορφή.
Η συγχορήγηση 300 mg αταζαναβίρης/100 mg ριτοναβίρης μαζί με
ομεπραζόλη (40 mg άπαξ ημερησίως) ή 400 mg αταζαναβίρης με
λανσοπραζόλη (60 mg άπαξ ημερησίως) σε υγιείς εθελοντές είχε ως
αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της έκθεσης στην αταζαναβίρη. Η
απορρόφηση της αταζαναβίρης εξαρτάται από το pH. Αν και δεν έχει
5/17
μελετηθεί, παρόμοια αποτελέσματα αναμένονται και με τους άλλους
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων. Επομένως, οι αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων, συμπεριλαμβανομένης της ραβεπραζόλης, δεν θα πρέπει να
συγχορηγούνται με την αταζαναβίρη (βλέπε ενότητα 4.4)
Μεθοτρεξάτη
Αναφορές περίπτωσεων, φαρμακοκινητικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν
στον πληθυσμό, και αναδρομικές αναλύσεις υποδεικνύουν ότι η
ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων αντλίας πρωτονίων και της
μεθοτρεξάτης (κυρίως σε υψηλές δόσεις, βλ. συνταγογραφικές πληροφορίες
μεθοτρεξάτης) μπορεί να αυξήσει και να παρατείνει τα επίπεδα της
μεθοτρεξάτης ή/και των μεταβολιτών υδροξυμεθοτρεξάτης του ορού.
Ωστόσο, δεν έχουν διεξαχθεί επίσημες μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκου
μεθοτρεξάτης με αναστολείς αντλίας πρωτονίων
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια της ραβεπραζόλης κατά
τη διάρκεια της κύησης στους ανθρώπους. Μελέτες αναπαραγωγής σε
αρουραίους και κουνέλια δεν παρουσίασαν στοιχεία μειωμένης
αναπαραγωγικότητας ή βλάβης στο έμβρυο εξαιτίας της νατριούχου
ραβεπραζόλης, αν και υπάρχει μια μικρή εμβρυο-πλακουντιακή μεταφορά
στον στους αρουραίους. Το RABEREN/IASIS αντενδείκνυται κατά τη
διάρκεια της κύησης (βλέπε παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό αν η νατριούχος ραβεπραζόλη εκκρίνεται στο μητρικό
γάλα. Δεν υπάρχουν μελέτες σε γυναίκες που θηλάζουν. Η νατριούχος
ραβεπραζόλη, όμως, εκκρίνεται στις μαστικές εκκρίσεις των αρουραίων.
Επομένως, το RABEREN/IASIS δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη
διάρκεια του θηλασμού (βλέπε παράγραφο 4.3)..
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Βάσει των φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων και του προφίλ ανεπιθύμητων
συμβάντων, δεν είναι πιθανό το νατριούχο ραβεπραζόλη να προκαλέσει
μείωση στην ικανότητα οδήγησης ή την ικανότητα χειρισμού
μηχανημάτων. Αν όμως, μειωθεί η εγρήγορση λόγω υπνηλίας, συνίσταται η
αποφυγή της οδήγησης και του χειρισμού πολύπλοκων μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, κατά τη
διάρκεια ελεγχόμενων κλινικών μελετών με τη ραβεπραζόλη, ήταν
κεφαλαλγία, διάρροια, κοιλιακό άλγος, εξασθένηση, μετεωρισμός,
εξάνθημα και ξηροστομία. Η πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών
που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών ήταν ήπιες ή
μέτριες σε σοβαρότητα, και παροδικές.
Πίνακας ανεπιθύμητων αντιδράσεων
Οι παρακάτω ανεπιθύμητες αντιδράσεις έχουν αναφερθεί από την κλινική
μελέτη και την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
6/17
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ
σπάνιες
Άγνωστες
7/17
Λοιμώξεις και
παρασι
τώσεις
Λοίμωξη
Διαταραχές
του
αιμοποι
ητικού
και του
λεμφικ
ού
συστήμ
ατος
Ουδετεροπενί
α,
Λευκοπενία,
Θρομβοκυτταρ
οπενία,
Λευκοκυττάρω
ση
Διαταραχές
του
ανοσοπ
οιητικο
ύ
συστήμ
ατος
Υπερευαισθησ
ία
1,2
Διαταραχές
του
μεταβο
λισμού
και της
θρέψης
Ανορεξία Υπονατριαιμία,
Υπομαγνησιαιμί
α. [Δείτε
παράγραφο 4.4]
Ψυχιατρικές
διαταρ
αχές
Αϋπνία Νευρικότητα Κατάθλιψη Σύγχυση
Διαταραχές
του
νευρικο
ύ
συστήμ
ατος
Κεφαλαλ
γία,
Ζαλάδα
Υπνηλία
Οφθαλμικές
διαταρ
αχές
Διαταραχές
όρασης
Αγγειακές
διαταρ
αχές
Περιφερικό
οίδημα
Διαταραχές
του
αναπνε
υστικο
ύ
συστήμ
ατος,
του
θώρακα
και του
μεσοθω
ράκιου
Βήχας,
Φαρυγγίτ
ιδα,
Ρινίτιδα
Βρογχίτιδα,
Ιγμορίτιδα
8/17
Διαταραχές
του
γαστρε
ντερικο
ύ
συστήμ
ατος
Διάρροια,
Εμετός,
Ναυτία,
Κοιλιακό
άλγος,
Δυσκοιλι
ότητα,
Μετεωρι
σμός,
Πολύποδ
ες
αδενίων
θόλου
(καλοήθει
ς)
Δυσπεψία,
Ξηροστομία,
Ερυγές
Γαστρίτιδα,
Στοματίτιδα,
Διαταραχή
γεύσης
Οι συχνότητες ορίζονται ως εξής: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100,
<1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000,
<1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), άγνωστες (δεν μπορούν να
εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα στοιχεία).
9/17
10/17
Διαταραχές
του
ήπατος
και
των
χοληφό
ρων
Ηπατίτιδα,
Ίκτερος,
Ηπατική
εγκεφαλοπάθει
α
3
Διαταραχές
του
δέρματ
ος και
του
υποδόρι
ου
ιστού
Εξάνθημα,
Ερύθημα
2
Κνησμός,
Εφίδρωση,
Φυσαλιδώδει
ς
αντιδράσεις
2
Πολύμορφο
ερύθημα,
Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση
(ΤΕΝ),
Σύνδρομο
Stevens-
Johnson
(SJS)
Υποξεία
δερματικού
ερυθηματώδου
ς λύκου (βλέπε
παράγραφο
4.4).
Διαταραχές
του
μυοσκε
λετικού
συστήμ
ατος
και του
συνδετι
κού
ιστού
Μη
ειδικός
πόνος,
Οσφυαλγ
ία
Μυαλγία,
Κράμπες στα
πόδια,
Αρθραλγία,
Κάταγμα του
ισχίου, του
καρπού ή της
σπονδυλικής
στήλης
(βλέπε
παράγραφο
4.4)
Διαταραχές
των
νεφρών
και
των
ουροφό
ρων
οδών
Ουρολοίμωξη Διάμεση
νεφρίτιδα
Διαταραχές
του
αναπαρ
αγωγικ
ού
συστήμ
ατος
και του
μαστού
Γυναικομαστία
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Αδυναμία
,
Γριππώδη
ς
συνδρομή
Θωρακικό
άλγος, Ρίγος,
Πυρεξία
11/17
Παρακλινικές
εξετάσεις
Αυξημένα
ηπατικά
ένζυμα
3
Σωματικό
βάρος
αυξημένο
1
Περιλαμβάνει οίδημα προσώπου, υπόταση, δύσπνοια.
2
Το ερύθημα, οι πομφολυγώδεις αντιδράσεις και οι αντιδράσεις
υπερευαισθησίας συνήθως σταματούν μετά τη διακοπή της θεραπείας.
3
Υπάρχουν σπάνιες αναφορές ηπατικής εγκεφαλοπάθειας από ασθενείς με
υποκείμενη κίρρωση. Στη θεραπεία ασθενών με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία, ο συνταγογράφων θα πρέπει να είναι επιφυλακτικός, κατά
την έναρξη της θεραπείας με RABEREN/IASIS σε αυτούς τους ασθενείς
(βλέπε ενότητα 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος.
Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης
να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
στον:
Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός,
www.eof.gr, Τηλ: + 30 213 2040380/337, Fax: + 30 210 6549585
4.9. Υπερδοσολογία
Η μέχρι στιγμής εμπειρία με εσκεμμένη ή τυχαία υπερδοσολογία είναι
περιορισμένη. Η εδραιωμένη έκθεση δεν έχει υπερβεί τα 60 mg δύο φορές
ημερησίως, ή τα 160 mg άπαξ ημερησίως. Οι επιδράσεις είναι γενικώς
ελάχιστες, αντιπροσωπευτικές του γνωστού προφίλ ανεπιθύμητων
ενεργειών και αναστρέψιμες χωρίς περαιτέρω ιατρική παρέμβαση. Δεν
είναι γνωστό κάποιο συγκεκριμένο αντίδοτο. Η νατριούχος ραβεπραζόλη
επιδεικνύει εκτεταμένη δέσμευση με πρωτεΐνες και συνεπώς δεν είναι
εύκολα διαλυτή. Όπως σε κάθε περίπτωση υπερδοσολογίας, η θεραπεία θα
πρέπει να είναι συμπτωματική και γενικά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Πεπτική οδός και μεταβολισμός, Φάρμακα
για τη θεραπεία του πεπτικού έλκους και της γαστροοισοφαγικής
παλινδρόμησης (ΓΟΠ), αναστολείς αντλίας πρωτονίων, κωδικός ATC: A02
BC04.
Μηχανισμός δράσης:
Η νατριούχος ραβεπραζόλη ανήκει στη κατηγορία των αντιεκκριτικών
παραγόντων, τις υποκαταστημένες βενζιμιδαζόλες, οι οποίες δεν
εμφανίζουν αντιχολινεργικές ή ανταγωνιστικές-του-υποδοχέα-ισταμίνης-
Η
2
ιδιότητες, αλλά μειώνουν την έκκριση του γαστρικού οξέος
αναστέλλοντας ειδικά το ένζυμο H
+
/K
+
-ATPάση (το οξύ ή την αντλία
πρωτονίων ).
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
12/17
Η δράση είναι αναλογική με τη δόση και οδηγεί σε αναστολή τόσο της
βασικής όσο και διεγερμένης έκκρισης ανεξάρτητα από το διεγέρτη.
Μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι μετά τη χορήγηση, η νατριούχος
ραβεπραζόλη απομακρύνεται γρήγορα τόσο από το πλάσμα όσο και από το
βλεννογόνο του στομάχου. Ως μια ασθενής βάση, η ραβεπραζόλη
απορροφάται γρήγορα μετά από οποιαδήποτε δόση και συγκεντρώνεται στο
όξινο περιβάλλον των τοιχωματικών κυττάρων. Η ραβεπραζόλη
μετατρέπεται στην ενεργή μορφή σουλφεναμίδης μέσω πρωτονίωσης, και
επομένως αντιδρά με όλες τις διαθέσιμες κυστεΐνες στην αντλία
πρωτονίων.
Αντίεκκριτική δράση:
Μετά από χορήγηση από του στόματος μιας δόσης 20 mg νατριούχου
ραβεπραζόλης, η έναρξη της αντί-εκκριτικής δράσης παρατείνεται εντός
μιας ώρας, με μέγιστη δράση σε δύο έως τέσσερις ώρες. Αναστολή της
βασικής και της διεγερμένης-μετά-το-φαγητό έκκρισης 23 ώρες μετά την
πρώτη δόση είναι 69% και 82% αντίστοιχα και η αναστολή διαρκεί έως και
48 ώρες. Η ανασταλτική δράση της νατριούχου ραβεπραζόλης στην
έκκριση οξέος αυξάνεται ελαφρώς με επανειλημμένες άπαξ ημερησίως
δόσεις, επιτυγχάνοντας αναστολή σταθεροποιημένης κατάστασης μετά
από τρεις μέρες. Όταν το φάρμακο διακοπεί, η εκκριτική δράση επιστρέφει
στα κανονικά επίπεδα σε 2 με 3 μέρες.
Η μειωμένη γαστρική οξύτητα εξαιτίας οποιουδήποτε λόγου,
συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων της αντλίας πρωτονίων όπως η
ραβεπραζόλη, αυξάνουν τις μετρήσεις των βακτηρίων που φυσιολογικά
βρίσκονται στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων μπορεί ενδεχομένως να αυξήσει τον κίνδυνο
εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως Salmonella, Campylobacter
και Clostridium di^icile (βλέπε παράγραφο 4.4).
Δράσεις στη γαστρίνη του ορού:
Σε κλινικές μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν νατριούχο ραβεπραζόλη 10 mg ή
20 mg άπαξ ημερησίως έως και για 43 μήνες. Τα επίπεδα της γαστρίνης
του ορού αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 έως 8 εβδομάδων
αντικατοπτρίζοντας την ανασταλτική δράση στην έκκριση του οξέος και
παρέμειναν σταθερά για το υπόλοιπο της θεραπείας. Οι τιμές της
γαστρίνης επέστρεψαν στα προ-θεραπείας επίπεδα, 1 έως 2 εβδομάδες
συνήθως μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Ανθρώπινα δείγματα γαστρικής βιοψίας από το άντρο και το θόλο του
στομάχου από περισσότερους από 500 ασθενείς που έλαβαν ραβεπραζόλη ή
αντίστοιχη θεραπεία για έως και 8 εβδομάδες, δεν υπέδειξαν αλλαγές στην
ιστολογία των εντεροχρωμιόφιλων κυττάρων (ECL), στο βαθμό της
γαστρίτιδας, την εμφάνιση της ατροφικής γαστρίτιδας, της διαμέσου
μεταπλασίας ή της κατανομής της λοίμωξης με
H. pylori.
Σε πάνω από 250
ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 36 μήνες συνεχούς θεραπείας, δεν
παρατηρήθηκαν αλλαγές στα ευρήματα των βασικών τιμών.
Άλλες δράσεις:
Δεν έχουν βρεθεί συστηματικές δράσεις της νατριούχου ραβεπραζόλης στο
ΚΝΣ και το καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα. Η νατριούχος
ραβεπραζόλη, σε δόσεις των 20 mg από του στόματος για 2 εβδομάδες, δεν
είχε κάποια επίδραση στη λειτουργία του θυρεοειδή αδένα, στο
μεταβολισμό των υδατανθράκων ή στα επίπεδα της παραθυρεοειδικής
13/17
ορμόνης, κορτιζόλης, οιστρογόνων, τεστοστερόνης, προλακτίνης,
χοληκυστοκινίνης, σεκρετίνης, γλυκαγόνου, ωθυλακιοτρόπου ορμόνης
(FSH), ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), ρενίνης, αλδοστερόνης ή σωματοτρόπου
ορμόνης στην κυκλοφορία του αίματος.
Μελέτες σε υγιείς εθελοντές υπέδειξαν ότι η νατριούχος ραβεπραζόλη δεν
έχει κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση με την αμοξικιλλίνη. Η
ραβεπραζόλη δεν επηρεάζει αρνητικά τις συγκεντρώσεις αμοξικιλλίνης ή
κλαριθρομυκίνης στο πλάσμα όταν γίνεται συγχορήγηση με σκοπό την
εκρίζωση της λοίμωξης με H
.
pylori του άνω γαστρεντερικού συστήματος.
Κατά τη θεραπεία με αντιεκκριτικά φαρμακευτικά προϊόντα, η μείωση της
έκκρισης οξέων προκαλεί αύξηση των επιπέδων γαστρίνης στον ορό.
Ομοίως, αυξάνονται τα επίπεδα CgA λόγω της μειωμένης γαστρικής
οξύτητας. Τα αυξημένα επίπεδα CgA ενδέχεται να επηρεάζουν τη
διερεύνηση νευροενδοκρινικών όγκων.
Από τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει ότι η χρήση
αναστολέων αντλίας πρωτονίων θα πρέπει να διακόπτεται 5 ημέρες έως
και 2 εβδομάδες πριν από τις μετρήσεις της CgA. Σκοπός της διακοπής
είναι να διευκολυνθεί η επάνοδος τυχόν ψευδώς αυξημένων τιμών της CgA
μετά τη θεραπεία με PPI εντός του εύρους των τιμών αναφοράς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Τα RABEREN/IASIS γαστροανθεκτικά δισκία είναι εντερικά επικαλυμμένα
(γαστροανθεκτικά) δισκία νατριούχου ραβεπραζόλης. Αυτή η παρουσίαση
είναι απαραίτητη γιατί η ραβεπραζόλη είναι ασταθής σε όξινο περιβάλλον.
Επομένως η απορρόφηση της ραβεπραζόλης ξεκινάει όταν το δισκίο
απομακρυνθεί από το στομάχι. Η απορρόφηση είναι γρήγορη και τα
μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα επιτυγχάνονται σχεδόν 3,5 ώρες μετά τη
δόση των 20 mg. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα της ραβεπραζόλης
(C
max
) και η AUC είναι γραμμικές στο εύρος δόσεων των 10 mg έως 40 mg. Η
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μιας 20 mg δόσης από του στόματος (σε
σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση) είναι περίπου 52% εξαιτίας, κατά
κύριο λόγο, του προ-συστηματικού μεταβολισμού. Επιπλέον, η
βιοδιαθεσιμότητα δεν φαίνεται να αυξάνεται με επαναλαμβανόμενη
χορήγηση. Σε υγιή άτομα, η ημιζωή στο πλάσμα είναι περίπου μία ώρα (από
0,7 έως 1,5 ώρα), και η συνολική σωματική κάθαρση υπολογίζεται να είναι
283± 98 ml/λεπτό. Δεν υπάρχει κάποια κλινικά σχετική αλληλεπίδραση με
την τροφή. Ούτε η τροφή ούτε η ώρα της ημέρας της χορήγησης της
θεραπείας επηρεάζουν την απορρόφηση της νατριούχου ραβεπραζόλης.
Κατανομή
Η ραβεπραζόλη δεσμεύεται σε ανθρώπινες πρωτεΐνες του πλάσματος
σχεδόν κατά 97%.
Βιομετατροπή
Η νατριούχος ραβεπραζόλη, όπως και στην περίπτωση με τα άλλα μέλη των
αναστολέων της αντλίας πρωτονίων, μεταβολίζεται από το ηπατικό
σύστημα μεταβολισμού φαρμάκων του κυτοχρώματος Ρ450 (CYP450).
Μελέτες in vitro με ανθρώπινα ηπατικά μικροσωμάτια υπέδειξαν ότι η
νατριούχος ραβεπραζόλη μεταβολίζεται από ισοένζυμα του CYP450
14/17
(CYP2C19 και CYP3A4). Σε αυτές τις μελέτες, στις αναμενόμενες
συγκεντρώσεις στο ανθρώπινο πλάσμα, η ραβεπραζόλη δεν προκάλεσε
επαγωγή ή αναστολή του CYP3A4. Αν και οι μελέτες in vitro δεν είναι
πάντα ενδεικτικές της in vivo κατάστασης, αυτά τα αποτελέσματα
υποδεικνύουν ότι δεν αναμένεται κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ της
ραβεπραζόλης και της κυκλοσπορίνης. Στους ανθρώπους, οι κύριοι
μεταβολίτες στο πλάσμα είναι ο θειοαιθέρας (Μ1) και το καρβοξυλικό οξύ
(Μ6) ενώ η σουλφόνη (Μ2), ο δεσμεθύλθειοαιθέρας (M4) και το σύμπλοκο
μερκαπτουρικού οξέος (M5) ως ελάσσονες μεταβολίτες παρατηρούνται σε
χαμηλότερα επίπεδα. Μόνο ο δεσμέθυλο μεταβολίτης (Μ3) έχει μια μικρή
αντιεκκριτική δράση, αλλά δεν παρατηρείται στο πλάσμα.
Αποβολή
Μετά από μια εφάπαξ από του στόματος δόση 20-mg νατριούχου
ραβεπραζόλης επισημασμένης με
14
C δόση, δεν βρέθηκε η αναλλοίωτη
μορφή του φαρμάκου στα ούρα. Σχεδόν 90% της δόσης απομακρύνθηκε στα
ούρα ως δύο μεταβολίτες: ένα σύμπλοκο μερκαπτουρικού οξέος (M5) και
καρβοξυλικό οξύ (Μ6), συν δύο άγνωστοι μεταβολίτες. Το υπόλοιπο της
δόσης ανακτήθηκε στα κόπρανα.
Φύλο:
Προσαρμοσμένο για τη μάζα σώματος και το ύψος, δεν υπήρχαν
σημαντικές διαφορές στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους μετά από μια
μονή δόση 20 mg ραβεπραζόλης.
Νεφρική ανεπάρκεια :
Σε ασθενείς με σταθερή, τελικού σταδίου, νεφρική ανεπάρκεια που απαιτεί
αιμοκάθαρση (κάθαρση κρεατίνης ≤5 ml/λεπτό/1,73 m
2
), ο μεταβολισμός
και η απομάκρυνση της ραβεπραζόλης ήταν πολύ παρόμοια με αυτή σε
υγιείς εθελοντές. Οι τιμές AUC και C
max
σε αυτούς τους ασθενείς ήταν
περίπου 35% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες παραμέτρους σε υγιείς
εθελοντές. Η μέση ημιζωή της ραβεπραζόλης ήταν 0,82 ώρες σε υγιείς
εθελοντές, 0,95 ώρες σε ασθενείς κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης και
3,6 ώρες μετά την αιμοκάθαρση. Η κάθαρση του φαρμάκου σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια που χρειαζόταν τακτική αιμοκάθαρση ήταν σχεδόν
διπλάσια των υγιών εθελοντών.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Μετά από μια μονή δόση 20 mg ραβεπραζόλης σε ασθενείς με χρόνια ήπια
έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια, η τιμή AUC διπλασιάστηκε και η ημιζωή
της ραβεπραζόλης αυξήθηκε 2-3 φορές σε σύγκριση με υγιείς εθελοντές.
Όμως, μετά από μια δόση 20 mg ημερησίως για 7 μέρες,, η τιμή AUC
αυξήθηκε μόνο και 1,5 και η τιμή C
max
μόνο κατά 1,2 φορές. Η ημιζωή της
ραβεπραζόλης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια ήταν 12,3 ώρες σε
σύγκριση με τις 2,1 ώρες σε υγιείς εθελοντές. Η φαρμακοδυναμική
απόκριση (έλεγχος γαστρικής οξύτητας-pH) στις δύο ομάδες ήταν κλινικά
συγκρίσιμη.
Ηλικιωμένοι:
Η απομάκρυνση της ραβεπραζόλης ήταν λίγο μικρότερη στους
ηλικιωμένους. Μετά από 7 μέρες καθημερινής δόσης 20 mg νατριούχου
ραβεπραζόλης, η τιμή AUC σχεδόν διπλασιάστηκε, η τιμή C
max
αυξήθηκε
15/17
κατά 60% και η ημιζωή αυξήθηκε σχεδόν κατά 30% σε σύγκριση με νέους
υγιείς εθελοντές. Όμως, δεν βρέθηκαν στοιχεία συσσώρευσης της
ραβεπραζόλης.
Πολυμορφισμός του CYP2C19:
Μετά από 7 μέρες καθημερινής δόσης 20 mg ραβεπραζόλης, άτομα με αργό
μεταβολισμό του CYP2C19 είχαν τιμές AUC και t½ που ήταν περίπου 1,9
και 1,6 φορές συγκριτικά με τις αντίστοιχες παραμέτρους των ατόμων με
εκτεταμένο μεταβολισμό, ενώ η τιμή C
max
αυξήθηκε μόνο κατά 40%.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μη-κλινικές δράσεις παρατηρήθηκαν μόνο σε επίπεδα έκθεσης αρκετά
μεγαλύτερα των μέγιστων επιπέδων έκθεσης στους ανθρώπους, κι έτσι οι
ανησυχίες για την ασφάλεια στους ανθρώπους είναι μηδαμινές με βάση τα
δεδομένα σε μελέτες ζώων.
Οι μελέτες σχετικά με τη μεταλλαξιογόνο δράση έδωσαν αντίστοιχα
αποτελέσματα. Οι εξετάσεις σε κυτταρικές σειρές λεμφώματος ποντικιών
ήταν θετικές, άλλα οι εξετάσεις του μικροπυρηνίσκου in vivo και της
επιδιόρθωσης του DNA in vitro και in vivo ήταν αρνητικές. Μελέτες
καρκινογένεσης έδειξαν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος για τους
ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος των εκδόχων
Πυρήνας του δισκίου
Μαννιτόλη,
Βαρύ οξείδιο του μαγνησίου
Υδροξυπροπυλική κυτταρίνη,
Στεατικό μαγνήσιο
Ενδιάμεση στοιβάδα:
Αιθυλοκυτταρίνη,
Βαρύ οξείδιο του μαγνησίου
Επικάλυψη δισκίου:
Φθαλική υπρομελλόζη
Σεβακικό διβουτυλεστέρα,
Κίτρινο οξείδιο του (μ RABEREN/IASIS 20 mgσιδήρου όνο στο
)γαστροανθεκτικά δισκία ,
Κόκκινο οξείδιο του σιδήρου (μόνο στο RABEREN/IASIS 10 mg
γαστροανθεκτικά δισκία),
Διοξείδιο του τιτανίου (E -171)
Τάλκης
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν υπάρχουν.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 έτη
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
16/17
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25 °C. Φυλάσσετε στην
αρχική συσκευασία.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασίες αλουμινίου/αλουμινίου σε χαρτοκιβώτιο.
1, 5, 7, 14, 15, 25, 28, 30, 50, 56, 75, 98 ή 120 γαστροανθεκτικά δισκία.
Μπορεί να μη κυκλοφορούν στην αγορά όλες οι συσκευασίες.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις διάθεσης
Δεν υπάρχουν ειδικές απαιτήσεις.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
IASIS PHARMA
Λεωφ. Φυλής 137, 134 51 Καματερό Αττικής
Τηλ : +30 210 6109080
8. ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10 mg, 20 mg : 2886/15-1-2015
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10 mg, 20 mg: 10-9-2010
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
17/17