ζάλη, αίσθημα ελαφράς κεφαλής, αίσθημα νυγμών και παραισθησία. Η δυσαρθρία,
η μυική ακαμψία και οι μυικές συσπάσεις είναι πιο σοβαρές και μπορεί να
προηγούνται της έναρξης γενικευμένων σπασμών. Αυτά τα συμπτώματα δεν πρέπει
να εκληφθούν λανθασμένα ως νευρωσική συμπεριφορά. Μπορεί να ακολουθήσουν
απώλεια συνείδησης και επιληπτικοί σπασμοί grand mal, και να διαρκέσουν από
λίγα δευτερόλεπτα έως αρκετά λεπτά. Υποξία και υπερκαπνία παρουσιάζονται
ταχύτατα μετά από τους σπασμούς, λόγω της αυξημένης μυϊκής δραστηριότητας,
σε συνδυασμό με την παρέμβαση στην φυσιολογική αναπνευστική λειτουργία. Σε
σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί άπνοια. Η αναπνευστική και η
μεταβολική οξέωση αυξάνει και παρατείνει τις τοξικές επιδράσεις των τοπικών
αναισθητικών.
Η αποκατάσταση των συμπτωμάτων από το κεντρικό νευρικό σύστημα επέρχεται
μετά την επανακατανομή του τοπικού αναισθητικού φαρμάκου, τον μεταβολισμό
στο ήπαρ και την απέκκριση του. Η αποκατάσταση μπορεί να είναι ταχεία εκτός
εάν έχουν χορηγηθεί πολύ μεγάλες ποσότητες φαρμάκου.
Καρδιαγγειακή τοξικότητα
Η καρδιαγγειακή τοξικότητα είναι ενδεικτική μίας σοβαρότερης κατάστασης.
Υπόταση, βραδυκαρδία, αρρυθμία, ακόμη και καρδιακή ανακοπή, μπορεί να είναι το
αποτέλεσμα των υψηλών συστηματικών συγκεντρώσεων των τοπικών
αναισθητικών. Σε εθελοντές η ενδοφλέβια έγχυση ροπιβακαΐνης είχε ως
αποτέλεσμα την εμφάνιση σημείων καταστολής της αγωγιμότητας και
συσταλτικότητας. Τα συμπτώματα τοξικότητας από το κεντρικό νευρικό σύστημα
προηγούνται συνήθως των καρδιαγγειακών τοξικών επιδράσεων, εκτός εάν ο
ασθενής είναι υπό γενική αναισθησία ή είναι υπό έντονη καταστολή με φάρμακα
όπως οι βενζοδιαζεπίνες ή τα βαρβιτουρικά.
Αντιμετώπιση της οξείας τοξικότητας
Πρέπει να υπάρχει άμεσα διαθέσιμος εξοπλισμός και φάρμακα απαραίτητα για την
παρακολούθηση και την επείγουσα ανάνηψη. Εάν εμφανιστούν σημεία οξείας
συστηματικής τοξικότητας, η ένεση του τοπικού αναισθητικού θα πρέπει να
διακόπτεται αμέσως.
Στην περίπτωση σπασμών, απαιτείται αγωγή. Οι στόχοι της αγωγής είναι η
διατήρηση της οξυγόνωσης, η διακοπή των σπασμών και η υποστήριξη της
κυκλοφορίας. Πρέπει να δοθεί οξυγόνο και εάν είναι απαραίτητο, να υποστηριχθεί
ο αερισμός (μάσκα και ασκός). Σε περίπτωση που οι σπασμοί δεν σταματήσουν
αυτόματα σε 15-20 δευτερόλεπτα, πρέπει να χορηγηθεί ενδοφλέβια κάποιο
αντισπασμωδικό. Η νατριούχος θειοπεντάλη 1-3 mg/kg ενδοφλεβίως θα εξαλείψει
ταχέως τους σπασμούς. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαζεπάμη στη
δόση των 0.1 mg/kg χορηγούμενη ενδοφλεβίως, αν και η δράση της είναι βραδύτερη.
Το Suxamethonium θα σταματήσει ταχέως τους μυϊκούς σπασμούς, αλλά ο ασθενής
θα χρειαστεί ελεγχόμενο αερισμό και διασωλήνωση της τραχείας.
Εάν παρουσιαστεί καρδιαγγειακή καταστολή (υπόταση, βραδυκαρδία), πρέπει να
χορηγηθεί εφεδρίνη στη δόση των 5-10 mg χορηγούμενη ενδοφλεβίως και η
χορήγηση να επαναληφθεί, εάν χρειάζεται μετά από 2-3 λεπτά. Στα παιδιά οι
χορηγούμενες δόσεις εφεδρίνης πρέπει να είναι ανάλογες με την ηλικία και το
βάρος.
Εάν παρουσιαστεί ανακοπή σχετιζόμενη με το κυκλοφορικό πρέπει να εφαρμοστεί
άμεσα καρδιοαναπνευστική ανάνηψη. Η άριστη οξυγόνωση και ο αερισμός, η
υποστήριξη του κυκλοφορικού καθώς και η αντιμετώπιση της οξέωσης είναι
ζωτικής σημασίας.