- σοβαρή Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονoπάθεια (ΧΑΠ) ή Φλεβοαποφρακτική
Πνευμονοπάθεια,
- διάχυτα πνευμονικά διηθήματα,
- ασθενείς με σημεία οξείας ηπατικής βλάβης (αυξημένες τρανσαμινάσες ή γ- GT) ή με γνωστή
σοβαρή ηπατική βλάβη,
- αναμενόμενες αιμορραγικές επιπλοκές (πρόσφατο γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος,
πολλαπλά τραύματα),
- στένωση και/ή ανεπάρκεια της μιτροειδούς ή της αορτικής βαλβίδας,
- η περίοδος μετά τον τοκετό,
- κύηση και γαλουχία,
- ασθενείς σε υποχρεωτική αποχή από το αλκοόλ,
- παιδιά και έφηβοι.
Επιπλέον, οι γενικές αντενδείξεις για θεραπεία με έγχυση, π.χ. συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,
πνευμονικό και εγκεφαλικό οίδημα, νεφρική δυσλειτουργία (ολιγο-ανουρία) και υπερενυδάτωση.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το Alprestil πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο από γιατρούς με εμπειρία στην αγγειολογία, οι οποίοι
είναι εξοικειωμένοι με τις σύγχρονες δυνατότητες για τη διαρκή παρακολούθηση των καρδιαγγειακών
λειτουργιών και οι οποίοι έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό στη διάθεσή τους. Σε ασθενείς με
επηρεασμένη καρδιακή λειτουργία, υπό ταυτόχρονη αντιυπερτασική θεραπεία ή με στεφανιαία νόσο,
οι καρδιαγγειακές παράμετροι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με Alprestil και για μία ημέρα στη συνέχεια.
Όπου είναι δυνατόν, δεν πρέπει να υπερβαίνονται όγκοι έγχυσης των 50-100 ml/ημέρα (αντλία
έγχυσης) κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, προκειμένου να αποφεύγονται τα συμπτώματα
υπερενυδάτωσης, και πρέπει να πραγματοποιείται συχνή παρακολούθηση των καρδιαγγειακών
λειτουργιών (π.χ. αρτηριακή πίεση και καρδιακός ρυθμός) και αν εφαρμόζεται με παρακολούθηση
του βάρους, αποκατάσταση του ισοζυγίου των υγρών, μετρήσεις της κεντρικής φλεβικής πίεσης ή
ηχοκαρδιογραφική παρακολούθηση. Ασθενείς με περιφερικό οίδημα ή νεφρική δυσλειτουργία
(επίπεδα κρεατινίνης ορού > 1,5 mg/dl) πρέπει να παρακολουθούνται με τον ίδιο τρόπο.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας με Alprestil μπορεί να προκύψει αυξημένη συχνότητα εμφάνισης
ανεπιθύμητων ενεργειών - ως αποτέλεσμα της αγγειοδιασταλτικής δράσης - υπόταση και
αντανακλαστική ταχυκαρδία. Αν εμφανιστούν συμπτώματα υπερδοσολογίας, η δόση του Alprestil
πρέπει να μειωθεί ή η θεραπεία με Alprestil πρέπει να διακοπεί.
Η θεραπεία της υπερδοσολογίας είναι συμπτωματική και συνήθως δεν απαιτείται, καθώς η
αλπροσταδίλη μεταβολίζεται ταχέως. Πριν ο ασθενής λάβει εξιτήριο πρέπει η καρδιαγγειακή
λειτουργία να έχει σταθεροποιηθεί.
Παρά το γεγονός ότι, με βάση την μέχρι σήμερα εμπειρία, δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά
με οποιαδήποτε σχετική αρνητική δράση, το Alprestil πρέπει να χορηγείται μόνο κάτω από στενή
ιατρική παρακολούθηση κατά την παρουσία των ακόλουθων συννοσηροτήτων:
- σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία,
- μη ελεγχόμενος σακχαρώδης διαβήτης,
- σοβαρή αγγειακή εγκεφαλική ανεπάρκεια,
- θρομβοκυττάρωση (αριθμός αιμοπεταλίων > 400.000/μικρολίτρο),
- περιφερική πολυνευροπάθεια,
- ιστορικό χολολιθίασης,
- έλκος στομάχου και αντίστοιχα ιστορικό ελκών,
- γλαύκωμα,
- επιληψία.
Ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται εάν το Alprestil χορηγηθεί στην προ-και μετεγχειρητική φάση
αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει περίπου 0,8 g αιθανόλης (αλκοόλη) ανά φύσιγγα, που
αντιστοιχούν σε 60 ml μπύρας ή 25 ml κρασιού ανά μέγιστη εφάπαξ δόση των 3 φυσίγγων. Είναι
επιβλαβές για τους ασθενείς που πάσχουν από αλκοολισμό. Να λαμβάνεται υπόψη σε έγκυες ή
θηλάζουσες γυναίκες, σε παιδιά και ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι ασθενείς με ηπατική νόσο ή
4