ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 100 mg ακετυλοκυστεΐνης.
Έκδοχα με γνωστή δράση: σορβιτόλη
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 75 mg άνυδρης λακτόζης και 4,2 mmol (96 mg)
νατρίου.
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 200 mg ακετυλοκυστεΐνης.
Έκδοχα με γνωστή δράση: σορβιτόλη
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 70 mg άνυδρης λακτόζης και 4,3 mmol (99 mg)
νατρίου.
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 600 mg ακετυλοκυστεΐνης.
Έκδοχα με γνωστή δράση: σορβιτόλη
Κάθε αναβράζον δισκίο περιέχει 75 mg άνυδρης λακτόζης και 6,03 mmol
(138,8 mg) νατρίου.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Αναβράζον δισκίο
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία: λευκό, στρογγυλό δισκίο, χωρίς ατέλειες, με
άρωμα βατόμουρου
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία: λευκό, στρογγυλό δισκίο, χωρίς ατέλειες,
χαραγμένο στη μία πλευρά, με άρωμα βατόμουρου
Το αναβράζον δισκίο μπορεί να διαχωριστεί σε δύο ίσες δόσεις.
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία: λευκό, στρογγυλό δισκίο, χαραγμένο στη μία
πλευρά, χωρίς ατέλειες στην επιφάνεια, με άρωμα βατόμουρου
Το αναβράζον δισκίο μπορεί να διαχωριστεί σε δύο ίσες δόσεις.
1
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
[100 mg]
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
Βλεννολυτική θεραπεία για οξείες και χρόνιες βρογχοπνευμονικές παθήσεις
συνοδευόμενες από διαταραχή σχηματισμού και μεταφοράς βλεννωδών
εκκρίσεων σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά ηλικίας από 2 ετών και άνω.
[200 mg]
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
Βλεννολυτική θεραπεία για οξείες και χρόνιες βρογχοπνευμονικές παθήσεις
συνοδευόμενες από διαταραχή σχηματισμού και μεταφοράς βλεννωδών
εκκρίσεων σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά ηλικίας από 6 ετών και άνω
(ολόκληρα δισκία) ή παιδιά ηλικίας από 2-5 ετών (μισά δισκία).
[600 mg]
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
Βλεννολυτική θεραπεία για οξείες και χρόνιες βρογχοπνευμονικές παθήσεις
συνοδευόμενες από διαταραχή σχηματισμού και μεταφοράς βλεννωδών
εκκρίσεων σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας από 14 ετών και άνω.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η ακόλουθη δοσολογία συνιστάται για το ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
Ενήλικες και έφηβοι ηλικίας από 14 ετών και άνω
2 αναβράζοντα δισκία 2-3 φορές την ημέρα (ισοδύναμα με 400-600 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Παιδιά και έφηβοι ηλικίας από 6 έως 14 ετών
1 αναβράζον δισκίο 3-4 φορές την ημέρα (ισοδύναμο με 300-400 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Παιδιά ηλικίας από 2 έως 5 ετών
1 αναβράζον δισκίο 2-3 φορές την ημέρα (ισοδύναμο με 200-300 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Εάν δεν έχει συνταγογραφηθεί διαφορετικά, η ακόλουθη δοσολογία συνιστάται
για το ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
Ενήλικες και έφηβοι ηλικίας 14 ετών και άνω
1 αναβράζον δισκίο 2 - 3 φορές την ημέρα (ισοδύναμο με 400 - 600 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Παιδιά και έφηβοι ηλικίας από 6 έως 14 ετών
1 αναβράζον δισκίο δύο φορές την ημέρα (ισοδύναμο με 400 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Παιδιά ηλικίας από 2 έως 5 ετών
2
½ αναβράζον δισκίο 2 - 3 φορές την ημέρα (ισοδύναμο με 200 - 300 mg
ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Εάν δεν έχει συνταγογραφηθεί διαφορετικά, η ακόλουθη δοσολογία συνιστάται
για το ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
Ενήλικες και έφηβοι ηλικίας 14 ετών και άνω
½ αναβράζον δισκίο δύο φορές την ημέρα ή 1 αναβράζον δισκίο μία φορά την
ημέρα (ισοδύναμα με 600 mg ακετυλοκυστεΐνης την ημέρα)
Τρόπος χορήγησης
Τα αναβράζοντα δισκία λαμβάνονται διαλυμένα σε ένα ποτήρι νερό μετά τα
γεύματα.
Διάρκεια χρήσης
Το ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία δε θα πρέπει να λαμβάνεται επί
περισσότερες από 4-5 ημέρες χωρίς ιατρική συμβουλή.
Το ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία δε θα πρέπει να λαμβάνεται επί
περισσότερες από 4-5 ημέρες χωρίς ιατρική συμβουλή.
Το ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία δε θα πρέπει να λαμβάνεται επί
περισσότερες από 4-5 ημέρες χωρίς ιατρική συμβουλή.
4.3 Αντενδείξεις
- υπερευαισθησία στην ακετυλοκυστεΐνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
- παροξυσμός σοβαρού άσθματος
- χρόνιο γαστρoδωδεκαδακτυλικό έλκος
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε δραστική ουσία, το ACC 100 mg
αναβράζοντα δισκία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά ηλικίας κάτω
των 2 ετών.
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε δραστική ουσία, τα μισά δισκία ACC
200 mg αναβράζοντα δισκία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε παιδιά ηλικίας
κάτω των 2 ετών και τα ολόκληρα δισκία ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών.
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε δραστική ουσία, το ACC 600 mg
αναβράζοντα δισκία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά και εφήβους
ηλικίας κάτω των 14 ετών.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί εμφάνιση σοβαρών δερματικών αντιδράσεων
όπως το σύνδρομο Stevens-Johnson και το σύνδρομο Lyell σε χρονική συσχέτιση με
τη χρήση της ακετυλοκυστεΐνης. Αν εμφανιστούν νέες δερματικές και
βλεννογονικές αλλαγές, θα πρέπει να ζητηθεί ιατρική συμβουλή χωρίς
καθυστέρηση και να σταματήσει η χορήγηση της ακετυλοκυστεΐνης.
Σχηματισμός σπηλαίου
κατά τη χρήση σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα και σε
ασθενείς με ιστορικό έλκους.
3
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με δυσανεξία στην ισταμίνη. Η μεγαλύτερης
διάρκειας θεραπεία θα πρέπει να αποφεύγεται σε αυτούς τους ασθενείς, καθώς
η ακετυλοκυστεΐνη επηρεάζει τον μεταβολισμό της ισταμίνης και μπορεί να
οδηγήσει σε συμπτώματα δυσανεξίας (π.χ. κεφαλαλγία, αγγειοκινητική
ρινίτιδα, κνησμός).
Ένα αναβράζον δισκίο περιέχει 4,2 mmol (96 mg) νατρίου. Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς υπό δίαιτα με ελεγχόμενη ποσότητα νατρίου
(χαμηλού νατρίου/χαμηλών αλάτων).
1 αναβράζον δισκίο περιέχει 4,3 mmol (99 mg) νατρίου. Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς υπό δίαιτα με ελεγχόμενη ποσότητα νατρίου
(χαμηλού νατρίου/χαμηλών αλάτων).
1 αναβράζον δισκίο περιέχει 6,03 mmol (138,8 mg) νατρίου. Αυτό θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς υπό δίαιτα με ελεγχόμενη ποσότητα νατρίου
(χαμηλού νατρίου/χαμηλών αλάτων).
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, με ανεπάρκεια Lapp
λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δε θα πρέπει να λαμβάνουν
αυτό το φάρμακο.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει ίχνη σορβιτόλης. Ασθενείς με
σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη δε θα πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Η χρήση της ακετυλοκυστεΐνης, ιδιαίτερα κατά τα πρώιμα στάδια θεραπείας
μπορεί να οδηγήσει σε ρευστοποίηση και έτσι σε αύξηση του όγκου των
βρογχικών εκκρίσεων. Σε ασθενείς χωρίς επαρκή ικανότητα απόχρεμψης των
βρογχικών εκκρίσεων, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες
διαδικασίες (όπως παροχέτευση σε ειδική στάση και αναρρόφηση).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Η συνδυασμένη χρήση της ακετυλοκυστεΐνης με αντιβηχικά μπορεί να
προκαλέσει σοβαρή εκκριτική συμφόρηση λόγω μειωμένου αντανακλαστικού
του βήχα. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται ιδιαίτερα προσεκτική διάγνωση γι’
αυτήν τη συνδυασμένη θεραπεία.
Μέχρι σήμερα οι αναφορές απενεργοποίησης αντιβιοτικών (τετρακυκλινών,
αμινογλυκοσιδών, πενικιλλινών) λόγω της ακετυλοκυστεΐνης προέκυψαν
αποκλειστικά από πειράματα in
vitro όπου οι σχετικές ουσίες είχαν αναμιχθεί
άμεσα. Παρόλα αυτά για λόγους ασφάλειας, τα αντιβιοτικά από το στόμα θα
πρέπει να λαμβάνονται χωριστά και αφού μεσολαβήσει διάστημα τουλάχιστον
2 ωρών. Αυτό δεν ισχύει για την κεφιξίμη και τη λορακαρμπέφη.
Η χρήση ενεργού άνθρακα μπορεί να περιορίσει τη δράση της
ακετυλοκυστεΐνης.
4
Η συγχορήγηση ακετυλοκυστεΐνης μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση της
αγγειοδιασταλτικής και αντιαιμοπεταλιακής δράσης της τρινιτρικής
γλυκερίνης (νιτρογλυκερίνης).
Αν θεωρηθεί αναγκαία η ταυτόχρονη θεραπεία με νιτρογλυκερίνη και
ακετυλοκυστεΐνη, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται για τυχόν
διαπίστωση υπότασης που θα μπορούσε να είναι σοβαρή και να εμφανιστεί με
συμπτώματα κεφαλαλγίας.
Μεταβολές στον προσδιορισμό εργαστηριακών παραμέτρων
Η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να επηρεάσει τη χρωματομετρική ανάλυση
των σαλικυλικών.
Σε εξετάσεις ούρων, η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να επηρεάσει τον
προσδιορισμό των κετονικών σωμάτων.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα
Δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις στη γονιμότητα σε μελέτες σε πειραματόζωα.
Εγκυμοσύνη
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή κλινικά δεδομένα από εγκύους που έχουν
εκτεθεί στην ακετυλοκυστεΐνη. Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε
πειραματόζωα δε δείχνουν άμεσες ή έμμεσες βλαβερές επιδράσεις στην
εγκυμοσύνη, την εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό ή τη
μεταγεννητική ανάπτυξη (βλέπε επίσης παράγραφο 5.3).
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η ακετυλοκυστεΐνη θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μετά από αυστηρή εκτίμηση του λόγου οφέλους-κινδύνου.
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την απέκκριση στο μητρικό
γάλα. Στη διάρκεια του θηλασμού η ακετυλοκυστεΐνη θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο μετά από αυστηρή εκτίμηση του λόγου οφέλους-κινδύνου.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η ακετυλοκυστεΐνη δεν έχει καμία επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η αξιολόγηση των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται στις εξής πληροφορίες
σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισής τους:
Πολύ συχνές (1/10)
Συχνές (1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Διαταραχές του Όχι συχνές Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
5
ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ σπάνιες Αναφυλακτική καταπληξία,
αναφυλακτικές/αναφυλακτοειδεί
ς αντιδράσεις
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Όχι συχνές Κεφαλαλγία
Καρδιακές
διαταραχές
Όχι συχνές Ταχυκαρδία
Αγγειακές
διαταραχές
Όχι συχνές Υπόταση
Πολύ σπάνιες Αιμορραγία
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Σπάνιες Δύσπνοια, βρογχόσπασμοςκατά
κύριο λόγο σε ασθενείς με
υπεραντιδραστικότητα του
βρογχικού συστήματος σε
περίπτωση βρογχικού άσθματος
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Όχι συχνές Στοματίτιδα, κοιλιακό άλγος,
ναυτία, έμετος και διάρροια
Σπάνιες Δυσπεψία
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Όχι συχνές Κνίδωση, αγγειοοίδημα,
κνησμός, εξάνθημα
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Όχι συχνές Εμβοές
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις
της οδού χορήγησης
Όχι συχνές Πυρετός
Μη γνωστές Οίδημα προσώπου
Η εμφάνιση σοβαρών δερματικών αντιδράσεων, όπως σύνδρομο Stevens-Johnson
και τοξική επιδερμική νεκρόλυση, έχει αναφερθεί πολύ σπάνια σε χρονική
συσχέτιση με τη χρήση ακετυλοκυστεΐνης. Στα περισσότερα από τα
αναφερθέντα περιστατικά, τουλάχιστον ένα άλλο φάρμακο χορηγήθηκε
ταυτόχρονα, το οποίο μπορεί να ενίσχυσε τις περιγραφείσες
βλεννογονοδερματικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Σε περίπτωση επανεμφάνισης βλαβών του δέρματος και των βλεννογόνων, θα
πρέπει αμέσως να ζητηθεί ιατρική συμβουλή και να σταματήσει η χρήση της
ακετυλοκυστεΐνης.
Επιπλέον, έχει αναφερθεί πολύ σπάνια εμφάνιση αιμορραγιών σε συσχέτιση με
τη χορήγηση ακετυλοκυστεΐνης, εν μέρει με αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Η
μείωση της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων παρουσία ακετυλοκυστεΐνης έχει
επιβεβαιωθεί σε διάφορες μελέτες. Μέχρι σήμερα, η κλινική σημασία της δεν
έχει ακόμα διευκρινιστεί.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284,
6
15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: 213 2040380/337, Φαξ: 210 6549585, Ιστότοπος:
http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Μέχρι σήμερα δεν έχουν παρατηρηθεί περιστατικά τοξικής υπερδοσολογίας
σχετιζόμενα με τις φαρμακοτεχνικές μορφές της ακετυλοκυστεΐνης που
λαμβάνονται από το στόμα. Εθελοντές έλαβαν δόση των 11,6 g
ακετυλοκυστεΐνης/ημέρα επί 3 μήνες χωρίς να παρατηρηθούν σοβαρές
ανεπιθύμητες ενέργειες. Δόσεις ακετυλοκυστεΐνης έως 500 mg/kg ΣΒ από το
στόμα έγιναν καλά ανεκτές χωρίς συμπτώματα δηλητηρίασης.
Συμπτώματα
δηλητηρίασης
Οι υπερβολικές δόσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα γαστρεντερικά
συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο και διάρροια. Τα βρέφη διατρέχουν κίνδυνο
υπερεκκρίσεων.
Θεραπευτικά μέτρα σε περίπτωση υπερδοσολογίας
Εφόσον είναι αναγκαία, σύμφωνα με τα συμπτώματα.
Έχει αποκτηθεί εμπειρία από τη θεραπεία ατόμων με δηλητηρίαση από
παρακεταμόλη, στα οποία χορηγήθηκαν ενδοφλεβίως μέγιστες ημερήσιες
δόσεις έως και 30 g ακετυλοκυστεΐνης. Η ενδοφλέβια χορήγηση εξαιρετικά
υψηλών συγκεντρώσεων ακετυλοκυστεΐνης οδήγησε σε «αναφυλακτοειδείς»
αντιδράσεις εν μέρει μη αντιστρεπτές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ταχείας
χορήγησης.
5. ΔΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 μ μ Φαρ ακοδυνα ικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Σκευάσματα για τον βήχα και το κρύωμα,
Βλεννολυτικά
Κωδικός ATC: R05C B01
Η ακετυλοκυστεΐνη είναι παράγωγο του αμινοξέος κυστεΐνη. Η
ακετυλοκυστεΐνη έχει βλεννολυτική και βλεννοκινητική δράση στην περιοχή
του αναπνευστικού συστήματος. Συζητείται η υπόθεση ότι διασπά τους
δισουλφιδικούς δεσμούς που συνδέουν μεταξύ τους τις αλύσους των
βλεννοπολυσακχαριτών και ότι προκαλεί αποπολυμερισμό των αλύσων του
DNA (στην πυώδη βλέννα). Λόγω αυτών των μηχανισμών, το ιξώδες της
βλέννας θα πρέπει να μειώνεται.
Ένας εναλλακτικός μηχανισμός της ακετυλοκυστεΐνης υποτίθεται ότι
βασίζεται στην ικανότητα της αντιδρώσας SH ομάδας να δεσμεύει χημικές
ρίζες και με αυτό τον τρόπο να αποτοξινώνει τον οργανισμό από αυτές.
Επιπλέον, η ακετυλοκυστεΐνη συμβάλλει στην αύξηση της σύνθεσης της
γλουταθειόνης που είναι σημαντική για την αποτοξίνωση από δηλητηριώδεις
ουσίες. Αυτό εξηγεί τη δράση της ως αντιδότου στη δηλητηρίαση από
παρακεταμόλη.
7
Σε ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα/βλεννογλοιοείδωση, έχει αναφερθεί
προστατευτική επίδραση στη συχνότητα και τη σοβαρότητα παροξύνσεων
προκαλούμενων από βακτήρια, όταν η ακετυλοκυστεΐνη χορηγείται
προφυλακτικά.
5.2 μ Φαρ ακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά τη χορήγησή της από το στόμα, η ακετυλοκυστεΐνη απορροφάται γρήγορα
και σχεδόν ολοκληρωτικά και μεταβολίζεται στο ήπαρ σε κυστεΐνη, τον
φαρμακολογικά ενεργό μεταβολίτη της, καθώς και σε διακετυλοκυστίνη,
κυστίνη και άλλα μεικτά δισουλφίδια.
Κατανομή
Λόγω του έντονου φαινομένου πρώτης διόδου, η βιοδιαθεσιμότητα της
ακετυλοκυστεΐνης όταν χορηγείται από το στόμα είναι πολύ χαμηλή (περίπου
10%). Στον άνθρωπο, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται
μετά από 1-3 ώρες, ενώ η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα του κύριου
μεταβολίτη, της κυστεΐνης, ανέρχεται περίπου σε 2 µmol/l. Προσδιορίστηκε ότι η
πρόσδεση της ακετυλοκυστεΐνης στις πρωτεΐνες είναι περίπου 50%.
Βιομετασχηματισμός
Η ακετυλοκυστεΐνη και οι μεταβολίτες της απαντώνται σε τρεις διαφορετικές
μορφές στον οργανισμό: εν μέρει σε ελεύθερη μορφή, εν μέρει προσδεμένοι στις
πρωτεΐνες μέσω ασταθών δισουλφιδικών δεσμών και εν μέρει υπό μορφή
ενσωματωμένου αμινοξέος. Η ακετυλοκυστεΐνη απεκκρίνεται σχεδόν
αποκλειστικά υπό μορφή ανενεργών μεταβολιτών (ανόργανων θειικών αλάτων,
διακετυλοκυστίνης) μέσω των νεφρών. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της
ακετυλοκυστεΐνης στο πλάσμα είναι περίπου 1 ώρα και προσδιορίζεται κυρίως
από τον γρήγορο ηπατικό βιομετασχηματισμό της. Γι’ αυτό και η μειωμένη
ηπατική λειτουργία οδηγεί σε παράταση του χρόνου ημίσειας ζωής στο πλάσμα
που φτάνει έως και στις 8 ώρες.
Αποβολή
Φαρμακοκινητικές μελέτες με ενδοφλέβια χορήγηση ακετυλοκυστεΐνης
αποκάλυψαν ότι ο όγκος κατανομής είναι 0,47 l/kg (συνολικός) ή 0,59 l/kg
(ανηγμένος). Η κάθαρση από το πλάσμα προσδιορίστηκε ότι είναι 0,11 l/h/kg
(συνολική) και 0,84 l/h/kg (ανηγμένη), αντίστοιχα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της
αποβολής μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι 30-40 λεπτά ενώ η απέκκριση
ακολουθεί κινητική τριών φάσεων (άλφα, βήτα και τερματική φάση γάμμα).
Η ακετυλοκυστεΐνη διαπερνά τον πλακούντα και ανιχνεύεται στο αίμα του
ομφάλιου λώρου. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την
απέκκρισή της στο μητρικό γάλα.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη γνώση σχετικά με τη συμπεριφορά της
ακετυλοκυστεΐνης στον αιματοεγκεφαλικό φραγμό στους ανθρώπους.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Η οξεία τοξικότητα σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε πειραματόζωα είναι
μικρή. Για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας βλέπε παράγραφο 4.9.
8
Χρόνια τοξικότητα
Μελέτες σε διάφορα είδη ζώων (αρουραίους, σκύλους), διάρκειας έως και ενός
έτους, δεν έδειξαν παθολογικές μεταβολές.
Ενδεχόμενη ογκογόνος και μεταλλαξιογόνος δράση
Δεν πρέπει να αναμένεται μεταλλαξιογόνος δράση της ακετυλοκυστεΐνης. Μία
δοκιμασία in
vitro ήταν αρνητική.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για την ενδεχόμενη ογκογόνο δράση της
ακετυλοκυστεΐνης.
Αναπαραγωγική τοξικολογία
Δεν ανιχνεύτηκαν δυσπλασίες σε μελέτες εμβρυοτοξικότητας που
πραγματοποιήθηκαν σε κουνέλια και αρουραίους. Οι μελέτες γονιμότητας και
περιγεννητικής ή μεταγεννητικής τοξικότητας ήταν αρνητικές.
Η ακετυλοκυστεΐνη διαπερνά τον πλακούντα των αρουραίων και ανιχνεύεται
στο αμνιακό υγρό. Στον πλακούντα και στο έμβρυο, η συγκέντρωση του
μεταβολίτη L-κυστεΐνη είναι μεγαλύτερη της συγκέντρωσης της
ακετυλοκυστεΐνης στο μητρικό πλάσμα, επί έως και 8 ώρες μετά τη χορήγησή
της από το στόμα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
Κιτρικό οξύ, άνυδρο
Νάτριο ανθρακικό όξινο
Νάτριο ανθρακικό άνυδρο
Μαννιτόλη
Λακτόζη άνυδρη
Ασκορβικό οξύ
Νάτριο κιτρικό
Σακχαρίνη νατριούχος
Βελτιωτικό γεύσης βατόμουρο “B” (περιέχει βανιλλίνη, μαλτοδεξτρίνη,
γλυκονολακτόνη, σορβιτόλη, πυριτίου οξείδιο κολλοειδές άνυδρο, μαννιτόλη,
μ αγνήσιο ανθρακικό)
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
Κιτρικό οξύ, άνυδρο
Νάτριο ανθρακικό όξινο
Νάτριο ανθρακικό άνυδρο
Μαννιτόλη
Λακτόζη άνυδρη
Ασκορβικό οξύ
Νάτριο κυκλαμικό
Σακχαρίνη νατριούχος
Νάτριο κιτρικό 2 H
2
O
9
Βελτιωτικό γεύσης βατόμουρο “B” (περιέχει βανιλλίνη, μαλτοδεξτρίνη,
γλυκονολακτόνη, σορβιτόλη, πυριτίου οξείδιο κολλοειδές άνυδρο, μαννιτόλη,
μ αγνήσιο ανθρακικό)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: 2 χρόνια
φακελλίσκοι: 3 χρόνια
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
Στα σωληνάρια: 2 χρόνια
Στους φακελλίσκους: 3 χρόνια
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
φακελλίσκοι: 3 χρόνια
σωληνάρια: 3 χρόνια
Διάρκεια ζωής κατά τη χρήση:
Μετά το πρώτο άνοιγμα: 2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
Φυλάσσετε το σωληνάριο καλά κλεισμένο για να προστατεύεται από την
υγρασία.
φακελλίσκοι: Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30°C.
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
Φυλάσσετε το σωληνάριο καλά κλεισμένο για να προστατεύεται από την
υγρασία.
φακελλίσκοι: Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30°C.
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: Φυλάσσετε το σωληνάριο καλά κλεισμένο για να προστατεύεται
από την υγρασία.
σωληνάρια και φακελλίσκοι: Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί
ιδιαίτερες συνθήκες θερμοκρασίας για τη φύλαξή του.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
[ACC 100 mg και 200 mg]
- Σωληνάρια πολυπροπυλενίου κλεισμένα με πώμα από πολυαιθυλένιο
με ξηραντικό υλικό (μοριακά κόσκινα)
- σφραγισμένοι φακελλίσκοι από φύλλο τριπλού στρώματος
(επικάλυψη-αλουμίνιο-χαρτί)
10
Μεγέθη συσκευασίας:
ACC 100 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: 20 αναβράζοντα δισκία
φακελλίσκοι: 20, 40, 50, 80, 100 αναβράζοντα δισκία
ACC 200 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: 20 αναβράζοντα δισκία
φακελλίσκοι: 20, 40, 50, 80, 100 αναβράζοντα δισκία
[ACC 600 mg]
- Σωληνάρια πολυπροπυλενίου κλεισμένα με πώμα από πολυαιθυλένιο
το οποίο είναι γεμάτο με ξηραντικό υλικό (πυριτίου οξειδίου πήγμα
(silica gel) και μοριακά κόσκινα)
- σφραγισμένοι φακελλίσκοι από φύλλο τριπλού στρώματος
(επικάλυψη-αλουμίνιο-χαρτί)
Μεγέθη συσκευασίας:
ACC 600 mg αναβράζοντα δισκία:
σωληνάρια: 10, 20, 30, 60 αναβράζοντα δισκία
φακελλίσκοι: 10, 20, 30, 50, 60 αναβράζοντα δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sandoz GmbH
Biochemiestrasse 10
A-6250 Kundl
Αυστρία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11