Ο παρακάτω πίνακας περιγράφει τη συστηματική έκθεση στην
εσομεπραζόλη μετά από ενδοφλέβια χορήγηση ως 3-λεπτη ένεση σε
παιδιατρικούς ασθενείς και υγιείς ενήλικες εθελοντές. Οι τιμές στον
πίνακα είναι γεωμετρικού τύπου (εύρος). Η δόση των 20 mg για ενήλικες
χορηγήθηκε ως έγχυση 30 λεπτών. Το C
ss, max
μετρήθηκε 5 λεπτά μετά τη
δόση σε όλες τις παιδικές ομάδες και 7 λεπτά μετά τη δόση σε ενήλικες
για τη δόση των 40 mg, και μετά τη διακοπή της έγχυσης σε ενήλικες για
τη δόση 20 mg.
Ηλικιακή
ομάδα
Ομάδα δόσης
AUC (μmol*h/l) Css,max (μmol/l)
0-1 μηνών* 0,5 mg/kg (n=6) 7,5 (4,5-20,5) 3,7 (2,7-5,8)
1-11 μηνών * 1,0 mg/kg (n=6) 10,5 (4,5-22,2) 8,7 (4,5-14,0)
1-5 ετών 10 mg (n=7) 7,9 (2,9-16,6) 9,4 (4,4-17,2)
6-11 ετών 10 mg (n=8) 6,9 (3,5-10,9) 5,6 (3,1-13,2)
20 mg (n=8)
20 mg (n=6)**
14,4 (7,2-42,3)
10,1 (7,2-13,7)
8,8 (3,4-29,4)
8,1 (3,4-29,4)
12-17 ετών 20 mg (n=6) 8,1 (4,7-15,9) 7,1 (4,8-9,0)
40 mg (n=8) 17,6 (13,1-19,8) 10,5 (7,8-14,2)
Ενήλικες 20 mg (n=22) 5,1 (1,5-11,8) 3,9 (1,5-6,7)
40 mg (n=41) 12,6 (4,8-21,7) 8,5 (5,4-17,9)
* Ένας ασθενής στην ηλικιακή ομάδα 0 έως 1 μηνός ορίστηκε ως έναν
ασθενής με διορθωμένη ηλικία ≥32 πλήρων εβδομάδων και <44 πλήρων
εβδομάδων, όπου διορθωμένη ηλικία ήταν το άθροισμα της ηλικίας
κύησης και της ηλικίας μετά τη γέννηση σε πλήρεις εβδομάδες. Ένας
ασθενής στην ηλικιακή ομάδα ηλικίας 1 έως 11 μηνών είχε μια
διορθωμένη ηλικία ≥ 44 πλήρων εβδομάδων.
** Δύο ασθενείς αποκλείστηκαν, ένας πιθανώς με μικρή δυνατότητα
μεταβολισμού του CYP2C19 και ένας σε ταυτόχρονη θεραπεία με
αναστολέα του CYP3A4.
Προβλέψεις βασισμένες σε μοντέλο δείχνουν ότι οι C
ss, max
μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση εσομεπραζόλης ως 10-λεπτες, 20-λεπτες και 30-
λεπτες εγχύσεις θα μειωθούν κατά μέσο όρο 37% έως 49%, 54% έως 66%
και 61% έως 72%, αντίστοιχα, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και τις
ομάδες δόσεων σε σύγκριση με το όταν η δόση χορηγείται ως 3-λεπτη
ένεση.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι προκλινικές μελέτες δεν έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο, βάσει των συμβατικών μελετών τοξικότητας μετά από εφάπαξ
ή επαναλαμβανόμενη χορήγηση, εμβρυοτοξικότητας και μεταλλαξιογόνου
δράσης. Μελέτες καρκινογένεσης σε αρουραίους με το ρακεμικό μίγμα,
χορηγούμενο από του στόματος, έδειξαν υπερπλασία των γαστρικών
ECL-κυττάρων και καρκινοειδή. Οι δράσεις αυτές στο γαστρικό είναι
αποτέλεσμα της
παρατεταμένης και έντονης υπεργαστριναιμίας ως επακόλουθο της
μειωμένης έκκρισης του γαστρικού οξέος και παρατηρούνται μετά από
μακρόχρονη θεραπεία σε αρουραίους με αναστολείς της έκκρισης
γαστρικού οξέος. Στο μη κλινικό πρόγραμμα της ενδοφλέβιας μορφής της
εσομεπραζόλης δεν υπήρξε ένδειξη για ερεθισμό των αγγείων, αλλά
παρατηρήθηκε μία μικρή ιστική φλεγμονώδης αντίδραση στο σημείο της