ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
RAFREDA 250mg/5ml πόσιμο εναιώρημα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε κουταλάκι του γλυκού (5 ml) πόσιμου εναιωρήματος περιέχει 250 mg μεφαιναμικού
οξέος.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμο εναιώρημα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Χρόνιες φλεγμονώδεις αρθροπάθειες (ρευματοειδής αρθρίτιδα, αγκυλωτική
σπονδυλαρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα κ.λ.π.).
Εκφυλιστικές αρθροπάθειες περιφερικών αρθρώσεων και σπονδυλικής στήλης.
Επώδυνα εξωαρθρικά μυοσκελετικά σύνδρομα (περιαρθρίτιδα, τενοντίτιδα,
τραυματικές κακώσεις κ.λ.π.).
Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια.
Δύναται να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά ηλικίας άνω των 6 μηνών σαν αντιπυρετικό για
διάστημα έως και 7 ημερών.
Αντιμετώπιση κρίσεων ημικρανίας, οδοντικός πόνος, πόνος από τραύματα,
μετεγχειρητικός πόνος.
Μηνορραγία οφειλόμενη σε ορμονική δυσλειτουργία ή παρουσία ενδομητρικής
συσκευής (IUD) όταν δεν υπάρχει οργανική βλάβη.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να ελαχιστοποιηθούν εφόσον χρησιμοποιούνται για την
πλέον μικρή διάρκεια θεραπείας που απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλέπε
παρ. 4.4).
Ενήλικες και παιδιά άνω των 14 ετών:
Συνήθης δόση από το στόμα 500 mg (10 ml ή 2 κουταλάκια του γλυκού) 3 φορές την
ημέρα, μετά τα γεύματα.
Δυσμηνόρροια: 500 mg (10 ml ή 2 κουταλάκια του γλυκού) 3 φορές την ημέρα . Η αρχική
δόση να χορηγείται με το ξεκίνημα του πόνου της εμμηνόρυσης και να συνεχιστεί όσο
διαρκούν τα συμπτώματα.
Μηνορραγία: 500 mg (10 ml ή 2 κουταλάκια του γλυκού) 3 φορές την ημέρα. Η αρχική
δόση να χορηγείται με το ξεκίνημα της αιμορραγίας και των συσχετιζόμενων συμπτωμάτων
και να συνεχιστεί όσο διαρκούν τα συμπτώματα.
2
Παιδιά βάρους άνω των 6 μηνών σαν αντιπυρετικό και για διάστημα έως και 7 ημέρες: 5
mg/kg Β.Σ. ή 0.1 ml/kg Β.Σ. κάθε 6 ώρες, μετά τα γεύματα. Για την χορήγηση της δόσης σε
παιδιά θα πρέπει να χρησιμοποιείται η δοσομετρική σύριγγα που συμπεριλαμβάνεται στην
συσκευασία.
4.3 Αντενδείξεις
Σε ασθενείς με ενεργό πεπτικό έλκος ή ιστορικό πεπτικού έλκους, ή άλλες οργανικές
παθήσεις του γαστρεντερικού όπως η ελκώδης κολίτις και η νόσος του Crohn ή με
ιστορικό υποτροπιαζουσών αιμορραγιών.
Σε ασθενείς που έχουν εκδηλώσει ασθματική προσβολή, αλλεργική ρινίτιδα ή κνίδωση
μετά από χρήση ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών
φαρμάκων.
Σε ασθενείς αλλεργικούς στο φάρμακο.
Στην κύηση και γαλουχία (η ασφάλειά του για τέτοια χρήση δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί).
Σε παιδιά κάτω των 14 ετών δεν υπάρχει ακόμη μεγάλη εμπειρία, (εκτός της ένδειξής
του σαν αντιπυρετικό για παιδιά από 6 μηνών και άνω και για διάστημα έως και 7
ημέρες).
Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ.
Σε ασθενείς με αιματολογική νόσο ή ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
Σε ασθενείς με επιληπτική νόσο.
Θεραπεία του περι-εγχειρητικού άλγους στα πλαίσια επέμβασης
αορτοστεφανιαίας παράκαμψης με μόσχευμα.
Σε ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χρησιμοποιώντας την
κατώτατη αποτελεσματική δόση για τη πλέον μικρή διάρκεια θεραπείας που
απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλέπε παρ. 4.2 και κινδύνους από το
γαστρεντερικό και καρδιαγγειακό).
Η ταυτόχρονη χρήση μεφαιναμικού οξέος και ΜΣΑΦ, περιλαμβανομένων των αναστολέων
του COX-2, πρέπει να αποφεύγεται.
Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση:
Σε υπερήλικες και εξασθενημένα άτομα.
Σε ασθενείς με σημαντική έκπτωση της καρδιακής λειτουργίας
Σε ασθενείς με υπέρταση που λαμβάνουν διουρητικά
Σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο.
Σε μακροχρόνια χορήγηση χρειάζεται κατά διαστήματα αιματολογικός και βιοχημικός
έλεγχος του ασθενούς.
3
Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό αλλεργικού ή βρογχικού άσθματος
καθώς επίσης και σε ασθενείς με λοίμωξη γιατί μπορεί να καλύψει τα συμπτώματα του
πυρετού και της φλεγμονής.
Καρδιαγγειακές και αγγειακές εγκεφαλικές επιδράσεις
Απαιτείται η σωστή παρακολούθηση και η παροχή συμβουλών σε ασθενείς με
ιστορικό υπέρτασης και με ελαφρά έως μέτρια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
καθώς έχει αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε σχέση με θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η
χρήση μερικών ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνιες θεραπείες)
μπορεί να συσχετίζεται με μια μικρή αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση θρομβωτικών
αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό
επεισόδιο), τα οποία μπορεί να είναι θανατηφόρα. Οι ασθενείς με γνωστή καρδιαγγειακή
νόσο βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Για να ελαχιστοποιηθεί ο δυνητικός κίνδυνος για
καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες, στους ασθενείς που λαμβάνουν μεφαιναμικό οξύ, θα
πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση για την πλέον μικρή διάρκεια
θεραπείας. Οι ιατροί και οι ασθενείς θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για την εμφάνιση
τέτοιων ενεργειών, ακόμα και απουσία προηγούμενων καρδιαγγειακών συμπτωμάτων. Οι
ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται σχετικά με τα σημεία και/ή συμπτώματα της
σοβαρής καρδιαγγειακής τοξικότητας και σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση
που εμφανισθούν.
Ασθενείς με μη ρυθμισμένη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,
εγκατεστημένη ισχαιμική καρδιακή νόσο, περιφερική αρτηριακή νόσο, και/ή
αγγειακή εγκεφαλική νόσο θα πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία με μεφαιναμικό
οξύ μόνο μετά από προσεκτική θεώρηση του θέματος. Παρόμοια θεώρηση θα
πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη μεγαλύτερης διάρκειας θεραπείας σε ασθενείς με
παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (π.χ. υπέρταση,
υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα).
Υπέρταση
Όπως όλα τα ΜΣΑΦ, έτσι και το μεφαιναμικό οξύ μπορεί να οδηγήσει στην έναρξη νέας
υπέρτασης ή στην επιδείνωση προϋπάρχουσας υπέρτασης, καθεμία από τις καταστάσεις
αυτές μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρδιαγγειακών
συμβαμάτων. Τα ΜΣΑΦ, περιλαμβανομένου του μεφαιναμικού οξέος, πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με υπέρταση. Η αρτηριακή πίεση πρέπει να
παρακολουθείται στενά κατά την έναρξη της θεραπείας με μεφαιναμικό οξύ και καθόλη τη
διάρκεια της θεραπείας.
4
Κατακράτηση Υγρών και Οίδημα
Όπως και με άλλα φάρμακα που αναστέλλουν τη σύνθεση της προσταγλανδίνης,
έχουν παρατηρηθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε μερικούς ασθενείς που
λαμβάνουν ΜΣΑΦ, περιλαμβανομένου και του μεφαιναμικού οξέος. Επομένως, το
μεφαιναμικό οξύ πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με κατεσταλμένη
καρδιακή λειτουργία και άλλες καταστάσεις που προδιαθέτουν σε, ή επιδεινώνονται
από την, κατακράτηση υγρών. Ασθενείς με προϋπάρχουσα συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια ή υπέρταση, πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό αλλεργικού ή βρογχικού άσθματος,
καθώς επίσης και σε ασθενείς με λοίμωξη, γιατί μπορεί να καλύψει τα συμπτώματα του
πυρετού και της φλεγμονής.
Γαστρεντερικές Επιδράσεις
Η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανιστεί διάρροια, ή γαστρεντερικά
ενοχλήματα.
Τα ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένου του μεφαιναμικού οξέος, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές
γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες, περιλαμβανομένων των: φλεγμονής, αιμορραγίας,
εξέλκωσης και διάτρησης στομάχου, λεπτού εντέρου ή παχέος εντέρου, οι οποίες μπορεί να
είναι και θανατηφόρες. Όταν παρουσιασθεί γαστρεντερική αιμορραγία ή εξέλκωση σε
ασθενείς που λαμβάνουν μεφαιναμικό οξύ, πρέπει να διακοπεί η θεραπεία. Οι ασθενείς που
διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν τέτοιου είδους γαστρεντερικές επιπλοκές με
τα ΜΣΑΦ είναι οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, οι ασθενείς που
χρησιμοποιούν ταυτόχρονα ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή οι ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό ή
με ενεργή γαστρεντερική νόσο, όπως εξέλκωση, γαστρεντερική αιμορραγία ή φλεγμονώδεις
καταστάσεις. Επομένως, το μεφαιναμικό οξύ πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
αυτούς τους ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.3 Αντενδείξεις).
Η λήψη με τροφή ή γάλα και η σύγχρονη χορήγηση αντιόξινων, ή Η
2
αναστολέων ή
μισοπροστόλης ή αναστολέων της αντλίας πρωτονίων, ιδίως στους ηλικιωμένους
ασθενείς μειώνει τον κίνδυνο των εκ του στομάχου ανεπιθύμητων ενεργειών.
Δερματικές Αντιδράσεις
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, μερικές από τις οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο,
που περιλαμβάνουν την αποφολιδωτική δερματίτιδα, το σύνδρομο Stevens-Johnson και
την τοξική επιδερμική νεκρόλυση, έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σε σχέση με τη χρήση
5
των ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένου του μεφαιναμικού οξεός. Οι ασθενείς φαίνεται να
διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για αυτά τα συμβάματα κατά τα πρώτα στάδια της
θεραπείας, με την έναρξη του συμβάματος να παρουσιάζεται στην πλειονότητα των
περιπτώσεων εντός του πρώτου μήνα της θεραπείας. Το μεφαιναμικό οξύ πρέπει να
διακόπτεται με την πρώτη εμφάνιση δερματικού εξανθήματος, βλάβης του βλεννογόνου ή
κάποιο άλλο σημείο υπερευαισθησίας.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Μία ψευδώς θετική αντίδραση για χολή στα ούρα μπορεί να προκύψει με τη χρήση της
δοκιμασίας του διάζο δισκίου, μετά από χορήγηση μεφαιναμικού οξέος. Εάν υπάρχει
υποψία χολουρίας θα πρέπει να πραγματοποιούνται άλλες διαγνωστικές μέθοδοι όπως η
δοκιμασία κηλίδας Harrison.
Νεφρικές Επιδράσεις
Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένου του μεφαιναμικού οξέος,
μπορεί να προκαλέσουν διάμεση νεφρίτιδα των ουροφόρων, σπειραματίτιδα, θηλοειδική
νέκρωση και νεφρωσικό σύνδρομο. Τα ΜΣΑΦ αναστέλλουν τη σύνθεση των νεφρικών
πρoσταγλανδινών, οι οποίες υποβοηθούν τη διατήρηση της αιμάτωσης, των νεφρών σε
ασθενείς στoυς oπoίoυς η νεφρική ροή αίματος και o όγκος του αίματος έχουν μειωθεί.
Στους ασθενείς αυτούς, η χορήγηση ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλέσει έκδηλη νεφρική
δυσλειτουργία, την oπoία κατά κανόνα ακoλoυθεί αποκατάσταση στην προ της θεραπείας
κατάσταση, μετά τη διακοπή της χορήγησης ΜΣΑΦ. Ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο
πρόκλησης της παραπάνω παθολογικής αντίδρασης, είναι αυτοί που παρουσιάζουν
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κίρρωση του ήπατος, νεφρωσικό σύνδρομο, εμφανή
νεφροπάθεια και οι ηλικιωμένοι. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να παρακολουθούνται με
προσοχή κατά τη διάρκεια της λήψεως ΜΣΑΦ. Η διακοπή της χορήγησης του ΜΣΑΦ
συνήθως επαναφέρει την νεφρική λειτουργία στην προηγούμενη κατάσταση. Επειδή οι
μεταβολίτες του μεφαιναμικού οξέος απεκκρίνονται κυρίως από τους νεφρούς το φάρμακο
δεν θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με σημαντικά μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Αιματολογικές Επιδράσεις
Το μεφαιναμικό οξύ μπορεί να εμποδίσει την συσσώρευση των αιμοπεταλίων και να
επιμηκύνει τον χρόνο προθρομβίνης σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά.
Ηπατικές Επιδράσεις
Είναι δυνατόν να εμφανισθεί διαταραχή μιας ή περισσοτέρων εξετάσεων της ηπατικής
λειτουργίας, η οποία μπορεί να είναι παροδική ή να επιδεινωθεί με την συνέχιση της λήψεως
του μεφαιναμικού οξέος. Ασθενείς με συμπτώματα ή σημεία ηπατικής δυσλειτουργίας ή σ’
6
αυτούς που παρουσιάζεται διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας πρέπει να παρακολουθούνται
για τυχόν επιδείνωση της ηπατικής λειτουργίας. Εάν η διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας
επιμένει ή επιδεινώνεται, εάν εμφανισθούν συμπτώματα ή σημεία ηπατικής δυσλειτουργίας ή
άλλες συστηματικές εκδηλώσεις η λήψη του μεφαιναμικού οξέος πρέπει να διακοπεί.
Επιληψία
Να χορηγείται με προσοχή σε επιληπτικούς ασθενείς.
Προφυλάξεις που σχετίζονται με τη γονιμότητα
Η χρήση του μεφαιναμικού οξέος μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα στις γυναίκες και δε
συνιστάται η χρήση του σε γυναίκες που προσπαθούν να συλλάβουν. Θα πρέπει να
εξετάζεται η διακοπή του μεφαιναμικού οξέος σε γυναίκες που δυσκολεύονται να
συλλάβουν ή βρίσκονται υπό διερεύνηση στειρότητας.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Το φάρμακο, όπως και τα υπόλοιπα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, συνδέεται σε
μεγάλο ποσοστό με τις λευκωματίνες του ορού και υπάρχει η πιθανότητα να εκτοπίσει
απ΄αυτές άλλα φάρμακα, που έχουν την ίδια ή μικρότερη ικανότητα σύνδεσης,
αυξάνοντας έτσι τη δραστικότητά τους. Γι΄αυτό χρειάζεται προσοχή όταν χορηγείται
ταυτόχρονα, ιδιαίτερα σε μεγάλες δόσεις, με κουμαρινικού τύπου αντιπηκτικά
(Βαρφαρίνη), Σουλφονυλουρίες, Υδαντοΐνες ή Σουλφοναμίδια.
Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η ταυτόχρονη χορήγηση ακετυλοσαλικυλικού
οξέος και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων προκαλεί πτώση του επιπέδου
στο πλάσμα και της δραστικότητας των τελευταίων. Επειδή ο συνδυασμός αυτός δεν
έχει αποδειχθεί ότι προσφέρει θεραπευτικά πλεονεκτήματα δεν χρησιμοποιείται.
Αντιυπερτασικά, περιλαμβανομένων των διουρητικών, των αναστολέων του
μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) και των ανταγωνιστών της
αγγειοτενσίνης ΙΙ (ΑΙΙΑ): Τα ΜΣΑΦ μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των
διουρητικών και άλλων αντιυπερτασικών φαρμάκων. Σε ασθενείς με επηρεασμένη
νεφρική λειτουργία (π.χ. αφυδατωμένους ασθενείς ή ηλικιωμένους ασθενείς με
κατεσταλμένη νεφρική λειτουργία), η συγχορήγηση ενός αναστολέα του ΜΕΑ ή ενός
ΑΙΙΑ μαζί με έναν αναστολέα της κυκλοοξυγενάσης μπορεί να επιδεινώσει
περισσότερο τη νεφρική λειτουργία, περιλαμβανομένης της πιθανότητας οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία είναι συνήθως αναστρέψιμη και τον κίνδυνο της
υπερκαλιαιμίας. Σε ασθενείς που λαμβάνουν μεφαιναμικό οξύ μαζί με έναν αναστολέα
του ΜΕΑ ή έναν ΑΙΙΑ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο εμφάνισης αυτών
7
των αλληλεπιδράσεων. Επομένως, η συγχορήγηση αυτών των φαρμάκων πρέπει να
γίνεται με προσοχή, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους ασθενείς. Οι ασθενείς πρέπει να
είναι επαρκώς ενυδατωμένοι και πρέπει να αξιολογείται η ανάγκη παρακολούθησης
της νεφρικής λειτουργίας κατά την έναρξη της συγχορηγούμενης θεραπείας και,
κατόπιν, σε τακτά διαστήματα
Άλλα αναλγητικά συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της
κυκλοοξυγενάσης: Συνιστάται η αποφυγή της συγχορήγησης δύο ή περισσότερων
ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένης της ασπιρίνης) καθώς μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Αντικαταθλιπτικά: Οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs)
αυξάνουν τον κίνδυνο γαστρεντερικής αιμορραγίας.
Αμινογλυκοσίδες: μείωση της νεφρικής λειτουργίας σε ευπαθή άτομα, μειωμένη
απομάκρυνση των αμινογλυκοσιδών και αυξημένες συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
Αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες: αυξάνεται ο κίνδυνος γαστρεντερικής εξέλκωσης ή
αιμορραγίας.
Προβενεσίδη: Μείωση μεταβολισμού και απομάκρυνσης των ΜΣΑΦ και μεταβολιτών.
Ζιδοβουδίνη: αυξημένος κίνδυνος αιματολογικής τοξικότητας όταν τα ΜΣΑΦ
χορηγούνται με ζιδοβουδίνη. Υπάρχουν ενδείξεις αυξημένου κινδύνου αιμάθρωσης
και αιματώματος σε HIV (+) αιμορροφιλικούς που λαμβάνουν θεραπεία με
ζιδοβουδίνη και ιβουπροφαίνη παράλληλα.
Με τις κινολόνες πιθανόν να αυξάνει ο κίνδυνος εμφανίσεως σπασμών.
Ανταγωνίζεται την αντιυπερτασική δράση των αντιυπερτασικών φαρμάκων
Μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των καρδιοτονωτικών γλυκοσιδών στο πλάσμα.
Μεθοτρεξάτη: Συνιστάται προσοχή όταν η μεθοτρεξάτη χορηγείται συγχρόνως με
ΜΣΑΦ, περιλαμβανομένου του μεφαιναμικού οξέος, καθώς η χορήγηση ΜΣΑΦ
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων μεθοτρεξάτης στο πλάσμα,
αυξάνοντας τον κίνδυνο της τοξικής δράσης της
Κυκλοσπορίνη: Λόγω της επίδρασής τους στις νεφρικές προσταγλανδίνες, οι
αναστολείς της κυκλοοξυγενάσης, όπως η δικλοφενάκη, μπορεί μαζί με την
κυκλοσπορίνη να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας.
Τακρόλιμους: Πιθανώς αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας όταν χορηγούνται
ΜΣΑΦ μαζί με τακρόλιμους
Με διουρητικά αυξάνει ο κίνδυνος της νεφροτοξικότητας.
Μειώνει την απέκκριση και αυξάνει τον κίνδυνο τοξικότητας του λιθίου.
Να μη χορηγείται συγχρόνως και για 12 ημέρες μετά την λήψη μιφεπριστόνης.
Κορτικοστεροειδή: Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής εξέλκωσης ή αιμορραγίας
8
Με τα αλκοολούχα ποτά αυξάνει ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών από το
γαστρεντερικό
Ψευδώς θετική αντίδραση για το ουροχολινογόνο και τα χολικά άλατα στα ούρα είναι
δυνατόν να παρουσιασθεί μετά από χορήγηση Μεφεναμικού οξέος.\
Υπογλυκαιμικοί παράγοντες: Υπάρχουν αναφορές για μεταβολές στην επίδραση των
από του στόματος υπογλυκαιμικών παραγόντων παρουσία ΜΣΑΦ. Επομένως, το
μεφαιναμικό οξύ πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν
ινσουλίνη ή από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Επειδή δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία και καλώς ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους, το
φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται κατά την κύηση. Δεν είναι γνωστό αν το μεφαιναμικó οξύ
ή οι μεταβολίτες του διαπερνούν τον πλακούντα. Εξαιτίας των συνεπειών των φαρμάκων
αυτής της κατηγορίας (αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδίνης) στο καρδιαγγειακό
σύστημα του εμβρύου .χ. πρώιμη σύγκλειση του αρτηριακού πόρου), η χρήση του
μεφαιναμικού οξέος αντενδείκνυται κατά την κύηση. Το μεφαιναμικό οξύ αναστέλλει τη
σύνθεση προσταγλανδίνης, με πιθανό αποτέλεσμα την παράταση της κύησης και την
παρέμβαση στον τοκετό, όταν χορηγείται σε προχωρημένο στάδιο της κύησης.
Οι γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία με μεφαιναμικό οξύ θα πρέπει να συμβουλευτούν το
γιατρό τους αν αποφασίσουν να μείνουν έγκυες. (βλ. παράγραφο 4.4)
Χρήση κατά τη γαλουχία
Ελάχιστες ποσότητες μεφαιναμικού οξέος μπορεί να ανευρεθούν στο μητρικό γάλα και να
μεταβιβασθούν στο νεογνό. Επομένως το μεφαιναμικό οξύ δεν πρέπει να λαμβάνεται από
γυναίκες σε γαλουχία.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Επειδή μπορεί να προκαλέσει υπνηλία, ζάλη, κόπωση και διαταραχές όρασης συνιστάται
να αποφεύγεται η οδήγηση και η χρήση επικίνδυνων μηχανημάτων τουλάχιστον εώς ότου
ο ασθενής βεβαιωθεί ότι οι ικανότητές του δεν έχουν επηρεαστεί.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του γαστρεντερικού: Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες του μεφαιναμικού
οξέος εμφανίζονται στο γαστρεντερικό σωλήνα (βλ. παράγραφο 4.4). Η διάρροια είναι η πιο
9
συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια και συνήθως είναι δοσοεξαρτώμενη. Γενικώς υποχωρεί με την
μείωση της δόσης και παύει με την διακοπή της λήψεως.
Συχνές επίσης είναι η ναυτία με ή χωρίς έμετο και το κοιλιακό άλγος.
Γαστρεντερικές/ήπατος-χοληφόρων ανεπιθύμητες ενέργειες συμπεριλαμβάνουν: ανορεξία,
αίσθημα καύσου, μετεωρισμός, εντεροκολίτις, κολίτις, επιδείνωση της νόσου του Crohn,
στεατόρροια, χολοστατικός ίκτερος, ηπατίτις, παγκρεατίτις, ήπια ηπατική τοξικότητα,
ηπατονεφρικό σύνδρομο, διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας, δυσκοιλιότητα, αιμορραγική
γαστρίτις, πεπτικό έλκος με ή χωρίς γαστρορραγία.
Διαταραχές του Αιμοποιητικού και του Λεμφικού Συστήματος: Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία
(μετά από μακρά λήψη, υποχωρεί με τη διακοπή), πτώση του αιματοκρίτου, λευκοπενία,
ηωσινοφιλία, θρομβοπενική πορφύρα, ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυττοπενία, απλαστική
αναιμία και υποπλασία μυελού των οστών.
Διαταραχές του Ανοσοποιητικού Συστήματος: Αναφυλαξία.
Διαταραχές του Μεταβολισμού και της Θρέψης: Δυσανεξία στη γλυκόζη σε διαβητικούς
ασθενείς, υπονατριαιμία.
Ψυχιατρικές Διαταραχές: Νευρικότητα, σύγχυση, κατάθλιψη, παραισθήσεις.
Διαταραχές του Νευρικού Συστήματος: Άσηπτη μηνιγγίτιδα (ειδικά σε ασθενείς με
αυτοάνοσες διαταραχές όπως συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, μικτή νόσο του συνδετικού
ιστού) με συμπτώματα όπως αυχενική δυσκαμψία, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετο, πυρετό ή
αποπροσανατολισμό. Οπτική νευρίτιδα, παραισθησία, υπνηλία, ζάλη, κεφαλαλγία, θαμπή
όραση, σπασμοί και αϋπνία.
Οφθαλμικές Διαταραχές: Ερεθισμός των οφθαλμών, αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας
διακρίσεως των χρωμάτων.
Διαταραχές του Ωτός και του Λαβυρίνθου: Ωταλγία, εμβοές, ίλιγγος.
Καρδιακές Διαταραχές: Αίσθημα παλμών, οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια έχουν
αναφερθεί σε σχέση με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες, υποδεικνύουν ότι η
χρήση κάποιων ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνιες θεραπείες)
10
μπορεί να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών
συμβάντων (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο -βλέπε παρ. 4.4).
Αγγειακές Διαταραχές: Υπόταση.
Διαταραχές των Νεφρών και των Ουροφόρων οδών: Νεφρική ανεπάρκεια περιλαμβανομένης
της νέκρωσης των θηλών, αιματουρία, δυσουρία, αλλεργική σπειραματονεφρίτιδα, οξεία
διάμεση νεφρίτιτδα, πρωτεϊνουρία, νεφρωσικό σύνδρομο.
Διαταραχές του Αναπνευστικού Συστήματος, του Θώρακα και του Μεσοθωρακίου: Άσθμα,
δύσπνοια.
Διαταραχές του Δέρματος και του Υποδόριου Ιστού: Αγγειοοίδημα, οίδημα λάρυγγα,
σύνδρομο Stevens –Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο του Lyell),
πολύμορφο ερύθημα, εφίδρωση, κνησμός, κνίδωση, εξάνθημα, οίδημα προσώπου.
Γενικές διαταραχές: Κόπωση, δυσφορία, πολυοργανική ανεπάρκεια, πυρεξία.
Παιδιατρικοί ασθενείς
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: υποθερμία.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο.
Μετά από τυχαία υπερδοσολογία, θα πρέπει αμέσως να προκληθεί έμετος ή να γίνει πλύση
στομάχου και να ακολουθήσει χορήγηση ενεργού άνθρακα. Οι ζωτικές λειτουργίες θα πρέπει
να ελέγχονται και να υποστηρίζονται.
Η αιμοδιύλυση δεν προσφέρεται, επειδή το μεφαιναμικό οξύ και οι μεταβολίτες του
συνδέονται σταθερά με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Μετά από λήψη υπερβολικής δόσης
μεφαιναμικού οξέος, έχουν αναφερθεί επιληπτικοί σπασμοί, οξεία νεφρική ανεπάρκεια και
κώμα.
Η υπερδοσολογία έχει προκαλέσει θανάτους.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: Μ01ΑG01
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Το μεφαιναμικό οξύ είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο με αποδεδειγμένη,
σε πειραματόζωα, αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση. Δεν είναι
11
ναρκωτικό. ΄Εχει διαπιστωθεί, μετά από πειράματα σε πρότυπα ζώων, ότι το μεφαιναμικό
οξύ αναστέλλει τη σύνθεση των προσταγλανδινών, ενώ φαίνεται ότι δεσμεύει και τους
υποδοχείς τους.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Απορροφάται γρήγορα και ικανοποιητικά από το γαστρεντερικό σωλήνα. Μετά από του
στόματος χορήγηση 1 γραμμαρίου σε ενήλικες, η μέγιστη στάθμη του στο αίμα είναι
10mcg/ml και επιτυγχάνεται σε 1 έως 4 ώρες, με χρόνο ημιζωής 2 ώρες. Τα επίπεδα στο
αίμα, μετά από πολλαπλή χορήγηση, είναι ανάλογα της δόσης, χωρίς να παρατηρείται
συσσώρευση του φαρμάκου. Η λήψη ενός γραμμαρίου μεφαιναμικού οξέος, σε 4 δόσεις
ημερησίως, επιτυγχάνει μέγιστα επίπεδα στο αίμα, της τάξης των 20mcg/ml, έως τη δεύτερη
μέρα της χορήγησης.
Μεταβολισμός
Μεταβολίζεται με βιομετατροπή στο ήπαρ, κυρίως μέσω του κυτοχρώματος P450 CYP 2C9,
προς δύο διαφορετικά μεταβολικά προϊόντα :
α) 3-υδροξυ-μεθυλο-παράγωγο (ΜΕΤΑΒΟΛΙΤΗΣ Ι) και
β) 3-καρβοξυλο-παράγωγο (ΜΕΤΑΒΟΛΙΤΗΣ ΙΙ).
Στους ασθενείς για τους οποίους είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία ότι το CYP 2C9 έχει
μειωμένη μεταβολική δραστικότητα, βάσει ιστορικού/ προηγούμενης εμπειρίας με
άλλα υποστρώματα του CYP 2C9, η χορήγηση μεφαιναμικού οξέος πρέπει να γίνεται
με προσοχή, καθώς ενδέχεται να εμφανίσουν μη φυσιολογικά υψηλά επίπεδα στο
πλάσμα, λόγω μειωμένης μεταβολικής κάθαρσης.
Κατανομή
Οι μεταβολίτες δεσμεύονται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτεΐνες του πλάσματος, δεν
παρουσιάζουν φαρμακολογική δράση, μετασχηματίζονται σε γλυκουρονίδια, εστεροποιούνται
και απεκκρίνονται.
Απέκκριση
Μετά από εφ’ άπαξ από του στόματος χορήγηση το 52-67% της δόσεως επανακτήθηκε στα
ούρα ως αμετάβλητο φάρμακο ή ως δύο μεταβολίτες. Στα κόπρανα ανακτήθηκαν εντός
τριημέρου το 20-25% της δόσεως, κυρίως ως ασύνδετος μεταβολίτης ΙΙ.
Η μεγαλύτερη ποσότητα του φαρμάκου απεκκρίνεται με τη μορφή γλυκουρονιδίων των
μεταβολιτών του, ιδιαίτερα του μεταβολίτη Ι (25%). Ελάχιστη ποσότητα απεκκρίνεται ως
αμιγές μητρικό φάρμακο και το 6% περίπου της αρχικής δόσης με τη μορφή του
12
γλυκουρονιδίου του. Τα μεγαλύτερα ποσοστά απέκκρισης παρατηρούνται για μεν το
μεφαιναμικό οξύ 2-4 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης, για δε τους μεταβολίτες, 4-8 ώρες
για το μεταβολίτη I και 2-12 ώρες για το μεταβολίτη ΙΙ.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Επίμυες, στους οποίους χορηγήθηκαν δόσεις μέχρι 10 φορές μεγαλύτερες της δόσης στον
άνθρωπο, παρουσίασαν μειωμένη γονιμότητα, καθυστέρηση τοκετού και μειωμένο
ποσοστό επιβίωσης έως τον απογαλακτισμό. Στη μελέτη αυτή, καθώς και σε μια άλλη σε
σκύλους που έλαβαν δεκαπλάσια δόση από τη δόση που χορηγείται στον άνθρωπο, δεν
παρατηρήθηκαν εμβρυϊκές ανωμαλίες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Carmellose sodium, povidone, ethanol 96%, aluminium magnesium silicate, sodium
benzoate, gluconolactone, saccharin sodium, sorbitol liquid 70%, sucrose, banana flavor,
cherry flavor, hydrochloric acid and/or sodium hydroxide, purified water.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Θερμοκρασία περιβάλλοντος, προστατευμένο από φως και υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλη των 150 ml ή των 300 ml από γυαλί amber, με βιδωτό πλαστικό πώμα και
δοσομετρική σύριγγα.
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Δεν είναι απαραίτητες.
6.7 ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
VERISFIELD (UK) LTD.
41 Chalton street, London, NW1 1JD,
United Kingdom
13
7. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
29-3-2011
14