Η ηπατική βλάβη είναι πιθανή σε ενήλικες που έχουν λάβει 10 g ή περισσότερο
παρακεταμόλης. Η λήψη 5 g ή περισσότερο παρακεταμόλης μπορεί να οδηγήσει
σε ηπατική βλάβη εάν ο ασθενής έχει παράγοντες κινδύνου (βλ. παρακάτω).
Παράγοντες Κινδύνου:
Εάν ο ασθενής
α) λαμβάνει μακροχρόνια θεραπεία με καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτόνη,
φαινυτοΐνη, πριμιδόνη, ριφαμπικίνη, βαλσαμόχορτο (St John’s Wort) ή άλλα
φάρμακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυμα
ή
β) καταναλώνει τακτικά αλκοόλ υπερβαίνοντας τις συνιστώμενες ποσότητες
ή
γ) είναι πιθανό να έχει μειωμένη συγκέντρωση γλουταθειόνης π.χ. διαταραχές
πρόσληψης τροφής, κυστική ίνωση, λοίμωξη από τον ιό HIV, ασιτία, καχεξία.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας με παρακεταμόλη εντός των πρώτων 24
ωρών είναι ωχρότητα, ναυτία, έμετος, ανορεξία και κοιλιακό άλγος. Η ηπατική
βλάβη μπορεί να γίνει εμφανής 12 έως 48 ώρες μετά τη λήψη. Μπορεί να
εμφανιστούν ανωμαλίες στο μεταβολισμό της γλυκόζης και μεταβολική
οξέωση. Σε σοβαρή δηλητηρίαση, η ηπατική ανεπάρκεια μπορεί να εξελιχθεί σε
εγκεφαλοπάθεια, αιμορραγία, υπογλυκαιμία, εγκεφαλικό οίδημα, και θάνατο.
Μπορεί να εμφανιστεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια με οξεία νέκρωση
σωληναρίων, που υποδηλώνεται σαφώς από άλγος στη νεφρική χώρα,
αιματουρία και πρωτεϊνουρία, ακόμα και απουσία σοβαρής ηπατικής βλάβης.
Έχουν αναφερθεί καρδιακές αρρυθμίες και παγκρεατίτιδα.
Αντιμετώπιση
Η άμεση θεραπεία είναι σημαντική στην αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με
παρακεταμόλη. Μολονότι υπάρχει έλλειψη σημαντικών πρώιμων
συμπτωμάτων, οι ασθενείς πρέπει να παραπέμπονται επειγόντως σε
νοσοκομείο για άμεση ιατρική παρακολούθηση. Τα συμπτώματα μπορεί να
περιορίζονται σε ναυτία ή έμετο και μπορεί να μην καταδεικνύουν τη
σοβαρότητα της υπερδοσολογίας ή τον κίνδυνο βλάβης οργάνων. Η
αντιμετώπιση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις τοπικές οδηγίες για την
αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας.
Πρέπει να εξετάζεται η θεραπεία με ενεργό άνθρακα εάν η υπερβολική δόση
έχει ληφθεί εντός 1 ώρας. Πρέπει να μετράται η συγκέντρωση της
παρακεταμόλης στο πλάσμα 4 ώρες ή αργότερα μετά τη λήψη (οι
συγκεντρώσεις πιο νωρίς δεν είναι αξιόπιστες). Η θεραπεία με Ν-
ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί έως και 24 ώρες μετά τη λήψη της
παρακεταμόλης, εντούτοις, η μέγιστη προστατευτική δράση επιτυγχάνεται έως
και 8 ώρες μετά τη λήψη. Η αποτελεσματικότητα του αντιδότου μειώνεται
απότομα έπειτα από αυτή την περίοδο. Εάν απαιτείται, πρέπει να χορηγείται
ενδοφλεβίως στον ασθενή Ν-ακετυλοκυστεΐνη, σε αντιστοιχία με το
καθιερωμένο δοσολογικό σχήμα. Εάν ο έμετος δεν αποτελεί πρόβλημα, η από
του στόματος χορηγούμενη μεθειονίνη μπορεί να αποτελεί κατάλληλη
εναλλακτική για απομακρυσμένες περιοχές, εκτός του νοσοκομείου. Η
αντιμετώπιση των ασθενών που παρουσιάζουν σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
μετά από 24 ώρες από τη λήψη πρέπει να γίνεται κατόπιν συνεννόησης με το
Κέντρο Δηλητηριάσεων ή τη μονάδα ήπατος.
6