ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
IBONDEM 6 mg πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς
έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο με 6 ml πυκνού διαλύματος για παρασκευή
διαλύματος προς έγχυση περιέχει 6 mg ιβανδρονικού οξέος (ως
6,75 mg μονοϋδρικού, μονονατριούχου άλατος ιβανδρονικού
οξέος).
Έκδοχα: Νάτριο (λιγότερο από 1 mmol ανά δόση).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Διαυγές, άχρωμο, διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το IBONDEM ενδείκνυται σε ενήλικες για:
- την πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων (παθολογικών
καταγμάτων, οστικών επιπλοκών που απαιτούν ακτινοθεραπεία ή
χειρουργική επέμβαση) σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές
μεταστάσεις.
- τη θεραπεία της υπερασβεστιαιμίας που οφείλεται σε νεοπλασία
με ή χωρίς μεταστάσεις.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η έναρξη της αγωγής με IBONDEM πρέπει να πραγματοποιείται
μόνον από ιατρούς έμπειρους στην αντιμετώπιση του καρκίνου.
Δοσολογία
Πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς με καρκίνο μαστού
και οστικές μεταστάσεις
Η συνιστώμενη δόση για την πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε
ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις είναι 6 mg με
ενδοφλέβια έγχυση, χορηγούμενα κάθε 3-4 εβδομάδες. Η δόση
πρέπει να χορηγείται με έγχυση σε διάστημα τουλάχιστον 15
λεπτών.
Χρόνος έγχυσης μειωμένης διάρκειας (π.χ. 15 λεπτά) θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία ή με ήπια νεφρική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμα δεδομένα που να χαρακτηρίζουν τη χρήση χρόνου
έγχυσης μειωμένης διάρκειας σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης
κάτω από 50 ml/min. Οι συνταγογράφοι θα πρέπει να
συμβουλεύονται την παράγραφο
Ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία
(βλ. παράγραφος 4.2) για συστάσεις σχετικά με τη
δοσολογία και τη χορήγηση σε αυτή την ομάδα των ασθενών.
Θεραπεία της υπερασβεστιαιμίας που οφείλεται σε νεοπλασία
Πριν από τη θεραπεία με IBONDEM, ο ασθενής πρέπει να έχει
επανυδατωθεί επαρκώς με διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml
(0,9%). Πρέπει να εξετάζεται η βαρύτητα της υπερασβεστιαιμίας
καθώς επίσης και το είδος της νεοπλασίας. Γενικώς, απαιτούνται
χαμηλότερες δόσεις για τους ασθενείς με οστεολυτικές
μεταστάσεις συγκριτικά με τους ασθενείς με υπερασβεστιαιμία
χυμικού είδους. Στους περισσότερους ασθενείς με σοβαρή
υπερασβεστιαιμία (ασβέστιο ορού διορθωμένο ως προς τη
λευκωματίνη* ≥3 mmol/l ή ≥12 mg/dl) τα 4 mg είναι επαρκής εφάπαξ
δόση. Σε ασθενείς με μέτριου βαθμού υπερασβεστιαιμία (ασβέστιο
ορού διορθωμένο ως προς τη λευκωματίνη <3 mmol/l ή <12 mg/dl),
τα 2 mg είναι μία αποτελεσματική δόση. Η υψηλότερη δόση που
χορηγήθηκε κατά τις κλινικές δοκιμές ήταν 6 mg, αν και η δόση
αυτή δεν προσθέτει κανένα επιπλέον όφελος όσον αφορά στην
αποτελεσματικότητα.
*Σημειώστε ότι οι συγκεντρώσεις του ασβεστίου του ορού,
διορθωμένου ως προς τη λευκωματίνη, υπολογίζονται ως εξής:
Ασβέστιο ορού, διορθωμένο ως
προς τη λευκωματίνη (mmol/l)
=
ασβέστιο ορού (mmol/l) - [0,02 x
λευκωματίνη (g/l)] + 0,8
Ή
Aσβέστιο ορού, διορθωμένο ως
προς τη λευκωματίνη (mg/dl)
=
ασβέστιο ορού (mg/dl) + 0,8 x [4-
λευκωματίνη (g/dl)]
Για τη μετατροπή της τιμής του διορθωμένου ως προς τη λευκωματίνη
ασβεστίου του ορού από mmol/l σε mg/dl, πολλαπλασιάζουμε με το 4.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου
του ορού μπορούν να ελαττωθούν στα φυσιολογικά επίπεδα μέσα
σε 7 ημέρες. Ο διάμεσος χρόνος υποτροπής (επιστροφή του
διορθωμένου ως προς τη λευκωματίνη ασβεστίου ορού σε επίπεδα
άνω των 3 mmol/l) ήταν 18-19 ημέρες για τις δόσεις των 2 mg και 4
mg. Ο διάμεσος χρόνος υποτροπής για τη δόση των 6 mg ήταν 26
ημέρες.
Ένας περιορισμένος αριθμός ασθενών (50 ασθενείς) έχει λάβει μία
δεύτερη έγχυση για την υπερασβεστιαιμία. Η επανάληψη της
θεραπείας μπορεί να εξετασθεί σε περίπτωση υποτροπιάζουσας
υπερασβεστιαιμίας ή ανεπαρκούς αποτελεσματικότητας.
Το πυκνό διάλυμα IBONDEM για την παρασκευή διαλύματος προς
έγχυση πρέπει να χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση για διάστημα 2
ωρών.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης (βλ. παράγραφο 5.2).
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Για τους ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr 50 και
<80 mL/min) δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης. Για τους
ασθενείς με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (CLcr ≥30 και <50
mL/min) ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (CLcr <30 mL/min), οι
οποίοι υποβάλλονται σε θεραπεία για την πρόληψη σκελετικών
συμβαμάτων σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές
μεταστάσεις, θα πρέπει να ακολουθούνται οι παρακάτω
δοσολογικές συστάσεις (βλ. παράγραφο 5.2):
Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/min)
Δ / Δοσολογία ιάρκεια
έγχυσης
1
Όγκος
έγχυσης
2
50 CLcr<80 6 mg / 15 λεπτά 100 ml
30 CLcr < 50 4 mg / 1 ώρα 500 ml
< 30 2 mg / 1 ώρα 500 ml
1
3 μ 4 μ Χορήγηση κάθε ε εβδο άδες
2
διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9% ή διάλυμα γλυκόζης 5%.
Ο χρόνος έγχυσης διάρκειας 15 λεπτών δεν έχει μελετηθεί σε
καρκινοπαθείς ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης CLcr<50 ml/min.
Ηλικιωμένος πληθυσμός (>65 ετών)
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης (βλ. παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του ιβανδρονικού οξέος σε
παιδιά και εφήβους κάτω από την ηλικία των 18 ετών δεν έχει
τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα (βλ. παράγραφο
5.1 και παράγραφο 5.2).
Τρόπος χορήγησης
Για ενδοφλέβια χορήγηση.
Το περιεχόμενο του φιαλιδίου πρέπει να χρησιμοποιείται ως
ακολούθως:
Πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων - προστίθεται σε 100 ml
ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή 100 ml διαλύματος
δεξτρόζης 5% και χορηγείται με έγχυση σε διάστημα τουλάχιστον
15 λεπτών. Βλέπε επίσης την παράγραφο της δοσολογίας
παραπάνω για τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Θεραπεία υπερασβεστιαιμίας που οφείλεται σε όγκο -
προστίθεται σε 500 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή
500 ml διαλύματος δεξτρόζης 5% και χορηγείται με έγχυση σε
διάστημα 2 ωρών
Για εφάπαξ χρήση μόνο. Πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο διαυγή
διαλύματα, ελεύθερα σωματιδίων.
Το IBONDEM πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς
έγχυση πρέπει να χορηγείται ως ενδοφλέβια έγχυση.
Πρέπει να δίδεται προσοχή ώστε να μην χορηγείται το IBONDEM
πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση μέσω
ενδαρτηριακής ή παραφλεβικής χορήγησης καθώς αυτό μπορεί να
προκαλέσει βλάβη στους ιστούς.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα
που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
- Υπασβεστιαιμία
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Ασθενείς με διαταραχές των οστών και του μεταβολισμού των
ανόργανων στοιχείων
Η υπασβεστιαιμία και οι άλλες διαταραχές των οστών και του
μεταβολισμού των ανόργανων στοιχείων πρέπει να
αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά πριν την έναρξη της θεραπείας
της μεταστατικής οστικής νόσου με IBONDEM.
Η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D είναι σημαντική
για όλες τις ασθενείς. Οι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν
συμπληρωματικά ασβέστιο και/ή βιταμίνη D εάν η πρόσληψη μέσω
της τροφής είναι ανεπαρκής.
Αναφυλακτική αντίδραση/καταπληξία
Περιπτώσεις αναφυλακτικής αντίδρασης/καταπληξίας,
συμπεριλαμβανομένων θανατηφόρων γεγονότων, έχουν αναφερθεί
σε ασθενείς υπό θεραπεία με IV ιβανδρονικό οξύ. Κατάλληλη
ιατρική υποστήριξη και μέτρα παρακολούθησης πρέπει να είναι
άμεσα διαθέσιμα όταν χορηγείται ενδοφλέβια ένεση IBONDEM.
Εάν συμβεί αναφυλακτική ή άλλες σοβαρές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας/αλλεργικές αντιδράσεις, πρέπει να διακοπεί
αμέσως η ένεση και να ξεκινήσει κατάλληλη θεραπεία.
Οστεονέκρωση της γνάθου
Έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου, γενικώς σχετιζόμενη με
εξαγωγή οδόντος και/ή τοπική λοίμωξη (συμπεριλαμβανομένης της
οστεομυελίτιδας), σε ασθενείς με καρκίνο οι οποίοι λάμβαναν
θεραπευτικά σχήματα που συμπεριλάμβαναν κυρίως ενδοφλεβίως
χορηγούμενα διφωσφονικά. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς
λάμβαναν επίσης χημειοθεραπεία και κορτικοστεροειδή. Η
οστεονέκρωση της γνάθου έχει επίσης αναφερθεί σε ασθενείς με
οστεοπόρωση που λάμβαναν από στόματος διφωσφονικά.
Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μίας εξέτασης των
οδόντων με κατάλληλη προληπτική οδοντιατρική πρακτική, πριν
από τη θεραπεία με διφωσφονικά σε ασθενείς με παράγοντες
κινδύνου (π.χ. καρκίνος, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,
κορτικοστεροειδή, πτωχή στοματική υγιεινή).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτοί οι ασθενείς πρέπει να
αποφεύγουν, εάν είναι δυνατόν, τις επεμβατικές οδοντιατρικές
διαδικασίες. Για τους ασθενείς οι οποίοι αναπτύσσουν
οστεονέκρωση της γνάθου κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
διφωσφονικά, η οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση μπορεί να
επιδεινώσει την κατάσταση. Για ασθενείς οι οποίοι χρήζουν
οδοντιατρικών διαδικασιών δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα
οποία να καταδεικνύουν εάν η διακοπή της θεραπείας με
διφωσφονικά μειώνει τον κίνδυνο για οστεονέκρωση της γνάθου.
Η κλινική κρίση του θεράποντος ιατρού πρέπει να καθοδηγεί το
σχέδιο χειρισμού κάθε ασθενή με βάση την εξατομικευμένη
αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου.
Οστεονέκρωση του έξω ακουστικού πόρου
Οστεονέκρωση του έξω ακουστικού πόρου αναφέρθηκε με τη χρήση
διφωσφονικών αλάτων, κυρίως σε περιπτώσεις μακροχρόνιας
θεραπείας. Στους πιθανούς παράγοντες κινδύνου οστεονέκρωσης
του έξω ακουστικού πόρου περιλαμβάνονται η χρήση στεροειδών
και η χημειοθεραπεία, ή/και τοπικοί παράγοντες κινδύνου όπως
κάποια λοίμωξη ή τραυματισμός. Σε ασθενείς που λαμβάνουν
διφωσφονικά άλατα και παρουσιάζουν συμπτώματα στο αυτί,
όπως χρόνιες λοιμώξεις του αυτιού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
πιθανότητα οστεονέκρωσης του έξω ακουστικού πόρου.
Άτυπα κατάγματα του μηριαίου οστού
Άτυπα υποτροχαντήρια κατάγματα και κατάγματα της διάφυσης
του μηριαίου έχουν αναφερθεί με θεραπεία με διφωσφονικά,
κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία για την
οστεοπόρωση. Αυτά τα εγκάρσια ή μικρά λοξά κατάγματα μπορούν
να συμβούν οπουδήποτε κατά μήκος του μηριαίου οστού, από
ακριβώς κάτω από τον ελάσσονα τροχαντήρα μέχρι και ακριβώς
επάνω από το υπερκονδύλιο κύρτωμα. Αυτά τα κατάγματα
συμβαίνουν μετά από μικρό ή καθόλου τραυματισμό και μερικοί
ασθενείς βιώνουν πόνο στο μηρό ή στη βουβωνική χώρα, που
συνδέεται συχνά με απεικονιστικά ευρήματα των καταγμάτων
κόπωσης, εβδομάδες ή και μήνες πριν παρουσιάσουν πλήρες
κάταγμα μηριαίου. Τα κατάγματα είναι συχνά αμφοτερόπλευρα, ως
εκ τούτου το αντίπλευρο μηριαίο οστούν πρέπει να εξεταστεί σε
ασθενείς που έλαβαν διφωσφωνικά και που έχουν υποστεί
κάταγμα του μηριαίου άξονα. Πτωχή επούλωση των καταγμάτων
αυτών έχει επίσης αναφερθεί. Η διακοπή των διφωσφονικών σε
ασθενείς που υπάρχει υποψία ότι έχουν άτυπο κάταγμα μηριαίου
θα πρέπει να εκτιμηθεί εν αναμονή της αξιολόγησης του ασθενούς,
με βάση την εξατομικευμένη αξιολόγηση του κινδύνου οφέλους.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά οι ασθενείς
πρέπει να ευαισθητοποιούνται ώστε να αναφέρουν οποιοδήποτε
πόνο στο μηρό, στο ισχίο ή στη βουβωνική χώρα και κάθε ασθενής
που παρουσιάζει αυτά τα συμπτώματα πρέπει να αξιολογείται για
ατελές κάταγμα του μηριαίου.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Οι κλινικές μελέτες δεν έδειξαν οποιαδήποτε ένδειξη επιδείνωσης
της νεφρικής λειτουργίας με μακροχρόνια θεραπεία με ιβανδρονικό
οξύ . Ωστόσο, σε ασθενείς στους οποίους χορηγείται το IBONDEM,
συνιστάται όπως παρακολουθούνται, σύμφωνα με την
εξατομικευμένη κλινική αξιολόγηση, η νεφρική λειτουργία, το
ασβέστιο, τα φωσφορικά και το μαγνήσιο του ορού (βλ. παράγραφο
4.2).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Λόγω έλλειψης κλινικών δεδομένων, δεν μπορούν να δοθούν
συστάσεις για τη δόση για ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.2).
Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Η υπερφόρτωση με υγρά πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με
κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
Ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία σε άλλα διφωσφονικά
Προσοχή πρέπει να δίδεται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία
σε άλλα διφωσφονικά.
Έκδοχα με γνωστή δράση
Το IBONDEM δεν περιέχει πρακτικά νάτριο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι μεταβολικές αλληλεπιδράσεις δεν θεωρούνται πιθανές καθώς
το ιβανδρονικό οξύ δεν αναστέλλει τα μείζονα ηπατικά ισοένζυμα
του P450 στους ανθρώπους και έχει δείξει να μην επάγει το
σύστημα του ηπατικού κυτοχρώματος P450 σε επίμυες (βλέπε
παράγραφο 5.2). Το ιβανδρονικό οξύ αποβάλλεται αποκλειστικά
μέσω των νεφρών και δεν υφίσταται βιομετατροπή.
Συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση διφωσφονικών με
αμινογλυκοσίδες, καθώς και οι δύο ουσίες μπορούν να ελαττώσουν
τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού για παρατεταμένα διαστήματα.
Επίσης, πρέπει να δίδεται προσοχή σε πιθανή παρουσία
ταυτόχρονης υπομαγνησιαιμίας.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση του ιβανδρονικού
οξέος σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε επίμυες κατέδειξαν
τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Ως εκ
τούτου, το IBONDEM δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την
κύηση.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν το ιβανδρονικό οξύ απεκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα. Μελέτες, μετά από ενδοφλέβια χορήγηση σε
θηλάζοντες επίμυες, κατέδειξαν παρουσία χαμηλών επιπέδων
ιβανδρονικού οξέος στο γάλα. Το IBONDEM δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά το θηλασμό.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν δεδομένα για την επίδραση του ιβανδρονικού οξέος
στους ανθρώπους. Σε αναπαραγωγικές μελέτες σε αρουραίους με
από του στόματος χορήγηση το ιβανδρονικό οξύ μείωσε την
γονιμότητα. Σε μελέτες με αρουραίους με ενδοφλέβια χορήγηση, το
ιβανδρονικό οξύ μείωσε τη γονιμότητα σε υψηλές ημερήσιες
δόσεις.(βλ. παράγραφο 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Με βάση το φαρμακοδυναμικό και φαρμακοκινητικό προφίλ και τις
αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες αναμένεται ότι το
IBONDEM έχει μηδενική ή αμελητέα επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι πιο σοβαρές αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η
αναφυλακτική αντίδραση/σοκ, άτυπα κατάγματα του μηριαίου
οστού, οστεονέκρωση της γνάθου και οφθαλμική φλεγμονή (βλέπε
παράγραφο "Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών» και
παράγραφο 4.4).
Η θεραπεία της υπερασβεστιαιμίας που προκαλείται από όγκο
συνδέεται συχνότερα με αύξηση της θερμοκρασίας σώματος.
Λιγότερο συχνά αναφέρεται μείωση του ασβεστίου ορού κάτω του
φυσιολογικού εύρους τιμών (υπασβεσταιμία). Στις περισσότερες
περιπτώσεις δεν απαιτείται συγκεκριμένη θεραπεία και τα
συμπτώματα υποχωρούσαν μετά από μερικές ώρες/ημέρες.
Κατά την πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς με
καρκίνο του μαστού και οστικές μεταστάσεις, η θεραπεία
συνδέεται συχνότερα με εξασθένιση ακολουθούμενη από αύξηση
της θερμοκρασίας σώματος και κεφαλαλγία.
Σύνοψη πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Ο Πίνακας 1 παραθέτει τις ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου
από τις πιλοτικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ (Θεραπεία υπερασβεστιαιμίας
που οφείλεται σε όγκο: 311 ασθενείς υπό θεραπεία με ιβανδρονικό
οξύ 2 mg ή 4 mg: Πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς
με καρκίνο του μαστού και οστικές μεταστάσεις: 152 ασθενείς υπό
θεραπεία με ιβανδρονικό οξύ 6 mg), και από την εμπειρία μετά την
κυκλοφορία.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται σύμφωνα με το MedDRA,
την κατηγορία οργανικού συστήματος και την κατηγορία
συχνότητας. Οι κατηγορίες συχνότητας καθορίζονται
χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές (≥ 1/10),
συχνές (≥ 1/100 και <1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 και </100),
σπάνιες (≥ 1/10.000 και < 1/10.000) και πολύ σπάνιες (<1/10.000)
μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι
ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά
σοβαρότητας.
Πίνακας 1 Ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν για
την Ενδοφλέβια Χορήγηση του ιβανδρονικού οξεός
/Κατηγορία
Οργανικό
μ Σύστη α
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ
σπάνιες
Μη
γνωστέ
ς
μ Λοι ώξεις
και
παρασιτώσ
εις
μ Λοί ωξη Κυστίτιδα,
κολπίτιδα,
καντιντίαση
του
στόματος
Νεοπλάσμα
τα
καλοήθη,
κακοήθη
και μη
καθορισμέν
α
Καλόηθες
μ νεόπλασ α
μ δέρ ατος
Διαταραχές
του
αιμοποιητι
κού και του
λεμφικού
συστήματο
ς
μ , Αναι ία
δυσκρασία
μ του αί ατος
Διαταραχές
του
ανοσοποιητ
ικού
συστήματο
ς
Υπερευα
ισθησία
†,
βρογχόσ
πασμος
† ,
αγγειοοί
δημα
αναφυλ
ακτική
αντίδρα
ση/κατα
πληξία
†**
Παρόξυ
νση
άσθματ
ος
Δ ιαταραχές
του
ενδοκρινικ
ού
μσυστή ατος
Δ ιαταραχή
των
παραθυρεο
ειδών
αδένων
Διαταραχές
του
μεταβολισμ
ού και της
θρέψης
Υπασβεστ
αι
μία**
μΥποφωσφοραι
ία
Ψυχιατρικέ
ς
διαταραχές
Διαταραχή
ύπνου,
άγχος,
συναισθηματ
ική αστάθεια
Δ ιαταραχές
Κεφαλαλγί
α, ζάλη,
Διαταραχή
των αγγείων
του
νευρικού
μσυστή ατος
δυσγευσία
(αλλοίωση
γεύσης)
του
εγκεφάλου,
βλάβη ρίζας
νεύρου,
αμνησία,
ημικρανία,
νευραλγία,
υπερτονία,
υπεραισθησί
α,
παραισθησία
περιστοματι
κή,
παροσμία
μΟφθαλ ικέ
ς
διαταραχές
Καταρράκτ
ης
μ Φλεγ ονή
μοφθαλ ών
†**
Διαταραχές
του ωτός
και του
λαβυρίνθου
Κώφωση
Καρδιακές
διαταραχές
Σκελικός
μαποκλεισ
ός
Ισχαιμία του
μυοκαρδίου,
καρδιαγγεια
κή
διαταραχή,
αίσθημα
παλμών
Δ ιαταραχές
του
γαστρεντερ
ικού
μσυστή ατος
Διάρροια,
έμετος,
δυσπεψία,
γαστρεντε
ρικ ός
πόνος,
οδοντικές
διαταραχέ
ς
Γαστρεντερί
τιδα,
γαστρίτιδα,
εξέλκωση
του
στόματος,
δυσφαγία,
χειλίτιδα
Διαταραχές
του ήπατος
και των
χοληφόρων
Χολολιθίαση
Διαταραχές
του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Δ ιαταραχή
του
μ , δέρ ατος
μ εκχύ ωση
μ , Εξάνθη α
αλωπεκία
Διαταραχές
του
μυοσκελετι
Οστεοαρθρ
ίτιδα,
μυαλγία,
Άτυπα
υποτροχα
ντήρια
Οστεονέ
κρωση
της
κού
συστήματο
ς και του
συνδετικού
ιστού
αρθραλγία,
αρθροπάθε
ια ,
οστικός
πόνος
κατάγματ
α και
κατάγματ
α της
διάφυσης
του
μηριαίου
γνάθου
†**
Οστεονέ
κρωση
του έξω
ακουστι
κού
πόρου
(ανεπιθ
ύμητη
ενέργει
α των
διφωσφ
ονικών
αλάτων)
Διαταραχές
των
νεφρών και
των
ουροφόρων
οδών
Κατακράτησ
η ούρων,
κύστη των
νεφρών
Διαταραχές
των
νεφρών και
των
ουροφόρων
οδών
Κατακράτησ
, η ούρων
κύστη
νεφρού
Διαταραχές
του
αναπαραγω
γικού
συστήματο
ς και του
μαστού
Άλγος
πυέλου
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσε
ις της οδού
χορήγησης
Πυρεξία,
γ
ριππώδης
συνδρομή*
*, οίδημα
περιφερικό
,
εξασθένησ
η, δίψα
μ Υποθερ ία
Παρακλινι
κές
εξετάσεις
Gamma
-GT
αυξημένη,
κρεατινίνη
αυξημένη
Αύξηση
αλκαλικής
φωσφατάσης
αίματος,
απώλεια
βάρους
Κακώσεις,
δηλητηριά
σεις και
επιπλοκές
θεραπευτικ
ών
χειρισμών
, Κάκωση
άλγος της
θέσης ένεσης
** . Βλ περαιτέρω πληροφορίες παρακάτω
†Προσδιορίστηκαν κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορία.
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Υπασβεστιαιμία
Η μειωμένη απέκκριση του ασβεστίου από τους νεφρούς μπορεί να
συνοδεύεται από μια μείωση των επιπέδων των φωσφορικών στον
ορό, η οποία δεν απαιτεί τη λήψη θεραπευτικών μέτρων. Τα
επίπεδα του ασβεστίου στον ορό μπορεί να μειωθούν σε τιμές
υπασβεστιαιμίας.
Γριππώδης συνδρομή
Έχει παρατηρηθεί ένα γριππώδες σύνδρομο που περιλαμβάνει
πυρετό, ρίγη, πόνους ομοιάζοντες με οστικούς και/ή μυικούς. Στα
περισσότερα περιστατικά δεν απαιτήθηκε ειδική θεραπεία και τα
συμπτώματα υποχώρησαν μετά από μερικές ώρες/ημέρες.
Οστεονέκρωση της γνάθου
Οστεονέκρωση της γνάθου, έχει αναφερθεί σε ασθενείς οι οποίοι
λάμβαναν θεραπεία με διφωσφονικά. Η πλειονότητα των
αναφορών αφορούν ασθενείς με καρκίνο, αλλά τέτοιες
περιπτώσεις έχουν επίσης αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν
θεραπεία για οστεοπόρωση. Η οστεονέκρωση της γνάθου
συσχετίζεται γενικά με εξαγωγή όδοντος και/ή τοπική λοίμωξη
(συμπεριλαμβανομένης της οστεομυελίτιδας). Η διάγνωση του
καρκίνου, η χημειοθεραπεία, η ακτινοθεραπεία, τα
κορτικοστεροειδή και η πτωχή στοματική υγιεινή επίσης
θεωρούνται ως παράγοντες κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4).
Οφθαλμική φλεγμονή
Περιστατικά οφθαλμικής φλεγμονής, όπως η ραγοειδίτιδα, η
επισκληρίτιδα και η σκληρίτιδα έχουν αναφερθεί με διφωσφονικά,
συμπεριλαμβανομένου του ιβανδρονικού οξέος. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, τα συμβάντα αυτά δεν υποχώρησαν μέχρι τη διακοπή
των διφωσφονικών.
Αναφυλακτική αντίδραση/καταπληξία
Περιπτώσεις αναφυλακτικής αντίδρασης/καταπληξίας,
συμπεριλαμβανομένων θανατηφόρων γεγονότων, έχουν αναφερθεί
σε ασθενείς υπό θεραπεία με ιβανδρονικό οξύ που χορηγείται
ενδοφλεβίως.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που
αναγράφεται στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284
ΤΚ 15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: +
30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εμπειρία οξείας δηλητηρίασης με
IBONDEM πυκνό διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Δεδομένου ότι σε προκλινικές μελέτες με υψηλές δόσεις,
αμφότεροι οι νεφροί και το ήπαρ αποτελούσαν όργανα-στόχους της
τοξικότητας, πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική και η ηπατική
λειτουργία. Η κλινικώς σημαντική υπασβεστιαιμία πρέπει να
διορθώνεται με ενδοφλέβια χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φαρμακευτικά προϊόντα για τη
θεραπεία παθήσεων των οστών, διφωσφονικό, κωδικός ATC: Μ05Β
Α 06.
Το ιβανδρονικό οξύ ανήκει στην ομάδα των διφωσφονικών
ενώσεων, οι οποίες δρουν ειδικά στα οστά. Η εκλεκτική δράση
τους στον οστίτη ιστό βασίζεται στην υψηλή συγγένεια των
διφωσφονικών προς τα ανόργανα άλατα των οστών. Τα
διφωσφονικά δρουν αναστέλλοντας την οστεοκλαστική
δραστηριότητα, αν και ο ακριβής μηχανισμός δράσης τους δεν
είναι ακόμη σαφής.
In
vivo
,
το ιβανδρονικό οξύ προλαμβάνει την πειραματικά
προκαλούμενη καταστροφή των οστών από τη διακοπή της
λειτουργίας των γονάδων, τα ρετινοειδή, τους όγκους ή τα
εκχυλίσματα όγκων. Η αναστολή της ενδογενούς οστικής
απορρόφησης έχει επίσης τεκμηριωθεί μέσω κινητικών μελετών με
45
Ca και με την απελευθέρωση ραδιενεργού τετρακυκλίνης,
ενσωματωθείσης προηγουμένως στο σκελετό.
Σε δόσεις σημαντικά υψηλότερες από τις φαρμακολογικά
δραστικές, το ιβανδρονικό οξύ δεν είχε καμία επίδραση στην
εναπόθεση ασβεστίου στα οστά.
Η οστική απορρόφηση που οφείλεται σε κακοήθη νόσο
χαρακτηρίζεται από υπερβολική οστική απορρόφηση που δεν
αντιρροπείται από τον αντίστοιχο σχηματισμό οστών. Το
ιβανδρονικό οξύ αναστέλλει εκλεκτικά την οστεοκλαστική
δραστηριότητα, περιορίζοντας την οστική απορρόφηση και
περιορίζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τις επιπλοκές της κακοήθους
νόσου από το σκελετό.
Κλινικές μελέτες στη θεραπεία της υπερασβεστιαιμίας που
οφείλεται σε νεοπλασία
Κλινικές μελέτες στην υπερασβεστιαιμία της κακοήθειας
κατέδειξαν ότι η ανασταλτική ενέργεια του ιβανδρονικού οξέος
στην οστεόλυση λόγω νεοπλασίας και ιδιαίτερα στην
υπερασβεστιαιμία λόγω νεοπλασίας, χαρακτηρίζεται από την
ελάττωση του ασβεστίου του ορού καθώς και της νεφρικής
αποβολής ασβεστίου.
Σε ασθενείς με τιμή διορθωμένου ως προς τη λευκωματίνη
ασβεστίου ορού ≥3,0 mmol/l πριν την έναρξη της θεραπείας και
μετά από επαρκή επανυδάτωσή τους, έχουν παρατηρηθεί σε
κλινικές δοκιμές με τα συνιστώμενα θεραπευτικά δοσολογικά
πλαίσια, οι ακόλουθοι βαθμοί ανταπόκρισης με τα αντίστοιχα
διαστήματα εμπιστοσύνης:
Δόση ιβανδρονικού οξέος
% Ασθενείς με
ανταπόκριση
90% διάστημα
Εμπιστοσύνης
2 mg 54 44-63
4 mg 76 62-86
6 mg 78 64-88
Για τους ασθενείς αυτούς και με τις ως άνω δόσεις, ο διάμεσος
χρόνος για την επίτευξη φυσιολογικών τιμών ασβεστίου ήταν 4
έως 7 ημέρες. Ο διάμεσος χρόνος έως την υποτροπή (επιστροφή του
διορθωμένου ως προς τη λευκωματίνη ασβεστίου ορού σε επίπεδα
άνω των 3,0 mmol/l) ήταν 18 έως 26 ημέρες.
Κλινικές μελέτες στην πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε
ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις
Οι κλινικές μελέτες σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και οστικές
μεταστάσεις κατέδειξαν την ύπαρξη μίας δοσοεξαρτώμενης
ανασταλτικής δράσης επί της οστεόλυσης, η οποία εκφράζεται από
δείκτες της οστικής απορρόφησης και μίας δοσοεξαρτώμενης
δράσης στα σκελετικά συμβάματα.
Η πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς με καρκίνο
μαστού και οστικές μεταστάσεις, με ιβανδρονικό οξύ 6 mg
ενδοφλεβίως χορηγούμενο, αξιολογήθηκε σε μία τυχαιοποιημένη,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, δοκιμή φάσης III με διάρκεια 96
εβδομάδων. Οι γυναίκες ασθενείς με καρκίνο μαστού και
ακτινολογικώς επιβεβαιωμένες οστικές μεταστάσεις
τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν εικονικό φάρμακο (158
ασθενείς) ή 6 mg ιβανδρονικό οξύ (154 ασθενείς). Τα
αποτελέσματα από τη δοκιμή αυτή συνοψίζονται παρακάτω.
Κύριοι στόχοι αποτελεσματικότητας
Ο κύριος στόχος της δοκιμής ήταν ο δείκτης σκελετικής
νοσηρότητας εντός μίας περιόδου (skeletal morbidity period rate, SMPR).
Αυτός ήταν ένας σύνθετος στόχος που απαρτίζετο από τα
ακόλουθα, σχετιζόμενα με το σκελετό, συμβάματα (skeletal related
events, SREs) ως επί μέρους στόχους:
- ακτινοθεραπεία σε οστό για τη θεραπεία
καταγμάτων/επαπειλούμενων καταγμάτων
- χειρουργική επέμβαση σε οστό για τη θεραπεία καταγμάτων
- κατάγματα σπονδυλικής στήλης
- κατάγματα εκτός σπονδυλικής στήλης
Η ανάλυση του SMPR ήταν προσαρμοσμένη ως προς το χρόνο και
θεωρήθηκε ότι ένα ή περισσότερα συμβάματα που παρατηρούνταν
σε μία περίοδο 12 εβδομάδων θα μπορούσαν, δυνητικά, να
σχετίζονται. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της ανάλυσης, τα
πολλαπλά συμβάματα καταμετρούνταν μόνο μία φορά. Τα στοιχεία
από τη μελέτη αυτή κατέδειξαν σημαντικό πλεονέκτημα για το
ιβανδρονικό οξύ 6 mg ενδοφλεβίως έναντι του εικονικού
φαρμάκου, όσον αφορά στη μείωση των SREs μετρηθέντων με τον
προσαρμοσμένο ως προς το χρόνο SMPR (p=0,004). Ο αριθμός των
SREs μειώθηκε επίσης σημαντικά με το ιβανδρονικό οξύ 6 mg και
παρατηρήθηκε μείωση 40 % στον κίνδυνο για κάποιο SRE έναντι
του εικονικού φαρμάκου (σχετικός κίνδυνος 0,6, p = 0,003). Τα
στοιχεία αποτελεσματικότητας συνοψίζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 2 Στοιχεία αποτελεσματικότητας (Ασθενείς με
Καρκίνο Μαστού με Μεταστατική Οστική Νόσο)
Όλα τα σχετιζόμενα με το σκελετό συμβάματα (SREs)
Εικονικό
μ φάρ ακο
n=158
Ι 6βανδρονικό οξύ
mg
n=154
p- μ τι ή
SMPR ( ανά
- ) ασθενή έτος
1,48 1,19 p=0,004
μ Αριθ ός
μ μ ( συ βα άτων ανά
) ασθενή
3,64 2,65 p=0,025
Σχετικός
SRE κίνδυνος
- 0,60 p=0,003
Δευτερεύοντες στόχοι αποτελεσματικότητας
Κατεδείχθη στατιστικώς σημαντική βελτίωση όσον αφορά στη
βαθμολογία οστικού πόνου για το ιβανδρονικό οξύ 6 mg
χορηγούμενου ενδοφλεβίως συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η
μείωση του πόνου σε σχέση με τις τιμές πριν την έναρξη της
θεραπείας ήταν σταθερή καθόλη τη διάρκεια της μελέτης και
συνοδευόταν από σημαντικά μειωμένη χρήση αναλγητικών. Η
επιδείνωση της Ποιότητας Ζωής ήταν σημαντικά μικρότερη στους
ασθενείς υπό ιβανδρονικό οξύ συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο.
Στον Πίνακα 3 παρουσιάζεται περίληψη, υπό μορφή πίνακα, αυτών
των δευτερευόντων στοιχείων αποτελεσματικότητας.
Πίνακας 3 Δευτερεύοντα στοιχεία αποτελεσματικότητας
(ασθενείς με καρκίνο μαστού με μεταστατική οστική
νόσο)
Εικονικό
μ φάρ ακο
n=158
Ιβανδρονικό οξύ
6 mg
n=154
p- μ τι ή
* Οστικός πόνος 0,21 -0,28 p<0,001
Χρήση
* αναλγητικών
0,90 0,51 p=0,083
* Ποιότητα ζωής -45,4 -10,3 p=0,004
* Μέση μεταβολή από την τιμή πριν την έναρξη της αγωγής έως την
τελευταία αξιολόγηση.
Σε ασθενείς υπό ιβανδρονικό οξύ, υπήρξε σημαντική μείωση των
δεικτών οστικής απορρόφησης στα ούρα (πυριδινολίνη και
δεοξυπυριδινολίνη), η οποία ήταν στατιστικώς σημαντική
συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο.
Σε μία μελέτη σε 130 ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του μαστού
συγκρίθηκε η ασφάλεια του ιβανδρονικού οξέος χορηγούμενου με
έγχυση διάρκειας 1 ώρας ή 15 λεπτών. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά
στους δείκτες της νεφρικής λειτουργίας. Το συνολικό προφίλ των
ανεπιθύμητων ενεργειών του ιβανδρονικού οξέος μετά την έγχυση
διάρκειας 15 λεπτών ήταν σύμφωνο με το γνωστό προφίλ
ασφάλειας εγχύσεων μεγαλύτερης διάρκειας και δεν προέκυψαν
νέα θέματα ασφάλειας σχετικά με τη χρήση έγχυσης διάρκειας 15
λεπτών.
Χρόνος έγχυσης διάρκειας 15 λεπτών δεν έχει μελετηθεί σε
καρκινοπαθείς ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης CLcr <50 ml/min.
Παιδιατρικός πληθυσμός (βλ. παράγραφο 4.2 και παράγραφο 5.2)
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του ιβανδρονικού οξέος σε
παιδιά και εφήβους κάτω από την ηλικία των 18 ετών δεν έχει
τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά από χορήγηση 2, 4, και 6 mg ιβανδρονικού οξέος με έγχυση
επί 2 ώρες, οι φαρμακοκινητικές παράμετροι του ιβανδρονικού
οξέος είναι δοσοεξαρτώμενες.
Κατανομή
Μετά την αρχική συστηματική έκθεση, το ιβανδρονικό οξύ
συνδέεται ταχέως με τα οστά ή απεκκρίνεται στα ούρα. Στους
ανθρώπους, ο φαινομενικός τελικός όγκος κατανομής είναι
τουλάχιστον 90 l και η ποσότητα της δόσης που φθάνει στα οστά
υπολογίζεται σε 40-50% της δόσης που ευρίσκεται στην
κυκλοφορία. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του ανθρώπινου
πλάσματος είναι 87% περίπου στις θεραπευτικές συγκεντρώσεις
και έτσι η φαρμακευτική αλληλεπίδραση λόγω εκτόπισης
θεωρείται απίθανη.
Βιομετατροπή
Δεν υπάρχουν ενδείξεις μεταβολισμού του ιβανδρονικού οξέος σε
πειραματόζωα ή σε ανθρώπους.
Αποβολή
Το εύρος των παρατηρούμενων φαινομενικών χρόνων ημίσειας
ζωής είναι μεγάλο και εξαρτάται από τη δόση και την ευαισθησία
της μεθόδου προσδιορισμού, αλλά ο φαινομενικός τελικός χρόνος
ημίσειας ζωής κυμαίνεται γενικώς μεταξύ 10-60 ωρών. Ωστόσο, τα
αρχικά επίπεδα στο πλάσμα μειώνονται ταχέως, φθάνοντας το
10% των μέγιστων τιμών εντός 3 και 8 ωρών μετά την ενδοφλέβια
ή την από στόματος χορήγηση αντίστοιχα. Δεν παρατηρήθηκε
συστηματική συσσώρευση κατά την ενδοφλέβια χορήγηση
ιβανδρονικού οξέος μία φορά κάθε 4 εβδομάδες επί 48 εβδομάδες
σε ασθενείς με μεταστατική οστική νόσο.
Η ολική κάθαρση του ιβανδρονικού οξέος είναι χαμηλή, με μέσες
τιμές κυμαινόμενες μεταξύ 84-160 ml/min. Η νεφρική κάθαρση
(περίπου 60 ml/min σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες)
αντιστοιχεί σε 50-60% της ολικής κάθαρσης και σχετίζεται με την
κάθαρση κρεατινίνης. Η διαφορά μεταξύ φαινομενικής ολικής και
νεφρικής κάθαρσης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την απορρόφηση
από τα οστά.
Η οδός απέκκρισης από τους νεφρούς δεν φαίνεται να
περιλαμβάνει γνωστά οξεϊκά ή βασικά συστήματα μεταφοράς τα
οποία συμμετέχουν στην απέκκριση άλλων δραστικών ουσιών.
Επιπλέον, το ιβανδρονικό οξύ δεν αναστέλλει τα μείζονα ηπατικά
ισοένζυμα Ρ450 στους ανθρώπους και δεν επάγει το σύστημα του
ηπατικού κυτοχρώματος Ρ450 στους επίμυες.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ειδικούς πληθυσμούς
Φύλο
Η βιοδιαθεσιμότητα και οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες του
ιβανδρονικού οξέος είναι παρόμοιες σε άνδρες και γυναίκες.
Φυλή
Όσον αφορά στην κατανομή του ιβανδρονικού οξέος, δεν υπάρχουν
ενδείξεις κλινικώς σημαντικών διαφορών μεταξύ Ασιατών και
Καυκάσιων. Τα διαθέσιμα στοιχεία για ασθενείς Αφρικανικής
καταγωγής είναι λίγα.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Η έκθεση των ασθενών με διάφορους βαθμούς νεφρικής
δυσλειτουργίας στο ιβανδρονικό οξύ σχετίζεται με την κάθαρση
της κρεατινίνης (CLcr). Σε άτομα με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία
(μέση εκτιμηθείσα CLcr= 21,2 mL/min), η μέση διορθωμένη ως προς
τη δόση AUC
0-24h
αυξήθηκε κατά 110 % συγκριτικά με υγιείς
εθελοντές. Στην κλινική φαρμακολογική μελέτη WP18551, μετά
την εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση 6 mg (έγχυση 15 λεπτών), η μέση
ΑUC
0-24
αυξήθηκε κατά 14% και 86% αντίστοιχα, σε άτομα με ήπια
(μέση εκτιμηθείσα CLcr=68,1 ml/min) και μέτρια (μέση
εκτιμηθείσα CLcr=41,2 ml/min) νεφρική δυσλειτουργία
συγκρινόμενη με υγιείς εθελοντές (μέση εκτιμηθείσα CLcr=120
ml/min). Η μέση Cmax δεν αυξήθηκε σε ασθενείς με ήπια νεφρική
δυσλειτουργία και αυξήθηκε κατά 12% σε ασθενείς με μετρίου
βαθμού νεφρική δυσλειτουργία. Για τους ασθενείς με ήπια νεφρική
δυσλειτουργία (CLcr ≥50 και <80 ml/min) δεν απαιτείται
προσαρμογή της δόσης. Για τους ασθενείς με μετρίου βαθμού
νεφρική δυσλειτουργία (CLcr ≥30 και <50 ml/min) ή σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία (CLcr <30 ml/min), οι οποίοι υποβάλλονται
σε θεραπεία για την πρόληψη σκελετικών συμβαμάτων σε ασθενείς
με καρκίνο μαστού και οστικές μεταστάσεις, συνιστάται
προσαρμογή της δόσης (βλ. παράγραφο 4.2).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (βλ.παράγραφο 4.2)
Δεν υπάρχουν φαρμακοκινητικά δεδομένα για το ιβανδρονικό οξύ
σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Το ήπαρ δεν διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην κάθαρση του ιβανδρονικού οξέος δεδομένου
ότι δε μεταβολίζεται, αλλά απομακρύνεται μέσω νεφρικής
απέκκρισης και απορρόφησης από τα οστά. Ως εκ τούτου, δεν
απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία. Περαιτέρω, δεδομένου ότι στις θεραπευτικές
συγκεντρώσεις, η σύνδεση με τις πρωτεΐνες είναι 87% περίπου, η
πρόκληση κλινικώς σημαντικών αυξήσεων των ελεύθερων
συγκεντρώσεων στο πλάσμα εξαιτίας της υποπρωτεϊναιμίας της
σοβαρής ηπατικής δυσλειτουργίας, δε θεωρείται πιθανή.
Ηλικιωμένοι (βλ.παράγραφο 4.2)
Σε μία ανάλυση πολλαπλών μεταβλητών, η ηλικία δε βρέθηκε να
αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα για οποιαδήποτε από τις
φαρμακοκινητικές παραμέτρους που μελετήθηκαν. Ο μόνος
παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η έκπτωση της
νεφρικής λειτουργίας με την πάροδο της ηλικίας (βλ. παράγραφο
για τη νεφρική δυσλειτουργία).
Παιδιατρικός πληθυσμός (βλ.παράγραφο 4.2 και παράγραφο 5.1)
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση του ιβανδρονικού οξέος σε
ασθενείς κάτω των 18 ετών.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Επιπτώσεις σε μη κλινικές μελέτες παρατηρήθηκαν μόνο σε έκθεση
στο φάρμακο που θεωρήθηκε ότι ήταν αρκετά πάνω από το
ανώτατο όριο έκθεσης του ανθρώπου, παρουσιάζοντας μικρή σχέση
με την κλινική χρήση. Όπως με άλλα διφωσφονικά, ο νεφρός
ταυτοποιήθηκε ως το κύριο όργανο-στόχος της συστηματικής
τοξικότητας.
Μεταλλαξιογόνος δράση/Καρκινογόνος δράση:
Δεν παρατηρήθηκε ένδειξη καρκινογόνου δράσης. Οι δοκιμασίες
γονιδιοτοξικότητας δεν απεκάλυψαν ενδείξεις επιδράσεων επί της
γενετικής δραστικότητας για το ιβανδρονικό οξύ.
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή:
Δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις άμεσης τοξικής ή τερατογόνου
δράσης του ιβανδρονικού οξέος στο έμβρυο, σε επίμυες και
κουνέλια που τους χορηγούνταν ενδοφλεβίως η ουσία. Σε
αναπαραγωγικές μελέτες σε αρουραίους με από του στόματος
χορήγηση η επίδραση στη γονιμότητα αφορούσε αυξημένες
προεμφυτευτικές απώλειες σε επίπεδα δόσεων του 1
mg/kg/ημερησίως και μεγαλύτερα. Σε αναπαραγωγικές μελέτες σε
αρουραίους με ενδοφλέβια χορήγηση, το ιβανδρονικό οξύ μείωσε
την ποσότητα του σπέρματος σε δόσεις 0,3 και 1 mg/kg/ημερησίως
και μείωσε τη γονιμότητα σε αρσενικούς σε δόση 1
mg/kg/ημερησίως και σε θηλυκούς σε δόση 1,2 mg/kg/ημερησίως. Σε
μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας στον επίμυ, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες του ιβανδρονικού οξέος ήταν εκείνες που αναμένονται
για αυτήν την κατηγορία φαρμακευτικών προϊόντων
(διφωσφονικά). Σ’ αυτές περιλαμβάνονται μείωση των θέσεων
εμφύτευσης, παρεμπόδιση του φυσιολογικού τοκετού (δυστοκία),
αυξημένος αριθμός μεταβολών των σπλάγχνων (σύνδρομο
νεφρικής πυέλου, ουρητήρα) και ανωμαλίες των οδόντων στην
πρώτη γενιά (F
1
) επίμυων.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Χλωριούχο νάτριο
Οξικό οξύ (E260)
Οξικό νάτριο (E262)
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Για να αποφευχθούν πιθανές ασυμβατότητες, το IBONDEM πυκνό
διάλυμα για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση πρέπει να
αραιώνεται μόνο με ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου ή
διάλυμα γλυκόζης 5%.
Το IBONDEM δε πρέπει να αναμιγνύεται με διαλύματα που
περιέχουν ασβέστιο.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια.
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί
για 24 ώρες υπό συνθήκες ψύξης και στους 25
o
C όταν το προϊόν
αραιωθεί σε 0,9% χλωριούχο νάτριο ή σε 5% γλυκόζη σε
συγκέντρωση 0,012mg/ml.
Μετά την ανασύσταση: Από μικροβιολογική άποψη, το προϊόν
πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δε χρησιμοποιηθεί αμέσως,
οι χρόνοι αποθήκευσης κατά τη χρήση και οι συνθήκες φύλαξης
πριν από τη χρήση αποτελούν ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν
πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2 °C - 8
o
C.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του
προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης πριν την ανασύσταση.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το IBONDEM διατίθεται σε κουτιά που περιέχουν 1, 5 και 10
φιαλίδια (τύπου Ι γυάλινο φιαλίδιο των 6 ml). Τα φιαλίδια
κλείνουν με ελαστικά πώματα που ανταποκρίνονται στην
Ευρ.Φαρμ.
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα πρέπει να
απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις. Η αποδέσμευση φαρμακευτικών ουσιών στο περιβάλλον
θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί.
Για μία μόνο χρήση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
DEMO ΑΒΕΕ
21ο χλμ Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας
14568 Κρυονέρι, Αθήνα
Τηλ: 210 8161802, Fax: 210 8161587
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
50302/11-6-2014
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
11-6-2014
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
02/2016