Το cisatracurium δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με κακοήθη υπερθερμία.
Μελέτες σε χοίρους ευαίσθητους σε κακοήθη υπερθερμία έδειξαν ότι το
cisatracurium δεν πυροδοτεί αυτό το σύνδρομο.
Δεν υπάρχουν μελέτες χορήγησης cisatracurium σε ασθενείς που υποβάλλονται
σε εγχείρηση με προκλητή υποθερμία (25°-28°C). Όπως και με άλλους
παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού, ο ρυθμός έγχυσης που απαιτείται για να
διατηρηθεί η κατάλληλη χειρουργική χάλαση, κάτω από αυτές τις συνθήκες,
μπορεί να είναι σημαντικά μειωμένος.
Το cisatracurium δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με εγκαύματα. Όμως όπως και
με άλλους μη-αποπολωτικούς παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού, υπάρχει
πιθανότητα αυξημένων δοσολογικών απαιτήσεων και μειωμένης διάρκειας
δράσεως μετά την ενδοφλέβια ένεση CISATRAL σε τέτοιους ασθενείς.
To CISATRAL είναι υπότονο και δεν πρέπει να εφαρμόζεται στη γραμμή έγχυσης
με
μετάγγιση αίματος.
Σε ασθενείς Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ)
Όταν χορηγείται σε πειραματόζωα σε υψηλές δόσεις, το λαουδανοσίνης
(laudanosine), ένας μεταβολίτης του cisatracurium και του ατρακούριου
(atracurium), έχει συσχετισθεί με παροδική υπόταση και σε ορισμένα είδη, με
διεγερτική εγκεφαλική δράση. Στα πλέον ευαίσθητα είδη πειραματοζώων,
εμφανίσθηκαν αυτές οι επιδράσεις σε συγκεντρώσεις πλάσματος
λαουδανοσίνης παρόμοιες με αυτές που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς που
νοσηλεύονταν στη ΜΕΘ μετά από παρατεταμένη έγχυση ατρακούριου.
Λόγω του μειωμένου ρυθμού έγχυσης που απαιτείται για το cisatracurium, οι
συγκεντρώσεις της λαουδανοσίνης στο πλάσμα είναι περίπου το ένα τρίτο των
συγκεντρώσεων που διαπιστώνονται μετά από έγχυση με ατρακούριο.
Υπάρχουν σπάνιες αναφορές επιληπτικών κρίσεων σε ασθενείς Μονάδων
Εντατικής Θεραπείας που τους χορηγήθηκε ατρακούριο σε συνδυασμό με άλλα
φάρμακα. Αυτοί οι ασθενείς είχαν έναν ή περισσότερους προδιαθεσικούς
παράγοντες για εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων (π.χ. κρανιοεγκεφαλική
κάκωση, υποξαιμική εγκεφαλοπάθεια, εγκεφαλικό οίδημα, εγκεφαλοπάθεια από
ιούς ,ουραιμία). Δεν έχει αποδειχθεί αιτιολογική συσχέτιση με την
λαουδανοσίνη.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Πολλά φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν το μέγεθος ή/και τη διάρκεια της
δράσης των μη-αποπολωτικών παραγόντων του νευρομυικού αποκλεισμού,
συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω:
Αύξηση της δράσης:
Από αναισθητικούς παράγοντες όπως ενφλουράνιο, ισοφλουράνιο, αλοθάνιο
(βλέπε παράγραφο 4.2) και κεταμίνη, από άλλους μη-αποπολωτικούς
παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού ή από άλλα φάρμακα όπως αντιβιοτικά
(συμπεριλαμβανομένων των αμινογλυκοσιδών, πολυμιξίνης, σπεκτινομυκίνης,
τετρακυκλινών, λινκομυκίνη και κλινδαμικίνης), αντιαρρυθμικά φάρμακα
9