ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
SINGODEM
Montelukast
10 mg Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Singodem
10 mg μμ μ μ επικαλυ ένα ε λεπτό υ ένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
μμ μ μ Ένα επικαλυ ένο ε λεπτό υ ένιο δισκίο περιέχει νατριούχο
μ , μ μ 10 οντελουκάστη ισοδύνα η ε mg μ .οντελουκάστης
μ : 89,6 Έκδοχο ε γνωστή δράση Μονοϋδρική λακτόζη mg ανά δισκίο
, . 6.1.Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ παράγραφο
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
μμ μ μ .Επικαλυ ένο ε λεπτό υ ένιο δισκίο
Δ , μ , μ , μ ισκία τετράγωνα α φίκυρτα πεζ ε τις εγχάρακτες ενδείξεις MOK 10
μ στη ια πλευρά και PHD471 . από την άλλη
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το
Singodem
ενδείκνυται για τη θεραπεία του άσθματος ως
συμπληρωματική θεραπεία στους ασθενείς εκείνους με ήπιο έως μέτριο
επιμένον άσθμα, οι οποίοι δεν ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή και στους οποίους η "κατ’ επίκληση" χρήση β-
αγωνιστών βραχείας δράσης δεν παρέχει επαρκή κλινικό έλεγχο του
άσθματος.
Στους μασθ ατικούς , ασθενείς στους οποίους το
Singodem
ενδείκνυται
μ , για το άσθ α το
Singodem
μ πορεί επίσης να παρέχει ανακούφιση από τα
μ μ .συ πτώ ατα της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας
Το
Singodem
ενδείκνυται επίσης για την προφύλαξη από άσθμα, στο
οποίο το προεξάρχον χαρακτηριστικό είναι βρογχόσπασμος
προκαλούμενος από άσκηση.
Το
Singodem
ενδείκνυται σε ενήλικες ηλικίας από 15 ετών και άνω.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
1
Η δοσολογία για ενήλικες ηλικίας 15 ετών και άνω με άσθμα, ή με
άσθμα και συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα είναι ένα δισκίο
των 10 mg ημερησίως που λαμβάνεται το βράδυ.
Γενικές συστάσεις:
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του
Singodem
στον έλεγχο των παραμέτρων
του άσθματος εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Το
Singodem
μπορεί να
ληφθεί με ή χωρίς φαγητό.
Πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να συνεχίζουν τη λήψη
Singodem
ακόμη και αν το άσθμα τους είναι υπό έλεγχο, καθώς και στις περιόδους
έξαρσης του άσθματος. Το
Singodem
δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
ταυτόχρονα με άλλα προϊόντα που περιέχουν την ίδια δραστική ουσία, τη
μοντελουκάστη.
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους, ή για
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική
δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία. Η δοσολογία είναι η ίδια τόσο για τους άνδρες όσο και
για τις γυναίκες ασθενείς.
Θεραπεία με
Singodem
σε σχέση με άλλη αγωγή για το άσθμα:
Το
Singodem
μπορεί να προστεθεί στο ήδη υπάρχον θεραπευτικό σχήμα
του ασθενούς.
Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή:
Η θεραπεία με
Singodem
μπορεί να
χορηγηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία σε ασθενείς όταν τα
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή σε συνδυασμό με βραχείας δράσεως β-
αγωνιστές "κατ’ επίκληση" δεν παρέχουν επαρκή κλινικό έλεγχο. Το
Singodem
δεν πρέπει να υποκαταστήσει τα εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο 4.4.)
Διατίθενται μασώμενα δισκία των 5 mg για παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας 6 έως 14 ετών.
4.3 Αντενδείξεις
.Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
μ μ μ Οι ασθενείς θα πρέπει να ενη ερώνονται να η χρησι οποιούν ποτέ
μ μ οντελουκάστη από του στό ατος για τη θεραπεία των οξέων κρίσεων
μ μ μ άσθ ατος και να έχουν ά εσα διαθέσι η τη συνήθη κατάλληλη θεραπεία
. μ , διάσωσης για την περίπτωση αυτή Εάν ε φανισθεί οξεία κρίση πρέπει να
μ μ - . χρησι οποιηθεί ένας εισπνεό ενος β αγωνιστής βραχείας δράσης Οι
μ ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν τη συ βουλή του γιατρού τους το
μ συντο ότερο δυνατόν εφόσον χρειασθούν περισσότερες από τις συνήθεις
- . εισπνοές β αγωνιστή βραχείας δράσης
Το
Singodem
δεν πρέπει να υποκαταστήσει τα εισπνεόμενα ή από του
στόματος κορτικοστεροειδή.
Δ μ μεν υπάρχουν δεδο ένα που να υποδεικνύουν ότι τα από του στό ατος
2
μ μ μ χορηγού ενα κορτικοστεροειδή πορούν να ειωθούν όταν χορηγείται
μ . ταυτόχρονα οντελουκάστη
, μ μΣε σπάνιες περιπτώσεις ασθενείς υπό θεραπεία ε αντιασθ ατικούς
παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της μοντελουκάστης, είναι δυνατόν
να εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές
εκδηλώνεται με τα κλινικά χαρακτηριστικά αγγειίτιδας συμβατής με το
σύνδρομο Churg-Strauss, μια πάθηση η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται
με τη συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Οι περιπτώσεις αυτές
συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έχουν συσχετιστεί με τη μείωση ή τη
διακοπή της από του στόματος θεραπείας με κορτικοστεροειδή. Η
πιθανότητα να συσχετίζονται οι ανταγωνιστές των υποδοχέων των
λευκοτριενίων με την εμφάνιση του συνδρόμου Churg-Strauss δεν μπορεί
ούτε να αποκλειστεί ούτε να τεκμηριωθεί. Οι γιατροί πρέπει να είναι σε
εγρήγορση για την εμφάνιση ηωσινοφιλίας, εξανθήματος λόγω
αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων, καρδιακών
επιπλοκών και/ή νευροπάθειας στους ασθενείς τους. Οι ασθενείς που
αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να επανεκτιμηθούν και να
αξιολογηθούν τα θεραπευτικά τους σχήματα.
μ μ μ Η θεραπεία ε τη οντελουκάστη δεν εταβάλλει την ανάγκη των ασθενών
μ μ ε άσθ α ευαίσθητο στην ασπιρίνη να αποφεύγουν τη λήψη ασπιρίνης και
μ μ μ .άλλων η στεροειδών αντιφλεγ ονωδών φαρ άκων
μ .Το φαρ ακευτικό αυτό προϊόν περιέχει λακτόζη
µ µ µ Οι ασθενείς ε σπάνια κληρονο ικά προβλή ατα δυσανεξίας στη
, Lapp -γαλακτόζη έλλειψη λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης
µ . γαλακτόζης δεν πρέπει να λάβουν αυτό το φάρ ακο
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Το
Singodem
μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες συνήθεις
θεραπείες που χρησιμοποιούνται για την προφύλαξη και τη θεραπεία του
χρόνιου άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων, η
συνιστώμενη κλινική δόση της μοντελουκάστης δεν είχε κλινικά
σημαντικές επιδράσεις στη φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμάκων:
θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, από του στόματος
αντισυλληπτικά (αιθινυλοιστραδιόλη/νορεθινδρόνη 35/1), τερφεναδίνη,
διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης της
μοντελουκάστης στο πλάσμα μειώθηκε περίπου 40% σε ασθενείς υπό
συγχορήγηση με φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη μεταβολίζεται
από το CYP 3A4, απαιτείται προσοχή, ιδιαίτερα στα παιδιά, όταν η
μοντελουκάστη συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, όπως η
φαινυτοΐνη, η φαινοβαρβιτάλη και η ριφαμπικίνη.
Μελέτες
in vitro
έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός αναστολέας
του CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία μιας κλινικής μελέτης
αλληλεπίδρασης φαρμάκων που περιελάμβανε μοντελουκάστη και
ροσιγλιταζόνη (ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό των
φαρμάκων που μεταβολίζονται κυρίως μέσω του CYP 2C8) έδειξαν ότι η
μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το σύστημα CYP 2C8
in vivo
. Επομένως,
3
η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να μεταβάλλει σημαντικά το
μεταβολισμό των φαρμακευτικών προϊόντων που μεταβολίζονται μέσω
αυτού του ενζύμου (π.χ. πακλιταξέλη, ροσιγλιταζόνη και ρεπαγλινίδη).
4.6 Kύηση και γαλουχία
Χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με
επιδράσεις στην κύηση ή την πρώιμη/όψιμη εμβρυική ανάπτυξη.
Τα περιορισμένα δεδομένα από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων
εγκυμοσύνης δεν υποδεικνύουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της
μοντελουκάστης και δυσπλασιών (π.χ. ελλειμμάτων άκρων), που έχουν
σπάνια αναφερθεί στο πλαίσιο της εμπειρίας μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου στην παγκόσμια αγορά.
Το
Singodem
μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης μόνον εφόσον κρίνεται ως απολύτως απαραίτητο.
Χρήση κατά τη διάρκεια του θηλασμού
Μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι η μοντελουκάστη απεκκρίνεται
στο γάλα (βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη
απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα.
Το
Singodem
μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του θηλασμού
μόνον εφόσον κρίνεται ως απολύτως απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να επηρεάσει την ικανότητα του
ασθενούς στην οδήγηση οχημάτων ή το χειρισμό μηχανημάτων. Ωστόσο,
σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, έχει αναφερθεί από άτομα υπνηλία ή ζάλη.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες ως ακολούθως:
Τα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία των 10 mg σε 4.000 περίπου
ενήλικες ασθενείς, ηλικίας 15 ετών και άνω.
Τα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία των 10 mg σε 400 περίπου ενήλικες
ασθματικούς ασθενείς με εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα, ηλικίας 15
ετών και άνω.
Τα μασώμενα δισκία των 5 mg σε περίπου 1.750 περίπου
παιδιατρικούς ασθματικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών.
Οι ακόλουθες σχετιζόμενες με το φάρμακο ανεπιθύμητες ενέργειες σε
κλινικές μελέτες αναφέρθηκαν συχνά (>1/100,<1/10) σε ασθματικούς
ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με μοντελουκάστη και με μεγαλύτερη
συχνότητα από ότι σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο:
Κατηγορία οργάνου Ενήλικες ασθενείς Παιδιατρικοί Ασθενείς
4
συστήματος ηλικίας 15 ετών και
άνω (δύο μελέτες 12
εβδομάδων, n=795)
ηλικίας 6 έως 14 ετών
(μία μελέτη 8
εβδομάδων, n=201)
(δύο μελέτες 56
εβδομάδων, n=615)
Διαταραχές του
νευρικού συστήματος
κεφαλαλγία κεφαλαλγία
Γαστρεντερικές
διαταραχές
κοιλιακό άλγος
Μετά από παρατεταμένη θεραπεία σε κλινικές μελέτες με περιορισμένο
αριθμό ασθενών διάρκειας έως 2 ετών για ενήλικες και έως 12 μηνών
για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών, δεν μεταβλήθηκε το
προφίλ ασφαλείας.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί κατά τη χρήση
του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του:
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού
συστήματος.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
αυξημένη αιμορραγική διάθεση.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: αντιδράσεις
υπερευαισθησίας περιλαμβανομένων αναφυλαξίας, ηπατικής
ηωσινοφιλικής διήθησης.
Ψυχιατρικές διαταραχές: αφύσικα όνειρα περιλαμβανομένων
εφιαλτών, ψευδαισθήσεις, αϋπνία, υπνοβασία, ευερεθιστότητα, άγχος,
ανησυχία, διέγερση περιλαμβανομένης επιθετικής συμπεριφοράς ή
εχθρότητας, τρόμος, κατάθλιψη, αυτοκτονική σκέψη και συμπεριφορά
(αυτοκτονικότητα) σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: ζάλη, υπνηλία,
παραισθησία/υπαισθησία, σπασμός.
Καρδιακές διαταραχές: αίσθημα παλμών.
Διαταραχές μ , του αναπνευστικού συστή ατος του θώρακα και του
μεσοθωράκιου: .επίσταξη
Γαστρεντερικές διαταραχές: διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία,
ναυτία, έμετος.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: αυξημένα επίπεδα
τρανσαμινασών ορού (ALT, AST), ηπατίτιδα (περιλαμβανομένης
χολοστατικής, ηπατοκυτταρικής και μικτού τύπου ηπατικής βλάβης).
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: αγγειοοίδημα,
μώλωπες, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα, οζώδες ερύθημα.
5
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού: αρθραλγία, μυαλγία περιλαμβανομένων μυϊκών κραμπών.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
εξασθένηση/κόπωση, αίσθημα κακουχίας, οίδημα, πυρεξία.
Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια περιστατικά του συνδρόμου Churg-
Strauss (CSS) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με μοντελουκάστη σε
ασθματικούς ασθενείς (βλέπε παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με μοντελουκάστη. Σε μελέτες χρόνιου άσθματος, η
μοντελουκάστη έχει χορηγηθεί σε δόσεις έως 200 mg/ημέρα σε ασθενείς
επί 22 εβδομάδες και σε βραχείας διάρκειας μελέτες έως 900 mg/ημέρα
σε ασθενείς για περίπου μια εβδομάδα, χωρίς να παρουσιαστούν κλινικά
σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Υπάρχουν αναφορές οξείας υπερδοσολογίας στο πλαίσιο της χρήσης του
φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά και σε κλινικές μελέτες
με μοντελουκάστη. Αυτές περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και
παιδιά με δόση έως και 1.000 mg. (περίπου 61 mg/kg σε παιδί ηλικίας 42
μηνών). Τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν
ήταν σύμφωνα με το προφίλ ασφαλείας σε ενήλικες και παιδιατρικούς
ασθενείς. Δεν υπήρχαν ανεπιθύμητες ενέργειες στην πλειονότητα των
αναφορών υπερδοσολογίας. Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες ήταν σύμφωνες με το προφίλ ασφαλείας της μοντελουκάστης
και περιελάμβαναν κοιλιακό άλγος, υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία, έμετο
και ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα.
Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη απομακρύνεται με περιτοναϊκή- ή
αιμο-διύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
μ Φαρ ακοθεραπευτική κατηγορία: ΑΛΛΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
, ΓΙΑ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ Ανταγωνιστές
υποδοχέων λευκοτριενίων
ATCΚωδικός : R03D C03
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
, LTE
4
), είναι ισχυρά
φλεγμονώδη εικοσανοειδή που απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα,
περιλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Αυτοί οι
σημαντικοί προ-ασθματικοί διαμεσολαβητές συνδέονται με τους
κυστεϊνυλικούς υποδοχείς των λευκοτριενίων (CysLT). Ο υποδοχέας
CysLT τύπου 1 (CysLT
1
) βρίσκεται στους ανθρώπινους αεραγωγούς
(περιλαμβανομένων των λείων μυϊκών κυττάρων των αεραγωγών και
των μακροφάγων στους αεραγωγούς) και σε άλλα προ-φλεγμονώδη
6
κύτταρα (περιλαμβανομένων ηωσινόφιλων και ορισμένων μυελοειδών
βλαστικών κυττάρων). Οι CysLT έχουν συσχετισθεί με την
παθοφυσιολογία του άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Στο άσθμα,
οι διαμεσολαβούμενες από τα λευκοτριένια επιδράσεις περιλαμβάνουν
βρογχόσπασμο, έκκριση βλέννας, αγγειακή διαπερατότητα και
συσσώρευση ηωσινόφιλων. Στην αλλεργική ρινίτιδα, οι CysLT
αποδεσμεύονται από το ρινικό βλεννογόνο μετά την έκθεση σε
αλλεργιογόνα τόσο κατά την πρώιμη όσο και κατά την όψιμη φάση των
αντιδράσεων και συσχετίζονται με τα συμπτώματα της αλλεργικής
ρινίτιδας. Ο ενδορρινικός ερεθισμός με CysLT έχει καταδειχθεί ότι
αυξάνει την αντίσταση των ρινικών αεραγωγών και τα συμπτώματα της
ρινικής απόφραξης.
Η μοντελουκάστη είναι μια από του στόματος χορηγούμενη δραστική
ένωση που συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα στον
υποδοχέα CysLT
1
. Σε κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλλει το
βρογχόσπασμο που προκαλείται από εισπνοή LTD
4
σε δόσεις τόσο
χαμηλές όσο 5 mg. Παρατηρήθηκε βρογχοδιαστολή εντός 2 ωρών μετά
την από του στόματος χορήγηση. Η βρογχοδιασταλτική επίδραση που
προκλήθηκε από β-αγωνιστή ήταν επιπρόσθετη εκείνης που προκλήθηκε
από τη μοντελουκάστη. H θεραπεία με μοντελουκάστη ανέστειλε τόσο
την πρώιμη όσο και την όψιμη φάση του εκλυόμενου από αντιγόνο
βρογχόσπασμου. Η μοντελουκάστη συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο
μείωσε τα περιφερικά ηωσινόφιλα αίματος ενήλικων και παιδιατρικών
ασθενών. Σε μια άλλη μελέτη, η θεραπεία με μοντελουκάστη μείωσε
σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν σε
πτύελα) και στο περιφερικό αίμα, ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο του
άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη 10 mg εφάπαξ ημερησίως
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις
στον πρωινό FEV
1
(μεταβολή από την αρχική τιμή 10,4% έναντι 2,7%),
την ΠΜ μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (μεταβολή από την αρχική τιμή
24,5 L/min έναντι 3,3 L/min) και σημαντική μείωση της συνολικής
χρήσης β-αγωνιστών (μεταβολή από την αρχική τιμή -26,1% έναντι
-4,6%). Η βελτίωση των βαθμολογιών των αναφερόμενων από τους
ασθενείς ασθματικών συμπτωμάτων κατά την ημέρα και τη νύχτα ήταν
σημαντικά μεγαλύτερη έναντι του εικονικού φαρμάκου.
Μελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να
επαυξάνει την κλινική επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών
(% μεταβολή από την αρχική τιμή για εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη σε
συνδυασμό με μοντελουκάστη έναντι βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για
τον FEV
1
: 5,43% έναντι 1,04%, χρήση β-αγωνιστών: -8,70% έναντι
2,64%). Συγκρινόμενη με την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg δύο
φορές την ημέρα χορηγούμενη με δοσιμετρική συσκευή), η
μοντελουκάστη επέδειξε ταχύτερη αρχική ανταπόκριση, μολονότι κατά
τη διάρκεια της μελέτης των 12 εβδομάδων, η βεκλομεθαζόνη παρείχε
μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (% μεταβολή από την αρχική
τιμή για τη μοντελουκάστη έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για
τον FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28% έναντι
-43,89%). Ωστόσο, σε σύγκριση με τη βεκλομεθαζόνη, ένα υψηλό
ποσοστό ασθενών που έλαβαν μοντελουκάστη πέτυχαν παρόμοιες
κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ. 50% των ασθενών που έλαβαν
7
βεκλομεθαζόνη πέτυχαν βελτίωση του FEV
1
από την αρχική τιμή κατά
11% περίπου ή και περισσότερο, ενώ περίπου 42% των ασθενών που
έλαβαν μοντελουκάστη πέτυχαν την ίδια ανταπόκριση).
Διεξάχθηκε μία κλινική μελέτη για την αξιολόγηση της μοντελουκάστης
στη συμπτωματική θεραπεία της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας σε
ενήλικες ασθματικούς ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω με
συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα. Στη συγκεκριμένη μελέτη,
τα δισκία της μοντελουκάστης των 10mg χορηγούμενα μία φορά την
ημέρα επέδειξαν στατιστικά σημαντική βελτίωση της βαθμολογίας των
Ημερησίων Συμπτωμάτων Ρινίτιδας, σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο. Η βαθμολογία των Ημερήσιων Συμπτωμάτων Ρινίτιδας είναι ο
μέσος όρος της βαθμολογίας των Ρινικών Συμπτωμάτων Κατά τη
Διάρκεια της Ημέρας (μέσος όρος των βαθμολογιών ρινικής συμφόρησης,
ρινόρροιας, πταρμού, ρινικού κνησμού) και της βαθμολογίας των Ρινικών
Συμπτωμάτων κατά τη Διάρκεια της Νύχτας (μέσος όρος βαθμολογιών
ρινικής συμφόρησης κατά την αφύπνιση, δυσχέρειας κατά την επέλευση
του ύπνου και αφυπνίσεις κατά τη νύχτα).
Οι συνολικές αξιολογήσεις της αλλεργικής ρινίτιδας από τους ασθενείς
και τους γιατρούς βελτιώθηκαν σημαντικά, σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στο άσθμα δεν ήταν
πρωτεύων στόχος της συγκεκριμένης μελέτης.
Σε μια μελέτη διάρκειας 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
6 έως 14 ετών, η μοντελουκάστη 5mg εφάπαξ ημερησίως, συγκρινόμενη
με το εικονικό φάρμακο, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική
λειτουργία (μεταβολή από την αρχική τιμή FEV
1
8,71% έναντι 4,16%,
μεταβολή από την αρχική τιμή ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min)
και μείωσε την "κατ’ επίκληση" χρήση β-αγωνιστών (μεταβολή από την
αρχική τιμή -11,7% έναντι +8,2%).
Σημαντική μείωση στoν εκλυόμενο από άσκηση βρογχόσπασμο (ΕΙΒ)
αποδείχθηκε σε μια μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη πτώση
του FEV
1
22,33% για τη μοντελουκάστη έναντι 32,40% για το εικονικό
φάρμακο, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις αρχικές τιμές του FEV
1
44,22 min έναντι 60,64 min). Αυτή η επίδραση ήταν σταθερή σε όλη τη
διάρκεια των 12 εβδομάδων της μελέτης. Η μείωση στον ΕΙΒ
καταδείχθηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας διάρκειας σε παιδιατρικούς
ασθενείς (μέγιστη πτώση του FEV
1
18,27% έναντι 26,11%, χρόνος
επαναφοράς εντός 5% από τις αρχικές τιμές του FEV
1
17,76 min έναντι
27,98 min). Σε αμφότερες τις μελέτες η επίδραση εκδηλώθηκε στο τέλος
του διαστήματος της εφάπαξ ημερήσιας δόσης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που έλαβαν
ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή, η
θεραπεία με μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο,
επέφερε σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος (μεταβολή από
την αρχική τιμή FEV
1
8,55% έναντι -1,74% και μείωση στη συνολική
χρήση β-αγωνιστών: μεταβολή από την αρχική τιμή -27,78% έναντι
2,09%).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
8
Η μοντελουκάστη απορροφάται ταχέως μετά από του στόματος
χορήγηση. Για το επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο των 10mg, η
μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
) επιτυγχάνεται 3 ώρες
max
) μετά τη χορήγηση σε ενήλικες σε κατάσταση νηστείας. Η μέση από
του στόματος βιοδιαθεσιμότητα είναι 64%. Η από του στόματος
βιοδιαθεσιμότητα και η C
max
δεν επηρεάζονται από ένα τυπικό γεύμα. Η
ασφάλεια και αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες
όπου το επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο των 10 mg χορηγήθηκε
ανεξαρτήτως του χρόνου πρόσληψης της τροφής.
Για το μασώμενο δισκίο των 5 mg, η C
max
επιτυγχάνεται εντός 2 ωρών
μετά τη χορήγηση σε ενήλικες σε κατάσταση νηστείας. Η μέση από του
στόματος βιοδιαθεσιμότητα είναι 73%, και μειώνεται σε 63% μετά από
ένα τυπικό γεύμα.
Κατανομή
Η μοντελουκάστη συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος. Ο όγκος κατανομής της μοντελουκάστης σε
σταθερή κατάσταση είναι κατά μέσο όρο 8 - 11 λίτρα. Μελέτες σε
αρουραίους με ραδιοσημασμένη μοντελουκάστη έδειξαν ελάχιστη
κατανομή διαμέσου του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον,
συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου υλικού 24 ώρες μετά τη χορήγηση
της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετασχηματισμός
Η μοντελουκάστη υπόκειται σε εκτενή μεταβολισμό. Σε μελέτες με
χορήγηση θεραπευτικών δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της
μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται στη σταθερή κατάσταση
σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro
μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από
ανθρώπινο ήπαρ, υποδεικνύουν ότι τα κυτοχρώματα Ρ450 3Α4,2Α6 και
2C9 εμπλέκονται στο μεταβολισμό της μοντελουκάστης. Σύμφωνα με
περαιτέρω
in vitro
μελέτες σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος, οι
θεραπευτικές συγκεντρώσεις της μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν
αναστέλλουν τα κυτοχρώματα P450 3A4, 2C9, 1Α2, 2A6, 2C19 ή 2D6. Η
συμβολή των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση της
μοντελουκάστης είναι ελάχιστη.
Αποβολή
Η κάθαρση της μοντελουκάστης από το πλάσμα κυμαίνεται στα
45ml/min για υγιείς ενήλικες. Μετά την από του στόματος χορήγηση
δόσης ραδιοσημασμένης μοντελουκάστης, 86% της ραδιενέργειας
ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό
<0,2% ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της από του
στόματος βιοδιαθεσιμότητας της μοντελουκάστης, αυτό υποδεικνύει ότι
η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται σχεδόν
αποκλειστικά μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους
ασθενείς ή σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες
σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Επειδή η
μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες της απομακρύνονται μέσω της
9
χοληφόρου οδού, δεν αναμένεται να είναι απαραίτητη κάποια
προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Δεν
υπάρχουν δεδομένα για τη φαρμακοκινητική της μοντελουκάστης σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βαθμολογία Child-Pugh>9).
Με υψηλές δόσεις μοντελουκάστης (20 και 60 φορές τη συνιστώμενη
δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε μείωση στη συγκέντρωση της
θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν παρατηρήθηκε με τη
συνιστώμενη δοσολογία των 10 mg εφάπαξ ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που διεξήχθησαν σε ζώα, παρατηρήθηκαν
ελάχιστες βιοχημικές μεταβολές στην ALT, τη γλυκόζη, το φωσφόρο και
τα τριγλυκερίδια, που ήταν παροδικές. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα,
εκδηλώθηκαν με αυξημένη έκκριση σιέλου, συμπτώματα από το
γαστρεντερικό, υδαρή κόπρανα και διαταραχή ιόντων. Αυτά
εκδηλώθηκαν σε δόσεις που παρείχαν >17 φορές τη συστηματική έκθεση
που παρατηρείται με την κλινική δόση. Σε πιθήκους, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες εμφανίστηκαν σε δόσεις από 150 mg/kg/ημέρα (>232 φορές τη
συστηματική έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση). Σε κλινικές
μελέτες με ζώα, η μοντελουκάστη δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα ή
την αναπαραγωγική ικανότητα κατά τη συστηματική έκθεση που υπερέβη
την κλινική συστηματική έκθεση περισσότερο από 24 φορές. Μια μικρή
μείωση στο σωματικό βάρος των νεογνών παρατηρήθηκε σε μελέτη
γονιμότητας σε θηλυκούς αρουραίους με δόση 200 mg/kg/ημέρα (>69
φορές την κλινική συστηματική έκθεση). Σε μελέτες με κουνέλια, ένα
μεγαλύτερο ποσοστό ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση ταυτόχρονα με
πειραματόζωα ελέγχου, παρατηρήθηκε κατά τη συστηματική έκθεση >24
φορές από την κλινική συστηματική έκθεση που παρατηρείται με την
κλινική δόση. Δεν παρατηρήθηκαν οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε
αρουραίους. Έχει δειχθεί ότι η μοντελουκάστη διαπερνά τον
πλακουντιακό φραγμό και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα των ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από εφάπαξ χορήγηση της νατριούχου
μοντελουκάστης σε δόσεις έως και 5.000 mg/kg σε ποντικούς και
αρουραίους (15.000 mg/m
2
και 30.000 mg/m
2
στους ποντικούς και τους
αρουραίους, αντίστοιχα), που συνιστά τη μέγιστη δόση που μελετήθηκε.
Αυτή η δόση είναι ισοδύναμη με 25.000 φορές τη συνιστώμενη ημερήσια
δόση για τους ενήλικες ανθρώπους (με βάση βάρος 50 kg ενός ενήλικα
ασθενή).
Η μοντελουκάστη προσδιορίστηκε ως μη φωτοτοξική σε ποντικούς για
τις UVA, UVΒ ή για ορατό φάσμα φωτός σε δόσεις έως 500 mg/kg/ημέρα
(περίπου >200 φορές με βάση τη συστηματική έκθεση).
Η μοντελουκάστη δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνος σε
in vitro
και
in vivo
δοκιμές, ούτε ογκογόνος σε δοκιμές με είδη τρωκτικών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
, μΚυτταρίνη ικροκυσταλλική
10
μΛακτόζη ονοϋδρική
Δ μ μ ιασταυρού ενη καρ ελλόζη νατριούχος
μ ( 463)Χα ηλής Υποκατάστασης Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη Ε
Μαγνήσιο Στεατικό
Επικάλυψη δισκίου:
Opadry Orange:
Οξείδιο σιδήρου μέλαν (Ε172)
Υπρομελλόζη
Οξείδιο σιδήρου ερυθρό (Ε172)
Πολυαιθυλενογλυκόλη
Διοξείδιο Τιτανίου (Ε171)
Οξείδιο σιδήρου κίτρινο (Ε172)
Πολυαιθυλενογλυκόλη (6000)
6.2 Ασυμβατότητες
Δ μ .εν εφαρ όζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
4 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
μ μ 30°C.Μη φυλάσσετε σε θερ οκρασία εγαλύτερη των
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως και
.την υγρασία
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
μ / μ /Συσκευασία σε κυψέλες αλου ινίου πολυα ιδίου PVC μ τοποθετη ένες σε
.χάρτινα κουτιά
Συσκευασίες των 14, 20, 28, 30, 50, 98 100 μμ μ μκαι επικαλυ ένων ε λεπτό υ ένιο
.δισκίων
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
μ μ μμ Κάθε αχρησι οποίητο φαρ ακευτικό προϊόν ή υπόλει α πρέπει να
μ μ .απορρίπτεται σύ φωνα ε τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
DEMO ΑΒΕΕ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
21 μ. - μο χλ Εθνικής οδού Αθηνών Λα ίας
14568 , Κρυονέρι Αθήνα
. 2108161802, Fax. 2108161587Τηλ
11
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
12936/28-5-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
28-5-2012
Ημερομηνία ανανέωσης:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
12