Υπερευαισθησία στις καρβαπενέμες.
Σοβαρή υπερευαισθησία (π.χ. αντίδραση αναφυλαξίας, σοβαρές
δερματικές αντιδράσεις) σε άλλα αντιβιοτικά τύπου β-λακτάμης
(π.χ. πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Στην επιλογή της μεροπενέμης για τη θεραπεία ενός ασθενούς
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η καταλληλότητα για τη
χρησιμοποίηση της καρβαπενέμης και να βασίζεται σε παράγοντες
όπως η σοβαρότητα της λοίμωξης, η συχνότητα της αντίστασης σε
άλλα κατάλληλα αντιβιοτικά και τον κίνδυνο της επιλογής σε
βακτήρια ανθεκτικά στην καρβαπενέμη.
Όπως με όλα τα αντιβιοτικά β-λακτάμης, έχουν αναφερθεί σοβαρές
και περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.8).
Ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στις καρβαπενέμες,
πενικιλλίνες ή άλλα αντιβιοτικά β-λακτάμης, μπορεί επίσης να
εμφανίσουν υπερευαισθησία στη μεροπενέμη. Πριν ξεκινήσει η
θεραπεία με μεροπενέμη πρέπει να διερευνηθούν προσεκτικά τυχόν
προηγούμενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε αντιβιοτικά β-
λακτάμης.
Εάν συμβεί μία σοβαρή αλλεργική αντίδραση, το φάρμακο πρέπει
να διακοπεί και πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Η κολίτιδα που οφείλεται σε αντιβιοτικά και η ψευδομεβρανώδης
κολίτιδα έχουν αναφερθεί σχεδόν με όλα τα αντιβιοτικά,
συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης, και μπορεί να κυμαίνεται
σε σοβαρότητα από ήπια μέχρι απειλητική για τη ζωή. Γι΄αυτό το
λόγο, είναι σημαντικό η διάγνωση της ψευδομεβρανώδους
κολίτιδας να εξετάζεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν διάρροια
κατά τη διάρκεια ή μετά τη χορήγηση της μεροπενέμης (βλ.
παράγραφο 4.8). Η διακοπή της θεραπείας με τη μεροπενέμη και η
χορήγηση ειδικής θεραπείας για Clostridium
difficile πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη. Φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την
περισταλτικότητα δεν πρέπει να χορηγούνται.
Σπασμοί έχουν αναφερθεί σπάνια κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με καρβαπενέμες, συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης (βλ.
παράγραφο 4.8).
Η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με μεροπενέμη λόγω του κινδύνου
ηπατικής τοξικότητας (ηπατική δυσλειτουργία με χολόσταση και
κυτταρόλυση) (βλ. παράγραφο 4.8).
Εγκ. 15785/10-3-2010