
10
Κονδυλώματα εξωτερικών γεννητικών οργάνων, καρκίνωμα επιφανειακών βασικών κυττάρων και
ακτινική κεράτωση:
Λιγότερο από το 0,9% μιας τοπικά χορηγηθείσης εφάπαξ δόσης ραδιοσημασμένης imiquimod
απορροφήθηκε διαμέσου του δέρματος ανθρώπων. Η μικρή ποσότητα φαρμάκου που απορροφήθηκε
στη συστηματική κυκλοφορία αποβλήθηκε ταχέως μέσω των ούρων και των κοπράνων σε μέση
αναλογία περίπου 3 προς 1. Δεν ανιχνεύθηκαν ποσοτικά προσδιορίσιμα επίπεδα φαρμάκου (> 5
ng/ml) στον ορό αίματος μετά από μία ή
πολλές τοπικές δόσεις.
Η συστηματική έκθεση (διαδερμική διείσδυση) υπολογίστηκε από την ανεύρεση imiquimod
σημασμένης με άνθρακα 14 [
14
C] στα ούρα και τα κόπρανα.
Η ελάχιστη συστηματική απορρόφηση 5% της κρέμας imiquimod από το δέρμα 58 ασθενών με
ακτινική κεράτωση παρατηρήθηκε σε χορήγηση 3 φορές την εβδομάδα επί 16 εβδομάδες. Η έκταση
της διαδερμικής απορρόφησης δε μεταβλήθηκε σημαντικά μεταξύ της πρώτης και των τελευταίων
δόσεων της μελέτης αυτής. Οι μέγιστες ορολογικές συγκεντρώσεις του φαρμάκου
στο τέλος της
εβδομάδας 16 παρατηρήθηκαν μεταξύ 9 και 12 η ώρα και ήταν 0,1, 0,2 και 1,6 ng/mL για τις
εφαρμογές στο πρόσωπο (12,5 mg, ένας φακελλίσκος μιας χρήσης), στο τριχωτό της κεφαλής (25 mg,
2 φακελλίσκοι) στα χέρια/βραχίονες (75 mg, 6 φακελλίσκοι), αντιστοίχως. Η περιοχή της επιφάνειας
εφαρμογής δεν ήταν ελεγχόμενη στις ομάδες του τριχωτού της κεφαλής και των χεριών/ βραχιόνων.
Δεν
παρατηρήθηκε αναλογικότητα της δόσης. Η εμφανής ημίσεια ζωή υπολογίστηκε ότι ήταν περίπου
10 φορές μεγαλύτερη από την ημίσεια ζωή 2 ωρών που παρατηρήθηκε μετά από υποδόρια δόση σε
προηγούμενη μελέτη, υποδηλώνοντας παρατεταμένη κατακράτηση του φαρμάκου στο δέρμα.
Η ανάκτηση στα ούρα ήταν λιγότερο από 0,6% της εφαρμοζόμενης δόσης την εβδομάδα 16 σε αυτούς
τους
ασθενείς.
Παιδιατρικοί ασθενείς:
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της imiquimod μετά από εφάπαξ και πολλαπλή τοπική εφαρμογή
έχουν μελετηθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς με μολυσματική τέρμινθο (molluscum contagiosum, MC).
Τα δεδομένα από την συστηματική έκθεση έδειξαν ότι η έκταση της απορρόφησης της imiquimod
μετά από τοπική εφαρμογή σε δέρμα παιδιατρικών ασθενών ηλικίας 6 έως 12 ετών με MC αλλοιώσεις
ήταν χαμηλή και συγκρίσιμη με
αυτή που παρατηρείται σε υγιείς ενήλικες και σε ενήλικες με ακτινική
κεράτωση ή καρκίνωμα των επιφανειακών βασικών κυττάρων. Σε νεαρότερους ασθενείς ηλικίας 2
έως 5 ετών, η απορρόφηση ήταν υψηλότερη απ’ ότι στους ενήλικες, με βάση τις τιμές της C
max
.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Βάσει συμβατικών μελετών φαρμακολογικής ασφάλειας, τα μη
κλινικά δεδομένα έδειξαν ότι δεν
υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος μεταλλαξιογόνου δράσης και τερατογένεσης για τον άνθρωπο.
Σε μια μελέτη δερματικής τοξικότητας τετράμηνης διάρκειας σε αρουραίους, παρατηρήθηκε
σημαντική μείωση του σωματικού βάρους και αύξηση βάρους του σπλήνα σε δόση 0,5 και 2,5 mg/kg
αντίστοιχα. Δεν παρατηρήθηκαν παρόμοιες επιπτώσεις κατά τη διάρκεια τετράμηνης δερματικής
μελέτης που
πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια. Τοπικός δερματικός ερεθισμός, ιδιαίτερα κατά τη
χορήγηση υψηλότερων δόσεων, παρατηρήθηκε και στα δύο είδη.
Μετά από διετή μελέτη καρκινογένεσης σε ποντίκια με χορήγηση κρέμας imiquimod από το δέρμα
τρεις φορές την εβδομάδα δεν επηρεάστηκε η μορφή και το ποσοστό των όγκων στην περιοχή
εφαρμογής. Ωστόσο, η συχνότητα εμφάνισης ηπατοκυτταρικών
όγκων σε ζώα που είχαν υποβληθεί σε
θεραπεία ήταν μεγαλύτερη από ότι σε αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες. Ο παραπάνω
μηχανισμός δεν είναι γνωστός, αλλά εφόσον η imiquimod έχει χαμηλή συστηματική απορρόφηση από
το ανθρώπινο δέρμα, και δεν παρουσιάζει μεταλλαξιογόνο δράση, κάθε κίνδυνος για τον άνθρωπο
λόγω συστηματικής έκθεσης είναι πιθανόν
χαμηλός. Επιπλέον, σε καμία περιοχή δεν παρατηρήθηκαν
όγκοι ύστερα από διετή μελέτη στοματικής χορήγησης σε αρουραίους.
Η κρέμα imiquimod αξιολογήθηκε σε μία βιοανάλυση φωτοκαρκινογένεσης σε αλφιστικά άτριχα
ποντίκια τα οποία εκτέθηκαν σε προσομοιωμένη ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία (UVR). Στα ζώα