μαστού. Αυτές οι δόσεις ήταν καλά ανεκτές. Η εφάπαξ δόση Εξεμεστάνη
που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απειλητικά για τη ζωή συμπτώματα, δεν
είναι γνωστή. Σε αρουραίους και σκύλους, παρατηρήθηκε θνησιμότητα μετά
από εφάπαξ από του στόματος δόσεις που ισοδυναμούν αντίστοιχα με 2000
και 4000 φορές τη συνιστώμενη δόση στον άνθρωπο σε βάση mg/m
2
. Δεν
υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την υπερδοσολογία και η θεραπεία πρέπει να
είναι συμπτωματική. Ενδείκνυται γενική υποστηρικτική φροντίδα,
συμπεριλαμβανομένης της συχνής παρακολούθησης των ζωτικών σημείων
και προσεκτική παρακολούθηση της ασθενούς.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ανταγωνιστές ορμονών και σχετικοί
παράγοντες, αναστολείς ενζύμων.
ATC: L02BG06
Η εξεμεστάνη είναι μη αναστρέψιμος, στεροειδικός αναστολέας της
αρωματάσης, ο οποίος σχετίζεται δομικά με το φυσικό υπόστρωμα
ανδροστενεδιόνη. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, τα οιστρογόνα
παράγονται κυρίως από τη μετατροπή ανδρογόνων σε οιστρογόνα μέσω του
ενζύμου αρωματάση σε περιφερικούς ιστούς. Η στέρηση οιστρογόνου με την
αναστολή της αρωματάσης είναι αποτελεσματική και εκλεκτική θεραπεία
για τον εξαρτώμενο από ορμόνες καρκίνο του μαστού σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η
Εξεμεστάνη p.o. μείωσε σημαντικά τις συγκεντρώσεις των οιστρογόνων
στον ορό ξεκινώντας από δόση 5 mg, επιτυγχάνοντας τη μέγιστη καταστολή
(>90%) με δόση 10-25 mg. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο του
μαστού που λαμβάνουν θεραπεία με τη δόση των 25 mg, η συνολική
αρωματοποίηση του οργανισμού μειώθηκε κατά 98%.
Η εξεμεστάνη δεν διαθέτει καμία προγεστογόνο ή οιστρογόνο δράση.
Ελαφρά ανδρογόνος δράση, πιθανόν λόγω του 17-υδρο παραγώγου έχει
παρατηρηθεί κυρίως σε υψηλές δόσεις. Σε μελέτες πολλαπλών ημερήσιων
δόσεων, η Εξεμεστάνη δεν είχε ανιχνεύσιμες επιδράσεις στην επινεφριδική
βιοσύνθεση της κορτιζόλης ή της αλδοστερόνης, η οποία μετρήθηκε πριν ή
μετά από δοκιμασία ACTH, επομένως, καταδεικνύεται η εκλεκτικότητα της
σε σχέση με τα υπόλοιπα ένζυμα που συμμετέχουν στη στεροειδογόνο οδό.
Συνεπώς, δεν χρειάζονται γλυκοκορτικοειδικές ή μεταλλοκορτικοειδικές
υποκαταστάσεις. Μη εξαρτώμενη από τη δόση, ελαφρά αύξηση των
επιπέδων LH και FSH ορού έχει παρατηρηθεί, ακόμη και σε χαμηλές δόσεις:
αυτό το αποτέλεσμα είναι, ωστόσο, αναμενόμενο για τη φαρμακολογική
κατηγορία και είναι πιθανόν το αποτέλεσμα ανάδρασης στο επίπεδο της
υπόφυσης λόγω της μείωσης των επιπέδων οιστρογόνων που διεγείρουν την
έκκριση γοναδοτροπινών από την υπόφυση και σε μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες.
8