καρδιαγγειακού θανάτου ή καρδιαγγειακής νοσηλείας. Συνεπώς, στην EPHESUS,
η επλερενόνη μείωσε τον κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία κατά 15%
(RR 0,85, 95% CI: 0,75 – 0,96, p = 0,008) συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο,
προκαλώντας κυρίως μείωση στην ΚΑ θνητότητα. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακού
θανάτου ή καρδιαγγειακής νοσηλείας μειώθηκε κατά 13% με την επλερενόνη
(RR 0,87, 95% CI: 0,79 – 0,95, p = 0,002). Οι απόλυτες μειώσεις κινδύνου των
τελικών σημείων σχετικά με τη θνητότητα οποιασδήποτε αιτίας και την
καρδιαγγειακή θνητότητα/νοσηλεία ήταν 2,3% και 3,3%, αντίστοιχα. Κλινική
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκε πρωτίστως, όταν η θεραπεία με επλερενόνη
άρχιζε σε άτομα ηλικίας < 75 ετών. Τα οφέλη από τη θεραπεία για τους
συμμετέχοντεςεκείνους, ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών ήταν ασαφή. Η
λειτουργική ταξινόμηση κατά NYHA βελτιώθηκε ή παρέμεινε σταθερή, για μια
στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη αναλογία συμμετεχόντων που ελάμβαναν
επλερενόνη συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η συχνότητα εμφάνισης της
υπερκαλιαιμίας ήταν 3,4% στην ομάδα που ελάμβανε επλερενόνη έναντι 2,0%
στην ομάδα που ελάμβανε εικονικό φάρμακο (p < 0,001). Η συχνότητα
εμφάνισης της υποκαλιαιμίας ήταν 0,5% στην ομάδα που ελάμβανε επλερενόνη
έναντι 1,5% στην ομάδα που ελάμβανε εικονικό φάρμακο (p < 0,001).
Δεν παρατηρήθηκαν σταθερές επιδράσεις της επλερενόνης στον καρδιακό
ρυθμό, στη διάρκεια του διαστήματος QRS ή στο διάστημα PR ή QT σε 147 υγιή
άτομα που αξιολογήθηκαν για ηλεκτροκαρδιογραφικές μεταβολές, κατά τη
διάρκεια των φαρμακοκινητικών μελετών.
Στη δοκιμή EMPHASIS-HF διερευνήθηκε η επίδραση της επλερενόνης όταν
προστέθηκε στην καθιερωμένη θεραπεία ως προς την κλινική έκβαση
συμμετεχόντων με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια και ήπια συμπτώματα
(λειτουργική κατάταξη ΙΙ κατά ΝΥΗΑ).
Τα υποκείμενα συμμετείχαν, εφόσον ήταν ηλικίας τουλάχιστον 55 ετών, είχαν
LVEF ≤ 30% ή LVEF ≤35% σε συνδυασμό με εύρος διαστήματος QRS που
ανερχόταν σε > 130 msec και είτε ήταν ενδονοσοκομειακοί ασθενείς εξαιτίας
ΚΑ αιτίων 6 μήνες πριν από την εισαγωγή είτε το επίπεδο του νατριουρητικού
πεπτιδίου τύπου Β (ΒΝΡ) στο πλάσμα ήταν τουλάχιστον 250 pg/ml ή το επίπεδο
του Ν-τελικού προ-ΒΝΡ πεπτιδίου στο πλάσμα ήταν τουλάχιστον 500 pg/ml
στους άνδρες (750 pg/ml στις γυναίκες). Η επλερενόνη χορηγήθηκε κατά την
έναρξη σε δόση των 25 mg άπαξ ημερησίως και αυξήθηκε μετά από 4 εβδομάδες
στα 50 mg άπαξ την ημέρα στην περίπτωση που το επίπεδο καλίου ορού ήταν <5
mmol/l. Εναλλακτικά, εφόσον ο εκτιμώμενος ρυθμός σπειραματικής διήθησης
(ΡΣΔ) ήταν 30 – 49 ml/min/1,73 m
2
, η δόση άρχιζε με 25 mg επλερενόνης κάθε
δεύτερη ημέρα και αυξανόταν σε 25 mg άπαξ ημερησίως.
Συνολικά, τυχαιοποιήθηκαν 2.737 άτομα (διπλά-τυφλή) στη θεραπεία με
επλερενόνη ή εικονικό φάρμακο, περιλαμβανομένης της βασικής θεραπείας με
διουρητικά (85%), αναστολείς του ΜΕΑ (78%), ανταγωνιστές των υποδοχέων
της αγγειοτασίνης ΙΙ (19%), β-αναστολείς (87%), αντιθρομβωτικά φάρμακα
(88%), αντιλιπιδαιμικά (63%) και γλυκοσίδες τύπου δακτυλίτιδας (27%). Το
μέσο LVEF ήταν 26% περίπου ενώ το μέσο εύρος του QRS ανερχόταν σε 122 msec
περίπου. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην μελέτη (83,4%) είχαν
νοσηλευτεί προηγουμένως για καρδιαγγειακά αίτια, εντός 6 μηνών από την
τυχαιοποίηση, από τους οποίους ποσοστό 50% περίπου λόγω καρδιακής
ανεπάρκειας. Περίπου 20% των συμμετεχόντων είχαν εμφυτευμένους
απινιδωτές ή ελάμβαναν θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού.