Το προϊόν θα πρέπει να χορηγείται μέσω της ενδοφλέβιας οδού. Συνιστάται να
μη χορηγούνται περισσότερα από 2 - 3 ml Haemoctin 250, 500 ή 1000/λεπτό.
Για οδηγίες σχετικά με την ανασύσταση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν από
τη χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπερευαισθησία
Όπως και με οποιοδήποτε ενδοφλέβιο προϊόν πρωτεΐνης, είναι πιθανό να
εμφανιστούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας αλλεργικού τύπου. Το προϊόν
περιέχει ίχνη ανθρώπινων πρωτεϊνών εκτός του παράγοντα VIII. Εάν
εμφανιστούν συμπτώματα υπερευαισθησίας, οι ασθενείς θα πρέπει να
συμβουλεύονται να διακόπτουν αμέσως τη χρήση του φαρμακευτικού προϊόντος
και να επικοινωνούν με τον ιατρό τους. Οι ασθενείς θα πρέπει να
ενημερώνονται για τα πρώιμα συμπτώματα αντιδράσεων υπερευαισθησίας, που
περιλαμβάνουν κνίδωση, κνίδωση γενικευμένη, αίσθημα σύσφιγξης του
θώρακα, συριγμό, υπόταση και αναφυλαξία.
Σε περίπτωση καταπληξίας, θα πρέπει να εφαρμόζονται τα τρέχοντα ιατρικά
πρότυπα αντιμετώπισης της καταπληξίας.
Αναστολείς
Η δημιουργία εξουδετερωτικών αντισωμάτων (αναστολέων) κατά του
παράγοντα VIII είναι μία γνωστή επιπλοκή κατά τη διαχείριση ασθενών με
αιμορροφιλία A. Αυτοί οι αναστολείς είναι συνήθως IgG ανοσοσφαιρίνες που
στρέφονται κατά της προπηκτικής δραστικότητας του παράγοντα VIII, και που
ποσοτικοποιούνται σε μονάδες Bethesda (BU) ανά ml πλάσματος με χρήση του
τροποποιημένου προσδιορισμού. Ο κίνδυνος ανάπτυξης αναστολέων
συσχετίζεται με την έκθεση στον αντι-αιμορροφιλικό παράγοντα VIII, και είναι
μεγαλύτερος εντός των πρώτων 20 ημερών έκθεσης. Σπανίως ενδέχεται να
αναπτυχθούν αναστολείς μετά τις πρώτες 100 ημέρες έκθεσης.
Περιπτώσεις υποτροπιάζοντος αναστολέα (χαμηλός τίτλος) έχουν παρατηρηθεί
μετά από μετάβαση από ένα προϊόν παράγοντα VIII σε κάποιο άλλο, σε ασθενείς
που είχαν αντιμετωπιστεί στο παρελθόν με περισσότερες από 100 ημέρες
έκθεσης και οι οποίοι έχουν ιστορικό ανάπτυξης αναστολέα. Συνιστάται
επομένως η προσεκτική παρακολούθηση όλων των ασθενών για εμφάνιση
αναστολέα μετά από οποιαδήποτε αλλαγή προϊόντος.
Όλοι γενικά οι ασθενείς που αντιμετωπίζονται με προϊόντα ανθρώπινου
παράγοντα πήξης VIII θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για
ανάπτυξη αναστολέων, μέσω κατάλληλων κλινικών παρατηρήσεων και
εργαστηριακής εξέτασης. Εάν δεν επιτυγχάνονται τα αναμενόμενα επίπεδα
δραστικότητας του παράγοντα VIII στο πλάσμα ή εάν η αιμορραγία δεν
ελέγχεται με επαρκή δόση, θα πρέπει να πραγματοποιείται έλεγχος για την
παρουσία αναστολέα του παράγοντα VIII. Σε ασθενείς με υψηλά επίπεδα
αναστολέα, η θεραπεία με τον παράγοντα VIII μπορεί να μην είναι
αποτελεσματική και θα πρέπει να εξεταστούν άλλες θεραπευτικές επιλογές. Η
διαχείριση αυτών των ασθενών θα πρέπει να διευθύνεται από ιατρούς με
5