-σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) στον παράγοντα πήξης VIII ή σε
οποιοδήποτε άλλο από τα συστατικά αυτού του φαρμάκου (αναφέρονται
στην παράγραφο 6). Μία αλλεργική αντίδραση μπορεί να περιλαμβάνει
εξάνθημα, φαγούρα, δυσκολία στην αναπνοή ή πρήξιμο του προσώπου,
των χειλιών, του φάρυγγα ή της γλώσσας.
Προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
• Απευθυνθείτε στον γιατρό σας προτού χρησιμοποιήσετε το Haemoctin 500
Εάν ξεκινήσετε τη θεραπεία με Haemoctin 500 υπάρχει το ενδεχόμενο το
ανοσοποιητικό σας σύστημα να αναπτύξει αντισώματα (αναστολείς) κατά
του παράγοντα VIII. Αυτοί οι αναστολείς μπορεί να επηρεάσουν το
αποτέλεσμα του Haemoctin 500. Ο γιατρός σας πρέπει να σας ελέγχει τακτικά
χρησιμοποιώντας μια βιολογική δοκιμασία (δοκιμασία Bethesda) για τυχόν
δημιουργία αναστολέων. Η εμφάνιση τέτοιων αναστολέων του παράγοντα
VIII εκδηλώνεται με απουσία θεραπευτικής επιτυχίας. Η ποσότητα
αναστολέων στο σώμα εκφράζεται σε μονάδες Bethesda (BU) ανά ml
πλάσματος αίματος. Ο κίνδυνος ανάπτυξης αναστολέων εξαρτάται από τη
χορήγηση παράγοντα VIII, και είναι υψηλότερος κατά τη διάρκεια των
πρώτων 20 ημερών χορήγησης. Οι αναστολείς δημιουργούνται σπάνια μετά
από περισσότερες από 100 ημέρες χορήγησης. Περιπτώσεις
υποτροπιαζόντων αναστολέων έχουν παρατηρηθεί μετά από μετάβαση από
ένα προϊόν παράγοντα VIII σε άλλο, σε προηγουμένως αντιμετωπισμένους
ασθενείς με περισσότερες από 100 ημέρες έκθεσης, οι οποίοι έχουν ιστορικό
ανάπτυξης αναστολέων.
Θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο το παρεχόμενο σετ έγχυσης διότι η
θεραπεία μπορεί να αποτύχει ως αποτέλεσμα προσρόφησης του παράγοντα
VIII στις εσωτερικές επιφάνειες ορισμένων συσκευών έγχυσης.
Δεν επιτρέπεται η ανάμειξη του Haemoctin 500 με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα.
Επιπλοκές σχετιζόμενες με καθετήρες: Εάν απαιτείται συσκευή κεντρικής
φλεβικής πρόσβασης (CVAD), θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο
επιπλοκών σχετιζόμενων με CVAD συμπεριλαμβανομένων τοπικών
λοιμώξεων, βακτηριαιμίας και θρόμβωσης της θέσης του καθετήρα.
Ασφάλεια από ιούς
Όταν τα φάρμακα φτιάχνονται από ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα, τίθενται σε
ισχύ ορισμένα μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης μολύνσεων στους
ασθενείς. Αυτά περιλαμβάνουν:
-προσεκτική επιλογή των δοτών αίματος και πλάσματος για να διασφαλιστεί
ότι αποκλείονται εκείνοι που υπάρχει κίνδυνος να μεταφέρουν μολύνσεις
-τον έλεγχο κάθε μονάδας και δεξαμενής πλάσματος για σημάδια
ιών/λοιμώξεων
-εισαγωγή βημάτων για την επεξεργασία του αίματος ή του πλάσματος που
μπορούν να αδρανοποιήσουν ή να απομακρύνουν τους ιούς.
2