ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1 ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Aircast 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2 ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο Aircast 10 mg περιέχει
νατριούχο μοντελουκάστη, η οποία είναι ισοδύναμη με 10 mg
μοντελουκάστης.
Έκδοχα: 89.30 mg λακτόζη μονοϋδρική και 0.12 mg λεκιθίνη (σόγια) /
επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Μπεζ, στρογγυλά, αμφίκυρτα, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
4 ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Για εφήβους και ενήλικες ηλικίας από 15 ετών και άνω
Το Aircast ενδείκνυται σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας από 15 ετών και
άνω για τη θεραπεία του άσθματος σαν συμπληρωματική θεραπεία σε
ασθενείς με ήπιο έως μέτριο επιμένον άσθμα οι οποίοι δεν ελέγχονται
επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και στους οποίους η
χρήση β-αγωνιστών βραχείας δράσης “όταν χρειάζεται” παρέχει
ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος. Σε αυτούς τους ασθματικούς
ασθενείς, στους οποίους το AIRCAST ενδείκνυται στο άσθμα, το
AIRCAST μπορεί να παρέχει επίσης ανακούφιση των συμπτωμάτων της
εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας.
Το Aircast ενδείκνυται επίσης για την προφύλαξη από άσθμα στο οποίο ο
επικρατέστερος παράγοντας είναι βρογχόσπασμος προκαλούμενος από
άσκηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δοσολογία σε ενήλικες ηλικίας 15 ετών και άνω, με άσθμα ή με
άσθμα και συνυπάρχουσα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα είναι ένα
δισκίο 10 mg ημερησίως που λαμβάνεται το βράδυ.
Γενικές συστάσεις:
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του Aircast στον έλεγχο των παραμέτρων
του άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Το Aircast μπορεί να
ληφθεί με ή χωρίς φαγητό. Πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να
συνεχίζουν να λαμβάνουν το Aircast ακόμη και αν το άσθμα τους είναι
υπό έλεγχο καθώς και στις περιόδους έξαρσης του. Το Aircast δεν
πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα προϊόντα που περιέχουν την
ίδια δραστική ουσία, τη μοντελουκάστη.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για τους
ηλικιωμένους ή για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή ασθενείς με
ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Η
δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και γυναίκες ασθενείς.
Θεραπεία με
Aircast
σε σχέση με άλλες θεραπείες για το άσθμα.
Το Aircast μπορεί να προστεθεί στο υπάρχον θεραπευτικό σχήμα του
ασθενούς.
Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή:
Η αγωγή με Aircast μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιπρόσθετη σε
ασθενείς όταν τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και η χρήση βραχείας
δράσης βήτα-αγωνιστών "όταν χρειάζεται" παρέχουν ανεπαρκή
κλινικό έλεγχο. Το Aircast δεν πρέπει να υποκαταστήσει τα
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.4).
Τρόπος χορήγησης:
Για από του στόματος χρήση.
Η κατάποση του δισκίου πρέπει να γίνεται με αρκετή ποσότητα υγρού
(π.χ. με ένα ποτήρι νερό).
Άλλες διαθέσιμες περιεκτικότητες/φαρμακοτεχνικές μορφές:
Μασώμενα δισκία 5 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας από 6 έως 14 ετών.
Μασώμενα δισκία 4 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας από 2 έως 5 ετών.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, τη σόγια, το φυστίκι ή σε
οποιοδήποτε από τα έκδοχα που αναγράφονται στη παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά την χρήση
Οι ασθενείς πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν
ποτέ μοντελουκάστη από του στόματος για την αντιμετώπιση οξείας
κρίσης άσθματος αλλά να έχουν διαθέσιμα τα συνήθη κατάλληλα
φάρμακα που θα τους βοηθήσουν άμεσα σε αυτή την περίπτωση. Εάν
εμφανισθεί οξεία κρίση άσθματος, ένας βραχείας δράσης β-αγωνιστής
πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν την
συμβουλή του γιατρού τους το νωρίτερο δυνατόν εάν χρειασθούν
περισσότερες από τις συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας δράσης.
Η μοντελουκάστη δεν πρέπει να αντικαταστήσει εισπνεόμενα ή από
του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι τα από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται
ταυτόχρονα μοντελουκάστη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς
παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της μοντελουκάστης είναι δυνατόν
να εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές
εμφανίζεται με τα κλινικά συμπτώματα αγγειίτιδας συμβατής με το
σύνδρομο Churg-Strauss, μία κατάσταση η οποία συνήθως
αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Οι
περιπτώσεις αυτές συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έχουν συσχετισθεί με
τη μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας των από του στόματος
χορηγούμενων κορτικοστεροειδών. Η πιθανότητα, οι ανταγωνιστές
του υποδοχέα των λευκοτριενίων να συσχετίζονται με την εμφάνιση
συνδρόμου Churg-Strauss δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί ούτε να
τεκμηριωθεί. Οι θεράποντες ιατροί πρέπει να είναι σε εγρήγορση για
την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας, εξανθήματος λόγω
αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων, καρδιακών
επιπλοκών και/ή της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους. Οι
ασθενείς που αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να
επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά σχήματά τους.
H θεραπεία με μοντελουκάστη δε μεταβάλλει την ανάγκη των
ασθενών, με άσθμα ευαίσθητο ως προς την ασπιρίνη, να αποφεύγουν
τη λήψη ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονοδών
φαρμάκων.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη.
Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας της
γαλακτόζης, ανεπάρκεια της Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης της
γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λάβουν αυτό το φάρμακο.
Διατροφικά προϊόντα σόγιας είναι γνωστό ότι προκαλούν αλλεργικές
αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής αναφυλαξίας σε
άτομα με αλλεργία στη σόγια. Ασθενείς με γνωστή αλλεργία στις
πρωτεΐνες που περιέχονται στα φιστίκια έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο
εμφάνισης σοβαρών αντιδράσεων σε παρασκευάσματα σόγιας.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες θεραπείες
που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προφύλαξη και τη χρόνια
θεραπεία του άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων η
συνιστώμενη κλινική δόση της μοντελουκάστης δεν έχει κλινικώς
σημαντικές επιδράσεις στην φαρμακοκινητική των ακόλουθων
φαρμάκων: θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, αντισυλληπτικά
χορηγούμενα από το στόμα (αιθινυλοιστραδιόλη / νορεθινδρόνη 35/1)
τερφεναδίνη, διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης της
μοντελουκάστης στο πλάσμα μειώθηκε περίπου κατά 40% σε ασθενείς
που έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη
μεταβολίζεται από το CYP 3A4, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά,
όταν η μοντελουκάστη συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, όπως
φαινυντοΐνη, φαινοβαρβιτάλη και ριφαμπικίνη.
Αλληλεπιδράσεις της μοντελουκάστης με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός
αναστολέας του CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη
αλληλεπίδρασης φαρμάκων που συμπεριλαμβάνει μοντελουκάστη και
ροσιγλιταζόνη (ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό για τα
φάρμακα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του CYP2C8) έδειξαν
ότι η μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το σύστημα CYP2C8 in vivo. Γι’
αυτό, η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να μεταβάλει σημαντικά το
μεταβολισμό των φαρμάκων που μεταβολίζονται μέσω αυτού του
ενζύμου (π.χ. πακλιταξελη, ροσιγλιταζόνη και ρεπαγλινίδη).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σχετικά με τις
επιδράσεις στην κύηση ή στην εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Περιορισμένα στοιχεία από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων σχετικές με
την κύηση δεν υποστηρίζουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της
μοντελουκάστης και των δυσμορφιών
(π.χ. ελλείμματα άκρων ) που έχουν αναφερθεί σπάνια κατά την
εμπειρία διεθνώς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί κατά την διάρκεια της κύησης
μόνο εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
Γαλουχία
Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η μοντελουκάστη εκκρίνεται στο
γάλα (βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη
εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα.
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί σε μητέρες που θηλάζουν μόνο
εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να επηρεάσει την ικανότητα του
ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό μηχανημάτων. Ωστόσο, σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις κάποια άτομα ανέφεραν υπνηλία ή ζάλη.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες ως εξής:
10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία σε περίπου 4,000
ασθματικούς ενήλικες ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω
10 mg επικαλυμμένα με υμένιο δισκία σε 400 περίπου ασθματικούς
ενήλικες ασθενείς με εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα ηλικίας 15 ετών
και άνω
5 mg μασώμενα δισκία σε περίπου 1,750 παιδιατρικούς
ασθματικούς ασθενείς ηλικίας από 6 έως 14 ετών, και
4 mg μασώμενα δισκία σε 851 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας από
2 έως 5 ετών.
Κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών αναφέρθηκαν συχνά (≥1/100 έως
<1/10) οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το
φαρμακευτικό προϊόν σε ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν
μοντελουκάστη και σε μεγαλύτερη συχνότητα εκδήλωσης από ότι
στους ασθενείς που ελάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo):
Κατηγορία
συστήματος
του
σώματος
Ενήλικες
ασθενείς ηλικίας
15 ετών και
άνω (δύο μελέτες
διάρκειας 12
εβδομάδων,
n=795)
Παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας
από 6 έως 14
ετών
(μία μελέτη 8
εβδομάδων,
n=201)
(2 μελέτες
διάρκειας 56
εβδομάδων,
n=615)
Παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας
από 2 έως 5 ετών
(μία μελέτη 12
εβδομάδων,
n=461)
(δύο μελέτες
διάρκειας
48 εβδομάδων,
n=278)
Διαταραχές
του
νευρικού
συστήματος
κεφαλαλγία κεφαλαλγία
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικο
ύ
κοιλιακό άλγος
κοιλιακό άλγος
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
δίψα
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε παρατεταμένη θεραπεία σε
κλινικές μελέτες με περιορισμένο αριθμό ασθενών, διάρκειας έως 2
έτη για τους ενήλικες και έως 6 μήνες για τους παιδιατρικούς
ασθενείς 6 έως 14 ετών.
Συνολικά, 502 παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας από 2 έως 5 ετών έλαβαν
μοντελουκάστη για τουλάχιστον 3 μήνες, 338 για 6 μήνες ή
περισσότερο και 534 ασθενείς για 12 μήνες ή περισσότερο. Με
παρατεταμένη θεραπεία το προφίλ ασφαλείας δε μεταβλήθηκε ούτε γι’
αυτούς τους ασθενείς.
Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά έχουν αναφερθεί οι
ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες:
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
αυξημένη τάση για αιμορραγία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
: αντιδράσεις
υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας, ηπατική
ηωσινοφιλική διήθηση
Ψυχιατρικές διαταραχές
: μη φυσιολογικά όνειρα
συμπεριλαμβανομένων των εφιαλτών, ψευδαισθήσεις, ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένης της ευερεθιστότητας,
ανησυχίας, διέγερσης συμπεριλαμβανομένης της επιθετικής
συμπεριφοράς και του τρόμου), άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία,
αυτοκτονική σκέψη και συμπεριφορά (αυτοκτονικός ιδεασμός) σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
: ζάλη, υπνηλία,
παραισθησία/υπαισθησία, σπασμοί
Καρδιακές διαταραχές:
αίσθημα παλμών
Αναπνευστικές, θωρακικές και μεσοθωράκιες διαταραχές
:
επίσταξη
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία,
ναυτία, έμετος
Ηπατοχολικές διαταραχές:
αυξημένα επίπεδα της τρανσαμινάσης
του ορού (ALT, AST), χολοστατική ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
αγγειοοίδημα, μώλωπες, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα, οζώδες ερύθημα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού:
αρθραλγία, μυαλγία συμπεριλαμβανομένων των
μυϊκών κραμπών
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
αδυναμία/κόπωση, κακουχία, οίδημα, πυρεξία.
Κατά τη διάρκεια θεραπείας με μοντελουκάστη έχουν αναφερθεί πολύ
σπάνιες περιπτώσεις συνδρόμου Churg-Strauss (CSS) σε ασθματικούς
ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με μοντελουκάστη. Σε μελέτες χρόνιου άσθματος, η
μοντελουκάστη χορηγήθηκε σε ενήλικες ασθενείς σε δόσεις μέχρι
200mg/ημέρα για 22 εβδομάδες και σε μικρής διάρκειας μελέτες μέχρι
900mg/ημέρα σε ασθενείς, για περίπου μία εβδομάδα χωρίς να
παρουσιαστούν κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας κατά τη χρήση
της μοντελουκάστης μετά την κυκλοφορία της και σε κλινικές μελέτες
με μοντελουκάστη. Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και
παιδιά με μία ψηλή δόση μέχρι και 1000mg. (περίπου 61mg/kg σε ένα
παιδί ηλικίας 42 μηνών). Τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που
παρατηρήθηκαν συμφωνούν με το προφίλ ασφάλειας σε ενήλικες και
παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες
στην πλειονότητα των περιστατικών υπερδοσολογίας. Οι πιο συχνά
εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σύμφωνες με το προφίλ
ασφαλείας της μοντελουκάστης και περιλάμβαναν κοιλιακό άλγος,
υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία, έμετο και ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα.
Θεραπεία
Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη απομακρύνεται με περιτοναϊκή
διάλυση ή αιμοδιύλυση.
5 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ΑΛΛΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ
ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΟΔΩΝ,
Ανταγωνιστής υποδοχέων λευκοτριενίων.
Κωδικός ATC: RO3D CO3
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
, LTE
4
), είναι ισχυρά
εικοσανοειδή που προκαλούν φλεγμονή και απελευθερώνονται από
διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των
ηωσινοφίλων. Αυτοί οι σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές
συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς (CysLT) υποδοχείς των
λευκοτριενίων. Ο υποδοχέας CysLT τύπου –Ι (CysLT
1
) βρίσκεται στους
αεραγωγούς του ανθρώπου (συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων των
λείων μυών των αεραγωγών και των μακροφάγων των αεραγωγών) και
σε άλλα προφλεγμονώδη κύτταρα (συμπεριλαμβανομένων των
ηωσινόφιλων και ορισμένων μυελοειδών αρχέγονων κυττάρων). Οι
υποδοχείς CysLTs έχουν συσχετισθεί με την παθοφυσιολογία του
άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Στο άσθμα οι επιδράσεις
μεσολάβησης των λευκοτριενίων συμπεριλαμβάνουν βρογχοσύσπαση,
έκκριση βλέννας, αγγειακή διαπερατότητα και συσσώρευση
ηωσινόφιλων. Στην αλλεργική ρινίτιδα, οι υποδοχείς CysLTs
απελευθερώνονται από τον ρινικό βλεννογόνο μετά την έκθεση σε
αλλεργιογόνο κατά τη διάρκεια αντιδράσεων της πρώιμης και όψιμης
φάσης και σχετίζονται με τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.
Ενδορινικός ερεθισμός των υποδοχέων CysLTs έδειξε ότι αυξάνει την
αντίσταση των ρινικών αεραγωγών και των συμπτωμάτων της ρινικής
απόφραξης.
Η μοντελουκάστη είναι μία από το στόμα χορηγούμενη ενεργή ένωση
που συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα
CysLT
1
. Σε κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλει σε χαμηλές
δόσεις έως 5mg τη βρογχοσύσπαση από εισπνοή LTD4.
Bρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2 ωρών μετά την από του
στόματος χορήγηση. Η προκαλούμενη βρογχοδιασταλτική επίδραση
από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτήν που προκλήθηκε από τη
μοντελουκάστη. H θεραπεία με μοντελουκάστη αναστέλλει τόσο την
πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που προκαλείται
από αντιγόνο. Η μοντελουκάστη συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο,
μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε
ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η
θεραπεία με μοντελουκάστη μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους
αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο περιφερικό αίμα,
βελτιώνοντας παράλληλα κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη 10mg μία φορά ημερησίως,
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις
στην πρωινή FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από το αρχικό
στάδιο), στην ΠΜ μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι
3,3L/min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη
συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-26,1% έναντι -4,6% μεταβολή από
το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων κατά
την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από τους ασθενείς ήταν
σημαντικά καλύτερη από το εικονικό φάρμακο.
Mελέτες σε ενήλικες έδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να
δρα αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για
εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν μοντελουκάστη έναντι
βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV1: 5,43% έναντι
1,04%, χρήση β-αγωνιστών: -8,70% έναντι 2,64%). Συγκρινόμενο με
την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200μg δύο φορές την ημέρα
χορηγούμενη με δοσιμετρική συσκευή), η μοντελουκάστη επέδειξε μια
πιο γρήγορη αρχική ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της
μελέτης 12 εβδομάδων, η βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση
θεραπευτική επίδραση (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για τη
μοντελουκάστη έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV1:
7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28 έναντι -43,89%).
Παρ’όλα αυτά συγκρινόμενο με τη βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο
ποσοστό ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με μοντελουκάστη είχαν
παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ 50% των ασθενών στους
οποίους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη πέτυχαν μία βελτίωση από το
αρχικό στάδιο στην FEV1 κατά 11% περίπου ή και περισσότερο, ενώ
περίπου 42% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε μοντελουκάστη
πέτυχαν την ίδια ανταπόκριση).
Έχει διεξαχθεί μία κλινική μελέτη για την αξιολόγηση της
μοντελουκάστης στη θεραπεία των συμπτωμάτων της εποχιακής
αλλεργικής ρινίτιδας σε ενήλικες ασθματικούς ασθενείς ηλικίας 15
ετών και άνω που είχαν ταυτόχρονα εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα. Σ’
αυτήν τη μελέτη, τα δισκία μοντελουκάστης 10mg χορηγούμενα μία
φορά την ημέρα έδειξαν στατιστικά σημαντική βελτίωση του αριθμού
των Ημερησίων Συμπτωμάτων Ρινίτιδας, σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο. Ο βαθμός των Ημερήσιων Συμπτωμάτων Ρινίτιδας είναι ο
μέσος όρος του βαθμού των Ρινικών Συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια
της ημέρας (μέσος όρος ρινικής συμφόρησης, ρινόρροιας,
φταρνισμάτων, ρινικού κνησμού) και του βαθμού των Ρινικών
Συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας (μέσος όρος ρινικής
συμφόρησης κατά την αφύπνιση, δυσκολίας στον ύπνο και αφυπνίσεις
κατά τη νύχτα). Η γενική αξιολόγηση της αλλεργικής ρινίτιδας από
τους ασθενείς και τους γιατρούς είχε σημαντικά βελτιωθεί, σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Η αξιολόγηση της
αποτελεσματικότητας στο άσθμα δεν ήταν πρωταρχικός στόχος στη
μελέτη αυτή.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς, 6 έως 14 ετών
η μοντελουκάστη 5mg μία φορά ημερησίως, συγκρινόμενη με εικονικό
φάρμακο (placebo), βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία
(FEV
1
: 8,71% έναντι 4,16% μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR
27,9 L/min έναντι 17,8 L/min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και
μείωσε τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” (-11,7% έναντι
+8,2% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση
(ΕΙΒ) δείχθηκε σε μια μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη
πτώση στη FEV
1
22,33% για τη μοντελουκάστη έναντι 32,40% για το
εικονικό φάρμακο (placebo), χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις
αρχικές τιμές της FEV
1
44,22min έναντι 60,64min). Aυτή η επίδραση
ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της μελέτης. Η
μείωση στη ΕΙΒ αποδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας διάρκειας
σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών(μέγιστη πτώση στην
FEV
1
18,27% έναντι 26,11%, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις
αρχικές τιμές στην FEV
1
17,76 min έναντι 27,98min). Και στις δύο
μελέτες η επίδραση παρουσιάσθηκε στο τέλος του διαστήματος της
άπαξ ημερήσιας δόσης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν
ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή, η
θεραπεία με μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο,
είχε αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος
(FEV
1
8,55% έναντι -1,74% μεταβολή από το αρχικό στάδιο και μείωση
στη συνολική χρήση β-αγωνιστή: -27,78% έναντι 2,09% μεταβολή από
το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Η μοντελουκάστη απορροφάται γρήγορα ύστερα από χορήγηση από το
στόμα. Για τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία των 10mg, η μέση
μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
), επιτυγχάνεται 3 ώρες
max
)
ύστερα από τη χορήγησή τους σε νηστικούς ενήλικες. Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση είναι 64%. Η
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση και η C
max
δεν
επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο γεύμα. Η ασφάλεια και
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες όπου η
χορήγηση επικαλυμμένων με υμένιο δισκίων των 10mg έγινε χωρίς να
δίνεται σημασία στο χρόνο λήψης της τροφής.
Για το μασώμενο δισκίο των 5 mg, η C
max
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά
από τη χορήγησή τους σε ενήλικες που δεν τους έχει χορηγηθεί τροφή.
Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος χορήγηση είναι
73%, αλλά μειώνεται στο 63% ύστερα από τη χορήγηση ενός
κανονικού γεύματος.
Κατανομή:
Η μοντελουκάστη συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος. Ο όγκος κατανομής της σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης, κυμαίνεται από 8 - 11 λίτρα. Μελέτες
σε αρουραίους με ραδιοσημασμένη μοντελουκάστη έδειξαν ελάχιστη
κατανομή κατά μήκος του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον,
συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου υλικού 24 ώρες μετά τη
χορήγηση της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετατροπή:
Η μοντελουκάστη μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση
θεραπευτικών δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της
μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από
ανθρώπινο ήπαρ, δείχνουν ότι το κυτόχρωμα Ρ450 3Α4, 2Α6 και 2C9
εμπλέκεται στο μεταβολισμό της μοντελουκάστης. Οι θεραπευτικές
συγκεντρώσεις της μοντελουκάστη στο πλάσμα δεν αναστέλλουν τα
κυτοχρώματα P450 3A4,2C9,1Α2, 2A6,2C19 ή 2D6 σύμφωνα με
περαιτέρω in vitro μελέτες σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος. Η
συνεισφορά των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση της
μοντελουκάστη είναι ελάχιστη.
Απέκκριση
:
Η κάθαρση της μοντελουκάστης από το πλάσμα, κυμαίνεται στα
45ml/min για υγιείς ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης
ραδιοσημασμένης μοντελουκάστης, 86% της ραδιενέργειας
ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό <
0,2% ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της
βιοδιαθεσιμότητας της μοντελουκάστης που χορηγείται από το στόμα,
φαίνεται ότι η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες του εκκρίνονται
σχεδόν αποκλειστικά μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς:
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους ή σε
ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία δεν έχουν διεξαχθεί. Επειδή η μοντελουκάστη και οι
μεταβολίτες της απομακρύνονται μέσω της χοληφόρου οδού δεν
αναμένεται να είναι απαραίτητη κάποια προσαρμογή στη δοσολογία σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη
φαρμακοκινητική της μοντελουκάστης σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια (βαθμολογία Child-Pugh >9).
Με υψηλές δόσεις μοντελουκάστης (20 και 60 φορές τη συνιστώμενη
δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε μια μείωση στη συγκέντρωση της
θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν έχει εμφανισθεί με τη
συνιστώμενη δοσολογία των 10mg μία φορά ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα,
παρατηρήθηκαν ελάχιστες βιοχημικές μεταβολές στον ορό, στην ALT,
στη γλυκόζη, στο φωσφόρο και στα τριγλυκερίδια που ήταν παροδικής
φύσεως. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα, εκδηλώθηκαν με αυξημένη
έκκριση σιέλου, γαστρεντερικές διαταραχές, απώλεια κοπράνων και
διαταραχή ιόντων. Αυτά συνέβησαν σε δόσεις που παρέχουν >17
φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινικά
συνιστώμενη δοσολογία. Σε πιθήκους, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες σε δόσεις από 150mg/kg/ημέρα (>232 φορές τη συστηματική
έκθεση που εμφανίζεται με την κλινική δόση). Σε μελέτες με
πειραματόζωα, η μοντελουκάστη δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα ή
την αναπαραγωγική ικανότητα για συστηματική έκθεση που ξεπερνά
την κλινική συστηματική έκθεση περισσότερο από 24 φορές. Μια μικρή
μείωση στο σωματικό βάρος στο νυμφικό στάδιο, παρατηρήθηκε σε
μελέτη γονιμότητας σε θηλυκούς μύες με δόση 200mg/kg/ημέρα (>69
φορές την κλινική συστηματική έκθεση). Σε μελέτες με κουνέλια, ένα
μεγαλύτερο ποσοστό ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση με ζώα
αναφοράς, παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24 φορές από την
κλινική συστηματική έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση.
Δεν παρατηρήθηκαν οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε αρουραίους. Η
μοντελουκάστη έχει αποδειχθεί ότι διαπερνά τον πλακουντιακό
φραγμό και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα των ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από εφάπαξ, από του στόματος
χορήγηση της νατριούχου μοντελουκάστης σε δόσεις μέχρι 5000 mg/kg
στα ποντίκια και στους αρουραίους (15,000 mg/m
2
και 30,000 mg/m
2
στα ποντίκια και στους αρουραίους, αντίστοιχα) αφού δοκιμάστηκαν
οι μέγιστες δόσεις, Αυτή η δόση είναι ανάλογη με 25,000 φορές τη
συνιστώμενη ημερήσια δόση για τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του
βάρους 50 kg για ενήλικα ασθενή).
Η μοντελουκάστη αξιολογήθηκε ότι δεν είναι φωτοτοξική σε ποντίκια
για τις UVA, UVΒ ή για ορατό φάσμα φωτός σε δόσεις έως
500mg/kg/ημέρα (περίπου >200 φορές με βάση τη συστηματική
έκθεση).
Η μοντελουκάστη δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνα σε
in vitro
και
in vivo
δοκιμές, ούτε καρκινογόνα σε είδη τρωκτικών.
6 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Λακτόζη μονοϋδρική
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Διασταυρούμενη νατριούχος καρμελλόζη
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη δισκίου:
Opadry AMB TAN (80W27179) αποτελούμενο από:
Πολυβινυλική αλκοόλη
Διοξείδιο του τιτανίου (Ε171)
Τάλκη
Κίτρινο οξείδιο του σιδήρου (Ε172)
Λεκιθίνη
Κόμμι ξανθάνης
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου (Ε172)
Μαύρο οξείδιο του σιδήρου (Ε172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως
και την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασμένα σε κυψέλες PA/ALL/PVC σε χάρτινο κουτί:
Μεγέθη συσκευασίας: 7, 10, 14, 20, 21, 28, 30, 49, 50, 56, 60, 84, 90,
98, 100, 140 και 200 δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση. Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή
υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες
σχετικές διατάξεις.
7 ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Terix Labs Ltd.
Αγίας Ελένης 6, Μέγαρον Αγίας Ελένης, διαμ. 43,
1060 Λευκωσία
Κύπρος
.: Τηλ +357 22 453166
: Φαξ +357 22 453336
e-mail: info@terixlabs.com
8 ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ /ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ