ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1 ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Aircast 4 mg μασώμενα δισκία
2 ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα μασώμενο δισκίο Aircast 4 mg περιέχει νατριούχο μοντελουκάστη,
η οποία είναι ισοδύναμη με 4 mg μοντελουκάστης
Έκδοχα: Ασπαρτάμη (E 951) 0.24 mg ανά δισκίο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3 ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Μασώμενο δισκίο
Ροζ, οβάλ, αμφίκυρτα δισκία.
4 ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Για παιδιά ηλικίας από 2 έως 5 ετών
Το Aircast 4 mg μασώμενα δισκία ενδείκνυται για τη θεραπεία του
άσθματος σαν συμπληρωματική θεραπεία σε ασθενείς ηλικίας από 2
έως 5 ετών με ήπιο έως μέτριο επιμένον άσθμα οι οποίοι δεν
ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και στους
οποίους η χρήση β-αγωνιστών βραχείας δράσης “όταν χρειάζεται”
παρέχει ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Το Aircast 4 mg μασώμενα δισκία μπορεί επίσης να αποτελέσει
εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων
εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών σε ασθενείς ηλικίας από 2 έως 5
ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, οι οποίοι δεν έχουν πρόσφατο ιστορικό
σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου απαιτήθηκε από του στόματος
χρήση κορτικοστεροειδών και για τους οποίους έχει αποδειχθεί ότι δεν
είναι ικανοί να χρησιμοποιούν εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλ.
παράγραφο 4.2).
Το Aircast 4 mg μασώμενα δισκία ενδείκνυται επίσης για την προφύλαξη
από άσθμα σε ασθενείς ηλικίας από 2 έως 5 ετών στους οποίους ο
επικρατέστερος παράγοντας είναι βρογχόσπασμος προκαλούμενος από
άσκηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν προορίζεται για χορήγηση σε παιδιά υπό
την επίβλεψη ενός ενήλικα. Η δοσολογία για παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας 2-5 ετών είναι ένα μασώμενο δισκίο των 4 mg το βράδυ. Σε
σχέση με τη λήψη τροφής, το Aircast πρέπει να λαμβάνεται 1 ώρα πριν ή
2 ώρες μετά το φαγητό. Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης
σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα
των μασώμενων δισκίων Aircast 4 mg δεν έχει τεκμηριωθεί σε
παιδιατρικό πληθυσμό ηλικίας κάτω των 2 ετών. Το Aircast 4 mg
μασώμενα δισκία δε συνιστάται σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 2 ετών.
Γενικές συστάσεις:
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του Aircast 4mg στον έλεγχο των
παραμέτρων του άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Πρέπει να
συνιστάται στους ασθενείς να συνεχίζουν τη λήψη Aircast ακόμη και
εάν το άσθμα τους είναι υπό έλεγχο καθώς και στις περιόδους έξαρσής
του.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια ή ασθενείς με ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική
δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία. Η δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και
γυναίκες ασθενείς.
Το
Aircast
ως εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι των χαμηλών
δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών για ήπιο, επιμένον άσθμα:
Το Aircast δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με μέτριο
επιμένον άσθμα. Η χρήση του Aircast ως εναλλακτική επιλογή
θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών σε παιδιά με ήπιο, επιμένον άσθμα πρέπει να
ληφθεί υπόψιν μόνον για ασθενείς, οι οποίοι δεν έχουν πρόσφατο
ιστορικό σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου να απαιτήθηκε από
του στόματος χρήση κορτικοστεροειδών, και για τους οποίους έχει
αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανοί να χρησιμοποιούν εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.1). Το ήπιο επιμένον άσθμα
ορίζεται ως συμπτώματα άσθματος περισσότερο από μια φορά την
εβδομάδα αλλά λιγότερο από μία φορά την ημέρα, συμπτώματα κατά
την νύκτα περισσότερο από δύο φορές το μήνα αλλά λιγότερο από μία
φορά την εβδομάδα, φυσιολογική λειτουργία των πνευμόνων μεταξύ
των επεισοδίων. Εάν δεν επιτευχθεί ικανοποιητικός έλεγχος του
άσθματος κατά την παρακολούθηση, (συνήθως εντός ενός μηνός),
πρέπει να αξιολογηθεί η ανάγκη για μία επιπλέον ή διαφορετική αντι-
φλεγμονώδη θεραπεία βασιζόμενη στο σύστημα σταδιακής
θεραπευτικής αντιμετώπισης του άσθματος. Οι ασθενείς πρέπει να
αξιολογούνται περιοδικά για τον έλεγχο του άσθματος.
Το
Aircast
ως προφύλαξη από το άσθμα ασθενών ηλικίας από 2 έως 5
ετών στους οποίους ο επικρατέστερος παράγοντας είναι
βρογχόσπασμος που προκαλείται από άσκηση:
Σε ασθενείς ηλικίας από 2 έως 5 ετών, ο βρογχόσπασμος
προκαλούμενος από άσκηση μπορεί να είναι η επικρατέστερη
εκδήλωση του επιμένοντος άσθματος όπου απαιτείται θεραπεία με
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή. Οι ασθενείς πρέπει αξιολογούνται
μετά από 2 έως 4 εβδομάδες θεραπείας με μοντελουκάστη. Εάν δεν
έχει επιτευχθεί ικανοποιητική ανταπόκριση, πρέπει να ληφθεί υπόψιν
μία επιπρόσθετη ή διαφορετική θεραπεία.
Θεραπεία με
Aircast
σε σχέση με άλλη αγωγή για το άσθμα.
Όταν η αγωγή με Aircast χρησιμοποιείται ως επιπρόσθετη θεραπεία στα
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή το Aircast δεν πρέπει απότομα να
υποκαταστήσει τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο
4.4.)
Άλλες διαθέσιμες περιεκτικότητες/φαρμακοτεχνικές μορφές:
Δισκία 10 mg είναι διαθέσιμα για ενήλικες ηλικίας 15 ετών και άνω.
Μασώμενα δισκία 5 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας από 6 έως 14 ετών.
Τρόπος χορήγησης:
Για από του στόματος χρήση.
Τα δισκία πρέπει να μασώνται.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
που αναφέρονται στη παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά την χρήση
Οι ασθενείς πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν
ποτέ Aircast από του στόματος για την αντιμετώπιση οξείας κρίσης
άσθματος αλλά να έχουν διαθέσιμα τα συνήθη κατάλληλα φάρμακα
που θα τους βοηθήσουν άμεσα σε αυτή την περίπτωση. Εάν εμφανισθεί
κρίση άσθματος, ένας βραχείας δράσης β-αγωνιστής πρέπει να
χρησιμοποιηθεί. Οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν την συμβουλή του
γιατρού τους το νωρίτερο δυνατόν εάν χρειασθούν περισσότερες από
τις συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας δράσης.
Το Aircast δεν πρέπει να αντικαταστήσει απότομα εισπνεόμενα ή από
του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι τα από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται
ταυτόχρονα Aircast.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς
παράγοντες συμπεριλαμβανομένου του Aircast είναι δυνατόν να
εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές
εμφανίζεται με τα κλινικά συμπτώματα αγγειίτιδος συμβατής με το
σύνδρομο Churg-Strauss, μία κατάσταση η οποία συνήθως
αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Οι
περιπτώσεις αυτές συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έχουν συνδεθεί με τη
μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας των από του στόματος
χορηγούμενων κορτικοστεροειδών. Η πιθανότητα, οι ανταγωνιστές
του υποδοχέα των λευκοτριενίων να συσχετίζονται με την εμφάνιση
συνδρόμου Churg-Strauss δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί ούτε να
τεκμηριωθεί. Οι θεράποντες ιατροί πρέπει να είναι σε εγρήγορση για
την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας, εξανθήματος λόγω
αγγειίτιδος, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων, καρδιακών
επιπλοκών και/ή της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους. Οι
ασθενείς που αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να
επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά σχήματά τους.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των 4 mg μασώμενων δισκίων
δεν έχει τεκμηριωθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας κάτω των 2
ετών.
Το Aircast περιέχει ασπαρτάμη.
Περιέχει πηγή φαινυλαλανίνης. Μπορεί να είναι επικίνδυνο σε άτομα
που πάσχουν από φαινυλκετονουρία. Πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν
ότι κάθε μασώμενο δισκίο 4mg περιέχει φαινυλαλανίνη σε ποσότητα
ισοδύναμη με 0,135 mg φαινυλαλανίνης ανά δόση.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Το Aircast μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες συνήθεις
θεραπείες που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προφύλαξη και τη
θεραπεία του χρόνιου άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης
φαρμάκων η συνιστώμενη κλινική δόση της μοντελουκάστης δεν έχει
κλινικώς σημαντικές επιδράσεις στην φαρμακοκινητική των
ακόλουθων φαρμάκων: θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη,
αντισυλληπτικά χορηγούμενα από το στόμα (αιθινυλοιστραδιόλη /
νορεθινδρόνη 35/1) τερφεναδίνη, διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης της
μοντελουκάστης στο πλάσμα μειώθηκε περίπου κατά 40% σε ασθενείς
που έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη
μεταβολίζεται από το CYP 3A4, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά,
όταν η μοντελουκάστη συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, όπως
φαινυντοΐνη, φαινοβαρβιτάλη και ριφαμπικίνη.
Αλληλεπιδράσεις της μοντελουκάστης με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός
αναστολέας του συστήματος CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία από μία
κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκων που συμπεριλαμβάνει
μοντελουκάστη και ροσιγλιταζόνη (ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα
καθετήρα για τα φάρμακα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του
συστήματος CYP2C8) έδειξαν ότι η μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το
σύστημα CYP2C8 in vivo. Γι’ αυτό, η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να
μεταβάλει σημαντικά το μεταβολισμό των φαρμάκων που
μεταβολίζονται μέσω αυτού του ενζύμου (π.χ. πακλιταξελη,
ροσιγλιταζόνη και ρεπαγλινίδη).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σχετικά με τις
επιδράσεις στην κύηση ή στην εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Περιορισμένα στοιχεία από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων σχετικές με
την κύηση δεν υποστηρίζουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της
μοντελουκάστης και των δυσμορφιών
(π.χ. ελλείμματα άκρων ) που έχουν αναφερθεί σπάνια κατά την
εμπειρία διεθνώς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί κατά την διάρκεια της κύησης
μόνο εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
Γαλουχία
Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η μοντελουκάστη εκκρίνεται στο
γάλα (βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη
εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα.
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί σε μητέρες που θηλάζουν μόνο
εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να επηρεάσει την ικανότητα του
ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό μηχανημάτων. Ωστόσο, σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις κάποια άτομα ανέφεραν υπνηλία ή ζάλη.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες ως εξής:
10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία σε περίπου 4,000
ενήλικες ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω
5 mg μασώμενα δισκία σε περίπου 1,750 παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας από 6 έως 14 ετών και
4 mg μασώμενα δισκία σε 851 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας από
2 έως 5 ετών.
Κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών αναφέρθηκαν οι παρακάτω
ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το φαρμακευτικό προϊόν
ως συχνές (≥1/100 έως <1/10) σε ασθενείς που ελάμβαναν
μοντελουκάστη και σε μεγαλύτερη συχνότητα εκδήλωσης από ότι
στους ασθενείς που ελάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo):
Κατηγορία
συστήματος
του
σώματος
Ενήλικοι
ασθενείς ηλικίας
15 ετών και
άνω (δύο μελέτες
διάρκειας 12
εβδομάδων,
n=795)
Παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας
από 6 έως 14
ετών
(μία μελέτη 8
εβδομάδων,
n=201)
(2 μελέτες
διάρκειας 56
εβδομάδων,
n=615)
Παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας
από 2 έως 5 ετών
(μία μελέτη 12
εβδομάδων,
n=461)
(μία μελέτη
διάρκειας
48 εβδομάδων,
n=278)
Διαταραχές
του
νευρικού
συστήματος
κεφαλαλγία κεφαλαλγία
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικο
ύ
κοιλιακό άλγος
κοιλιακό άλγος
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
δίψα
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε κλινικές μελέτες, παρατεταμένης
θεραπείας διάρκειας έως 2 έτη με περιορισμένο αριθμό ασθενών σε
ενήλικες και έως 12 μήνες σε παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως 14 ετών.
Συνολικά, 502 παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας από 2 έως 5 ετών έλαβαν
μοντελουκάστη για τουλάχιστον 3 μήνες, 338 για 6 μήνες ή
περισσότερο και 534 ασθενείς για 12 μήνες ή περισσότερο. Με
παρατεταμένη θεραπεία το προφίλ ασφαλείας δε μεταβλήθηκε γι’
αυτές τις ομάδες ασθενών.
Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά έχουν αναφερθεί οι
ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες:
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
αυξημένη τάση για αιμορραγία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
: αντιδράσεις
υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας, ηπατική
ηωσινοφιλική διήθηση
Ψυχιατρικές διαταραχές
: αφύσικα όνειρα συμπεριλαμβανομένων
των εφιαλτών, ψευδαισθήσεις, ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα
(συμπεριλαμβανομένης της ευερεθιστότητας, ανησυχίας, διέγερσης
συμπεριλαμβανομένης της επιθετικής συμπεριφοράς και του τρόμου),
άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία, αυτοκτονική σκέψη και συμπεριφορά
(αυτοκτονικός ιδεασμός) σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
: ζάλη, υπνηλία,
παραισθησία/υπαισθησία, παροξυσμός
Καρδιακές διαταραχές:
αίσθημα παλμών
Αναπνευστικές, θωρακικές και μεσοθωράκιες διαταραχές
:
επίσταξη
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία,
ναυτία, έμετος
Ηπατοχολικές διαταραχές:
αυξημένα επίπεδα της τρανσαμινάσης
του ορού (ALT, AST), χολοστατική ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
αγγειοοίδημα, μώλωπες, κνίδωση, κνησμός, εξάνθημα, οζώδες ερύθημα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού:
αρθραλγία, μυαλγία συμπεριλαμβανομένων των
μυϊκών κραμπών
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
αδυναμία/κόπωση, κακουχία, οίδημα, πυρεξία.
Κατά τη διάρκεια θεραπείας με μοντελουκάστη έχουν αναφερθεί πολύ
σπάνιες περιπτώσεις συνδρόμου Churg-Strauss (CSS) σε ασθματικούς
ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.4).
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με μοντελουκάστη. Σε μελέτες επί χρόνιου άσθματος,
η μοντελουκάστη χορηγήθηκε σε ενήλικες ασθενείς σε δόσεις μέχρι
200mg/ημέρα για 22 εβδομάδες και σε μικρής διάρκειας μελέτες μέχρι
900mg/ημέρα σε ασθενείς, για περίπου μία εβδομάδα χωρίς να
παρουσιαστούν κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας με τη χρήση της
μοντελουκάστης μετά την κυκλοφορία της και σε κλινικές μελέτες με
μοντελουκάστη. Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και παιδιά
με μία δόση μέχρι και 1000mg (περίπου 61mg/kg σε ένα παιδί ηλικίας
42 μηνών). Τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που
παρατηρήθηκαν συμφωνούν με το προφίλ ασφάλειας σε ενήλικες και
παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες
στην πλειονότητα των περιστατικών υπερδοσολογίας. Οι πιο συχνά
εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σύμφωνες με το προφίλ
ασφαλείας της μοντελουκάστης και περιλάμβαναν κοιλιακό άλγος,
υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία, έμετο και ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα.
Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη απομακρύνεται με περιτοναϊκή
διάλυση ή αιμοδιάλυση.
5 ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ΑΛΛΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ
ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΟΔΩΝ,
Ανταγωνιστής υποδοχέων λευκοτριενίων.
Κωδικός ATC: RO3D CO3
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
, LTE
4
), είναι ισχυρά
εικοσανοειδή που προκαλούν φλεγμονή και απελευθερώνονται από
διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των
ηωσινοφίλων. Αυτοί οι σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές
συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς υποδοχείς των λευκοτριενίων
(CysLT) που βρίσκονται στους ανθρώπινους αεραγωγούς και
προκαλούν αντιδράσεις που προέρχονται από αυτούς,
συμπεριλαμβανομένων βρογχοσύσπασης, έκκρισης βλέννας, αγγειακής
διαπερατότητας και συσσώρευσης ηωσινόφιλων.
Η μοντελουκάστη είναι μία από το στόμα χορηγούμενη ενεργή ένωση
που συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα
CysLT
1
. Σε κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλει σε χαμηλές
δόσεις έως 5mg τη βρογχοσύσπαση από εισπνοή LTD4.
Bρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2 ωρών μετά την από του
στόματος χορήγηση. Η προκαλούμενη βρογχοδιασταλτική επίδραση
από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτήν που προκλήθηκε από τη
μοντελουκάστη. H θεραπεία με μοντελουκάστη αναστέλλει τόσο την
πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που προκαλείται
από αντιγόνο. Η μοντελουκάστη συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο,
μείωσε την περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε
ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η
θεραπεία με μοντελουκάστη μείωσε σημαντικά τα ηωσινόφιλα στους
αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο περιφερικό αίμα,
βελτιώνοντας παράλληλα κλινικό έλεγχο του άσθματος. Σε ενήλικες
και παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως14 ετών, η μοντελουκάστη,
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, μείωσε την περιφερική
συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα, ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο
του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη 10mg μία φορά ημερησίως,
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις
στην πρωϊνή FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από το αρχικό
στάδιο), στην ΠΜ μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι
3,3L/min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη
συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-26,1% έναντι -4,6% μεταβολή από
το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία συμπτωμάτων κατά
την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν από τους ασθενείς ήταν
σημαντικά καλύτερη από το εικονικό.
Mελέτες σε ενήλικες έδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να
δρα αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για
εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν μοντελουκάστη έναντι
βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV1: 5,43% έναντι
1,04%, χρήση β-αγωνιστών: -8,70% έναντι 2,64%). Συγκρινόμενο με
την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200μg δύο φορές την ημέρα
χορηγούμενη με δοσιμετρική συσκευή), η μοντελουκάστη επέδειξε μια
πιο γρήγορη αρχική ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της
μελέτης 12 εβδομάδων, η βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση
θεραπευτική επίδραση (% μεταβολή από το αρχικό στάδιο για τη
μοντελουκάστη έναντι της βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV1:
7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28 έναντι -43,89%).
Παρ’όλα αυτά συγκρινόμενο με τη βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο
ποσοστό ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με μοντελουκάστη είχαν
παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ 50% των ασθενών στους
οποίους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη πέτυχαν μία βελτίωση από το
αρχικό στάδιο στην FEV1 κατά 11% περίπου ή και περισσότερο, ενώ
περίπου 42% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε μοντελουκάστη
πέτυχαν την ίδια ανταπόκριση).
Σε μία 12 εβδομάδων, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo)
μελέτη σε παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών, η μοντελουκάστη 4
mg μία φορά ημερησίως, βελτίωσε τις παραμέτρους ελέγχου του
άσθματος συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο ανεξάρτητα από την
ταυτόχρονη θεραπεία ελέγχου (εισπνεόμενα / χορηγούμενα με
εκνεφωτή κορτικοστεροειδή ή εισπνεόμενο/χορηγούμενο με εκνεφωτή
χρωμογλυκικό νάτριο). Το εξήντα τοις εκατό των ασθενών δεν
λάμβαναν άλλη θεραπεία ελέγχου. Η μοντελουκάστη βελτίωσε τα
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας (συμπεριλαμβανομένου του
βήχα, του συριγμού, της δυσκολίας στην αναπνοή και της
περιορισμένης δραστηριότητας) και τα συμπτώματα της νύχτας σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Η μοντελουκάστη επίσης μείωσε
σημαντικά τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” και τη θεραπεία
διάσωσης με κορτικοστεροειδή κατά την επιδείνωση του άσθματος,
συγκρινόμενο με το εικονικό φάρμακο. Οι ασθενείς που λάμβαναν
μοντελουκάστη πέτυχαν σημαντικά περισσότερες ημέρες χωρίς άσθμα,
από αυτούς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Η θεραπευτική δράση
επιτεύχθηκε μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12 μηνών, ελεγχόμενη με placebo, σε παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών με ήπιο άσθμα και επεισοδιακές
εξάρσεις, η μοντελουκάστη 4mg μία φορά ημερησίως μείωσε
σημαντικά (p ≤0.001) την ετήσια συχνότητα των επεισοδίων έξαρσης
του άσθματος (ΕΑ) σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (placebo)
(1.60 ΕΑ έναντι 2.34 ΕΑ, αντίστοιχα), [ΕΑ ορίζεται ως 3
συνεχόμενες ημέρες με ημερήσια συμπτώματα για τα οποία απαιτήθηκε
χρήση β-αγωνιστή ή κορτικοστεροειδών (από του στόματος ή
εισπνεόμενα) ή εισαγωγή σε νοσοκομείο για το άσθμα]. Η ποσοστιαία
μείωση ως προς την ετήσια συχνότητα ΕΑ ήταν 31.9% με 95%
διάστημα αξιοπιστίας, ΔΑ μεταξύ 16.9 και 44.1.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς, 6 έως 14 ετών
η μοντελουκάστη 5mg μία φορά ημερησίως, συγκρινόμενη με εικονικό
φάρμακο (placebo), βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία
(FEV
1
: 8,71% έναντι 4,16% μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR
27,9 L/min έναντι 17,8 L/min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και
μείωσε τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” (-11,7% έναντι
+8,2% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12 μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα της
μοντελουκάστης έναντι της εισπνεόμενης φλουτικαζόνης σχετικά με
τον έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14
ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, η μοντελουκάστη δεν ήταν κατώτερη της
φλουτικαζόνης ως προς την αύξηση του ποσοστού των ημερών χωρίς
θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ) για το άσθμα. Κατά μέσο όρο, στη
διάρκεια μίας περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το ποσοστό των ΗΧΘΔ
αυξήθηκε από 61.6 σε 84.0 στην ομάδα με μοντελουκάστη και από
60.9 σε 86.7 στην ομάδα με φλουτικαζόνη. Η διαφορά μεταξύ των
ομάδων ως προς την κατά LS μέσο όρο αύξηση του ποσοστού των
ημερών ΗΧΘΔ ήταν -2.8 με 95 % ΔΑ μεταξύ -4.7 και -0.9 . Τόσο η
μοντελουκάστη όσο και η φλουτικαζόνη βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο
του άσθματος ως προς τους δευτερεύοντες παράγοντες που
αξιολογήθηκαν κατά την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV1 αυξήθηκε από 1.83 L σε 2.09 L στην ομάδα της
μοντελουκάστης και από 1.85L σε 2.14L στην ομάδα φλουτικαζόνης. Η
διαφορά μεταξύ των ομάδων υπολογισμένη με βάση τις ευθείες
ελαχίστων τετραγώνων (LS), ως προς τη μέση αύξηση του FEV1 ήταν
-0.02 L με 95% ΔΑ μεταξύ -0.06 και 0.02. Η μέση προβλεπόμενη αύξηση
του FEV1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή σε εκατοστιαία μεταβολή
ήταν 0.6 % στην ομάδα θεραπείας με μοντελουκάστη και 2.7 % στην
ομάδα θεραπείας με φλουτικαζόνη. Η διαφορά ως προς κατά LS μέσο
όρο μεταβολή σε σύγκριση με την αρχική τιμή του ποσοστού, % του
προβλεπόμενου FEV1, ήταν -2.2% με μία 95% ΔΑ μεταξύ -3.6και -0.7
Το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή μειώθηκε από 38,0 σε
15,4 στην ομάδα της μοντελουκάστης και από 38,5 σε 12,8 στην ομάδα
φλουτικαζόνης. Η διαφορά των μέσων LS τιμών μεταξύ των ομάδων
ως προς το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή ήταν 2.7 με 95%
ΔΑ μεταξύ 0,9 και 4,5.
Το ποσοστό των ασθενών με ένα ασθματικό επεισόδιο (ένα
ασθματικό επεισόδιο ορίζεται ως η περίοδος επιδείνωσης του
άσθματος, κατά την οποία απαιτείται από του στόματος χορήγηση
στεροειδών, μία μη προγραμματισμένη επίσκεψη στο γιατρό, επίσκεψη
σε τμήμα πρώτων βοηθειών ή εισαγωγή στο νοσοκομείο) ήταν 32.2
στην ομάδα της μοντελουκάστης και 25.6 στην ομάδα φλουτικαζόνης
Ο λόγος των πιθανοτήτων (με 95% ΔΑ) είναι ίσος με 1. 38 (μεταξύ
1,04 και 1,84).
Το ποσοστό των ασθενών με συστηματική, (κυρίως από το στόμα)
χρήση κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν 17.8%
στην ομάδα της μοντελουκάστης και 10.5% στην ομάδα
φλουτικαζόνης. Η διαφορά των μέσων τιμών LS μεταξύ των ομάδων
ήταν 7,3% με 95% ΔΑ μεταξύ 2,9 και 11,7.
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση
(ΕΙΒ) δείχθηκε σε μια μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη
πτώση στη FEV
1
22,33% για τη μοντελουκάστη έναντι 32,40% για το
εικονικό φάρμακο (placebo), χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις
αρχικές τιμές της FEV
1
44,22min έναντι 60,64min). Aυτή η επίδραση
ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της μελέτης. Η
μείωση στη ΕΙΒ αποδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη βραχείας διάρκειας
σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών(μέγιστη πτώση στην
FEV
1
18,27% έναντι 26,11%, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις
αρχικές τιμές στην FEV
1
17,76 min έναντι 27,98min). Και στις δύο
μελέτες η επίδραση παρουσιάσθηκε στο τέλος του διαστήματος της
άπαξ ημερήσιας δόσης.
Σε ευαίσθητους στην ασπιρίνη ασθματικούς ασθενείς που ελάμβαναν
ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή, η
θεραπεία με μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο,
είχε αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος
(FEV
1
8,55% έναντι -1,74% μεταβολή από το αρχικό στάδιο και μείωση
στη συνολική χρήση β-αγωνιστή: -27,78% έναντι 2,09% μεταβολή από
το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Η μοντελουκάστη απορροφάται γρήγορα ύστερα από χορήγηση από το
στόμα. Για τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία των 10mg, η μέση
μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
), επιτυγχάνεται 3 ώρες
max
)
ύστερα από τη χορήγησή τους σε νηστικούς ενήλικες. Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση είναι 64%. Η
βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση και η C
max
δεν
επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο γεύμα. Η ασφάλεια και
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες όπου η
χορήγηση επικαλυμμένων με υμένιο δισκίων των 10mg έγινε χωρίς να
δίνεται σημασία στο χρόνο λήψης της τροφής.
Για το μασώμενο δισκίο των 5 mg, η C
max
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά
από τη χορήγησή τους σε ενήλικες που δεν τους έχει χορηγηθεί τροφή.
Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος χορήγηση είναι
73%, αλλά μειώνεται στο 63% ύστερα από τη χορήγηση ενός
κανονικού γεύματος.
Μετά από χορήγηση του μασώμενου δισκίου των 4 mg, σε
παιδιατρικούς ασθενείς 2 έως 5 ετών που δεν τους έχει χορηγηθεί
τροφή η C
max
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά από τη χορήγηση τους. Η
μέση C
max
είναι 66% μεγαλύτερη ενώ η μέση C
min
είναι μικρότερη από
τους ενήλικες που λαμβάνουν δισκίο των 10 mg.
Κατανομή:
Η μοντελουκάστη συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος. Ο όγκος κατανομής της σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης, κυμαίνεται από 8 - 11 λίτρα. Μελέτες
σε αρουραίους με ραδιοσημασμένη μοντελουκάστη έδειξαν ελάχιστη
κατανομή κατά μήκος του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον,
συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου υλικού 24 ώρες μετά τη
χορήγηση της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετατροπή:
Η μοντελουκάστη μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση
θεραπευτικών δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της
μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε συνθήκες
σταθεροποιημένης κατάστασης σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από
ανθρώπινο ήπαρ, δείχνουν ότι το κυτόχρωμα Ρ450 3Α4, 2Α6 και 2C9
εμπλέκεται στο μεταβολισμό της μοντελουκάστης. Οι θεραπευτικές
συγκεντρώσεις της μοντελουκάστη στο πλάσμα δεν αναστέλλουν τα
κυτοχρώματα P450 3A4,2C9,1Α2, 2A6,2C19 ή 2D6 σύμφωνα με
περαιτέρω in vitro μελέτες σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος. Η
συνεισφορά των μεταβολιτών στη θεραπευτική επίδραση της
μοντελουκάστη είναι ελάχιστη.
Απέκκριση
:
Η κάθαρση της μοντελουκάστης από το πλάσμα, κυμαίνεται στα
45ml/min για υγιείς ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης
ραδιοσημασμένης μοντελουκάστης, 86% της ραδιενέργειας
ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό <
0,2% ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό με εκτιμήσεις της
βιοδιαθεσιμότητας της μοντελουκάστης που χορηγείται από το στόμα,
φαίνεται ότι η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες του εκκρίνονται
σχεδόν αποκλειστικά μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς:
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους ή σε
ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία δεν έχουν διεξαχθεί. Επειδή η μοντελουκάστη και οι
μεταβολίτες της απομακρύνονται μέσω της χοληφόρου οδού δεν
αναμένεται να είναι απαραίτητη κάποια προσαρμογή στη δοσολογία σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη
φαρμακοκινητική της μοντελουκάστης σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια (βαθμολογία Child-Pugh >9).
Με υψηλές δόσεις μοντελουκάστης (20 και 60 φορές τη συνιστώμενη
δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε μια μείωση στη συγκέντρωση της
θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν έχει εμφανισθεί με τη
συνιστώμενη δοσολογία των 10mg μία φορά ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα,
παρατηρήθηκαν ελάχιστες βιοχημικές μεταβολές στον ορό, στην ALT,
στη γλυκόζη, στο φωσφόρο και στα τριγλυκερίδια που ήταν παροδικής
φύσεως. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα, εκδηλώθηκαν με αυξημένη
έκκριση σιέλου, γαστρεντερικές διαταραχές, απώλεια κοπράνων και
διαταραχή ιόντων. Αυτά συνέβησαν σε δόσεις που παρέχουν >17
φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινικά
συνιστώμενη δοσολογία. Σε πιθήκους, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες σε δόσεις από 150mg/kg/ημέρα (>232 φορές τη συστηματική
έκθεση που εμφανίζεται με την κλινική δόση). Σε μελέτες με
πειραματόζωα, η μοντελουκάστη δεν είχε επίδραση στη γονιμότητα ή
την αναπαραγωγική ικανότητα για συστηματική έκθεση που ξεπερνά
την κλινική συστηματική έκθεση περισσότερο από 24 φορές. Μια μικρή
μείωση στο σωματικό βάρος στο νυμφικό στάδιο, παρατηρήθηκε σε
μελέτη γονιμότητας σε θηλυκούς μύες με δόση 200mg/kg/ημέρα (>69
φορές την κλινική συστηματική έκθεση). Σε μελέτες με κουνέλια, ένα
μεγαλύτερο ποσοστό ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση με ζώα
αναφοράς, παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24 φορές από την
κλινική συστηματική έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση.
Δεν παρατηρήθηκαν οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε αρουραίους. Η
μοντελουκάστη έχει αποδειχθεί ότι διαπερνά τον πλακουντιακό
φραγμό και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα των ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από εφάπαξ, από του στόματος
χορήγηση της νατριούχου μοντελουκάστης σε δόσεις μέχρι 5000 mg/kg
στα ποντίκια και στους αρουραίους (15,000 mg/m
2
και 30,000 mg/m
2
στα ποντίκια και στους αρουραίους, αντίστοιχα) αφού δοκιμάστηκαν
οι μέγιστες δόσεις, Αυτή η δόση είναι ανάλογη με 25,000 φορές τη
συνιστώμενη ημερήσια δόση για τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του
βάρους 50 kg για ενήλικα ασθενή).
Η μοντελουκάστη αξιολογήθηκε ότι δεν είναι φωτοτοξική σε ποντίκια
για τις UVA, UVΒ ή για ορατό φάσμα φωτός σε δόσεις έως
500mg/kg/ημέρα (περίπου >200 φορές με βάση τη συστηματική
έκθεση).
Η μοντελουκάστη δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνα σε in vitro και in vivo
δοκιμές, ούτε καρκινογόνα σε είδη τρωκτικών.
6 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μαννιτόλη (Ε421)
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Διασταυρούμενη νατριούχος καρμελλόζη
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
Άρωμα κερασιού αποτελούμενο από:
- Μαλτοδεξτρίνη
- Αραβικό κόμμι
- Ανισαλδεϋδη
- Βενζαλδεΰδη
- Κινναμαλδεΰδη
- Βανιλίνη
- Ηλιοτροπίνη
- Ιονόνες
Ασπαρτάμη (E951)
Ερυθρό οξείδιο σιδήρου (E 172)
Στεατικό μαγνήσιο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως
και την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασμένα σε κυψέλες PA/ALL/PVC σε χάρτινο κουτί:
Μεγέθη συσκευασίας: 7, 10, 14, 20, 28, 30, 49, 50, 56, 98, 100, 140 και
200 δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση. Κάθε προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή
υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες
σχετικές διατάξεις.
7 ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Terix Labs Ltd.
Αγίας Ελένης 6, Μέγαρον Αγίας Ελένης, διαμ. 43,
1060 Λευκωσία
Κύπρος
.: Τηλ +357 22 453166
: Φαξ +357 22 453336
e-mail: info@terixlabs.com
8 ΑΡΙΘΜΟΣ (ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ /ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ