διαταραχής, µπορεί να µεταπέσει στη φάση µανίας. Ασθενείς µε ιστορικό
µανίας/ υποµανίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Η µιρταζαπίνη
πρέπει να διακόπτεται όταν κάποιος ασθενής εισέλθει στη φάση µανίας.
Αν και το Mirtazapin δεν προκαλεί εξάρτηση, η εµπειρία µετά την
κυκλοφορία του δείχνει ότι η απότοµη διακοπή της θεραπείας µετά από
µακροχρόνια χορήγηση µπορεί µερικές φορές να έχει σαν αποτέλεσµα
συµπτώµατα απόσυρσης. Στην πλειονότητα τους τα συµπτώµατα
απόσυρσης είναι ήπια και περιορίζονται από µόνα τους. Ανάµεσα στα
διάφορα αναφερόµενα συµπτώµατα απόσυρσης η ζάλη, η διέγερση, το
άγχος, ο πονοκέφαλος και η ναυτία αναφέρονται πιο συχνά. Παρότι
έχουν αναφερθεί ως συµπτώµατα απόσυρσης, θα πρέπει να γίνει
αντιληπτό ότι αυτά τα συµπτώµατα µπορεί να σχετίζονται µε την
υποκείµενη ασθένεια. Όπως συστήνεται στην παράγραφο 4.2 είναι
προτιµότερο να διακόπτεται η αγωγή µε µιρταζαπίνη σταδιακά.
Προσοχή πρέπει να δίδεται σε ασθενείς µε διαταραχές της
ούρησης, όπως υπερτροφία του προστάτη και σε ασθενείς µε οξύ
γλαύκωµα κλειστής γωνίας και αυξηµένη ενδοφθάλµια πίεση (εδώ
υπάρχει µικρή πιθανότητα προβληµάτων µε το Mirtazapin εξ αιτίας της
πολύ ασθενούς αντιχολινεργικής δράσης του).
Ακαθησία/ψυχοκινητική ανησυχία: Η χρήση αντικαταθλιπτικών
έχει συσχετιστεί µε την ανάπτυξη ακαθησίας, η οποία χαρακτηρίζεται
από µια υποκειµενικά δυσάρεστη ή ενοχλητική ανησυχία και ανάγκη για
κίνηση η οποία συχνά συνοδεύεται µε την ανικανότητα του ασθενούς να
καθίσει ή να µείνει ακίνητος. Αυτό είναι πιο πιθανό να συµβεί µέσα στις
πρώτες εβδοµάδες θεραπείας. Σε ασθενείς που ανέπτυξαν αυτά τα
συµπτώµατα, η αύξηση της δόσης µπορεί να είναι επιβλαβής.
Περιπτώσεις επιμήκυνσης του QT, κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην
ριπιδίου (Torsade de Pointes), κοιλιακή ταχυκαρδία, και αιφνίδιο θάνατο,
έχουν αναφερθεί κατά τη χρήση μετά την κυκλοφορία της μιρταζαπίνη. Η
πλειοψηφία των αναφορών που συνέβησαν σε συσχετισμό με
υπερδοσολογία ή σε ασθενείς με άλλους παράγοντες κινδύνου για
επιμήκυνση του διαστήματος QT, συμπεριλαμβανομένης της
συγχορήγησης φαρμάκων που επιμηκύνουν το QTc (βλέπε παράγραφο 4.5
και παράγραφο 4.9). Προσοχή πρέπει να δίνεται όταν μιρταζαπίνη
συνταγογραφείται σε ασθενείς με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ή με
οικογενειακό ιστορικό επιμήκυνσης του QT, και σε ταυτόχρονη χρήση με
άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που θεωρείται ότι παρατείνουν το
διάστημα QTc.
Υπονατριαιµία
Υπονατριαιµία, πιθανότατα εξαιτίας της µη φυσιολογικής έκκρισης της αντι-
διουρητικής ορµόνης (SIADH), έχει αναφερθεί πολύ σπάνια µε τη χρήση της
µιρταζαπίνης. Προσοχή απαιτείται µε τους ασθενείς που βρίσκονται σε
κίνδυνο, όπως ηλικιωµένοι ασθενείς ή ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται
φάρµακα τα οποία είναι γνωστό ότι προκαλούν υπονατριαιµία.
Σεροτονινεργικό σύνδροµο
Αλληλεπίδραση µε σεροτονινεργικά φάρµακα: σεροτονινεργικό σύνδροµο
µπορεί να εµφανιστεί όταν εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης
σεροτονίνης (SSRIs) δίνονται σε συνδυασµό µε άλλα σεροτονινεργικά φάρµακα
(βλέπε παράγραφο 4.5). Τα συµπτώµατα του σεροτονινεργικού συνδρόµου
µπορεί να είναι υπερθερµία, µυϊκή ακαµψία, µυοκλονικοί σπασµοί, αυτόνοµη
αστάθεια µε πιθανές ξαφνικές διακυµάνσεις των ζωτικών λειτουργιών, αλλαγή
της νοητικής λειτουργίας που περιλαµβάνει σύγχυση, ευερεθιστότητα και µε
µεγάλη διέγερση που εξελίσσεται σε ντελίριο και κώµα. Συνιστάται προσοχή
και απαιτείται στενότερη κλινική παρακολούθηση όταν αυτές οι δραστικές
5