Κατά τη διάρκεια της χρήσης μετά την κυκλοφορία, υπήρξαν αναφορές κλινικά
σημαντικών αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα σε ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν
προπιονική φλουτικαζόνη και ριτοναβίρη, που προκάλεσαν συστηματικές
εκδηλώσεις από τα κορτικοστεροειδή, περιλαμβανομένων του συνδρόμου Cushing
και της καταστολής των επινεφριδίων. Επομένως, η ταυτόχρονη χρήση της
προπιονικής φλουτικαζόνης και της ριτοναβίρης πρέπει να αποφεύγεται, εκτός εάν
το ενδεχόμενο όφελος για τον ασθενή υπερτερεί του κινδύνου εκδήλωσης
ανεπιθύμητων ενεργειών από κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.5).
Μπορεί να εμφανισθούν συστηματικές εκδηλώσεις από ρινικά κορτικοστεροειδή,
ιδιαίτερα όταν συνταγογραφούνται σε υψηλές δόσεις για παρατεταμένα χρονικά
διαστήματα. Οι επιδράσεις αυτές είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμφανισθούν σε
σχέση με τα από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή και μπορεί να
διαφέρουν σε κάθε ασθενή καθώς και μεταξύ διαφορετικών σκευασμάτων
κορτικοστεροειδών. Οι πιθανές συστηματικές επιδράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν
σύνδρομο Cushing, σύνδρομο προσομοιάζον με το σύνδρομο Cushing, καταστολή των
επινεφριδίων, καθυστερημένη ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, καταρράκτη,
γλαύκωμα και σπανιότερα, φάσμα ψυχολογικών και συμπεριφορικών επιδράσεων
που περιλαμβάνουν ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα, διαταραχές του ύπνου, άγχος,
κατάθλιψη ή επιθετικότητα (ιδιαίτερα σε παιδιά).
Το Dymista Ρινικό Εκνέφωμα υπόκειται σε εκτεταμένο μεταβολισμό πρώτης διόδου,
επομένως η συστηματική έκθεση της ενδορρινικά χορηγούμενης προπιονικής
φλουτικαζόνης σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική νόσο είναι πιθανό να αυξηθεί. Αυτό
μπορεί να προκαλέσει υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης συστηματικών
ανεπιθύμητων συμβάντων.
Συνιστάται προσοχή κατά τη θεραπεία ασθενών αυτής της κατηγορίας.
Η θεραπεία με ρινικά κορτικοστεροειδή σε δόσεις υψηλότερες από τις συνιστώμενες
μπορεί να προκαλέσει κλινικά σημαντική καταστολή των επινεφριδίων. Εάν
υπάρχουν στοιχεία χρήσης δόσεων υψηλότερων από τις συνιστώμενες, τότε πρέπει
να εξετασθεί η περίπτωση επιπρόσθετης κάλυψης με συστηματικά κορτικοστεροειδή
σε περιόδους πίεσης ή προγραμματισμένης χειρουργικής επέμβασης.
Σε γενικές γραμμές η δόση των ενδρορρινικά χορηγούμενων σκευασμάτων
φλουτικαζόνης πρέπει να μειωθεί στη χαμηλότερη δόση με την οποία διατηρείται
αποτελεσματικός έλεγχος των συμπτωμάτων της ρινίτιδας. Υψηλότερες δόσεις από
τη συνιστώμενη (βλ. παράγραφο 4.2) δεν έχουν δοκιμαστεί για το Dymista. Όπως με
όλα τα ενδορρινικά χορηγούμενα κορτικοστεροειδή, το συνολικό συστηματικό
φορτίο των κορτικοστεροειδών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν
συνταγογραφούνται εκ παραλλήλου άλλες μορφές θεραπείας με κορτικοστεροειδή.
Έχει αναφερθεί καθυστερημένη ανάπτυξη σε παιδιά που έλαβαν ρινικά
κορτικοστεροειδή στις εγκεκριμένες δόσεις. Καθώς η ανάπτυξη συνεχίζεται και στην
εφηβεία, συνιστάται επίσης η παρακολούθηση της ανάπτυξης των εφήβων που
λαμβάνουν παρατεταμένη θεραπεία με ρινικά κορτικοστεροειδή. Εάν επιβραδύνεται
η ανάπτυξη, η θεραπεία πρέπει να επαναξιολογείται με το σκοπό τη μείωση της
δόσης του ρινικού κορτικοστεροειδούς αν είναι εφικτό στη χαμηλότερη δόση με την
οποία διατηρείται αποτελεσματικός έλεγχος των συμπτωμάτων.
Απαιτείται στενή παρακολούθηση σε ασθενείς με μεταβολές της όρασης ή με
ιστορικό αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης, γλαυκώματος και/ή καταρράκτη.
3