αύξησης του INR, κλινικά σημαντικές. Συνιστάται έλεγχος κατά την έναρξη και
τη λήξη της συγχορήγησης εσομεπραζόλης κατά τη διάρκεια θεραπείας με
βαρφαρίνη ή άλλα παράγωγα κουμαρίνης.
Η ομεπραζόλη, όπως και η εσομεπραζόλη ενεργούν σαν αναστολείς του
CYP2C19. Η ομεπραζόλη, χορηγούμενη σε δόσεις 40 mg σε υγιείς εθελοντές σε
μια διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε την C
max
και
την AUC της σιλοσταζόλης
κατά 18% και 26% αντίστοιχα, και ενός από τους μεταβολίτες της κατά 29%
και 69% αντίστοιχα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε υγιείς εθελοντές είχε σαν
αποτέλεσμα την κατά 32% αύξηση του εμβαδού κάτω από την καμπύλη της
συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς τον χρόνο (AUC) και την κατά 31%
παράταση του χρόνου ημιζωής (t
1/2
) της σισαπρίδης αλλά δεν αύξησε σημαντικά
τα υψηλότερα επίπεδα της σισαπρίδης στο πλάσμα. Το ελαφρά παρατεταμένο
QTc διάστημα που παρατηρείται μετά τη χορήγηση της σισαπρίδης ως
μονοθεραπεία, δεν παρουσίασε περαιτέρω παράταση όταν η σισαπρίδη
χορηγήθηκε σε συνδυασμό με εσομεπραζόλη (βλέπε επίσης λήμμα 4.4).
Έχει αποδειχθεί ότι η εσομεπραζόλη δεν έχει κλινικά σημαντική επίδραση στην
φαρμακοκινητική της αμοξικιλλίνης ή της κινιδίνης.
Μελέτες που αξιολογούν την συγχορήγηση εσομεπραζόλης με ναπροξένη ή με
ροφεκοξίμπη δεν έδειξαν κάποια κλινικά σημαντική φαρμακοκινητική
αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια βραχυχρόνιων μελετών.
Σε μια διασταυρούμενη κλινική μελέτη, η κλοπιδογρέλη (300 mg δόση εφόδου
ακολουθούμενη από 75 mg ημερησίως) ως μονοθεραπεία, και μαζί με
ομεπραζόλη (80 mg ταυτόχρονα με τη κλοπιδογρέλη) χορηγήθηκαν για 5 ημέρες.
Η έκθεση στον ενεργό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46% (1
η
ημέρα) και κατά 42% (5
η
ημέρα) όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη
χορηγούνταν μαζί. Η μέση αναστολή της συσσωμάτωσης αιμοπεταλίων (IPA)
μειώθηκε κατά 47% (24 ώρες) και 30% (5
η
ημέρα) όταν η κλοπιδογρέλη και η
ομεπραζόλη χορηγούνταν μαζί. Μια άλλη κλινική μελέτη έδειξε ότι η χορήγηση
κλοπιδογρέλης και εσομεπραζόλης σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δεν
απέτρεψε την αλληλεπίδρασή τους η οποία είναι πιθανόν να οφείλεται στην
ανασταλτική δράση της ομεπραζόλης προς το CYP2C19. Ασυνεπή στοιχεία
έχουν αναφερθεί για τις κλινικές επιπτώσεις αυτής της
φαρμακοδυναμικής/φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης, όσον αφορά σοβαρά
καρδιακά επεισόδια, από παρατηρητικές και κλινικές μελέτες.
Άγνωστος μηχανισμός
Κατά τη συγχορήγηση με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs), έχουν
αναφερθεί αυξημένα επίπεδα μεθοτρεξάτης σε ορισμένους ασθενείς. Σε
περιπτώσεις χορήγησης υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης, ίσως χρειαστεί να
εξεταστεί η πιθανότητα προσωρινής διακοπής της ομεπραζόλης.
Επίδραση άλλων φαρμάκων στη φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται από το CYP2C19 και το CYP3A4. Η ταυτόχρονη
χορήγηση της εσομεπραζόλης με έναν αναστολέα του CYP3A4, την
κλαριθρομυκίνη (500 mg δύο φορές την ημέρα), είχε σαν αποτέλεσμα τον
διπλασιασμό της έκθεσης (AUC) στην εσομεπραζόλη. Η ταυτόχρονη χορήγηση
εσομεπραζόλης και ενός αναστολέα τόσο του CYP2C19 όσο και του CYP3A4,
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό και πλέον της έκθεσης στην
εσομεπραζόλη. Η βορικοναζόλη, αναστολέας των CYP2C19 και CYP3A4
οδήγησε σε αύξηση της AUC
τ
της εσομεπραζόλης κατά 280%. Κανονικά δεν
10