ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Lecosyl 20 mg γαστροανθεκτικά δισκία
Lecosyl 40 mg γαστροανθεκτικά δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα γαστροανθεκτικό δισκίο περιέχει 20 mg εσομεπραζόλης (που αντιστοιχεί
σε 21,75 mg μαγνησιούχου εσομεπραζόλης διυδρικής)
Έκδοχα με γνωστή δράση
Κάθε δισκίο περιέχει όχι περισσότερο από 5,65 mg σακχαρόζης.
Ένα γαστροανθεκτικό δισκίο περιέχει 40 mg εσομεπραζόλης (που αντιστοιχεί
σε 43,5 mg μαγνησιούχου εσομεπραζόλης διυδρικής)
Έκδοχα με γνωστή δράση
Κάθε δισκίο περιέχει όχι περισσότερο από 11,3 mg σακχαρόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικό δισκίο.
20 mg: Ανοικτό ροζ, ελλειπτικό, αμφίκυρτο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο
δισκίο, 6,55 x 13,6 mm.
40 mg: Ροζ, ελλειπτικό, αμφίκυρτο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο, 8,2 x
17 mm.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Lecosyl 20 mg δισκία:
Ενήλικες
Τα δισκία Lecosyl 20 mg ενδείκνυνται για:
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσο (ΓΟΠΝ)
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση,
- Μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς
στους οποίους οι βλάβες από οισοφαγίτιδα έχουν επουλωθεί,
- Αντιμετώπιση συμπτωμάτων γαστρο-οισοφαγικής παλινδρομικής νόσου
(ΓΟΠΝ).
Σε συνδυασμό με το κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα αντιβιοτικών για την
εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού και
- Επούλωση του δωδεκαδακτυλικού έλκους που σχετίζεται με το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και
- Πρόληψη της υποτροπής του πεπτικού έλκους σε ασθενείς με έλκος που
σχετίζεται με το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
Σε ασθενείς που απαιτείται συνεχής θεραπεία με Μη Στεροειδή
Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (ΜΣΑΦ)
2
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση Μη στεροειδών
Αντιφλεγμονωδών Φαρμάκων.
Πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με τη
χρήση ΜΣΑΦ σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο δημιουργίας έλκους.
Θεραπεία του συνδρόμου Zollinger Ellison
Έφηβοι από 12 ετών και άνω
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσο (ΓΟΠΝ)
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας, από γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση
- Μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς
στους οποίους οι βλάβες από οισοφαγίτιδα έχουν επουλωθεί,
- Αντιμετώπιση συμπτωμάτων γαστρο-οισοφαγικής παλινδρομικής νόσου
(ΓΟΠΝ).
Σε συνδυασμό με αντιβιοτικά σχήματα για την θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού
έλκους που προκαλείται από το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
Lecosyl 40 mg δισκία:
Τα δισκία Lecosyl 40 mg ενδείκνυνται για:
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσο (ΓΟΠΝ)
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας, από γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση
Παρατεταμένη θεραπεία μετά από ενδοφλέβια αγωγή για την πρόληψη
επαναιμορραγίας πεπτικών ελκών
Θεραπεία του συνδρόμου Zollinger Ellison
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Lecosyl 20 mg δισκία:
Τρόπος χορήγησης
Tα δισκία συνιστάται να καταπίνονται ολόκληρα με τη βοήθεια υγρού. Τα
δισκία δεν πρέπει να μασώνται ή να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς που παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάποση, τα δισκία μπορούν
επίσης να διαλυθούν σε μισό ποτήρι μη ανθρακούχο νερό. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται άλλα υγρά επειδή μπορεί να διαλυθεί η εντερική επικάλυψη
των κοκκίων. Ανακινήστε έως ότου τα δισκία διαλυθούν. Η λήψη του
εναιωρήματος των κοκκίων πρέπει να γίνεται αμέσως ή εντός 30 λεπτών από
την παρασκευή του. Στη
συνέχεια, για να καθαρίσει το ποτήρι από τα κοκκία, προσθέστε νερό έως τη
μέση και πιείτε το. Τα κοκκία δεν πρέπει να μασώνται ή να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς που παρουσιάζουν αδυναμία κατάποσης, τα δισκία μπορούν να
διαλυθούν σε μη ανθρακούχο νερό και να χορηγηθούν μέσω ρινογαστρικού
σωλήνα. Συνιστάται να ελέγχεται προσεκτικά πριν την χορήγηση η
καταλληλότητα της σύριγγας και του σωλήνα που επιλέχθηκαν για την
διαδικασία αυτή. Για οδηγίες παρασκευής και χορήγησης, βλέπε παράγραφο 6.6.
Δοσολογία
3
Ενήλικες και έφηβοι από 12 ετών και άνω
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσος (ΓΟΠΝ):
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση
40 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα για 4 εβδομάδες
Συνιστάται η συνέχιση της θεραπείας για άλλες 4 εβδομάδες σε όσους
ασθενείς δεν έχει επιτευχθεί επούλωση των βλαβών της οισοφαγίτιδας ή σε
όσους έχουν συμπτώματα που επιμένουν.
- Μακροχρόνια θεραπεία για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς στους
οποίους οι βλάβες από την οισοφαγίτιδα έχουν επουλωθεί
20 mg εσομεπραζόλης μια φορά την ημέρα
- Αντιμετώπιση συμπτωμάτων γαστρο-οισοφαγικής παλινδρομικής νόσου
(ΓΟΠΝ)
20 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα σε ασθενείς χωρίς οισοφαγίτιδα.
Αν δεν επιτευχθεί ο έλεγχος των συμπτωμάτων μετά από 4 εβδομάδες,
πρέπει να γίνεται περαιτέρω έλεγχος των ασθενών. Μετά την απαλλαγή από
τα συμπτώματα, ο έλεγχος των συμπτωμάτων στο μέλλον μπορεί να
επιτευχθεί με 20 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα.
Σε ενήλικες, όταν υπάρχει ανάγκη, μπορεί να γίνει κατ’ επίκληση λήψη 20
mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα. Σε ασθενείς που λαμβάνουν ΜΣΑΦ
με κίνδυνο να εμφανίσουν γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη, κατ’
επίκληση λήψη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων δε συνιστάται.
Ενήλικες
Σε συνδυασμό με το κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα αντιβιοτικών για την
εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού και την:
- επούλωση του δωδεκαδακτυλικού έλκους που σχετίζεται με το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, και
- πρόληψη της υποτροπής του πεπτικού έλκους σε ασθενείς με έλκος που
σχετίζεται με το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
20 mg εσομεπραζόλη με 1 g αμοξικιλλίνη και 500 mg κλαριθρομυκίνη δύο
φορές την ημέρα για 7 ημέρες.
Σε ασθενείς που απαιτείται συνεχής θεραπεία με ΜΣΑΦ
Επούλωση γαστρικών ελκών που σχετίζονται με τη χρήση ΜΣΑΦ: Η συνήθης
δοσολογία είναι 20 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα. Η διάρκεια της
θεραπείας είναι 4-8 εβδομάδες.
Πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με τη
χρήση ΜΣΑΦ σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο δημιουργίας έλκους: 20 mg
εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα.
Θεραπεία του συνδρόμου Zollinger Ellison
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία είναι 40 mg εσομεπραζόλη δύο φορές την
ημέρα. Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται και η θεραπεία να συνεχίζεται
για όσο διάστημα ενδείκνυται κλινικά. Βάσει των διαθέσιμων κλινικών
δεδομένων, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών μπορεί να ελεγχθεί με δόσεις
μεταξύ 80 και 160 mg εσομεπραζόλης την ημέρα. Οι δόσεις που υπερβαίνουν τα
80 mg ημερησίως, θα πρέπει να διαιρούνται σε δύο λήψεις την ημέρα.
Έφηβοι από 12 ετών και άνω
4
Θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού έλκους που προκαλείται από το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού
Όταν επιλέγεται η κατάλληλη συνδυαστική θεραπεία, θα πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες εθνικές, περιφερειακές και τοπικές οδηγίες
σχετικά με την ανθεκτικότητα των βακτηρίων, η διάρκεια της θεραπείας (πιο
συχνά 7 ημέρες αλλά ορισμένες φορές έως 14 ημέρες) και η κατάλληλη χρήση
των αντιβακτηριακών μέσων. Η θεραπεία θα πρέπει να επιβλέπεται από έναν
εξειδικευμένο ιατρό.
Η προτεινόμενη δοσολογία είναι:
Βάρος Δοσολογία
30 – 40 kg
Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: εσομεπραζόλη 20 mg, 750 mg
αμοξυκιλλίνη και κλαριθρομυκίνη 7,5 mg/kg σωματικού
βάρους που χορηγούνται μαζί δύο φορές ημερησίως για μία
εβδομάδα.
>40 kg
Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: εσομεπραζόλη 20 mg,
αμοξυκιλλίνη 1 g και κλαριθρομυκίνη 500 mg που χορηγούνται
μαζί δύο φορές ημερησίως για μία εβδομάδα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Lecosyl δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά μικρότερα των 12 ετών. Πιο
κατάλληλες φαρμακευτικές μορφές της εσομεπραζόλης μπορεί να είναι
διαθέσιμες.
Μειωμένη νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία η προσαρμογή της δόσης δεν είναι
απαραίτητη. Λόγω περιορισμένης εμπειρίας σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια, οι ασθενείς αυτοί πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Μειωμένη ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια ως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία η προσαρμογή της δόσης
δεν είναι απαραίτητη. Για τους ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, η
μέγιστη δόση των 20 mg εσομεπραζόλης δεν θα πρέπει να υπερβαίνεται (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους.
Lecosyl 40 mg δισκία:
Τρόπος χορήγησης
Tα δισκία συνιστάται να καταπίνονται ολόκληρα με τη βοήθεια υγρού. Τα
δισκία δεν πρέπει να μασώνται ή να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς που παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάποση, τα δισκία μπορούν
επίσης να διαλυθούν σε μισό ποτήρι μη ανθρακούχο νερό. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται άλλα υγρά επειδή μπορεί να διαλυθεί η εντερική επικάλυψη
των κοκκίων. Ανακινήστε έως ότου τα δισκία διαλυθούν. Η λήψη του
εναιωρήματος των κοκκίων πρέπει να γίνεται αμέσως ή εντός 30 λεπτών από
την παρασκευή του. Στη συνέχεια, για να καθαρίσει το ποτήρι από τα κοκκία,
προσθέστε νερό έως τη μέση και πιείτε το. Τα κοκκία δεν πρέπει να μασώνται ή
να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς που παρουσιάζουν αδυναμία κατάποσης, τα δισκία μπορούν να
διαλυθούν σε μη ανθρακούχο νερό και να χορηγηθούν μέσω ρινογαστρικού
5
σωλήνα. Συνιστάται να ελέγχεται προσεκτικά πριν την χορήγηση η
καταλληλότητα της σύριγγας και του σωλήνα που επιλέχθηκαν για την
διαδικασία αυτή. Για οδηγίες παρασκευής και χορήγησης, βλέπε παράγραφο 6.6.
Δοσολογία
Ενήλικες και έφηβοι από 12 ετών και άνω
Γαστρο-οισοφαγική παλινδρομική νόσος (ΓΟΠΝ):
- Θεραπεία της διαβρωτικής οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση
40 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα για 4 εβδομάδες
Συνιστάται η συνέχιση της θεραπείας για άλλες 4 εβδομάδες σε όσους
ασθενείς δεν έχει επιτευχθεί επούλωση των βλαβών της οισοφαγίτιδας ή σε
όσους έχουν συμπτώματα που επιμένουν.
Ενήλικες
Παρατεταμένη θεραπεία μετά από ενδοφλέβια αγωγή για την πρόληψη
επαναιμορραγίας πεπτικών ελκών
40 mg εσομεπραζόλη μια φορά την ημέρα για 4 εβδομάδες μετά από ενδοφλέβια
αγωγή για την πρόληψη επαναιμορραγίας πεπτικών ελκών.
Θεραπεία του συνδρόμου Zollinger Ellison
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία είναι 40 mg εσομεπραζόλη δύο φορές την
ημέρα. Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται και η θεραπεία να συνεχίζεται
για όσο διάστημα ενδείκνυται κλινικά. Βάσει των διαθέσιμων κλινικών
δεδομένων, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών μπορεί να ελεγχθεί με δόσεις
μεταξύ 80 και 160 mg εσομεπραζόλης την ημέρα. Οι δόσεις που υπερβαίνουν τα
80 mg ημερησίως, θα πρέπει να διαιρούνται σε δύο λήψεις την ημέρα.
Μειωμένη νεφρική λειτουργία
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία η προσαρμογή της δόσης δεν είναι
απαραίτητη. Λόγω περιορισμένης εμπειρίας σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια, οι ασθενείς αυτοί πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Μειωμένη ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια ως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία η προσαρμογή της δόσης
δεν είναι απαραίτητη. Για τους ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, η
μέγιστη δόση των 20 mg εσομεπραζόλης δεν θα πρέπει να υπερβαίνεται (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για τους ηλικιωμένους.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Lecosyl δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά μικρότερα των 12 ετών
δεδομένου ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην εσομεπραζόλη, υποκατεστημένες βενζιμιδαζόλες ή σε
κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Η εσομεπραζόλη δεν πρέπει να συγχορηγείται με νελφιναβίρη (βλέπε
παράγραφο 4.5).
6
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία ανησυχητικών συμπτωμάτων (π.χ. σημαντική μη επιδιωκόμενη
απώλεια βάρους, επαναλαμβανόμενοι έμετοι, δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα)
και σε περίπτωση υποψίας ή παρουσίας γαστρικού έλκους, θα πρέπει πρώτα να
αποκλείεται η ύπαρξη κακοήθειας, αφού η θεραπεία με εσομεπραζόλη μπορεί να
ανακουφίσει από τα συμπτώματα, καθυστερώντας έτσι τη διάγνωση.
Ασθενείς σε μακροχρόνια θεραπεία (ιδιαίτερα όσοι ακολουθούν θεραπεία για
πάνω από ένα χρόνο) πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά
διαστήματα.
Ασθενείς που βρίσκονται σε κατ’ επίκληση θεραπεία θα πρέπει να
συμβουλεύονται να επικοινωνήσουν με τον γιατρό τους αν εμφανισθεί αλλαγή
στους χαρακτήρες των συμπτωμάτων τους. Όταν συνταγογραφείται
εσομεπραζόλη για κατ’ επίκληση θεραπεία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι
επιπλοκές των αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα, λόγω της αυξομείωσης των
συγκεντρώσεων στο πλάσμα της εσομεπραζόλης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Όταν συνταγογραφείται εσομεπραζόλη για την εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου
του πυλωρού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πιθανές αλληλεπιδράσεις για όλα
τα συστατικά του τριπλού θεραπευτικού σχήματος. Η κλαριθρομυκίνη είναι
ένας ισχυρός αναστολέας του CYP3A4 και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι αντενδείξεις και οι αλληλεπιδράσεις της
κλαριθρομυκίνης όταν χρησιμοποιείται το τριπλό θεραπευτικό σχήμα σε
ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται από το
CYP3A4 όπως η σισαπρίδη.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε μικρή
αύξηση του κινδύνου γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από
Salmonella
και
Campylobacter
(βλέπε παράγραφο 5.1).
Συγχορήγηση εσομεπραζόλης με αταζαναβίρη, δεν συνίσταται (βλέπε
παράγραφο 4.5). Εάν ο συνδυασμός αταζαναβίρης με έναν αναστολέα αντλίας
πρωτονίων κριθεί αναπόφευκτος, συνίσταται στενή κλινική παρακολούθηση σε
συνδυασμό με την αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg
ριτοναβίρης· δεν πρέπει να υπερβαίνονται 20 mg εσομεπραζόλης.
Η εσομεπραζόλη, όπως όλοι οι αναστολείς έκκρισης οξέων, μπορεί να μειώσει
την απορρόφηση της βιταμίνης Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) λόγω της υπο-ή
αχλωρυδρίας. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με μειωμένα
αποθέματα στον οργανισμό ή παράγοντας κινδύνου για μειωμένη απορρόφηση
βιταμίνης Β12 σε μακροχρόνια θεραπεία.
Η εσομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τον
τερματισμό της θεραπείας με εσομεπραζόλη, η πιθανότητα αλληλεπίδρασης με
φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19 θα πρέπει να θεωρείται
πιθανή. Παρατηρείται αλληλεπίδραση μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης
(βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική συσχέτιση της αλληλεπίδρασης αυτής είναι
αβέβαιη. Ως προφύλαξη, η ταυτόχρονη χρήση της εσομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται.
Έχει αναφερθεί σοβαρή υπομαγνησιαιμία σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (proton pump inhibitors - PPIs) όπως
εσομεπραζόλη για τουλάχιστον τρεις μήνες, και στις περισσότερες
7
περιπτώσεις, για ένα χρόνο. Σοβαρές εκδηλώσεις υπομαγνησιαιμίας όπως
κόπωση, τετανία, παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να
συμβούν, οι οποίες μπορεί να αρχίσουν ύπουλα και να αγνοηθούν. Στους
ασθενείς που έχουν πληγεί περισσότερο, η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά
την αντικατάσταση του μαγνησίου και διακοπή του PPI. Για τους ασθενείς που
αναμένεται να είναι σε παρατεταμένη θεραπεία ή που λαμβάνουν PPIs με
διγοξίνη ή φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ.
διουρητικά), οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάσουν τη μέτρηση των
επιπέδων μαγνησίου πριν από την έναρξη της θεραπείας με PPI και περιοδικά
κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ειδικά αν χρησιμοποιηθούν σε υψηλές
δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (> 1 έτος), μπορεί να αυξήσουν
ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του καρπού και της σπονδυλικής
στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων αναγνωρισμένων
παραγόντων κινδύνου. Μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι οι αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον συνολικό κίνδυνο κατάγματος
κατά 10-40%. Ένα μέρος αυτής της αύξησης μπορεί να οφείλεται σε άλλους
παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς με κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν
φροντίδα σύμφωνα με τις τρέχουσες κλινικές κατευθυντήριες γραμμές και θα
πρέπει να έχουν επαρκή πρόσληψη της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Παρεμβολή στις εργαστηριακές εξετάσεις
Αυξημένα επίπεδα CgA μπορεί να παρεμβληθούν με τις έρευνες για
νευροενδοκρινείς όγκους. Προς αποφυγή τέτοιων παρεμβολών, η θεραπεία με
εσομεπραζόλη θα πρέπει να διακοπεί προσωρινά για τουλάχιστον πέντε ημέρες
πριν από τις μετρήσεις για CgA.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει σακχαρόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφησης
γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκειας σακχαράσης-ισομαλτάσης δεν πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν διεξαχθεί μόνο σε ενήλικες.
Επίδραση της εσομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων φαρμάκων
Φαρμακευτικά προϊόντα των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται από το pH
Η μειωμένη γαστρική έκκριση οξέως κατά τη διάρκεια θεραπείας με
εσομεπραζόλη και άλλους αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, μπορεί να
αυξήσει ή να μειώσει την απορρόφηση κάποιων φαρμάκων εάν ο μηχανισμός
απορρόφησης επηρεάζεται από το γαστρικό pH. Όπως συμβαίνει
και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία μειώνουν την ενδογαστρική
οξύτητα, η απορρόφηση φαρμακευτικών προϊόντων όπως η κετοκοναζόλη,
ιτρακοναζόλη και η ερλοτινίβη μπορεί να μειωθεί και η απορρόφηση της
διγοξίνης να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με εσομεπραζόλη.
Ταυτόχρονη θεραπεία με ομεπραζόλη (20 mg ημερησίως) και διγοξίνη σε υγιείς
εθελοντές οδήγησε σε αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας της διγοξίνης κατά 10%
(μέχρι και 30% σε δύο από τους δέκα εθελοντές). Τοξικότητα από τη διγοξίνη
έχει αναφερθεί πολύ σπάνια. Εντούτοις, συνιστάται προσοχή όταν η
εσομεπραζόλη χορηγείται σε υψηλές δόσεις σε ηλικιωμένους ασθενείς. Σε
τέτοιες περιπτώσεις, η φαρμακοθεραπευτική παρακολούθηση της διγοξίνης
πρέπει να ενισχύεται.
8
Έχει αναφερθεί ότι η ομεπραζόλη αλληλεπιδρά με κάποιους αναστολείς της
πρωτεάσης. Η κλινική σημασία και οι μηχανισμοί πίσω από αυτές τις
αναφερθείσες αλληλεπιδράσεις δεν είναι πάντα γνωστά. Αυξημένο γαστρικό pH
κατά τη διάρκεια θεραπείας με ομεπραζόλη μπορεί να μεταβάλλει την
απορρόφηση των αναστολέων της πρωτεάσης. Άλλοι πιθανοί μηχανισμοί
αλληλεπίδρασης είναι μέσω της αναστολής του CYP2C19. Για την αταζαναβίρη
και την νελφιναβίρη έχουν αναφερθεί μειωμένα επίπεδα στον ορό όταν
χορηγούνται μαζί με την ομεπραζόλη και έτσι δεν συνιστάται η
συγχορήγηση. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg εφάπαξ ημερησίως) με
αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε σαν
αποτέλεσμα σημαντική μείωση της έκθεσης στην αταζαναβίρη (περίπου 75%
μείωση της AUC, C
max
και C
min
). Αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg
δεν αντιστάθμισε την επίπτωση της ομεπραζόλης στην έκθεση στην
αταζαναβίρη. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg qd) με αταζαναβίρη 400
mg/ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε σαν αποτέλεσμα μία μείωση
περίπου 30% της έκθεσης της αταζαναβίρης σε σύγκριση με την έκθεση που
παρατηρήθηκε με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg qd χωρίς ομεπραζόλη
20 mg qd. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg qd) με νελφιναβίρη μείωσε τη
μέση AUC, C
max
και C
min
της νελφιναβίρης κατά 36-39% και η μέση AUC, C
max
και
C
min
του φαρμακολογικά δραστικού μεταβολίτη Μ8 μειώθηκε κατά 75-92%. Για
τη σακουιναβίρη (ταυτόχρονα με ριτοναβίρη) αναφέρθηκε αύξηση των επιπέδων
ορού (80-100%) κατά τη διάρκεια συγχορήγησης με θεραπεία ομεπραζόλης (40
mg qd). Η θεραπεία με ομεπραζόλη 20 mg qd δεν είχε καμία επίδραση στην
έκθεση της νταρουναβίρης (ταυτόχρονα με ριτοναβίρη) και της αμπρεναβίρης
(ταυτόχρονα με ριτοναβίρη). Η θεραπεία με εσομεπραζόλη 20 mg qd δεν είχε
καμία επίδραση στην έκθεση της αμπρεναβίρης (με ή χωρίς ριτοναβίρη). Η
θεραπεία με ομεπραζόλη 40 mg qd δεν είχε καμία επίδραση στην έκθεση της
λοπιναβίρης (ταυτόχρονα με ριτοναβίρη). Λόγω των παρόμοιων
φαρμακοδυναμικών δράσεων και φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων της
ομεπραζόλης και της εσομεπραζόλης η συγχορήγηση εσομεπραζόλης με
αταζαναβίρη δεν συνιστάται και η συγχορήγηση εσομεπραζόλης με νελφιναβίρη
αντενδείκνυται.
Φάρμακα τα οποία μεταβολίζονται από το CYP2C19
Η εσομεπραζόλη αναστέλλει το CYP2C19, το κύριο ένζυμο που μεταβολίζει την
εσομεπραζόλη. Έτσι, στις περιπτώσεις που η εσομεπραζόλη συνδυάζεται με
φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP2C19, όπως η διαζεπάμη,
σιταλοπράμη, ιμιπραμίνη, κλομιπραμίνη, φαινυτοΐνη κ.λ.π., μπορεί να αυξηθεί η
συγκέντρωση αυτών των φαρμάκων στο πλάσμα και να χρειαστεί μείωση της
δόσης τους. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ιδιαίτερα όταν
συνταγογραφείται εσομεπραζόλη για θεραπεία κατ’ επίκληση. Η ταυτόχρονη
χορήγηση 30 mg εσομεπραζόλης είχε σαν αποτέλεσμα την κατά 45% μείωση της
κάθαρσης της διαζεπάμης που είναι υπόστρωμα του CYP2C19. Η ταυτόχρονη
χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε επιληπτικούς ασθενείς είχε σαν αποτέλεσμα
την κατά 13% αύξηση των
χαμηλότερων επιπέδων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα. Συνιστάται ο έλεγχος των
συγκεντρώσεων της φαινυτοΐνης στο πλάσμα όταν αρχίζει ή σταματά η
θεραπεία με εσομεπραζόλη. Η ομεπραζόλη (40 mg εφάπαξ ημερησίως) αυξάνει
την C
max
και την AUC
τ
της βορικοναζόλης (υπόστρωμα του CYP2C19) κατά 15%
και 41% αντίστοιχα.
Σε μία κλινική μελέτη η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε
ασθενείς που ελάμβαναν βαρφαρίνη έδειξε ότι ο χρόνος πήξεως ήταν μέσα στα
αποδεκτά όρια. Εντούτοις, μετά την κυκλοφορία του προϊόντος, κατά τη
διάρκεια ταυτόχρονης χορήγησης αναφέρθηκαν μεμονωμένες περιπτώσεις
9
αύξησης του INR, κλινικά σημαντικές. Συνιστάται έλεγχος κατά την έναρξη και
τη λήξη της συγχορήγησης εσομεπραζόλης κατά τη διάρκεια θεραπείας με
βαρφαρίνη ή άλλα παράγωγα κουμαρίνης.
Η ομεπραζόλη, όπως και η εσομεπραζόλη ενεργούν σαν αναστολείς του
CYP2C19. Η ομεπραζόλη, χορηγούμενη σε δόσεις 40 mg σε υγιείς εθελοντές σε
μια διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε την C
max
και
την AUC της σιλοσταζόλης
κατά 18% και 26% αντίστοιχα, και ενός από τους μεταβολίτες της κατά 29%
και 69% αντίστοιχα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg εσομεπραζόλης σε υγιείς εθελοντές είχε σαν
αποτέλεσμα την κατά 32% αύξηση του εμβαδού κάτω από την καμπύλη της
συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς τον χρόνο (AUC) και την κατά 31%
παράταση του χρόνου ημιζωής (t
1/2
) της σισαπρίδης αλλά δεν αύξησε σημαντικά
τα υψηλότερα επίπεδα της σισαπρίδης στο πλάσμα. Το ελαφρά παρατεταμένο
QTc διάστημα που παρατηρείται μετά τη χορήγηση της σισαπρίδης ως
μονοθεραπεία, δεν παρουσίασε περαιτέρω παράταση όταν η σισαπρίδη
χορηγήθηκε σε συνδυασμό με εσομεπραζόλη (βλέπε επίσης λήμμα 4.4).
Έχει αποδειχθεί ότι η εσομεπραζόλη δεν έχει κλινικά σημαντική επίδραση στην
φαρμακοκινητική της αμοξικιλλίνης ή της κινιδίνης.
Μελέτες που αξιολογούν την συγχορήγηση εσομεπραζόλης με ναπροξένη ή με
ροφεκοξίμπη δεν έδειξαν κάποια κλινικά σημαντική φαρμακοκινητική
αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια βραχυχρόνιων μελετών.
Σε μια διασταυρούμενη κλινική μελέτη, η κλοπιδογρέλη (300 mg δόση εφόδου
ακολουθούμενη από 75 mg ημερησίως) ως μονοθεραπεία, και μαζί με
ομεπραζόλη (80 mg ταυτόχρονα με τη κλοπιδογρέλη) χορηγήθηκαν για 5 ημέρες.
Η έκθεση στον ενεργό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46% (1
η
ημέρα) και κατά 42% (5
η
ημέρα) όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη
χορηγούνταν μαζί. Η μέση αναστολή της συσσωμάτωσης αιμοπεταλίων (IPA)
μειώθηκε κατά 47% (24 ώρες) και 30% (5
η
ημέρα) όταν η κλοπιδογρέλη και η
ομεπραζόλη χορηγούνταν μαζί. Μια άλλη κλινική μελέτη έδειξε ότι η χορήγηση
κλοπιδογρέλης και εσομεπραζόλης σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δεν
απέτρεψε την αλληλεπίδρασή τους η οποία είναι πιθανόν να οφείλεται στην
ανασταλτική δράση της ομεπραζόλης προς το CYP2C19. Ασυνεπή στοιχεία
έχουν αναφερθεί για τις κλινικές επιπτώσεις αυτής της
φαρμακοδυναμικής/φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης, όσον αφορά σοβαρά
καρδιακά επεισόδια, από παρατηρητικές και κλινικές μελέτες.
Άγνωστος μηχανισμός
Κατά τη συγχορήγηση με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs), έχουν
αναφερθεί αυξημένα επίπεδα μεθοτρεξάτης σε ορισμένους ασθενείς. Σε
περιπτώσεις χορήγησης υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης, ίσως χρειαστεί να
εξεταστεί η πιθανότητα προσωρινής διακοπής της ομεπραζόλης.
Επίδραση άλλων φαρμάκων στη φαρμακοκινητική της εσομεπραζόλης
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται από το CYP2C19 και το CYP3A4. Η ταυτόχρονη
χορήγηση της εσομεπραζόλης με έναν αναστολέα του CYP3A4, την
κλαριθρομυκίνη (500 mg δύο φορές την ημέρα), είχε σαν αποτέλεσμα τον
διπλασιασμό της έκθεσης (AUC) στην εσομεπραζόλη. Η ταυτόχρονη χορήγηση
εσομεπραζόλης και ενός αναστολέα τόσο του CYP2C19 όσο και του CYP3A4,
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό και πλέον της έκθεσης στην
εσομεπραζόλη. Η βορικοναζόλη, αναστολέας των CYP2C19 και CYP3A4
οδήγησε σε αύξηση της AUC
τ
της εσομεπραζόλης κατά 280%. Κανονικά δεν
10
απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας της εσομεπραζόλης σε καμία από αυτές
τις καταστάσεις. Ωστόσο, προσαρμογή της δοσολογίας πρέπει να εξετάζεται σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και όπου απαιτείται μακρόχρονη
θεραπεία.
Φάρμακα που είναι γνωστό ότι επάγουν το CYP2C19, το CYP3A4 ή και τα δύο
(όπως η ριφαμπικίνη και το St John’s wort) είναι πιθανό να οδηγήσουν σε
μειωμένα επίπεδα εσομεπραζόλης στον ορό, μέσω αύξησης του μεταβολισμού
της εσομεπραζόλης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά στοιχεία για την έκθεση σε εσομεπραζόλη κατά
τη διάρκεια της κύησης. Στοιχεία από επιδημιολογικές μελέτες σε μεγάλο
αριθμό κυήσεων, με ρακεμικό μίγμα
ομεπραζόλης, δεν έδειξαν δυσμορφική ή εμβρυοτοξική δράση. Οι μελέτες σε ζώα
με την εσομεπραζόλη δεν έχουν δείξει άμεση ή έμμεση βλαπτική επίδραση στην
ανάπτυξη του εμβρύου. Μελέτες σε ζώα με το ρακεμικό μίγμα δεν έδειξαν άμεση
ή έμμεση βλαπτική επίδραση όσον αφορά την κύηση, τον τοκετό ή την ανάπτυξη
του νεογνού. Συνιστάται προσοχή όταν συνταγογραφείται σε εγκύους.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό αν η εσομεπραζόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Δεν
έχουν γίνει μελέτες σε γυναίκες που θηλάζουν. Για το λόγο αυτό το Lecosyl δεν
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία επίδραση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν διαπιστωθεί ή υπάρχει υποψία
συσχέτισής τους με την εσομεπραζόλη από τις κλινικές μελέτες και μετά από
την κυκλοφορία του προϊόντος. Καμία απ’ αυτές
δεν έχει βρεθεί ότι είναι δοσοεξαρτώμενη. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες
κατατάσσονται σύμφωνα με την συχνότητα (πολύ συνήθεις ≥ 1/10, συνήθεις ≥
1/100 έως <1/10, ασυνήθεις ≥ 1/1.000 έως <1/100, σπάνιες ≥1/10.000 έως
<1/1.000, πολύ σπάνιες <1/10.000, άγνωστο (δεν μπορεί να υπολογιστεί από τα
διαθέσιμα δεδομένα)).
Διαταραχές
αιμοποιητικού και
λεμφικού συστήματος
Σπάνιες Λευκοπενία,
θρομβοκυτοπενία
Πολύ σπάνιες Ακοκκιοκυτταραιμία,
πανκυτταροπενία
Διαταραχές
ανοσοποιητικού
συστήματος
Σπάνιες Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας π.χ.
πυρετός, αγγειοοίδημα και
Αναφυλακτικές
αντιδράσεις/καταπληξία
(shock)
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Ασυνήθεις Περιφερικό οίδημα
Σπάνιες Υπονατριαιμία
Άγνωστο Υπομαγνησιαιμία (βλ. λήμμα
4.4),
Η σοβαρή υπομαγνησιαιμία
11
μπορεί να συσχετιστεί με
υπασβεστιαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές Ασυνήθεις Αϋπνία
Σπάνιες Διέγερση, σύγχυση,
κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες Επιθετικότητα,
ψευδαισθήσεις
Διαταραχές νευρικού
συστήματος
Συνήθεις Κεφαλαλγία
Ασυνήθεις Ζάλη, παραισθησίες, υπνηλία
Σπάνιες Διαταραχές της γεύσης
Διαταραχές των
οφθαλμών
Σπάνιες Θάμβος οράσεως
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Ασυνήθεις Ίλιγγος
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωρακίου
Σπάνιες Βρογχόσπασμος
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Συνήθεις Κοιλιακό άλγος,
δυσκοιλιότητα, διάρροια,
μετεωρισμός, ναυτία/έμετος
Ασυνήθεις Ξηροστομία
Σπάνιες Στοματίτιδα, γαστρεντερική
καντιντίαση
Άγνωστο Μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
Ασυνήθεις Αύξηση των ηπατικών
ενζύμων
Σπάνιες Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ σπάνιες Ηπατική ανεπάρκεια,
εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς
με
προϋπάρχουσα ηπατική νόσο
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδορίου ιστού
Ασυνήθεις Δερματίτιδα, κνησμός,
εξάνθημα, κνίδωση
Σπάνιες Αλωπεκία, φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες Πολύμορφο ερύθημα,
σύνδρομο Stevens-Johnson,
τοξική
επιδερμική νεκρόλυση (ΤΕΝ)
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Ασυνήθεις Κάταγμα του ισχίου, του
καρπού ή της σπονδυλικής
στήλης (βλ. λήμμα 4.4)
Σπάνιες Αρθραλγίες, μυαλγίες
Πολύ σπάνιες Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων
οδών
Πολύ σπάνιες Διάμεσος νεφρίτιδα
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και των
μαστών
Πολύ σπάνιες Γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Σπάνιες Αίσθημα κακουχίας,
αυξημένη εφίδρωση
12
4.9 Υπερδοσολογία
Η μέχρι σήμερα εμπειρία από την σκόπιμη λήψη υπερβολικής δόσης είναι πολύ
περιορισμένη. Μετά από τη λήψη 280 mg αναφέρθησαν συμπτώματα από το
γαστρεντερικό και αδυναμία. Εφάπαξ δόση 80 mg εσομεπραζόλης δεν
προκάλεσε κανένα πρόβλημα. Δεν είναι γνωστό κάποιο ειδικό αντίδοτο για το
φάρμακο. Η εσομεπραζόλη συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις πρωτεΐνες και γι’
αυτό δεν μπορεί να αιμοδιυλιθεί σημαντικά. Όπως σε κάθε περίπτωση
υπερδοσολογίας η αγωγή πρέπει να είναι συμπτωματική και να
χρησιμοποιούνται γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολέας της αντλίας πρωτονίων, ATC
κατάταξη: Α02Β C05
Η εσομεπραζόλη είναι το S-ισομερές της ομεπραζόλης και ελαττώνει τη
γαστρική έκκριση οξέος μέσω ενός συγκεκριμένου, στοχευμένου μηχανισμού
δράσης. Είναι ένας εκλεκτικός αναστολέας της αντλίας πρωτονίων στα
τοιχωματικά κύτταρα. Το R- και το S- ισομερές της ομεπραζόλης έχουν
παρόμοια φαρμακοδυναμική δράση.
Θέση και μηχανισμός δράσης
Η εσομεπραζόλη είναι μια ασθενής βάση, που συγκεντρώνεται και μετατρέπεται
σε δραστική μορφή στο πολύ όξινο περιβάλλον των εκκριτικών σωληναρίων του
τοιχωματικού κυττάρου, όπου και αναστέλλει το ένζυμο Η+, Κ+-ΑΤΡάση, δηλ.
την αντλία πρωτονίων και αναστέλλει τόσο τη βασική, όσο και την μετά από
διέγερση έκκριση οξέος.
Δράση στην έκκριση γαστρικού οξέος
Η έναρξη της δράσης εμφανίζεται μέσα σε μία ώρα μετά την από του στόματος
λήψη δόσης 20 mg και 40 mg εσομεπραζόλης. Μετά από επαναλαμβανόμενη
χορήγηση 20mg εσομεπραζόλης μία φορά την ημέρα για πέντε ημέρες, η μέση
μέγιστη έκκριση οξέος μετά από διέγερση με πενταγαστρίνη μειώνεται κατά
90% όταν μετράται 6-7 ώρες μετά τη λήψη της δόσης κατά την πέμπτη ημέρα.
Μετά από πέντε ημέρες από του στόματος χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg
εσομεπραζόλης σε ασθενείς με συμπτωματική γαστρο-οισοφαγική
παλινδρόμηση, τιμές του ενδογαστρικού pH άνω του 4 διατηρήθηκαν για
διάστημα 13 ωρών και 17 ωρών κατά μέσο όρο αντίστοιχα, στη διάρκεια του
24ώρου. Το ποσοστό των ασθενών στους οποίους διατηρείται το ενδογαστρικό
pH πάνω από 4 για τουλάχιστο 8, 12 και 16 ώρες με 20 mg εσομεπραζόλης
είναι 76%, 54% και 24% αντίστοιχα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα 40 mg
εσομεπραζόλης είναι 97%, 92% και 56%.
Χρησιμοποιώντας την AUC ως παράμετρο για την εκτίμηση της συγκέντρωσης
του φαρμάκου στο πλάσμα, καταδεικνύεται μία σχέση μεταξύ της αναστολής
της έκκρισης του γαστρικού οξέος και της έκθεσης στο φάρμακο.
Θεραπευτική δράση της αναστολής γαστρικού οξέος
Η επούλωση της οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση με 40 mg
εσομεπραζόλης επιτυγχάνεται στο 78% περίπου των ασθενών μετά από
τέσσερεις εβδομάδες και στο 93% μετά από οκτώ εβδομάδες θεραπείας.
Θεραπεία μιας εβδομάδας με την εσομεπραζόλη 20 mg δύο φορές την ημέρα και
13
τα κατάλληλα αντιβιοτικά έχει σαν αποτέλεσμα την επιτυχή εκρίζωση του
Ελικοβακτηριδίου του Η. pylori περίπου στο 90% των ασθενών.
Μετά από τη θεραπεία εκρίζωσης για μία εβδομάδα, δεν υπάρχει ανάγκη
επακόλουθης μονοθεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα για την
αποτελεσματική επούλωση του έλκους και την εξάλειψη των συμπτωμάτων σε
δωδεκαδακτυλικά έλκη χωρίς επιπλοκές.
Σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική
μελέτη, οι ασθενείς με αιμορραγία πεπτικού έλκους επιβεβαιωμένου
ενδοσκοπικά και χαρακτηριζόμενο ως Forrest Ia, Ib, IIa ή IIb (9%, 43%, 38% και
10 % αντίστοιχα) τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν διάλυμα εσομεπραζόλης για
έγχυση (n=375) ή εικονικό φάρμακο (n=389). Μετά από ενδοσκοπική
αιμόσταση, οι ασθενείς έλαβαν είτε 80 mg εσομεπραζόλης ως ενδοφλέβια
έγχυση για 30 λεπτά ακολουθούμενη από συνεχή έγχυση 8 mg ανά ώρα ή
εικονικό φάρμακο για 72 ώρες. Μετά την αρχική περίοδο των 72 ωρών, όλοι οι
ασθενείς έλαβαν από του στόματος 40 mg εσομεπραζόλης για 27 ημέρες για
καταστολή του οξέος. H εμφάνιση επαναιμορραγίας μέσα σε 3 ημέρες ήταν
5,9% στην ομάδα που χορηγήθηκε εσομεπραζόλη σε σύγκριση με 10,3% στην
ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Στις 30 ημέρες μετά την θεραπεία, η εμφάνιση
επαναιμορραγίας στην ομάδα που χορηγήθηκε εσομεπραζόλη έναντι της ομάδας
του εικονικού φαρμάκου ήταν 7,7% έναντι 13,6%.
Άλλες δράσεις που σχετίζονται με την αναστολή έκκρισης του οξέος
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα τα επίπεδα της
γαστρίνης στον ορό αυξάνονται ως απάντηση στη μειωμένη έκκριση γαστρικού
οξέος. Η Χρωμογρανίνη Α (CgA), επίσης αυξάνεται λόγω της μειωμένης
γαστρικής οξύτητας.
Αύξηση στον αριθμό των ECL-κυττάρων που πιθανά σχετίζεται με την αύξηση
των επιπέδων της γαστρίνης στον ορό έχει παρατηρηθεί σε μερικούς ασθενείς,
κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας με εσομεπραζόλη.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με αντι-εκκριτικά φάρμακα έχει
αναφερθεί η εμφάνιση γαστρικών αδενωδών κύστεων με κάπως αυξημένη
συχνότητα. Οι αλλαγές αυτές είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο της έντονης
αναστολής της έκκρισης οξέος, είναι καλοήθεις και φαίνεται ότι είναι
αναστρέψιμες.
Μειωμένη γαστρική οξύτητα για κάθε λόγο συμπεριλαμβανομένων των
αναστολέων της αντλίας πρωτονίων, αυξάνει τον αριθμό των γαστρικών
βακτηρίων που φυσιολογικά υπάρχουν στον γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία
με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε μικρή αύξηση του
κινδύνου γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από
Salmonella
και
Campylobacter
και σε ενδονοσοκομειακούς ασθενείς πιθανόν επίσης και από
Clostridium
diƒicile.
Σε δύο μελέτες με φάρμακο σύγκρισης τη ρανιτιδίνη, η εσομεπραζόλη έδειξε
καλύτερη δράση στην επούλωση των γαστρικών ελκών σε ασθενείς που
χρησιμοποίησαν ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των COX-2 εκλεκτικών ΜΣAΦ.
Σε δύο μελέτες σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, η εσομεπραζόλη έδειξε
καλύτερη δράση στην πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών σε
ασθενείς που χρησιμοποίησαν ΜΣΑΦ (ασθενείς ηλικίας>60 ετών και/ή με
προϋπάρχον έλκος), συμπεριλαμβανομένων των COX-2 εκλεκτικών ΜΣAΦ.
Παιδιατρικός πληθυσμός
14
Σε μελέτη με παιδιατρικούς ασθενείς με γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση
(ηλικίας <1 με 17 χρόνων) οι οποίοι λάμβαναν μακρόχρονη θεραπεία με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, 61% των παιδιών ανέπτυξαν, σε μικρό
βαθμό, υπερπλασία των ECL κυττάρων χωρίς καμία γνωστή κλινική σημασία
και χωρίς ανάπτυξη ατροφικής γαστρίτιδας ή καρκινικών όγκων.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανομή
Η εσομεπραζόλη είναι οξεο-ευαίσθητη ουσία και χορηγείται από το στόμα υπό
μορφή εντεροδιαλυτών κοκκίων. Η in vivo μετατροπή στο R-ισομερές είναι
αμελητέα. Η απορρόφηση της εσομεπραζόλης είναι ταχεία, με επίτευξη
μέγιστων επιπέδων στο πλάσμα εντός περίπου 1-2 ωρών από τη λήψη. Η
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου είναι 64% μετά από εφάπαξ δόση 40
mg και αυξάνεται σε 89% μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις εφάπαξ
ημερησίως. Για τα 20 mg εσομεπραζόλης οι αντίστοιχες τιμές είναι 50% και
68%. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής στη σταθεροποιημένη κατάσταση σε υγιή
άτομα είναι περίπου 0,22 L/Kg βάρους σώματος. Η εσομεπραζόλη συνδέεται με
τις πρωτεΐνες σε ποσοστό 97%. Η λήψη της τροφής καθυστερεί και μειώνει την
απορρόφηση της εσομεπραζόλης χωρίς όμως αυτό να έχει κάποια σημαντική
επίπτωση στη δράση της εσομεπραζόλης στην ενδογαστρική οξύτητα.
Μεταβολισμός και απέκκριση
Η εσομεπραζόλη μεταβολίζεται εξ ολοκλήρου, από το ενζυμικό σύστημα του
κυτοχρώματος P450 (CYP). Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης κατά το
μεγαλύτερο μέρος, εξαρτάται από το πολυμορφικό CYP2C19, που είναι
υπεύθυνο για το σχηματισμό των υδρόξυ- και ο δεσμεθυλ- μεταβολιτών της
εσομεπραζόλης. Το υπόλοιπο μέρος του μεταβολισμού εξαρτάται από μια άλλη
ειδική ισομορφή, το CYP3C4, που είναι υπεύθυνη για το σχηματισμό της
σουλφονικής εσομεπραζόλης, κυρίου μεταβολίτη στο πλάσμα.
Οι ακόλουθες παράμετροι απεικονίζουν κυρίως τη φαρμακοκινητική σε άτομα
με λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο, δηλαδή άτομα με δυνατότητα εκτεταμένου
μεταβολισμού.
H ολική κάθαρση πλάσματος είναι περίπου 17 L/h μετά από μία εφάπαξ δόση
και περίπου 9 L/h μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις. Ο χρόνος ημιζωής
της εσομεπραζόλης στο πλάσμα είναι περίπου 1,3 ώρες μετά από
επαναλαμβανόμενες εφάπαξ ημερησίως χορηγήσεις. Η φαρμακοκινητική της
εσομεπραζόλης έχει μελετηθεί σε δόσεις μέχρι 40 mg δύο φορές την ημέρα. Η
περιοχή κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης ως προς τον χρόνο, στο
πλάσμα, αυξάνει μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις. Αυτή η αύξηση
είναι δοσο-εξαρτώμενη και έχει σαν αποτέλεσμα μία μεγαλύτερη αύξηση της
AUC αναλογικά με την δόση μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Αυτή η
χρονο-δοσο-εξάρτηση οφείλεται στη μείωση του μεταβολισμού πρώτης διόδου
και της συστηματικής κάθαρσης που πιθανά προκαλείται από την αναστολή του
ενζύμου CYP2C19 από την εσομεπραζόλη και/ή τον σουλφονικό μεταβολίτη της.
Η εσομεπραζόλη απομακρύνεται εξ ολοκλήρου
από το πλάσμα μεταξύ των δόσεων χωρίς να εμφανίζεται τάση συσσώρευσης σε
εφάπαξ ημερήσια χορήγηση.
Οι κύριοι μεταβολίτες της εσομεπραζόλης δεν έχουν καμιά δράση στην έκκριση
γαστρικού οξέος. Το 80% περίπου της από του στόματος χορηγούμενης δόσης
της εσομεπραζόλης αποβάλλεται υπό τη μορφή μεταβολιτών στα ούρα και το
υπόλοιπο στα κόπρανα. Λιγότερο από 1% της αρχικής ουσίας βρίσκεται στα
ούρα.
Ειδικές ομάδες ασθενών
15
Περίπου 2,9±1,5% του πληθυσμού παρουσιάζει έλλειψη λειτουργικού CYP2C19
ενζύμου και καλούνται άτομα με μικρή δυνατότητα μεταβολισμού. Στα άτομα
αυτά ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης πιθανά καταλύεται κυρίως από το
CYP3A4. Μετά από επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις 40 mg εσομεπραζόλης
εφάπαξ ημερησίως, το μέσο εμβαδόν της περιοχής κάτω από την καμπύλη της
συγκέντρωσης ως προς τον χρόνο, στο πλάσμα, ήταν περίπου 100% μεγαλύτερο
σε άτομα με μικρή δυνατότητα μεταβολισμού από ότι σε άτομα που έχουν
λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο (άτομα με δυνατότητα εκτεταμένου
μεταβολισμού). Η μέση τιμή των μέγιστων συγκεντρώσεων στο πλάσμα
αυξήθηκε κατά περίπου 60%. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν καμιά επίπτωση στη
δοσολογία της εσομεπραζόλης.
Ανεπάρκεια οργανικής λειτουργίας
Ο μεταβολισμός της εσομεπραζόλης μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς σε
ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Ο ρυθμός μεταβολισμού
μειώνεται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια με αποτέλεσμα το
διπλασιασμό του εμβαδού της περιοχής κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης -
χρόνου της εσομεπραζόλης. Για τον λόγο αυτό, σε ασθενείς με σοβαρή
ανεπάρκεια δεν πρέπει να χορηγείται δόση μεγαλύτερη από 20 mg. Η
εσομεπραζόλη ή οι κύριοι μεταβολίτες της δεν παρουσιάζουν τάση
συσσώρευσης όταν χορηγούνται εφάπαξ ημερησίως.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Καθώς οι νεφροί είναι υπεύθυνοι για την απέκκριση των μεταβολιτών της
εσομεπραζόλης αλλά όχι για την απομάκρυνση της αρχικής ουσίας, ο
μεταβολισμός της εσομεπραζόλης δεν αναμένεται να αλλάξει σε ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Έφηβοι 12-18 ετών:
Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσης 20 mg και 40 mg
εσομεπραζόλης, η συνολική έκθεση (AUC) και ο χρόνος που απαιτείται για να
επιτευχθεί η μέγιστη συγκέντρωση του φαρμάκου στο πλάσμα (t
max
) σε εφήβους
ηλικίας 12-18 ετών ήταν παρόμοια με αυτά των ενηλίκων και για τις δύο δόσεις
εσομεπραζόλης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι ενδιάμεσες προκλινικές μελέτες δεν έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για
τον άνθρωπο, βάσει των συνηθισμένων μελετών για τοξικότητα μετά από
επαναλαμβανόμενες χορηγήσεις, γενοτοξικότητα και τοξικότητα κατά την
αναπαραγωγή. Μελέτες καρκινογένεσης σε αρουραίους με το ρακεμικό μίγμα
έδειξαν υπερπλασία των γαστρικών ECL-κυττάρων και καρκινοειδή. Οι δράσεις
αυτές στο γαστρικό είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης και έντονης υπερ-
γαστριναιμίας σαν επακόλουθο της αναστολής της έκκρισης του γαστρικού
οξέος και παρατηρούνται μετά από μακρόχρονη θεραπεία, στους αρουραίους, με
αναστολείς της έκκρισης γαστρικού οξέος.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Σφαιρίδια:
Συµπολυµερές µεθακρυλικού οξέος-αιθυλικού ακρυλεστέρα (1:1) διασπορά 30%
Τάλκης
Κιτρικό τριαιθύλιο
16
Υπρομελλόζη 3cPs
Σφαιρίδια σακχάρων
Μαγνήσιο στεατικό
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
Γλυκερόλη μονοστεατική 40-55
Πολυσορβικό 80
Πυρήνας δισκίου:
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική
Ποβιδόνη K29/32
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Κροσποβιδόνη Τύπου A
Στεατυλοφουμαρικό νάτριο
Εντερική επικάλυψη:
Υπρομελλόζη
Διοξείδιο τιτανίου (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη/PEG 400
Οξείδιο σιδήρου, ερυθρό (E172)
Οξείδιο σιδήρου, κίτρινο (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
18 μήνες
[Μόνο για τις φιάλες]: 6 μήνες μετά το άνοιγμα του HDPE περιέκτη.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Alu/Alu κυψέλες (blister):
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30
°C.
Κυψέλες (blisters) Tristar Alu/PVDC:
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη
των 25°C.
Φιάλες HDPE:
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25 °C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλες HDPE με αφυγραντικό και πώμα LDPE.
Συσκευασίες: 30, 100, 250 ή 500 δισκία.
Κυψέλες (blisters) Al-PVC/PVDC ή OPA/Al/PVC- Al
Συσκευασίες: 7, 10, 14, 28, 30, 56, 60, 90 ή 100 δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Χορήγηση μέσω γαστρικού σωλήνα:
1. Τοποθετείστε το δισκίο στην κατάλληλη σύριγγα και γεμίστε την με
περίπου 25 ml νερό και 5 ml αέρα. Σε ορισμένους σωλήνες, για να
αποφευχθεί το φράξιμο του σωλήνα από τα κοκκία, απαιτείται η διάλυση
να γίνεται σε 50 ml νερό.
17
2. Ανακινήστε αμέσως τη σύριγγα μέχρι το δισκίο να διαλυθεί εντελώς.
3. Κρατείστε τη σύριγγα με την άκρη ψηλά και βεβαιωθείτε ότι η άκρη δεν
έχει φράξει.
4. Προσαρμόστε την σύριγγα στον σωλήνα ενώ διατηρείτε την προηγούμενη
θέση της.
5. Ανακινείστε την σύριγγα και τοποθετείστε την με την άκρη προς τα κάτω.
Απελευθερώνετε αμέσως 5-10 ml μέσα στον σωλήνα. Αναποδογυρίστε την
σύριγγα μετά την ένεση και ανακινείστε (η σύριγγα πρέπει να κρατείτε με
την άκρη ψηλά για να αποφευχθεί το φράξιμο της άκρης).
6. Γυρίστε την σύριγγα με την άκρη προς τα κάτω και απελευθερώνετε
αμέσως 5-10 ml μέσα στον σωλήνα. Επαναλάβετε την διαδικασία αυτή
μέχρι να αδειάσει η σύριγγα.
7. Γεμίστε την σύριγγα με 25 ml νερό και 5 ml αέρα και επαναλάβετε την
διαδικασία από το βήμα 5 αν απαιτείται για να καθαρίσετε τα
υπολείμματα που έμειναν στην σύριγγα. Σε ορισμένους σωλήνες
χρειάζονται 50 ml νερό.
Ειδικές προφυλάξεις απόρριψης
Καμιά ειδική απαίτηση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Terix Labs Ltd.
Αγίας Ελένης 6, Μέγαρον Αγίας Ελένης, διαμ. 43,
1060 Λευκωσία
Κύπρος
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
12/12/2012
18
19