Σε μια ανοιχτού σχεδιασμού, προοπτική ελεγχόμενη μελέτη σε 1.269 Ιάπωνες
ασθενείς με διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη, τυχαιοποιημένους σε τροποποίηση
του τρόπου ζωής, με ή χωρίς, Pitava 1 mg ή 2 mg ημερησίως, το 45,7% των
ασθενών στην ομάδα ελέγχου εμφάνισε διαβήτη σε σύγκριση με το 39,9% των
ασθενών στην ομάδα του Pitava σε χρονικό διάστημα 2,8 ετών, λόγος κινδύνου
0,82 [95% CI 0,68-0,99].
Μια μετα-ανάλυση 4.815 μη διαβητικών ασθενών που περιλαμβάνονταν σε
τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες διπλά τυφλές μελέτες, διάρκειας τουλάχιστον 12
εβδομάδων (σταθμισμένη μέση διάρκεια παρακολούθησης 17,3 εβδομάδες [SD
17,7 εβδομάδες]), κατέδειξε ουδέτερη επίδραση του Pitava στον κίνδυνο
νεοεμφανιζόμενου διαβήτη (το 0,98% των ασθενών στην ομάδα ελέγχου και το
0,50% των ασθενών στην ομάδα του Pitava εμφάνισαν διαβήτη, σχετικός
κίνδυνος 0,70 [95% CI 0,30-1,61]) ενώ το 6,5% (103/1.579) των ασθενών στην
ομάδα ελέγχου έλαβε αγωγή με εικονικό φάρμακο και οι υπόλοιποι έλαβαν
αγωγή με στατίνες συμπεριλαμβανομένων ατορβαστατίνης, πραβαστατίνης και
σιμβαστατίνης.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μια διπλά τυφλή, τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική, ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο μελέτη NK-104-4.01EU (n=106, 48 άνδρες και 58 γυναίκες) παιδιά και
έφηβοι ασθενείς (ηλικίας ≥6 ετών και <17 ετών) με υψηλού κινδύνου
υπερλιπιδαιμία (επίπεδα LDL-C στο πλάσμα σε κατάσταση νηστείας ≥160 mg/dL
(4,1 mmol/L) ή LDL-C ≥130 mg/dL (3,4 mmol/L) με πρόσθετους παράγοντες
κινδύνου) έλαβαν πιταβαστατίνη 1 mg, 2 mg, 4 mg ή εικονικό φάρμακο
ημερησίως για 12 εβδομάδες. Κατά την εισαγωγή στη μελέτη, η πλειονότητα
των ασθενών είχε διαγνωστεί με ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία,
περίπου το 41% των ασθενών ήταν ηλικίας 6 έως <10 ετών και περίπου το 20%,
9%, 12% και 9% ήταν σταδίου ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V κατά Tanner, αντίστοιχα. Η μέση
LDL-C μειώθηκε κατά 23,5%, 30,1% και 39,3% από την πιταβαστατίνη 1, 2 και
4 mg, αντίστοιχα, σε σύγκριση με 1,0% για το εικονικό φάρμακο.
Σε μια ανοιχτού σχεδιασμού, μελέτη επέκτασης και ασφάλειας NK-104-4.02EU
διάρκειας 52 εβδομάδων (n=113, συμπεριλαμβανομένων 87 ασθενών από την
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη διάρκειας 12 εβδομάδων, 55 άνδρες
και 58 γυναίκες) παιδιά και έφηβοι ασθενείς (ηλικίας ≥6 ετών και <17 ετών) με
υψηλού κινδύνου υπερλιπιδαιμία έλαβαν πιταβαστατίνη για 52 εβδομάδες. Όλοι
οι ασθενείς ξεκίνησαν θεραπεία με πιταβαστατίνη 1 mg ημερησίως, και η δόση
της πιταβαστατίνης θα μπορούσε να τιτλοποιηθεί προς τα πάνω στα 2 mg και 4
mg προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της θεραπείας για βέλτιστη LDL-C
<110 mg/dL (2,8 mmol/L) με βάση τις τιμές της LDL-C στις Εβδομάδες 4 και 8.
Κατά την εισαγωγή στη μελέτη, περίπου το 37% των ασθενών ήταν ηλικίας 6
έως <10 ετών και περίπου το 22%, 11%, 12% και 13% ήταν σταδίου ΙΙ, ΙΙΙ, IV
και V κατά Tanner, αντίστοιχα. Η πλειονότητα των ασθενών (n=103)
τιτλοποιήθηκαν προς τα πάνω στα 4 mg πιταβαστατίνης ημερησίως. Η μέση
LDL-C μειώθηκε κατά 37,8% στο τελικό σημείο της Εβδομάδας 52. Συνολικά, σε
47 ασθενείς (42,0%) επετεύχθη ο ελάχιστος στόχος της LDL-C κατά AHA
(Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας) <130 mg/dL και σε 23 ασθενείς (20,5%)
επετεύχθη ο ιδανικός στόχος της LDL-C κατά AHA <110 mg/dL την Εβδομάδα
52. Η μείωση στη μέση LDL-C στο τελικό σημείο της Εβδομάδας 52 ήταν 40,2%
για ασθενείς ηλικίας ≥6 έως <10 ετών (n=42), 36,7% για ασθενείς ηλικίας ≥10
έως <16 ετών (n=61) και 34,5% για ασθενείς ηλικίας 16 έως <17 ετών (n=9).
Το φύλο του ασθενούς δεν φάνηκε να έχει επίδραση στην απόκριση. Επιπλέον, η
μέση τιμή TC μειώθηκε κατά 29,5% και η μέση τιμή TG μειώθηκε κατά 7,6% στο
τελικό σημείο της Εβδομάδας 52.
13