ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
(S P C)
ESSION
ESSION
®
®
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 500 & 1000
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 500 & 1000
mg
mg
/
/
sachet
sachet
1. ΟNOMAΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ESSION
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ (σε δραστικά
συστατικά)
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 500
mg
/
sachet
Κάθε φακελίσκος με κοκκία για πόσιμο διάλυμα περιέχει 500 mg
λεβετιρασετάμης.
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 1000
mg
/
sachet
Κάθε φακελίσκος με κοκκία για πόσιμο διάλυμα περιέχει 1000 mg
λεβετιρασετάμης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το ESSION ενδείκνυται ως μονοθεραπεία για την αντιμετώπιση
των επιληπτικών κρίσεων εστιακής έναρξης με ή χωρίς
δευτερογενή γενίκευση σε ενήλικες και εφήβους από 16 ετών και
άνω με νεοδιαγνωσθείσα επιληψία.
Το ESSION ενδείκνυται ως συμπληρωματική αγωγή:
- 1 -
Για τη θεραπεία των επιληπτικών κρίσεων εστιακής έναρξης με
ή χωρίς δευτερογενή γενίκευση σε ενήλικες και εφήβους με
επιληψία.
Για τη θεραπεία των μυοκλονικών κρίσεων σε ενήλικες και
εφήβους ηλικίας από 12 ετών με νεανική μυοκλονική επιληψία.
Για τη θεραπεία των πρωτοπαθών γενικευμένων
τονικοκλονικών κρίσεων σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας σε
ασθενείς ηλικίας από 12 ετών με ιδιοπαθή γενικευμένη επιληψία.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Μονοθεραπεία για ενήλικες και εφήβους από 16 ετών και
άνω:
Η συνιστώμενη δόση έναρξης είναι 250 mg δύο φορές ημερησίως η
οποία 2 εβδομάδες αργότερα θα πρέπει να αυξηθεί σε μια αρχική
θεραπευτική δόση των 500 mg δύο φορές ημερησίως. Η δόση
μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω κατά 250 mg δύο φορές ημερησίως
κάθε 2 εβδομάδες βάσει της κλινικής απάντησης. Η μέγιστη δόση
είναι 1.500 mg δύο φορές την ημέρα.
Συμπληρωματική θεραπεία για ενήλικες (≥ 18 ετών) και
εφήβους (12 μέχρι 17 ετών) με σωματικό βάρος 50 kg και
άνω:
Η αρχική θεραπευτική δόση είναι 500 mg δύο φορές την ημέρα. Η
δόση αυτή μπορεί να χορηγηθεί από την πρώτη ημέρα της αγωγής.
Ανάλογα με την κλινική απάντηση και την ανοχή, η ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί μέχρι 1.500 mg δύο φορές την ημέρα.
Αυξομειώσεις της δόσης μπορεί να γίνονται κατά 500 mg δύο
φορές την ημέρα κάθε δύο έως τέσσερις εβδομάδες.
Ειδικοί πληθυσμοί
- 2 -
Ηλικιωμένοι (65 ετών και άνω)
Σε ηλικιωμένους ασθενείς με ανεπαρκή νεφρική λειτουργία
συνιστάται προσαρμογή της δόσης (βλ. «Νεφρική ανεπάρκεια»
παρακάτω).
Νεφρική ανεπάρκεια
Η ημερήσια δόση πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τη νεφρική
λειτουργία
Για ενήλικες ασθενείς, αναφερθείτε στον παρακάτω πίνακα και
ρυθμίστε τη δόση όπως ενδείκνυται. Για να χρησιμοποιηθεί αυτός ο
δοσολογικός πίνακας απαιτείται μία εκτίμηση της κάθαρσης
κρεατινίνης (CLcr) σε ml/min του ασθενούς. Η CLcr σε ml/min
μπορεί να υπολογισθεί από τον προσδιορισμό κρεατινίνης ορού
(mg/dl) για ενήλικες και εφήβους βάρους 50 kg και άνω με τον
παρακάτω τύπο:
[140-ηλικία(έτη)] x βάρος (kg)
CLcr (ml/λεπτό)=-------------------------------------- (x 0,85 για γυναίκες)
72 x κρεατινίνη ορού (mg/dl)
Τότε, η κάθαρση κρεατινίνης προσαρμόζεται στην επιφάνεια
σώματος (BSA) ακολούθως:
CLcr (ml/λεπτό)
CLcr (ml/λεπτό/1,73 m
2
)=------------------------------------- x 1,73
BSA (επιφάνεια σώματος)
του ασθενούς σε m
2
Ρύθμιση δόσης σε ενήλικους και εφήβους ασθενείς με σωματικό
βάρος άνω των 50 kg, με νεφρική ανεπάρκεια:
- 3 -
Ομάδα ασθενών Κάθαρση
κρεατινίνης
(ml/min/1,73 m
2
)
Δόση και συχνότητα
λήψης
Φυσιολογική νεφρική
λειτουργία
Ήπια νεφρική ανεπάρκεια
Μέτρια
Σοβαρή
Τελικό στάδιο
νεφροπάθειας-
υπό αιμοκάθαρση (1).
> 80
50-79
30-49
< 30
-
500 - 1.500 mg δύο φορές
την ημέρα
500 - 1.000 mg δύο φορές
την ημέρα
250 – 750 mg δύο φορές την
ημέρα
250 – 500 mg δύο φορές την
ημέρα
500 - 1.000 mg μία φορά την
ημέρα (2)
(1) Την πρώτη μέρα της θεραπείας με λεβετιρασετάμη συνιστάται δόση εφόδου
750 mg.
(2) Έπειτα από την αιμοκάθαρση συνιστάται συμπληρωματική δόση 250-500 mg.
H δόση της λεβετιρασετάμης σε παιδιά με νεφρική ανεπάρκεια
απαιτείται να προσαρμόζεται με βάση τη νεφρική λειτουργία,
δεδομένου ότι η κάθαρση της λεβετιρασετάμης συσχετίζεται με τη
νεφρική λειτουργία. Αυτή η σύσταση βασίζεται σε μελέτη επί
ενηλίκων ασθενών με νεφρική ανεπάρκεια.
Η τιμή CLcr σε ml/min/1,73 m
2
μπορεί να εκτιμηθεί από τον
προσδιορισμό κρεατινίνης ορού (mg/dl) χρησιμοποιώντας, για
έφηβους, τον ακόλουθο τύπο (τύπος Schwartz):
Όπου:
- 4 -
ks=0,55 για έφηβα κορίτσια, ks=0,7 για έφηβα αγόρια.
Ηπατική ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ήπια μέχρι
μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια, η νεφρική ανεπάρκεια, όταν υπολογίζεται βάσει της
κάθαρσης κρεατινίνης, ενδέχεται να υποεκτιμηθεί. Γι’ αυτό
συνιστάται ελάττωση της δόσης συντήρησης κατά 50%, όταν η
κάθαρση κρεατινίνης είναι <60 ml/min./1,73m
2
Μονοθεραπεία:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης ως
μονοθεραπεία σε εφήβους ηλικίας κάτω των 16 ετών δεν έχουν
τεκμηριωθεί.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Τρόπος χορήγησης:
Διαλύεται το περιεχόμενο του φακελίσκου σ’ ένα ποτήρι νερό.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε άλλα παράγωγα
πυρρολιδόνης ή σε κάποιο από τα έκδοχα (Βλ. παράγραφο 6.1).
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Διακοπή της χορήγησης
Σύμφωνα με την τρέχουσα κλινική πρακτική, εάν πρέπει να
διακοπεί η χορήγηση του
ESSION
ESSION συνιστάται να διακόπτεται
βαθμιαία (π.χ. σε ενήλικες και σε εφήβους με σωματικό βάρος άνω
των 50 kg: μειώσεις της δόσης κατά 500 mg δύο φορές την ημέρα
κάθε δύο με τέσσερις εβδομάδες).
- 5 -
Νεφρική αναπάρκεια
Η χορήγηση του
ESSION
ESSION σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μπορεί
να απαιτήσει προσαρμογή της δόσης. Σε ασθενείς με βαριά
ηπατική ανεπάρκεια συνιστάται η εκτίμηση της νεφρικής
λειτουργίας πριν από τον καθορισμό της δόσης (βλέπε παράγραφο
4.2).
Αυτοκτονία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αντιεπιληπτικά
φάρμακα (συμπεριλαμβανομένης της λεβετιρασετάμης), έχουν
αναφερθεί αυτοκτονία, απόπειρα αυτοκτονίας, αυτοκτονικός
ιδεασμός και αυτοκτονικές συμπεριφορές. Μια μετά –ανάλυση
τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο κλινικών
δοκιμών σε αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα έδειξε μικρή
αύξηση του κινδύνου αυτοκτονικών σκέψεων και αυτοκτονικής
συμπεριφοράς. Ο μηχανισμός με τον οποίον εκδηλώνεται ο
κίνδυνος αυτός δεν είναι γνωστός.
Για τον λόγο αυτό, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για
σημεία και για συμπεριφορές κατάθληψης και αυτοκτονικού
ιδεασμού και πρέπει να εξετασθεί η χορήγηση της κατάλληλης
θεραπείας. Αν εμφανισθούν σημεία κατάθληψης και/ή αυτοκτονικού
ιδεασμού ή συμπεριφοράς, πρέπει να συσταθεί στους ασθενείς (και
στα άτομα που τα φροντίζουν) να ζητήσουν τη συμβουλή του
γιατρού τους.
Έκδοχα
Το προϊόν περιέχει σορβιτόλη. ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη δεν πρέπει να πάρουν αυτό
το φάρμακο.
- 6 -
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπιδράσεων
Αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα
Κλινικές μελέτες που διεξήχθησαν σε ενήλικες οι οποίοι λάμβαναν
λεβετιρασετάμη, έδειξαν ότι η λεβετιρασετάμη δεν επηρεάζει τις
συγκεντρώσεις στον ορό των υπαρχόντων αντιεπιληπτικών
φαρμακευτικών προϊόντων (φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη, βαλπροϊκό
οξύ, φαινοβαρβιτάλη, λαμοτριγίνη, γκαμπαπεντίνη και πριμιδόνη)
και ότι αυτά τα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα δεν
επηρεάζουν τη φαρμακοκινητική της λεβετιρασετάμης.
Όπως και σε ενήλικες, δεν προκύπτει σαφής ένδειξη κλινικά
σημαντικής αλληλεπίδρασης με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα σε
παιδιατρικούς ασθενείς που λάμβαναν λεβετιρασετάμη μέχρι 60
mg/kg/ημέρα.
Μια αναδρομική εκτίμηση φαρμακοκινητικών αλληλεπιδράσεων σε
παιδιά και εφήβους με επιληψία (4 μέχρι 17 ετών) επιβεβαίωσε ότι
η συμπληρωματική από του στόματος αγωγή με λεβετιρασετάμη
δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις του πλάσματος σε σταθερή
κατάσταση των συγχρόνως χορηγούμενων καρβαμαζεπίνης και
βαλπροϊκού. Ωστόσο, κάποια δεδομένα υποδηλώνουν μια αύξηση
της κάθαρσης της λεβετιρασετάμης κατά 20% στα παιδιά που
ελάμβαναν αντιεπιληπτικά φάρμακα τα οποία επάγουν ένζυμα. Δεν
απαιτείται προσαρμογή της δόσης του
ESSION
ESSION.
Προβενεσίδη
Έχει διαπιστωθεί ότι η προβενεσίδη (500 mg τέσσερις φορές
ημερησίως), ένας αποκλειστής της νεφρικής σωληναριακής
- 7 -
έκκρισης αναστέλλει τη νεφρική κάθαρση του πρωτογενούς
μεταβολίτη αλλά όχι της λεβετιρασετάμης. Ωστόσο οι
συγκεντρώσεις αυτού του μεταβολίτη παραμένουν χαμηλές.
Αναμένεται ότι και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που
αποβάλλονται με ενεργητική σωληναριακή έκκριση ενδέχεται να
ελαττώνουν επίσης τη νεφρική κάθαρση του μεταβολίτη. Η
επίδραση της λεβετιρασετάμης στην προβενεσίδη δεν έχει
μελετηθεί και η επίδραση της λεβετιρασετάμης σε άλλα ενεργώς
αποβαλλόμενα φαρμακευτικά προϊόντα, π.χ. ΜΣΑΦ, σουλφοναμίδες
και μεθοτρεξάτη, είναι άγνωστη.
Αντισυλληπτικά από του στόματος και άλλες φαρμακοκινητικές
αλληλεπιδράσεις
Η λεβετιρασετάμη σε ημερήσια δόση 1.000 mg δεν επηρέασε τη
φαρμακοκινητική των αντισυλληπτικών από του στόματος
(αιθινυλοιστραδιόλη και λεβονοργεστρέλη). Οι ενδοκρινικές
παράμετροι χρινοποιητική ορμόνη και προγεστερόνη) δε
μεταβλήθηκαν. Η λεβετιρασετάμη σε ημερήσια δόση 2.000 mg δεν
επηρέασε τη φαρμακοκινητική της διγοξίνης και της βαρφαρίνης.
Οι χρόνοι προθρομβίνης δε μεταβλήθηκαν. Συγχορήγηση διγοξίνης,
αντισυλληπτικών από του στόματος και βαρφαρίνης δεν
επηρέασαν τη φαρμακοκινητική της λεβετιρασετάμης.
Αντιόξινα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την επίδραση των αντιοξίνων
στην απορρόφηση της λεβετιρασετάμης.
Καθαρτικά
- 8 -
Υπήρξαν μεμονωμένες αναφορές μειωμένης αποτελεσματικότητα
της λεβετιρασετάμης όταν το οσμωτικώς δρων καθαρτικό
πολυαιθυλενογλυκόλη συγχορηγείθηκε με από του στόματος
λεβετιρασετάμη. Για αυτό το λόγο, η πολυαιθυλενογλυκόλη δεν θα
πρέπει να λαμβάνεται από το στόμα για μία ώρα πριν και μία ώρα
μετά τη λήψη της λεβετιρασετάμης.
Τροφή και οινόπνευμα
Ο βαθμός απορρόφησης της λεβετιρασετάμης δεν αλλοιώνεται από
τη λήψη τροφής , αλλά ο ρυθμός απορρόφησης ελαφρώς
ελαττώνεται.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για αλληλεπίδραση της
λεβετιρασετάμης με το οινόπνευμα.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεδομένα, μετά από την κυκλοφορία σκευασμάτων
λεβετιρασετάμης, προερχόμενα από αρκετά προοπτικά μητρώα
εγκυμοσύνης έχουν τεκμηριώσει αποτελέσματα σε πάνω από 1000
γυναίκες που έχουν εκτεθεί σε μονοθεραπεία με λεβετιρασετάμη
κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης. Σε γενικές
γραμμές, αυτά τα δεδομένα δεν υποδηλώνουν σημαντική αύξηση
του κινδύνου μείζονων συγγενών ανωμαλιών της ανάπτυξης,
παρότι ο κίνδυνος τερατογένεσης δεν μπορεί να αποκλειστεί
τελείως. Η θεραπεία με πολλαπλά αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά
προϊόντα συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο συγγενών ανωμαλιών
από ότι η μονοθεραπεία και για αυτό το λόγο σε τέτοιες
περιπτώσεις η μονοθεραπεία πρέπει να προτιμάται. Μελέτες σε
ζώα έχουν δείξει αναπαραγωγική τοξικότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Όπως και με άλλα αντιεπιληπτικά φαρμακευτικά προϊόντα, οι
αλλαγές στη φυσιολογία, κατά τον τοκετό, ενδέχεται να
- 9 -
επηρεάσουν τη συγκέντρωση της λεβετιρασετάμης. Έχει
παρατηρηθεί μείωση της
συγκέντρωσης λεβετιρασετάμης στο πλάσμα κατά τον τοκετό. Η
μείωση αυτή είναι πιο έντονη το πρώτο τρίμηνο (μέχρι το 60% της
βασικής προ τοκετού συγκέντρωσης). Θα πρέπει να εξασφαλιστεί η
κατάλληλη κλινική αντιμετώπιση της εγκύου η οποία βρίσκεται υπό
θεραπεία με λεβετιρασετάμη. Η διακοπή της αντιεπιληπτικής
αγωγής μπορεί να προκαλέσει έξαρση της νόσου, η οποία
ενδέχεται να βλάψει τη μητέρα και το έμβρυο.
Θηλασμός
Η λεβετιρασετάμη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Επομένως ο
θηλασμός δε συνιστάται.
Ωστόσο, εάν χρειαστεί θεραπεία με λεβετιρασετάμη κατά τη
διάρκεια του θηλασμού, ο λόγος οφέλους/κινδύνου της θεραπείας
θα πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα την ανάγκη του θηλασμού.
Γονιμότητα
Σε μελέτες σε ζώα, δεν έχει ανιχνευθεί επίδραση στη γονιμότητα
(βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν υπάρχουν διαθέσιμα κλινικά δεδομένα,
ο δυνητικός κίνδυνος για τον άνθρωπο δεν είναι γνωστός.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες με λεβετιρασετάμη σχετικά με
τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Λόγω ενδεχόμενης διαφορετικής από ατόμου σε άτομο
ευαισθησίας, ορισμένοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν ειδικά στην
αρχή της θεραπείας ή έπειτα από αύξηση της δόσης, υπνηλία ή
άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με το κεντρικό νευρικό
σύστημα. Επομένως συνιστάται προσοχή στους ασθενείς όταν
εκτελούν εργασία που απαιτεί δεξιότητες, π.χ. οδήγηση οχημάτων
ή χειρισμός μηχανημάτων. Συνιστάται στους ασθενείς να μην
- 10 -
οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανές έως ότου επιβεβαιωθεί ότι η
ικανότητά τους να πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες δεν
επηρεάζεται.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών που παρατίθεται
κατωτέρω βασίζεται στην ανάλυση συγκεντρωτικών ελεγχόμενων
με εικονικό φάρμακο κλινικών δοκιμών με όλες τις ενδείξεις που
μελετήθηκαν, με συνολικά 3.416 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
λεβετιρασετάμη. Αυτά τα δεδομένα συμπληρώθηκαν με τη χρήση
της λεβετιρασετάμης σε αντίστοιχες ανοικτές μελέτες επέκτασης
(open label extension studies), καθώς και την εμπειρία μετά την
κυκλοφορία προϊόντων λεβετιρασετάμης. Η πιο συχνά
αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ρινοφαρυγγίτιδα,
υπνηλία, κεφαλαλγία, κόπωση και ζάλη. Το προφίλ ασφάλειας της
λεβετιρασετάμης είναι γενικά παρόμοιο μεταξύ των ηλικιακών
ομάδων (ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς) και σε όλες τις
εγκεκριμένες ενδείξεις επιληψίας.
Συγκεντρωτική λίστα ανεπιθύμητων αντιδράσεων
Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρθηκαν σε κλινικές
μελέτες (επί ενηλίκων, εφήβων, παιδιών και βρεφών ηλικίας > 1
μηνός) ταξινομούνται στον κάτωθι πίνακα, ανά
Κατηγορία/Οργανικό σύστημα και ανά συχνότητα. Για τις κλινικές
μελέτες, η συχνότητα ορίζεται ως εξής: πολύ συχνές (≥1/10),
συχνές(≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000) έως <1/100),
σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), όχι
γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα στοιχεία).
Κατηγορία/Οργανικό
Σύστημα (SOC)
Κατηγορία Συχνότητας
Πολύ συχνές
Συχνέ
ς
Όχι συχνές Σπάνιες
- 11 -
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Ρινοφαρυγγίτιδ
α
Λοίμωξη
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού
συστήματος
Θρομβοπενία
,
λευκοπενία
Πανκυτταροπενία,
ουδετεροπενία,
ακοκκιοκυτταραιμία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αντίδραση στο
φάρμακο με ηωσινοφιλία
και συστηματικά
συμπτώματα
- 12 -
Κατηγορία/Οργανικ
ό
Σύστημα (SOC)
Κατηγορία Συχνότητας
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Ανορεξία
Απώλεια βάρους,
αύξηση σωματικού
βάρους
Yπονατριαιμία
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Κατάθλιψη,
εχθρότητα/
επιθετικότητα,
άγχος, αϋπνία,
νευρικότητα/
ευερεθιστότητ
α
Απόπειρα
αυτοκτονίας,
ιδεασμός
αυτοκτονίας,
ψυχωσική
διαταραχή, μη
φυσιολογική
συμπεριφορά,
ψευδαισθήσεις,
θυμός, συγχυτική
κατάσταση,
προσβολή πανικού,
συναισθηματική
αστάθεια /
διακυμάνσεις της
συναισθηματικής
διάθεσης,
διέγερση
Αυτοκτονία,
διαταραχή
προσωπικότητας
, μη
φυσιολογικές
σκέψεις
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Υπνηλία,
κεφαλαλγία
Σπασμοί,
διαταραχή
ισορροπίας,
ζάλη,
λήθαργος,
τρόμος
Αμνησία,
επηρεασμένη
μνήμη, μη
φυσιολογικός
συντονισμός /
αταξία,
παραισθησία,
διαταραχή στην
προσοχή
Χορειοαθέτωση,
δυσκινησία,
υπερκινησία
Οφθαλμικές
διαταραχές
Διπλωπία, θάμβος
όρασης
Διαταραχές του ωτός
και του λαβυρίνθου
Ίλιγγος
- 13 -
Κατηγορία/Οργανικό
Σύστημα (SOC)
Κατηγορία Συχνότητας
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του
μεσοθωρακίου
Βήχας
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Κοιλιακό
άλγος,
διάρροια,
δυσπεψία,
ναυτία,
έμετος
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Μη
φυσιολογικές
τιμές
δοκιμασιών
ηπατικής
λειτουργίας
Ηπατική
ανεπάρκεια,
ηπατίτιδα
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Εξάνθημα
Αλωπεκία,
έκζεμα,
κνησμός
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση,
σύνδρομο Stevens-
Johnson, πολύμορφο
ερύθημα
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Μυϊκή
αδυναμία,
μυαλγία
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Αδυναμία/
κόπωση
Κακώσεις,
δηλητηριάσεις και
επιπλοκές θεραπευτικών
χειρισμών
Κάκωση
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων αντιδράσεων
- 14 -
Ο κίνδυνος πρόκλησης ανορεξίας είναι υψηλότερος όταν η
τοπιραμάτη συγχορηγείται με τη λεβετιρασετάμη.
Σε αρκετές περιπτώσεις αλωπεκίας παρατηρήθηκε αποκατάσταση
της τριχοφυΐας μετά τη διακοπή της λεβετιρασετάμης.
Σε ορισμένα περιστατικά εντοπίσθηκε καταστολή του μυελού των
οστών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Εκατόν ενενήντα (190), συνολικά, ασθενείς ηλικίας από 1 μηνός
έως 4 ετών, υποβλήθηκαν σε θεραπεία με λεβετιρασετάμη, σε
ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο και ανοικτές μελέτες
παράτασης. Εξήντα (60) από τους ασθενείς αυτούς, υποβλήθηκαν
σε θεραπεία με την λεβετιρασετάμη, σε ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο μελέτες. Συνολικά εξακόσιοι σαράντα πέντε (645)
ασθενείς ηλικίας από 4-16 ετών υποβλήθηκαν σε θεραπεία με
λεβετιρασετάμη, σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο και ανοικτές
μελέτες παράτασης ενώ 233 από τους ασθενείς αυτούς
υποβλήθηκαν σε θεραπεία με λεβετιρασετάμη σε ελεγχόμενες με
εικονικό φάρμακο μελέτες. Και στα δύο αυτά ηλικιακά εύρη, τα
δεδομένα αυτά συμπληρώνονται από την εμπειρία με τη χρήση της
λεβετιρασετάμης μετά την κυκλοφορία στην αγορά.
Γενικά, το προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών της λεβετιρασετάμης
είναι παρόμοιο ανεξάρτητα από την ηλικιακή ομάδα και
ανεξάρτητα από την εγκεκριμένη ένδειξη επιληψίας. Τα
αποτελέσματα ασφαλείας ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο
κλινικών μελετών σε παιδιατρικούς ασθενείς συνάδουν με το
προφίλ ασφαλείας της λεβετιρασετάμης σε ενήλικες, εκτός από τις
αντιδράσεις συμπεριφοράς και τις ψυχιατρικές ανεπιθύμητες
αντιδράσεις, οι οποίες ήταν συχνότερες σε παιδιά απ΄ ότι σε
ενήλικες. Έμετος (πολύ συχνός, 11,2%), διέγερση (συχνή, 3,4%),
διακυμάνσεις της συναισθηματικής διάθεσης (συχνές, 2,1%),
- 15 -
αστάθεια συναισθήματος (συχνή, 1,7%), επιθετικότητα (συχνή,
8,2%), μη φυσιολογική συμπεριφορά (συχνή, 5,6%), και λήθαργος
(συχνός, 3,9%) αναφέρθηκαν συχνότερα σε παιδιά και εφήβους
ηλικίας 4 έως 16 ετών, σε σύγκριση με τους ασθενείς άλλης
ηλικίας ή σε σύγκριση με το συνολικό προφίλ ασφαλείας.
Ευερεθιστότητα (πολύ συχνή, 11,7%) και μη φυσιολογικός
συντονισμός (συχνός, 3,3%) αναφέρθηκαν συχνότερα στα βρέφη
και στα παιδιά ηλικίας από 1 μηνός έως κάτω των 4 ετών, σε
σύγκριση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες ή σε σύγκριση με το
συνολικό προφίλ ασφαλείας.
Μια διπλή τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη
ασφαλείας σε παιδιατρικούς ασθενείς με σχεδιασμό για την
απόδειξη μη κατωτερότητας, αξιολόγησε τις δράσεις της
λεβετιρασετάμης στη γνωσιακή και νευροψυχολογικές λειτουργίες,
σε παιδιά ηλικίας 4 έως 16 ετών με επιληπτικές κρίσεις εστιακής
έναρξης. Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι η λεβετιρασετάμη
δε διέφερε (δεν υστερούσε) έναντι του εικονικού φαρμάκου στη
μεταβολή από την έναρξη στη βαθμολογία των Παραμέτρων
Προσοχής και Μνήμης, και στη δοκιμασία εκτίμησης της μνήμης
(Memory Screen Composite), στον πληθυσμό που παρακολουθήθηκε
σύμφωνα με το πρωτόκολλο (per protocol population). Τα
αποτελέσματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά και τη
συναισθηματική λειτουργία έδειξαν επιδείνωση στους ασθενείς που
υποβάλλονταν σε θεραπεία με λεβετιρασετάμη στην παράμετρο
της επιθετικής συμπεριφοράς που μετρήθηκε με τυποποιημένο και
συστηματικό τρόπο με χρήση έγκυρου εργαλείου (CBCL
Achenbach Child Behavior Checklist, Κατάλογος Ελέγχου Παιδικής
Συμπεριφοράς Achenbach). Εντούτοις, οι ασθενείς, που πήραν
λεβετιρασετάμη σε μακροχρόνια ανοικτή μελέτη παρακολούθησης,
δεν παρουσίασαν επιδείνωση, κατά μέσο όρο, στη συμπεριφορά
τους και στη συναισθηματική τους λειτουργία. Συγκεκριμένα δεν
- 16 -
επιδεινώθηκαν οι παράμετροι επιθετικής συμπεριφοράς σε
σύγκριση με την έναρξη.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
απευθείας στον Εθνικό Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284,
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: +
30 21 06549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9. Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας με λεβετιρασετάμη
παρατηρήθηκαν υπνηλία, διέγερση, επιθετικότητα, καταστολή του
επιπέδου συνείδησης, καταστολή της αναπνοής και κώμα.
Αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας
Μετά από οξεία υπερδοσολογία, ο στόμαχος πρέπει να κενωθεί με
πλύση ή πρόκληση εμετού. Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για τη
λεβετιρασετάμη. Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας είναι
συμπτωματική και μπορεί να περιλαμβάνει αιμοδιύληση. Η
αποτελεσματικότητα της εκχύλισης με αιμοκάθαρση (τεχνητού
νεφρού) στην απομάκρυνση της λεβετιρασετάμης είναι 60 % και
74 % για τον κύριο μεταβολίτη.
- 17 -
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιεπιληπτικά φάρμακα,
Κωδικός
ATC
: N03AX14
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Το δραστικό συστατικό λεβετιρασετάμη, είναι ένα παράγωγο
πυρρολιδόνης (S-enantiomer of α-ethyl-2-οxο-1-pyrrolidine
acetamide), το οποίο δεν παρουσιάζει χημική συγγένεια με τις
υπάρχουσες αντιεπιληπτικές δραστικές ουσίες.
Μηχανισμός δράσης
Ο μηχανισμός δράσης της λεβετιρασετάμης δεν έχει διευκρινιστεί
πλήρως, αλλά φαίνεται να είναι διαφορετικός από τους
μηχανισμούς των γνωστών αντιεπιληπτικών φαρμάκων. In vitro και
in vivo μελέτες υποδηλώνουν ότι η λεβετιρασετάμη δεν
μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά των κυττάρων και την
φυσιολογική λειτουργία της νευροδιαβίβασης.
In vitro μελέτες δείχνουν ότι η λεβετιρασετάμη επηρεάζει τα
επίπεδα του ενδονευρωνικού Ca
2+
με μερική αναστολή της ροής
ιόντων Ca
2+
N-τύπου και μειώνοντας την απελευθέρωση του Ca
2+
από τις ενδονευρωνικές αποθήκες. Επιπλέον, έχει δειχθεί σε
μελέτες in vitro ότι η λεβετιρασετάμη αναστρέφει μερικώς την
ελάττωση της ροής των ιόντων διευκολυνόμενης από τους
υποδοχείς GABA και γλυκίνης, ελάττωση η οποία προκαλείται από
το ψευδάργυρο και τις β-καρμπολίνες. Επιπλέον, η λεβετιρασετάμη
έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται σε ειδική θέση δέσμευσης στον
εγκεφαλικό ιστό των τρωκτικών. Αυτή η θέση δέσμευσης η οποία
είναι η πρωτεΐνη των συναπτικών κυστιδίων, πιστεύεται ότι
συμμετέχει στην σύντηξη κυστιδίων και την εξωκύττωση του
νευροδιαβιβαστή. Η λεβετιρασετάμη και τα συγγενή ανάλογά του
επιδεικνύουν μια κλιμακωτή συγγένεια δέσμευσης στην πρωτεΐνη
- 18 -
2Α του συναπτικού κυστιδίου, η οποία συσχετίζεται με την ισχύ της
αντιεπιληπτικής προστασίας που αποδείχθηκε ότι παρέχουν σε
ηχογενή μοντέλα επιληψίας σε ποντικούς. Το εύρημα αυτό
υποδηλώνει ότι η αλληλεπίδραση της λεβετιρασετάμης και της
πρωτεΐνης του συναπτικού κυστιδίου συμβάλλει στον
αντιεπιληπτικό μηχανισμό δράσης του φαρμακευτικού προϊόντος.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Η λεβετιρασετάμη παρέχει προστασία κατά των σπασμών σε ευρύ
φάσμα μοντέλων πειραματόζωων της εστιακής και της
πρωτογενώς γενικευμένης επιληψίας χωρίς να έχει προσπασμωδική
ενέργεια. Ο πρωτογενής μεταβολίτης είναι αδρανής.
Στον άνθρωπο, το ευρύ φάσμα των φαρμακολογικών ιδιοτήτων της
λεβετιρασετάμης έχει επιβεβαιωθεί με δράση σε καταστάσεις τόσο
εστιακής όσο και γενικευμένης επιληψίας (επιληπτοειδής
εκφόρτιση/φωτοπαροξυσμική ανταπόκριση).
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Συμπληρωματική αγωγή στη θεραπεία των εστιακών επιληπτικών
κρίσεων με ή χωρίς δευτερογενή γενίκευση σε ενήλικες, εφήβους,
παιδιά και βρέφη από την ηλικία του 1 μηνός με επιληψία.
Στους ενήλικες, η αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης έχει
αποδειχθεί σε 3 διπλές-τυφλές μελέτες, ελεγχόμενες με εικονικό
φάρμακο, στις οποίες 1.000 mg, 2.000 mg ή 3.000 mg / ημέρα,
χορηγήθηκαν σε 2 ίσες δόσεις, με διάρκεια θεραπείας μέχρι 18
εβδομάδες. Σε μια συνολική ανάλυση των δεδομένων, το ποσοστό
των ασθενών στους οποίους επετεύχθη 50% ή μεγαλύτερη μείωση
στην εβδομαδιαία συχνότητα των κρίσεων εστιακής έναρξης σε
σταθερή δόση (12/14 εβδομάδες), σε σχέση με την αρχική περίοδο,
ήταν 27,7%, 31,6% και 41,3% αντίστοιχα για τους ασθενείς σε
δόση 1000, 2000 ή 3000 mg λεβετιρασετάμη και 12,6% για
ασθενείς σε εικονικό φάρμακο.
- 19 -
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε παιδιατρικούς ασθενείς (ηλικίας 4-16 ετών), η
αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης έχει τεκμηριωθεί σε
μια διπλή τυφλή, ελεγχόμενη μελέτη έναντι εικονικού φαρμάκου με
τη συμμετοχή 198 ασθενών και με διάρκεια θεραπείας 14
εβδομάδων. Στη μελέτη αυτή, οι ασθενείς έλαβαν λεβετιρασετάμη
σε σταθερή δόση των 60 mg/kg/ημέρα (με χορήγηση δύο ισόποσων
δόσεων). Το44,6% των ασθενών που έλαβαν λεβετιρασετάμη και
το 19,6% των ασθενών στην ομάδα εικονικού φαρμάκου είχαν 50%
ή μεγαλύτερη μείωση στην εβδομαδιαία συχνότητα των κρίσεων
εστιακής έναρξής, σε σύγκριση με την αρχική περίοδο. Με συνεχή
μακρόχρονη θεραπεία το 11,4% των ασθενών παρουσίασαν πλήρη
απαλλαγή των κρίσεων για τουλάχιστον 6 μήνες και το 7,2% για
τουλάχιστον ένα χρόνο.
Μονοθεραπεία στην αντιμετώπιση των κρίσεων εστιακής έναρξης
με ή χωρίς δευτερογενή γενίκευση σε ασθενείς ηλικίας από 16
ετών με νεοδιαγνωσθείσα επιληψία.
Η αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης ως μονοθεραπεία
τεκμηριώθηκε σε μια διπλή-τυφλή, παράλληλων ομάδων, με
σχεδιασμό non-inferiority σε σύγκριση με καρβαμαζεπίνη
ελεγχόμενης αποδέσμευσης (CR) σε 576 ασθενείς ηλικίας 16 ετών
ή άνω με νεοδιαγνωθείσα ή πρόσφατα διαγνωσθείσα επιληψία. Οι
ασθενείς παρουσίασαν αυτόκλητες εστιακές επιληπτικές κρίσεις ή
γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις μόνο. Οι ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν καρβαμαζεπίνη CR 400 1.200 mg /
ημέρα ή λεβετιρασετάμη 1.000 3.000 mg / ημέρα, η διάρκεια της
θεραπείας ήταν έως 121 εβδομάδες ανάλογα με την ανταπόκριση.
Πλήρης έλεγχος των κρίσεων για 6 μήνες επετεύχθη στο 73,0%
των ασθενών που έλαβαν λεβετιρασετάμη και στο 72,8% των
- 20 -
ασθενών που έλαβαν καρβαμαζεπίνη CR. Η προσαρμοσμένη
απόλυτη διαφορά μεταξύ των δύο θεραπειών ήταν 0,2% (95% CI:-
7.8 8.2). Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς παρέμειναν
ελεύθεροι κρίσεων για 12 μήνες (το 56,6% και το 58,5% των
ασθενών που έλαβαν λεβετιρασετάμη και καρβαμαζεπίνη
αντίστοιχα).
Σε μία μελέτη που αντικατοπτρίζει την κλινική πρακτική, τα
συγχορηγούμενα αντιεπιληπτικά φάρμακα ήταν δυνατόν να
αποσυρθούν σε ένα περιορισμένο αριθμό ασθενών που
ανταποκρίθηκαν στη λεβετιρασετάμη χορηγούμενο ως
συμπληρωματική θεραπεία (36 ενήλικες ασθενείς από σύνολο 69
ασθενών).
Συμπληρωματική αγωγή στη θεραπεία των μυοκλονικών κρίσεων
σε ενήλικες και εφήβους από 12 ετών με Νεανική Μυοκλονική
Επιληψία.
Η αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης τεκμηριώθηκε σε μια
διπλή τυφλή ελεγχόμενη μελέτη έναντι εικονικού φαρμάκου,
διαρκείας 16 εβδομάδων, σε ασθενείς ηλικίας από 12 ετών και
άνω, που υπέφεραν από Ιδιοπαθή Γενικευμένη Επιληψία με
μυοκλονικές κρίσεις ως απόρροια διαφορετικών συνδρόμων. Η
πλειοψηφία των ασθενών είχαν διαγνωσθεί με νεανική μυοκλονική
επιληψία.
Σε αυτή τη μελέτη η λεβετιρασετάμη χορηγήθηκε σε δόση 3000
mg την ημέρα σε δύο διηρημένες ισόποσες δόσεις. Το 58,3% των
ασθενών που έλαβαν λεβετιρασετάμη και το 23,3% των ασθενών
που έλαβαν εικονικό
φάρμακο είχαν τουλάχιστον 50% μείωση των ημερών ανά
εβδομάδα με μυοκλονικές κρίσεις. Με συνεχή μακρόχρονη
θεραπεία, το 28,6% των ασθενών παρέμειναν ελεύθεροι
- 21 -
μυοκλονικών κρίσεων για τουλάχιστον 6 μήνες και το 21,0% των
ασθενών παρέμειναν ελεύθεροι μυοκλονικών κρίσεων για
τουλάχιστον 1 χρόνο.
Συμπληρωματική αγωγή στη θεραπεία των πρωτοπαθών
γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων σε ενήλικες και εφήβους
από 12 ετών με Ιδιοπαθή Γενικευμένη Επιληψία.
Η αποτελεσματικότητα της λεβετιρασετάμης τεκμηριώθηκε σε μια
μελέτη διπλή τυφλή ελεγχόμενη, έναντι εικονικού φαρμάκου,
διαρκείας 24 εβδομάδων, στην οποία συμμετείχαν ενήλικες, έφηβοι
και ένας
περιορισμένος αριθμός παιδιατρικών ασθενών που υπέφεραν από
Ιδιοπαθή Γενικευμένη Επιληψία με πρωτοπαθείς γενικευμένες
τονικοκλονικές κρίσεις (PGTC) απόρροια διαφορετικών συνδρόμων
(νεανική μυοκλονική επιληψία, νεανική επιληψία με αφαιρέσεις,
αφαιρέσεις της παιδικής ηλικίας ή επιληψία με κρίσεις grand mal
στην αφύπνιση).
Σε αυτή τη μελέτη η δόση της λεβετιρασετάμης ήταν 3000 mg ανά
ημέρα για ενήλικες και εφήβους ή 60 mg/kg ανά ημέρα για παιδιά
χορηγούμενη σε δύο διηρημένες δόσεις.
Το 72,2% των ασθενών που έλαβαν λεβετιρασετάμη και το 45,2%
των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο είχαν 50% ή
μεγαλύτερη μείωση στη συχνότητα των πρωτοπαθώς
γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων ανά εβδομάδα.
Με συνεχή μακρόχρονη θεραπεία το 47,4% των ασθενών
παρέμειναν ελεύθεροι τονικοκλονικών κρίσεων για τουλάχιστον 6
μήνες και το 31,5% των ασθενών παρέμειναν για τουλάχιστον 1
χρόνο.
- 22 -
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η λεβετιρασετάμη είναι ουσία πολύ ευδιάλυτη και διαπερατή. Το
φαρμακοκινητικό προφίλ είναι γραμμικό με χαμηλή ενδο- και δι-
ατομική διακύμανση. Δεν υπάρχει μεταβολή στην κάθαρση μετά
από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Δεν υπάρχουν τεκμήρια για
διακύμανση που να σχετίζεται με το φύλο, τη φυλή ή τον
κιρκαδιανό ρυθμό. Το φαρμακοκινητικό προφίλ είναι συγκρίσιμο
μεταξύ υγιών εθελοντών και ασθενών με επιληψία.
Λόγω της πλήρους και γραμμικής απορρόφησης της
λεβετιρασετάμης, τα επίπεδα στο πλάσμα μπορεί να προβλεφθούν
με βάση την από του στόματος δόση, εκφραζόμενη σε mg/kg
σωματικού βάρους. Γι’ αυτό δεν απαιτείται παρακολούθηση των
επιπέδων της λεβετιρασετάμης στο πλάσμα.
Έχει διαπιστωθεί σημαντικός συσχετισμός μεταξύ συγκεντρώσεων
του φαρμάκου στον σίαλο και το πλάσμα ενηλίκων και παιδιών (ο
λόγος συγκέντρωσης στον σίαλο / συγκέντρωσης στο πλάσμα
κυμαίνεται από 1 μέχρι 1,7 για τα δισκία και 4 ώρες έπειτα από τη
λήψη μιας δόσης για το πόσιμο διάλυμα).
Ενήλικες και έφηβοι
Απορρόφηση
Χορηγούμενη από το στόμα η λεβετιρασετάμη απορροφάται
γρήγορα. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα σε χορήγηση από το στόμα
πλησιάζει το 100%.
Ανώτατες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (Cmax) επιτυγχάνονται 1,3
ώρες μετά τη λήψη. Σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται
έπειτα από 2 ημέρες χορήγησης με δοσολογικό σχήμα δύο φορές
την ημέρα.
- 23 -
Οι ανώτατες συγκεντρώσεις (Cmax) είναι τυπικώς 31 και 43 µg/ml
έπειτα από εφάπαξ δόση 1.000 mg και επανειλημμένες δόσεις
1.000 mg δύο φορές την ημέρα, αντιστοίχως.
Ο βαθμός απορρόφησης είναι ανεξάρτητος από τη δόση και δεν
επηρεάζεται από την τροφή.
Κατανομή
Δεν υπάρχουν δεδομένα κατανομής στους ιστούς του ανθρώπου.
Τόσο η λεβετιρασετάμη όσο και ο κύριος μεταβολίτης της δεν
συνδέονται σε σημαντικό βαθμό τις πρωτεΐνες του πλάσματος
(<10%). Ο όγκος κατανομής της λεβετιρασετάμης είναι περίπου
0,5 με 0,7 l/
k
g, τιμή η οποία προσεγγίζει εκείνη του ολικού όγκου
ύδατος του σώματος.
Βιομετασχηματισμός
Η λεβετιρασετάμη δεν μεταβολίζεται εκτενώς στους ανθρώπους. Η
κύρια μεταβολική οδός (24% της δόσης) είναι η ενζυμική υδρόλυση
της ομάδας του ακεταμιδίου. Η παραγωγή του κύριου μεταβολίτη
ucb L057 δεν πραγματοποιείται στις ισομορφές του κυτοχρώματος
Ρ450 του ήπατος. Η υδρόλυση της ομάδας του ακεταμιδίου ήταν
μετρήσιμη σε πολλούς ιστούς, συμπεριλαμβανομένων και των
κυττάρων του αίματος. Ο μεταβολίτης ucb L057 είναι
φαρμακολογικά αδρανής.
Δύο ελάσσονος σημασίας μεταβολίτες εντοπίστηκαν επίσης. Ο
ένας προερχόταν από την υδροξυλίωση του πυρρολιδονικού
δακτυλίου (1,6% της δόσης) και ο άλλος από το άνοιγμα του
πυρρολιδονικού δακτυλίου (0,9% της δόσης).
Άλλα μη ταυτοποιηθέντα συστατικά αντιπροσώπευαν μόνο το 0,6%
της δόσης.
Καμία αλληλομετατροπή εναντιομερούς δεν αποδείχθηκε in vivo
για τη λεβετιρασετάμη ή για τον κύριο μεταβολίτη της.
In vitro τόσο η λεβετιρασετάμη όσο και ο κύριος μεταβολίτης της
έδειξαν ότι δεν αναστέλλουν τη δράση των ισομορφών (CYP3A4,
2A6, 2C9, 2C19, 2D6, 2E1 και 1A2) του κυτοχρώματος Ρ450, της
- 24 -
γλυκουρονικής τρανσφεράσης (UGT1A1 και UGT1A6) και των
εποξειδικών υδροξυλασών. Επιπλέον η λεβετιρασετάμη δεν επιδρά
στην in vitro γλυκουρονιδίωση του βαλπροϊκού οξέος.
Σε καλλιέργεια ανθρωπίνων ηπατοκυττάρων, η λεβετιρασετάμη
είχε ελάχιστη ή καμία επίδραση στα CYP1A2, SULT1E1 ή UGT1A1. η
λεβετιρασετάμη προκάλεσε ήπια επαγωγή των CYP2B6 και CYP3A4.
Τα in vitro και in vivo δεδομένα αλληλεπίδρασης με από του
στόματος αντισυλληπτικά, διγοξίνη και βαρφαρίνη δείχνουν ότι
δεν αναμένεται σημαντική επαγωγή ενζύμων in vivo. Ως εκ τούτου,
η αλληλεπίδραση της λεβετιρασετάμης με άλλες ουσίες ή το
αντίστροφο, είναι απίθανη.
Αποβολή
Ο χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα σε ενηλίκες ήταν 7 ± 1 ώρες
και δεν διέφερε ανάλογα με τη δόση, την οδό χορήγησης ή την
επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Η μέση κάθαρση ήταν 0,96
ml/min/kg.
Η κύρια οδός απέκκρισης ήταν μέσω των ούρων, και
αντιπροσώπευε κατά μέσον όρον το 95% της δόσης (περίπου το
93% της δόσης αποβλήθηκε μέσα σε 48 ώρες). Απέκκριση μέσω
των κοπράνων αντιπροσώπευε μόλις το 0,3% της δόσης.
Η κυρία οδός απέκκρισης ήταν μέσω των ούρων, και
αντιπροσώπευε κατά μέσον όρον το 95 % της δόσης (περίπου το 93
% της δόσης απομακρύνθηκε μέσα σε 48 ώρες). Η απέκκριση μέσω
των κοπράνων
αντιπροσώπευε μόλις το 0,3 % της δόσης.
Η αθροιστική απέκκριση της λεβετιρασετάμης και του
πρωτογενούς μεταβολίτη του στα ούρα τις πρώτες 48 ώρες
αντιπροσώπευαν αντιστοίχως το 66 % και το 24 % της δόσης.
H νεφρική κάθαρση της λεβετιρασετάμης και του ucb L057 είναι
αντιστοίχως 0,6 και 4,2 ml/min/kg, υποδηλώνοντας ότι η
λεβετιρασετάμη απεκκρίνεται με σπειραματική διήθηση και
συνακόλουθη σωληναριακή επαναπορρόφηση, και ότι ο κύριος
- 25 -
μεταβολίτης αποβάλλεται επίσης με ενεργητική σωληναριακή
απέκκριση επιπροσθέτως της σπειραματικής διήθησης. Η
απομάκρυνση της λεβετιρασετάμης συσχετίζεται με την κάθαρση
κρεατινίνης.
Ηλικιωμένοι
Στους ηλικιωμένους η ημι-περίοδος ζωής αυξάνεται κατά περίπου
40% (10 έως 11 ώρες). Αυτό σχετίζεται με τη μείωση της νεφρικής
λειτουργίας σε αυτόν τον πληθυσμό (βλέπε παράγραφο 4.2).
Νεφρική ανεπάρκεια
Η φαινομενή κάθαρση τόσο της λεβετιρασετάμης όσο και του
κύριου μεταβολίτη της συσχετίζεται με την κάθαρση της
κρεατινίνης. Επομένως, συνιστάται να προσαρμογή της ημερήσιας
δόσης συντήρησης του
ESSION
ESSION
, με βάση την κάθαρση κρεατινίνης
σε ασθενείς με μέτρια και σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε
παράγραφο 4.2).
Σε ενήλικους ασθενείς στο τελικό στάδιο νεφροπάθειας με ανουρία
η ημιπερίοδος ζωής ήταν αντιστοίχως 25 και 3,1 ώρες στην
περίοδο μεταξύ συνεδριών αιμοδιύλησης και κατά τη διάρκεια της
συνεδρίας.
Το κλάσμα λεβετιρασετάμη που αφαιρέθηκε στη διάρκεια μιας
τυπικής 4ωρης συνεδρίας αιμοδιύλησης ήταν 51 %.
Ηπατική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με ήπια και μέτριου βαθμού ηπατική ανεπάρκεια, δεν
υπήρξε σημαντική μεταβολή της κάθαρσης λεβετιρασετάμης. Στα
περισσότερα άτομα με βαριά ηπατική ανεπάρκεια, η κάθαρση της
λεβετιρασετάμης ελαττώθηκε κατά >50 % λόγω συνυπάρχουσας
νεφρικής ανεπάρκειας (βλέπε παράγραφο 4.2).
5.3. Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια
- 26 -
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για
τον άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής
ασφάλειας, γονοτοξικότητας και καρκινογόνου δράσης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν παρατηρήθηκαν σε κλινικές
μελέτες, αλλά εμφανίστηκαν στον αρουραίο και σε μικρότερο
βαθμό στο ποντίκι, σε επίπεδα έκθεσης παρόμοια με τα επίπεδα
έκθεσης στον άνθρωπο και με ενδεχόμενη σημασία για την κλινική
χρήση, ήταν ηπατικές μεταβολές που δείχνουν μία απόκριση
προσαρμογής του οργάνου όπως αυξημένο βάρος και
κεντρολοβιώδης υπερτροφία, λιπώδης διήθηση και αυξημένα
ηπατικά ένζυμα στο πλάσμα.
Όταν στους γονείς και τη γενιά F1 αρουραίων χορηγήθηκαν δόσεις
μέχρι 1800 mg/kg/ημέρα (6πλάσιο της Ανώτατης Συνιστώμενης
Δόσης για τον Άνθρωπο με την έκθεση εκφρασμένη ως mg/m2) δεν
παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στην γονιμότητα και την
αναπαραγωγική ικανότητα.
Δύο μελέτες ανάπτυξης εμβρύων κυημάτων (embryo-fetal
development, EFD) διεξήχθησαν σε αρουραίους με δόσεις 400,
1200 και 3600 mg/kg/ημέρα. Στη δόση των 3600 mg/kg/ημέρα, σε
μία μόνο από τις 2 μελέτες EFD παρατηρήθηκε ελαφρά μείωση στο
βάρος του εμβρύου, που συσχετιζόταν με οριακή αύξηση στις
σκελετικές διακυμάνσεις / ήπιες ανωμαλίες. Δεν παρατηρήθηκε
επίδραση στη θνησιμότητα του εμβρύου και δεν παρατηρήθηκε
αυξημένη συχνότητα εμφάνισης δυσμορφιών. Το επίπεδο NOAEL
(No Observed Adverse Effect Level, Επίπεδο ΄Όπου Δεν
Παρατηρείται Ανεπιθύμητη Ενέργεια) ήταν 3600 mg/kg/ημέρα για
τους κυοφορούντες θηλυκούς αρουραίους (12πλάσιο της ανώτατης
συνιστώμενης δόσης για τον ανθρωπο σε mg/m
2
) και 1200
mg/kg/ημέρα για τα έμβρυα.
Τέσσερις μελέτες ανάπτυξης του εμβρύου κυήματος διεξήχθησαν
σε κουνέλια, καλύπτοντας δόσεις 200, 600, 800, 1200 και 1800
mg/kg/ημέρα. Το δοσολογικό επίπεδο των 1800 mg/kg/ημέρα
- 27 -
οδήγησε σε έντονη τοξικότητα στη μητέρα και μείωση του βάρους
του εμβρύου, που συσχετιζόταν με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης
εμβρύων με καρδιαγγειακές / σκελετικές ανωμαλίες. Η NOAEL (No
Observed Adverse Effect Level, Επίπεδο Όπου Δεν Παρατηρείται
Ανεπιθύμητη Ενέργεια) ήταν <200 mg/kg/ημέρα για τη μητέρα και
200 mg/kg/ημέρα για τα έμβρυα (που ισούται με την ανώτατη
συνιστώμενη δόση για τον άνθρωπο σε mg/m
2
).
Διεξήχθη μελέτη περι- και μετα-γεννετικής ανάπτυξης σε
αρουραίους με δόσεις λεβετιρασετάμης 70, 350 and 1800
mg/kg/ημέρα. Η NOAEL (No Observed Adverse Effect Level, Επίπεδο
Όπου Δεν Παρατηρείται Ανεπιθύμητη Ενέργεια) ήταν 1800
mg/kg/ημέρα για τα F0 θηλυκά, και για την επιβίωση, την αύξηση
και ανάπτυξη του F1 απογόνου μέχρι τον απογαλακτισμό. (6πλάσιο
της ανώτατης συνιστώμενης δόσης για τον άνθρωπο σε mg/m
2
).
Μελέτες σε νεογέννητους και νεαρούς αρουραίους και σκύλους
έδειξαν ότι δε διαπιστώθηκαν δυσμενείς επιπτώσεις του φαρμάκου
σε κανένα από τα τυποποιημένα τελικά σημεία σε μελέτες
ανάπτυξης και ωρίμανσης, σε δόσεις μέχρι 1800 mg/kg/ημέρα (6
-17πλάσιο της ανώτατης συνιστώμενης δόσης για τον άνθρωπο σε
mg/m
2
).
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Citric acid
Sorbitol
Polyethylene glycol 6000
Sodium saccharine
Lemon flavour
- 28 -
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν έχει αναφερθεί κάποια γνωστή ασυμβατότητα.
6.3. Διάρκεια ζωής
2 (δύο) χρόνια.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείται σε κλειστή συσκευασία. Να μην φυλάσσεται σε
θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 500
mg
/
sachet
Χάρτινο κουτί συσκευασίας το οποίο περιέχει 30 φακελίσκους
των 1,5 g ο καθένας με κοκκία για πόσιμο διάλυμα
συσκευασμένα σε sandwich aluminium foil, polyethylene, surlyn
και χαρτί και ένα Φύλλο Οδηγιών Χρήσης.
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα 1000
mg
/
sachet
Χάρτινο κουτί συσκευασίας το οποίο περιέχει 30 φακελίσκους
των 3 g ο καθένας με κοκκία για πόσιμο διάλυμα συσκευασμένα
σε sandwich aluminium foil, polyethylene, surlyn και χαρτί και
ένα Φύλλο Οδηγιών Χρήσης.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Δεν εφαρμόζεται.
6.7. Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας
UNI-PHARMA ΚΛΕΩΝ ΤΣΕΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ Α.Β.Ε.Ε.
14º Χλμ. Εθνικής Οδού Αθηνών - Λαμίας 1
- 29 -
145 64 Κηφισιά
Τηλ.: 210 8072512
Fax: 210 8078907
7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
- 30 -