Ηπαρίνες χορηγήθηκαν σε περισσότερο από το 90% των ασθενών και ο
σχετικός ρυθμός αιμορραγίας μεταξύ κλοπιδογρέλης και εικονικού
φαρμάκου δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη συγχορήγηση ηπαρίνης. Ο
αριθμός των ασθενών που αξιολογήθηκαν ως προς το πρωτεύον
καταληκτικό σημείο [θάνατος καρδιαγγειακής αιτιολογίας, έμφραγμα του
μυοκαρδίου (ΜΙ), ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο] ήταν 582 (9,3%) στην
ομάδα της κλοπιδογρέλης και 719 (11,4%) στην ομάδα του εικονικού
φαρμάκου, με 20% μείωση του σχετικού κινδύνου (95% CI 10%-28%,
p=0,00009) για την ομάδα της κλοπιδογρέλης (17% σχετική μείωση του
κινδύνου όταν οι ασθενείς ήταν υπό συντηρητική αγωγή, 29% όταν είχαν
υποβληθεί σε επέμβαση διαδερμικής διαυλικής αγγειοπλαστικής
στεφανιαίων (PTCA) με ή χωρίς τοποθέτηση ενδοπρόθεσης (stent) στα
στεφανιαία και 10% όταν είχαν υποβληθεί σε επέμβαση αορτοστεφανιαίας
παράκαμψης (CABG)). Προλήφθηκαν νέα καρδιαγγειακά επεισόδια
(πρωτεύον τελικό σημείο αξιολόγησης), με σχετικές μειώσεις του κινδύνου
της τάξεως του 22% (CI: 8,6, 33,4), 32% (CI: 12,8, 46,4), 4% (CI: -26,9,
26,7), 6% (CI: -33,5, 34,3) και 14% (CI: -31,6, 44,2), κατά τη διάρκεια των
διαστημάτων της μελέτης 0-1, 1-3, 3-6, 6-9 και 9-12 μήνες, αντίστοιχα.
Συνεπώς, μετά τους 3 μήνες αγωγής, το όφελος που παρατηρήθηκε στην
ομάδα κλοπιδογρέλης + ΑΣΟ δεν αυξήθηκε περαιτέρω ενώ ο κίνδυνος
αιμορραγίας παρέμεινε (βλ. παράγραφο 4.4).
Η χρήση της κλοπιδογρέλης στην CURE συσχετίστηκε με μείωση της
ανάγκης για θρομβολυτική αγωγή (RRR= 43,3%, CI: 24,3%, 57%) και
αναστολείς υποδοχέων γλυκοπρωτεΐνης IIb/IIIa (RRR=18,2%, CI: 6,5%,
28,3%). Ο αριθμός των ασθενών που αξιολογήθηκαν ως προς το σύνθετο
πρωτεύον καταληκτικό σημείο [θάνατος καρδιαγγειακής αιτιολογίας,
έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΜΙ), αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή
ανθεκτική ισχαιμία] ήταν 1.035 (16,5%) στην ομάδα της κλοπιδογρέλης
και 1.187 (18,8%) στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, με 14% μείωση του
σχετικού κινδύνου (95% CI 6%- 21%, p=0,0005) για την ομάδα της
κλοπιδογρέλης. Αυτό το όφελος προκύπτει κυρίως από τη στατιστικώς
σημαντική μείωση της συχνότητας εμφάνισης του εμφράγματος του
μυοκαρδίου [287 (4,6%) στην ομάδα της κλοπιδογρέλης και 363 (5,8%)
στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου]. Δεν παρατηρήθηκε επίδραση στη
συχνότητα επανεισαγωγής σε νοσοκομείο για ασταθή στηθάγχη. Τα
αποτελέσματα όπως εκτιμήθηκαν σε πληθυσμούς με διαφορετικά
χαρακτηριστικά (π.χ. ασταθή στηθάγχη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου χωρίς
κύμα Q, χαμηλό έως υψηλό κίνδυνο, ύπαρξη διαβήτη, ανάγκη επέμβασης
επαναγγείωσης, ηλικία, φύλο, κ.λπ.) ήταν σύμφωνα με τα αποτελέσματα
της πρωταρχικής ανάλυσης. Συγκεκριμένα, σε μία
post-hoc
ανάλυση 2.172
ασθενών (17% του συνολικού πληθυσμού ασθενών της μελέτης CURE), οι
οποίοι υποβλήθηκαν σε τοποθέτηση ενδοπρόθεσης (stent) (Stent-CURE), τα
δεδομένα έδειξαν ότι, όταν η κλοπιδογρέλη συγκρίνεται με το εικονικό
φάρμακο, καταδεικνύεται σημαντική μείωση του σχετικού κινδύνου (RRR)
κατά 26,2% στους ασθενείς που ελάμβαναν κλοπιδογρέλη ως προς το
σύνθετο πρωτεύον καταληκτικό σημείο (θάνατος καρδιαγγειακής
αιτιολογίας, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο)