οξύτητας. Τα αυξημένα επίπεδα της CgA ενδέχεται να επηρεάζουν τη
διερεύνηση νευροενδοκρινικών όγκων.
Από τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει ότι η χρήση
αναστολέων πρωτονίων θα πρέπει να διακόπτεται 5 ημέρες έως και 2
εβδομάδες πριν από τις μετρήσεις CgA. Σκοπός της διακοπής είναι να
διευκολυνθεί η επάνοδος τυχόν ψευδός αυξημένων τιμών της CgA μετά
τη θεραπεία με PPI εντός του εύρους των τιμών αναφοράς.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας με ομεπραζόλη, σε
ορισμένους ασθενείς (παιδιά και ενήλικες) έχουν παρατηρηθεί αυξημένες
τιμές στον αριθμό των κυττάρων ECL που πιθανόν σχετίζεται με τα
αυξημένα επίπεδα της γαστρίνης του ορού. Τα ευρήματα δεν θεωρούνται
να είναι κλινικώς σημαντικά.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία μη-ελεγχόμενη μελέτη σε παιδιά (ηλικίας 1 έως 16 ετών) με
σοβαρή οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση, η ομεπραζόλη σε δόσεις από 0,7
έως 1,4 mg/kg βελτίωσε το βαθμό της οισοφαγίτιδας στο 90% των
περιπτώσεων και μείωσε σημαντικά τα συμπτώματα της παλινδρόμησης.
Σε μία μονά- τυφλή μελέτη, σε παιδιά ηλικίας 0-24 μηνών με κλινικά
διαγνωσμένη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση χορηγήθηκαν 0,5, 1,0 ή
1,5 mg ομεπραζόλης/kg. Η συχνότητα των επεισοδίων
εμέτου/παλινδρόμησης μειώθηκαν κατά 50% μετά από 8 εβδομάδες
θεραπείας, ανεξάρτητα από τη δόση.
Εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού από παιδιά
Μία τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή κλινική μελέτη (μελέτη Héliot)
απέδειξε ότι η ομεπραζόλη σε συνδυασμό με δύο αντιβιοτικά
(αμοξικυλλίνη και κλαριθρομυκίνη), ήταν ασφαλής και αποτελεσματική
στη θεραπεία λοιμώξεων από το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού σε παιδιά
ηλικίας από 4 ετών και άνω με γαστρίτιδα: ποσοστό εκρίζωσης του
Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού: 74,2% (23/31 ασθενείς) με ομεπραζόλη
+ αμοξικυλλίνη + κλαριθρομυκίνη έναντι 9,4% (3/32 ασθενείς) με
αμοξικυλλίνη + κλαριθρομυκίνη. Ωστόσο, δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία
κλινικού οφέλους αναφορικά με τα συμπτώματα δυσπεψίας. Αυτή η
μελέτη δεν υποστηρίζει καμία πληροφορία για παιδιά ηλικίας μικρότερης
από 4 ετών.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η ομεπραζόλη και το μετά μαγνησίου άλας της ομεπραζόλης είναι
οξινοευαίσθητες ουσίες και ως εκ τούτου χορηγούνται από του στόματος
ως εντεροδιαλυτά κοκκία σε καψάκια ή δισκία. Η απορρόφηση της
ομεπραζόλης είναι ταχεία, με τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα να
παρατηρούνται κατά προσέγγιση σε 1-2 ώρες μετά τη λήψη της δόσης. Η
απορρόφηση της ομεπραζόλης λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο και
συνήθως ολοκληρώνεται εντός 3-6 ωρών. Η ταυτόχρονη λήψη τροφής δεν
έχει επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα. Η συστηματική διαθεσιμότητα
(βιοδιαθεσιμότητα) από εφάπαξ δόση ομεπραζόλης από του στόματος
είναι περίπου 40%. Μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση μια φορά
ημερησίως, η βιοδιαθεσιμότητα αυξάνεται σε περίπου 60%.
15