τιμής του υγειούς νεαρού πληθυσμού και/ή με σπονδυλικά κατάγματα,
ανεξάρτητα της οστικής πυκνότητας (BMD).
i) Συχνότητα καταγμάτων. Σε μία μελέτη με 7.705 μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με μέση ηλικία των 66 ετών με οστεοπόρωση ή με οστεοπόρωση και
ένα υπαρκτό κάταγμα, η θεραπεία με ραλοξιφαίνη για τρία (3) χρόνια ελάττωσε
την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων σε ποσοστό 47 % (RR 0,53, CI
0,35, 0,79, p< 0,001) και σε ποσοστό 31 % (RR 0,69, CI 0,56, 0,86, p< 0,001)
αντίστοιχα. Σαράντα πέντε (45) γυναίκες με οστεοπόρωση ή 15 γυναίκες με
οστεοπόρωση και υπαρκτό κάταγμα απαιτείται να λαμβάνουν θεραπεία με
ραλοξιφαίνη για τρία (3) έτη, για την πρόληψη ενός ή περισσοτέρων
σπονδυλικών καταγμάτων. Η θεραπεία με ραλοξιφαίνη για τέσσερα (4) έτη
ελάττωσε την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων σε ποσοστό 46% (RR
0,54, CI 0,38, 0,75) και σε ποσοστό 32% (RR 0,68, CI 0,56, 0,83) σε ασθενείς με
οστεοπόρωση ή με οστεοπόρωση και υπαρκτό κάταγμα, αντίστοιχα. Στο 4
ο
έτος
της μελέτης μόνο, η θεραπεία με ραλοξιφαίνη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης
νέου σπονδυλικού κατάγματος κατά 39% (RR 0,61, CI 0,43, 0,88).
Αποτελεσματικότητα στα μη-σπονδυλικά κατάγματα δεν έχει αποδειχθεί. Από
το 4
ο
έως το 8
ο
έτος της μελέτης, οι ασθενείς μπορούσαν να λάβουν
ταυτόχρονα διφωσφονικά, καλσιτονίνη και φθοριούχα άλατα και όλες οι
ασθενείς στην μελέτη αυτή έλαβαν συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D.
Στη μελέτη RUTH τα συνολικά κλινικά κατάγματα συλλέχθησαν ως
δευτερεύοντα τελικά σημεία. H ραλοξιφαίνη μείωσε τη συχνότητα των κλινικών
σπονδυλικών καταγμάτων κατά 35% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο ( HR
0.65, CI 0.47 0.89). Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να έχουν επηρεαστεί από
διαφορές της BMD κατά την έναρξη της μελέτης καθώς και από σπονδυλικά
κατάγματα. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των ομάδων θεραπείας όσον αφορά τη
συχνότητα των νέων μη σπονδυλικών καταγμάτων. Η συγχορήγηση άλλων
φαρμάκων με δράση στα οστά ήταν επιτρεπτή καθ’ όλη τη διάρκεια της
μελέτης.
ii) Οστική Πυκνότητα (BMD). Η αποτελεσματικότητα της ραλοξιφαίνης
χορηγουμένης άπαξ ημερησίως σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας έως 60
ετών, με ή χωρίς αφαίρεση μήτρας, έχει τεκμηριωθεί σε διάστημα θεραπείας
δύο ετών. Οι γυναίκες αυτές ήταν 2 έως 8 έτη μετεμμηνοπαυσιακές. Τρεις
μελέτες περιελάμβαναν 1.764 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες
ελάμβαναν αγωγή με ραλοξιφαίνη και συμπληρώματα ασβεστίου ή εικονικό
φάρμακο (placebo) και συμπληρώματα ασβεστίου. Σε μία από αυτές τις μελέτες
οι γυναίκες είχαν προηγουμένως υποβληθεί σε υστερεκτομή. H ραλοξιφαίνη
προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις στην πυκνότητα της οστικής μάζας του ισχύου
και της σπονδυλικής στήλης καθώς και της συνολικής οστικής πυκνότητας
συγκριτικά με εικονικό φάρμακο (placebo). Αυτή η αύξηση ήταν περίπου 2%
αύξηση της BMD συγκριτικά με εικονικό φάρμακο. Μία παρόμοια αύξηση της
BMD παρατηρήθηκε και στον πληθυσμό ασθενών υπό θεραπεία που έλαβαν
ραλοξιφαίνη για 7 χρόνια το μέγιστο. Στις κλινικές μελέτες πρόληψης, τα
ποσοστά των ασθενών όπου παρατηρήθηκε αύξηση ή μείωση της BMD ήταν: για
την σπονδυλική στήλη 37 % μείωση και 63% αύξηση, και για το ολικό ισχίο 29 %
μείωση και 71 % αύξηση.
iii) Κινητική του ασβεστίου. H ραλοξιφαίνη και τα οιστρογόνα επιδρούν στο
οστικό ανασχηματισμό και στον μεταβολισμό του ασβεστίου, παρόμοια. H
ραλοξιφαίνη συσχετίσθηκε με ελαττωμένη οστική απορρόφηση και μία μέση
θετική μετατόπιση του ισοζυγίου του ασβεστίου στα 60 mg την ημέρα,
οφειλόμενη κυρίως σε ελαττωμένη απώλεια ασβεστίου από τα ούρα.
iv) Ιστομορφομετρία (ποιότητα οστών). Σε μελέτη συγκριτική της ραλοξιφαίνης
με τα οιστρογόνα, οστό από ασθενείς στους οποίους είχαν χορηγηθεί τα