ανταγωνιστικές της ισταμίνης ιδιότητες, αλλά οι οποίες καταστέλλουν την έκκριση του γαστρικού
οξέος μέσω της ειδικής αναστολής του ενζύμου Η+/Κ+ -ΑΤΡάσης (το οξύ ή την αντλία πρωτονίου). Η
δράση είναι δοσοεξαρτώμενη και οδηγεί στην αναστολή τόσο της βασικής όσο και της διηγερμένης
έκκρισης οξέος, ανεξαρτήτως από το ερέθισμα. Από μελέτες σε πειραματόζωα υποδεικνύεται ότι
κατόπιν της χορήγησης, η νατριούχος ραμπεπραζόλη απομακρύνεται ταχέως από το πλάσμα όσο και
από το γαστρικό βλεννογόνο. Ως ασθενής βάση, η ραμπεπραζόλη απορροφάται ταχέως μετά από όλες
τις δόσεις και συγκεντρώνεται στο όξινο περιβάλλον των τοιχωματικών κυττάρων. Η ραμπεπραζόλη
μετατρέπεται στην ενεργή μορφή σουλφεναμίδης με πρωτονίωση και ακολούθως αντιδρά με τις
διαθέσιμες κυστεΐνες στην αντλία πρωτονίου.
Αντι-εκκριτική δράση: Κατόπιν της από του στόματος χορήγησης μίας δόσης 20 mg νατριούχου
ραμπεπραζόλης η έναρξη της αντι-εκκριτικής δράσης παρατηρείται εντός μίας ώρας, ενώ η μέγιστη
δράση παρατηρείται εντός δύο έως τεσσάρων ωρών. Η αναστολή της βασικής και της διεγειρόμενης
από την τροφή έκκρισης οξέος 23 ώρες μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης νατριούχου
ραμπεπραζόλης είναι 69% και 82% αντίστοιχα, και η διάρκεια της αναστολής είναι έως και 48 ώρες. Η
ανασταλτική δράση της νατριούχου ραμπεπραζόλης επί της έκκρισης οξέος αυξάνει ελαφρώς με την
επαναλαμβανόμενη χορήγηση μία φορά την ημέρα, επιτυγχάνοντας αναστολή στη σταθεροποιημένη
κατάσταση μετά από τρεις ημέρες. Όταν διακόπτεται η χορήγηση του φαρμάκου, η εκκριτική δράση
ομαλοποιείται σε 2 έως 3 ημέρες.
Η μειωμένη γαστρική οξύτητα ανεξαρτήτως αιτιολογίας, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων της
αντλίας πρωτονίων όπως η ραμπεπραζόλη, αυξάνει τα επίπεδα των βακτηρίων που υπάρχουν
φυσιολογικά στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων είναι
πιθανό να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρεντερικών λοιμώξεων που προκαλούνται από βακτήρια όπως η
Salmonella, το Campylobacter και το Clostridium difficile.
Επίδραση στη γαστρίνη του ορού: Σε κλινικές μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν θεραπεία με μία φορά την
ημέρα νατριούχο ραμπεπραζόλη 10 mg ή 20 mg, για διαστήματα έως και 43 μηνών. Τα επίπεδα
γαστρίνης ορού αυξήθηκαν κατά τις πρώτες 2 έως 8 εβδομάδες αντικατοπτρίζοντας την ανασταλτική
δράση επί της έκκρισης οξέος και παρέμειναν σταθερά καθώς η θεραπεία συνεχιζόταν. Μετά τη
διακοπή της θεραπείας, τα επίπεδα γαστρίνης επέστρεψαν στα προ της θεραπείας συνήθως εντός 1 έως
2 εβδομάδων.
Σε δείγματα γαστρικών βιοψιών από το άντρο και το θόλο από περισσότερους από 500 ασθενείς που
ελάμβαναν ραμπεπραζόλη ή συγκριτικό φάρμακο για έως και 8 εβδομάδες δεν ανιχνεύθηκαν μεταβολές
στην ιστολογία των ECL κυττάρων, στον βαθμό της γαστρίτιδας, στην επίπτωση ατροφικής
γαστρίτιδας, στην εντερική μεταπλασία ή στην κατανομή της λοίμωξης από H. pylori. Σε
περισσότερους από 250 ασθενείς που ακολούθησαν συνεχιζόμενη θεραπεία για 36 μήνες, δεν
παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες αλλαγές στα ευρήματα που υπήρχαν στην αρχική φάση.
Άλλες επιδράσεις: Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί συστηματικές δράσεις της νατριούχου
ραμπεπραζόλης επί του ΚΝΣ, του καρδιαγγειακού και του αναπνευστικού συστήματος. Η νατριούχος
ραμπεπραζόλη, χορηγούμενη από του στόματος σε δόσεις 20 mg επί 2 εβδομάδες, δεν είχε δράση επί
της λειτουργίας του θυρεοειδούς, του μεταβολισμού των υδατανθράκων, ή επί των επιπέδων στην
κυκλοφορία της παραθυρεοειδούς ορμόνης, της κορτιζόλης, των οιστρογόνων, της τεστοστερόνης, της
προλακτίνης, της χολοκυστοκινίνης, της σεκρετίνης, του γλυκαγόνου, της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης
(FSH), της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), της ρενίνης, της αλδοστερόνης ή σωματοτρόπου ορμόνης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση: Το Rabeprazole/Generics είναι ιδιοσκεύασμα εντεροδιαλυτών (γαστρο-ανθεκτικών)
δισκίων της νατριούχου ραμπεπραζόλης. Η μορφή αυτή είναι απαραίτητη επειδή η ραμπεπραζόλη είναι
ασταθής σε όξινο περιβάλλον. Συνεπώς, η απορρόφηση της ραμπεπραζόλης ξεκινά μόνο αφότου το
δισκίο απομακρυνθεί από το στόμαχο. Η απορρόφηση είναι ταχεία, με μέγιστα επίπεδα πλάσματος της
ραμπεπραζόλης να παρατηρούνται περίπου 3,5 ώρες μετά τη λήψη μίας δόσης 20 mg. Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις πλάσματος (C
max
) της ραμπεπραζόλης και η AUC είναι γραμμικές σε δοσολογικό εύρος
10 mg έως 40 mg. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μίας από του στόματος δόσης 20 mg (σε σύγκριση με
την ενδοφλέβια χορήγηση) είναι περίπου 52% εν πολλοίς λόγω του προ-συστηματικού μεταβολισμού.
Επιπλέον, η βιοδιαθεσιμότητα δε φαίνεται να αυξάνει με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Σε υγιείς
εθελοντές η ημίσεια ζωή στο πλάσμα είναι περίπου μία ώρα (εύρος 0,7 έως 1,5 ώρες) και η συνολική
7