ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
OLASTAZEN
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
OLASTAZEN 5mg / tab
Κάθε διασπειρόμενο δισκίο OLASTAZEN περιέχει 5mg Olanzapine
( ): 27.31 Έκδοχο α mg μ / μ ονοένυδρη λακτόζη διασπειρό ενο δισκίο
0.53 mg μ / μ ασπαρτά η διασπειρό ενο δισκίο
OLASTAZEN 10mg / tab
Κάθε διασπειρόμενο δισκίο OLASTAZEN περιέχει 10mg Olanzapine
( ): 54.62 Έκδοχο α mg μ / μ ονοένυδρη λακτόζη διασπειρό ενο δισκίο
1.06 mg μ / μ ασπαρτά η διασπειρό ενο δισκίο
OLASTAZEN 15mg / tab
Κάθε διασπειρόμενο δισκίο OLASTAZEN περιέχει 15mg Olanzapine
( ): 81.93 Έκδοχο α mg μ / μ ονοένυδρη λακτόζη διασπειρό ενο δισκίο
1.59 mg μ / μ ασπαρτά η διασπειρό ενο δισκίο
OLASTAZEN 20mg / tab
Κάθε διασπειρόμενο δισκίο OLASTAZEN περιέχει 20mg Olanzapine
( ): 109.24 Έκδοχο α mg μ / μ ονοένυδρη λακτόζη διασπειρό ενο δισκίο
2.12 mg μ / μ ασπαρτά η διασπειρό ενο δισκίο
, . 6.1.Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ παράγραφο
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διασπειρόμενα δισκία: Στρογγυλά, κίτρινου χρώματος, επίπεδης επιφάνειας με
στρογγυλεμένες άκρες.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενήλικες
Η ολανζαπίνη ενδείκνυται για την θεραπεία της σχιζοφρένειας.
Η ολανζαπίνη είναι αποτελεσματική στη διατήρηση της κλινικής βελτίωσης,
κατά την διάρκεια της συνεχιζόμενης θεραπείας σε ασθενείς, οι οποίοι
εμφάνισαν αρχικά ανταπόκριση στη θεραπεία.
Η ολανζαπίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία μέτριου έως σοβαρού μανιακού
επεισοδίου.
Σε ασθενείς στους οποίους το μανιακό επεισόδιο ανταποκρίθηκε στη χορήγηση
ολανζαπίνης, η ολανζαπίνη ενδείκνυται για την πρόληψη των υποτροπών σε
ασθενείς με διπολική διαταραχή (Βλέπε παράγραφο 5.1).
4.2 Δ οσολογία και τρόπος χορήγησης
2
Ενήλικες
Σχιζοφρένεια: Η συνιστώμενη δοσολογία έναρξης της ολανζαπίνης είναι 10
mg/ημερησίως.
Μανιακό επεισόδιο: Η δοσολογία έναρξης είναι 15 mg χορηγούμενη εφάπαξ
ημερησίως σε μονοθεραπεία ή 10 mg ημερησίως σε συνδυασμένη θεραπεία
(βλέπε Παράγραφο 5.1)
Πρόληψη υποτροπών στη διπολική διαταραχή: Η συνιστώμενη δοσολογία
έναρξης είναι 10 mgμερησίως. Για ασθενείς που λαμβάνουν ολανζαπίνη για
τη θεραπεία μανιακού επεισοδίου, να συνεχίζεται η θεραπεία για την πρόληψη
υποτροπών στην ίδια δοσολογία. Εάν ένα νέο μανιακό, μικτό, ή καταθλιπτικό
επεισόδιο εμφανιστεί, η θεραπεία με ολανζαπίνη θα πρέπει να συνεχιστεί (με
αναπροσαρμογήελτιστοποίηση της δοσολογίας, εάν κριθεί αναγκαίο), με
συμπληρωματική αγωγή για την α αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της
διάθεσης, όταν ενδείκνυται κλινικά.
Κατά την διάρκεια της θεραπείας της σχιζοφρένειας και του μανιακού
επεισοδίου και της πρόληψης των υποτροπών της διπολικής διαταραχής, η
ημερήσια δοσολογία θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική
κατάσταση του ασθενούς, στο εύρος των 5-20 mg/ημερησίως. Αύξηση της δόσης
σε ανώτερη από την συνιστώμενη αρχική δοσολογία, συνιστάται να γίνεται
μόνο μετά από κατάλληλη κλινική επανεκτίμηση και γενικά θα πρέπει να
πραγματοποιείται σε διαστήματα μεγαλύτερα των 24 ωρών. Η ολανζαπίνη
είναι δυνατόν να χορηγηθεί ανεξαρτήτως γευμάτων καθώς η απορρόφηση της
δεν επηρεάζεται από τη ταυτόχρονη λήψη τροφής. Σταδιακή μείωση της δόσης
συνιστάται, πριν τη διακοπή της αγωγής με ολανζαπίνη.
Τα OLASTAZEN, Δισκία Διασπειρόμενα στο στόμα, θα πρέπει να τοποθετούνται
στην
στοματική κοιλότητα, όπου ταχέως διασπείρονται στον σίελο, με αποτέλεσμα
την εύκολη κατάποσή
τους. Kατόπιν, η απομάκρυνση του άθικτου δισκίου διασπειρόμενου στο στόμα,
από τη στοματική
κοιλότητα είναι δυσχερής. Επειδή τα δισκία διασπειρόμενα στο στόμα είναι
ευαίσθητα, θα πρέπει να
λαμβάνονται άμεσα μετά την διάνοιξη του περιέκτη. Εναλλακτικά, είναι
δυνατόν να διασπαρούν σε
ένα ποτήρι νερό ή άλλο υγρό κατάλληλο για στοματική χορήγηση (χυμό
πορτοκάλι, χυμό μήλο, γάλα, ή καφέ) άμεσα προ της χορηγήσεώς τους.
Η ολανζαπίνη σε δισκία διασπειρόμενα στο στόμα είναι βιοϊσοδύναμη με την
ολανζαπίνη των
επικαλυμμένων δισκίων, με ένα παρόμοιο ποσοστό και έκταση απορρόφησης.
Έχει την ίδια δόση και
συχνότητα χορήγησης με την ολανζαπίνη των επικαλυμμένων δισκίων. Η
ολανζαπίνη σε δισκία
διασπειρόμενα στο στόμα είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σαν εναλλακτική
μορφή της ολανζαπίνης
των επικαλυμμένων δισκίων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν συστήνεται η χορήγηση της ολανζαπίνης σε παιδιά και εφήβους ηλικίας
κάτω των 18 ετών
3
εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων για την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα. Μεγαλύτερες
αυξήσεις βάρους, λιπιδίων και μεταβολές των επιπέδων της προλακτίνης,
έχουν εμφανιστεί σε μικρής
διάρκειας μελέτες σε έφηβους ασθενείς σε σχέση με μελέτες σε ενήλικες
ασθενείς (βλέπε παράγραφο
4.4, 4.8,5.1 και 5.2).
Hλικιωμένοι
Μια μειωμένη αρχική δόση (5 mg/ημερησίως), αν και δεν αποτελεί την συνήθη
συνιστώμενη τακτική, μπορεί να χορηγηθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς, 65 ετών
και άνω, όπου οι κλινικές εκδηλώσεις το απαιτούν (βλέπε παράγραφο 4.4).
Νεφρική και/ή ηπατική δυσλειτουργία
Μια μικρότερη αρχική δόση (5 mg), πρέπει να χορηγηθεί στους ασθενείς
αυτούς. Σε περιπτώσεις
μέτριας ηπατικής ανεπάρκειας (κίρρωση, κατηγορίας Α ή Β στην ταξινόμηση
κατά Child-Pugh), η
αρχική δόση θα πρέπει να είναι 5 mg και να αυξάνεται με προσοχή.
Φύλο
Η δόση έναρξης και το εύρος της δόσης δεν απαιτείται συνήθως να
τροποποιούνται για γυναίκες
ασθενείς σε σχέση με άνδρες ασθενείς.
Καπνιστές
Η δόση έναρξης και το εύρος της δόσης δεν απαιτείται, συνήθως, να
τροποποιούνται σε μη καπνιστές
σε σχέση με καπνιστές.
Σε περίπτωση, όπου συνυπάρχουν περισσότεροι από έναν παράγοντες, οι οποίοι
μπορεί να
επηρεάσουν και να επιβραδύνουν το μεταβολισμό (θήλυ φύλο, ηλικιωμένος
ασθενής, μη-καπνιστής),
θα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα μείωσης της δόσης. H σταδιακή αύξηση
της δόσης, όταν
ενδείκνυται, πρέπει να είναι συντηρητική, στους ασθενείς αυτούς.
Σε περιπτώσεις όπου προσαυξήσεις της δόσης κατά 2,5 mg κρίνονται
αναγκαίες, μπορούν να
χορηγηθούν τα επικαλυμμένα δισκία OLASTAZEN.
(Βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.2).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του
φαρμάκου. Ασθενείς με κίνδυνο εμφάνισης γλαυκώματος κλειστής γωνίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Κατά την διάρκεια της αντιψυχωτικής αγωγής η κλινική βελτίωση των ασθενών
θα παρατηρηθεί μετά
4
από την πάροδο μερικών ημερών έως και εβδομάδων. Οι ασθενείς θα πρέπει να
βρίσκονται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση κατά την διάρκεια της περιόδου
αυτής.
Ψύχωση σχετιζόμενη με άνοια και διαταραχές συμπεριφοράς
Η ολανζαπίνη δεν αποτελεί εγκεκριμένη θεραπεία ασθενών με ψύχωση
σχετιζόμενη με άνοια και
διαταραχές συμπεριφοράς και δεν συνιστάται η χρήση της, ειδικά σε αυτή την
ομάδα ασθενών λόγω
της αυξημένης θνησιμότητας και του κινδύνου εμφάνισης αγγειακού
εγκεφαλικού επεισοδίου. Σε
ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo) κλινικές δοκιμές (διάρκειας 6-12
εβδομάδων), σε
ηλικιωμένους ασθενείςέσης ηλικίας 78 ετών) με ψύχωση σχετιζόμενη με
άνοια και/ή διαταραχές
συμπεριφοράς, παρατηρήθηκε διπλάσια αύξηση της επίπτωσης θανάτου στους
ασθενείς υπό
ολανζαπίνη συγκριτικά με εκείνη για τους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο
(placebo) (3,5 % έναντι
1,5 % αντιστοίχως). H υψηλότερη επίπτωση θανάτου δεν σχετιζόταν με τη δόση
της ολανζαπίνης
(μέση ημερήσια δόση 4,4 mg) ή τη διάρκεια της αγωγής. Οι παράγοντες
κινδύνου που ενδέχεται να
προδιαθέτουν τον πληθυσμό αυτό των ασθενών σε αυξημένη θνησιμότητα
περιλαμβάνουν: ηλικία
> 65 ετών, δυσφαγία, καταστολή, πλημμελής θρέψη και αφυδάτωση,
πνευμονικές καταστάσεις (π.χ.
πνευμονία μετά από ή χωρίς εισρόφηση) ή συγχορήγηση βενζοδιαζεπινών.
Ωστόσο, η επίπτωση
θανάτου ήταν υψηλότερη στους ασθενείς σε θεραπεία με ολανζαπίνη
συγκριτικά με τους ασθενείς
υπό εικονικό φάρμακο (placebo), ανεξάρτητα από αυτούς τους παράγοντες
κινδύνου.
Στις ίδιες κλινικές δοκιμές, αναφέρθηκαν αγγειακές εγκεφαλικές ανεπιθύμητες
ενέργειες (CVAE π.χ.,
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο),
περιλαμβανομένων εκείνων με
θανατηφόρα έκβαση. Παρατηρήθηκε μία τριπλάσια αύξηση σε CVAE σε ασθενείς
που έλαβαν
ολανζαπίνη συγκριτικά με ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo) (1,3
% έναντι 0,4 %
αντιστοίχως). Όλοι οι ασθενείς σε θεραπεία με ολανζαπίνη και εικονικό
φάρμακο (placebo) που
εμφάνισαν CVAE, είχαν προϋπάρχοντες παράγοντες κινδύνου. Ηλικία > 75 ετών
και
αγγειακού/μικτού τύπου άνοια διαπιστώθηκαν ως παράγοντες κινδύνου για την
ανάπτυξη CVAE που
σχετίζεται με την αγωγή με ολανζαπίνη. Η αποτελεσματικότητα της
ολανζαπίνης δεν έχει διαπιστωθεί στις δοκιμές αυτές.
Νόσος του Parkinson
Η χορήγηση της ολανζαπίνης για τη θεραπεία ψύχωσης που σχετίζεται με
αγωνιστή ντοπαμίνης σε
ασθενείς με νόσο Parkinson δεν συστήνεται. Σε κλινικές δοκιμές, επιδείνωση
των παρκινσονικών
5
συμπτωμάτων και των ψευδαισθήσεων αναφέρθηκε πολύ συχνά και σε
μεγαλύτερη συχνότητα από το εικονικό φάρμακο (placebo) (βλέπε παράγραφο
4.8), και η ολανζαπίνη δεν ήταν περισσότερο
αποτελεσματική από το εικονικό φάρμακο (placebo) στην θεραπεία των
ψυχωτικών συμπτωμάτων.
Στις δοκιμές αυτές, οι ασθενείς απαιτείτο αρχικά να είναι σταθεροποιημένοι
στη χαμηλότερη
αποτελεσματική δόση των αντι-Παρκινσονικών φαρμακευτικών προϊόντων
(αγωνιστής ντοπαμίνης)
και να παραμένουν στα ίδια αντι-Παρκινσονικά φαρμακευτικά προϊόντα και
δοσολογίες, καθ’όλη τη
διάρκεια της μελέτης. Η αρχική δόση της ολανζαπίνης ήταν 2,5 mg/ημερησίως
και τιτλοποιήθηκε σε
μέγιστη δόση 15 mg/ημερησίως, ανάλογα με τη κρίση του ερευνητή.
Νευροληπτικό Kακόηθες Σύνδρομο (NMS)
Το ΝΜS είναι μία δυνητικά θανατηφόρα κατάσταση, η οποία σχετίζεται με την
αντιψυχωτική αγωγή.
Σπάνιες περιπτώσεις χαρακτηρισθείσες σαν ΝΜS έχουν, επίσης, σχετισθεί με
την ολανζαπίνη.
κλινικές εκδηλώσεις του ΝΜS περιλαμβάνουν: υπερπυρεξία, μυϊκή ακαμψία,
μεταβολές στη νοητική
κατάσταση και σημεία αστάθειας του αυτόνομου νευρικού συστήματος
(ακανόνιστος σφυγμός ή
αρτηριακή πίεση, ταχυκαρδία, εφίδρωση και καρδιακή δυσρυθμία).
Eπιπρόσθετα σημεία πιθανώς
περιλαμβάνουν αύξηση της κρεατινικής φωσφοκινάσης, μυοσφαιρινουρία
(ραβδομυόλυση) και οξεία
νεφρική ανεπάρκεια. Εάν ένας ασθενής εμφανίσει σημεία και συμπτώματα
ενδεικτικά του ΝΜS ή
ανεξήγητο υψηλό πυρετό χωρίς άλλες επιπρόσθετες κλινικές εκδηλώσεις του
ΝΜS, η χορήγηση όλων των αντιψυχωτικών φαρμάκων, περιλαμβανομένης της
ολανζαπίνης, θα πρέπει να διακόπτεται.
Υπεργλυκαιμία και διαβήτης
Υπεργλυκαιμία καιεμφάνιση ή επιδείνωση διαβήτη, η οποία περιστασιακά έχει
συσχετισθεί με
κετοξέωση ή κώμα, έχει σπάνια αναφερθεί, περιλαμβανομένων και μερικών
θανατηφόρων
περιπτώσεων (βλέπε παράγραφο 4.8). Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια
προϋπάρχουσα αύξηση του
σωματκού βάρους έχει αναφερθεί, η οποία ίσως είναι ένας προδιαθεσικός
παράγοντας. Συνιστάται
κατάλληλος κλινικός έλεγχος, σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες αντιψυχωτικές
κατευθυντήριες οδηγίες,
π.χ. μέτρηση της γλυκόζης του αίματος πριν την έναρξη της θεραπείας, 12
εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με ολανζαπίνη και εν συνεχεία,
ετησίως. Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με οποιουσδήποτε
αντιψυχωτικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του OLASTAZEN, θα
πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (όπως
πολυδιψία,
πολυουρία, πολυφαγία και αδυναμία) και οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή
εκείνοι με παράγοντες
κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να
παρακολουθούνται τακτικά για
6
επιδείνωση του ελέγχου της γλυκόζης. Το σωματικό βάρος θα πρέπει να
παρακολουθείται τακτικά,
π.χ πριν την έναρξη της θεραπείας, 4, 8 και 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της
θεραπείας με
ολανζαπίνη και εν συνεχεία, κάθε τρίμηνο.
Λιπιδικές μεταβολές
Ανεπιθύμητες μεταβολές στα επίπεδα των λιπιδίων έχουν παρατηρηθεί σε
ασθενείς υπό θεραπεία με
ολανζαπίνη σε κλινικές δοκιμές ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo)
(βλέπε παράγραφο 4.8).
Οι μεταβολές των λιπιδίων πρέπει να αν αντιμετωπίζονται καταλλήλως κλινικά,
ιδιαίτερα σε
δυσλιπιδαιμικούς ασθενείς και σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για την
ανάπτυξη διαταραχών
των λιπιδίων. Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με οποιουσδήποτε
αντιψυχωτικούς παράγοντες,
περιλαμβανομένου του OLASTAZEN, θα πρέπει να υποβάλλονται τακτικά σε
έλεγχο των
λιπιδίων του ορού σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες αντιψυχωτικές
κατευθυντήριες οδηγίες, π.χ πριν την
έναρξη της θεραπείας, 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με
ολανζαπίνη και εν συνεχεία,
κάθε 5 χρόνια.
Αντιχολινεργική δραστηριότητα
Ενώ η ολανζαπίνη έδειξε αντιχολινεργική δραστηριότητα
in vitro
, η εμπειρία
κατά την διάρκεια των
κλινικών δοκιμών αποκάλυψε χαμηλή επίπτωση ανάλογων συμβαμάτων.
Εντούτοις, επειδή η κλινική
εμπειρία με την ολανζαπίνη σε ασθενείς με συνυπάρχοντα νοσήματα είναι
περιορισμένη, συστήνεται
προσοχή όταν συνταγογραφείται σε ασθενείς με υπερτροφία προστάτη, ή
παραλυτικό ειλεό και
ανάλογες καταστάσεις.
Ηπατική λειτουργία
Παροδική, ασυμπτωματική ανύψωση των ηπατικών τρανσαμινασών, ALT, AST
έχει συχνά παρατηρηθεί, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Προσοχή
απαιτείται σε ασθενείς με αυξημένες τιμές ALT και/ή AST, σε ασθενείς με
σημεία και συμπτώματα ηπατικής βλάβης, σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
κατάσταση που συνοδεύεται από περιορισμό της ηπατικής λειτουργικής
επάρκειας και σε ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονται με δυνητικά
ηπατοτοξικά φάρμακα. Σε περίπτωση αύξηση της ALT και/ή AST κατά την
διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να σχεδιασθεί παρακολούθηση και να
εξετασθεί το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης. Σε περιπτώσεις όπου έχει
διαγνωσθεί ηπατίτιδα (συμπεριλαμβανομένης της ηπατοκυτταρικής, της
χολοστατικής ή της μικτής ηπατικής βλάβης), η θεραπεία με ολανζαπίνη, θα
πρέπει να διακόπτεται.
Ουδετεροπενία
Όπως και με άλλα αντιψυχωτικά φάρμακα, προσοχή θα πρέπει να δίδεται σε
ασθενείς με χαμηλό αριθμό λευκοκυττάρων και ουδετερόφιλων από
οποιαδήποτε αιτία, σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που είναι γνωστό ότι
προκαλούν ουδετεροπενία, σε ασθενείς με ιστορικό φαρμακογενούς
καταστολής/τοξικότητας του μυελού των οστών, σε ασθενείς με καταστολή του
7
μυελού των οστών από συνυπάρχον νόσημα, ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία
και σε ασθενείς με υπερηωσινοφιλικές καταστάσεις ή με μυελοδιηθητικά
νοσήματα. Ουδετεροπενία έχει συχνά αναφερθεί κατά τη συγχορήγηση της
ολανζαπίνης με βαλπροϊκό (βλέπε παράγραφο 4.8).
Διακοπή της θεραπείας
Οξέα συμπτώματα όπως εφίδρωση, αϋπνία, τρόμος, άγχος, ναυτία, ή έμετος
έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια (<0,01%) όταν η ολανζαπίνη διακόπτεται
αιφνίδια.
QT Διάστημα
Σε κλινικές δοκιμές, κλινικά σημαντικές παρατάσεις στα διαστήματα του
διορθωμένου QT (QTc)
(διόρθωση του διαστήματος QT κατά Fridericia [QTcF] ≥ 500 milliseconds
[msec] οποτεδήποτε μετά
την αρχική εκτίμηση σε ασθενείς με αρχική εκτίμηση QTcF < 500 msec) ήταν
όχι συχνές (0,1 % έως
1%) σε ασθενείς που έλαβαν ολανζαπίνη, χωρίς σημαντικές διαφορές στα
σχετιζόμενα καρδιακά
συμβάματα συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (placebo). Εντούτοις, όπως και
με άλλα
αντιψυχωτικά, προσοχή απαιτείται όταν η ολανζαπίνη συγχορηγείται με
φάρμακα που είναι γνωστό
ότι παρατείνουν το QTc διάστημα, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους, σε ασθενείς με
συγγενές σύνδρομο
παρατεταμένου QT διαστήματος, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή
υπερτροφία,
υποκαλιαιμία ή υπομαγνησιαιμία.
Θρομβοεμβολή
Χρονική συσχέτιση της αγωγής με ολανζαπίνη και φλεβικής θρομβοεμβολής
(VTE) έχει αναφερθεί
όχι συχνά (≥ 0,1% και < 1%). Δεν έχει θεμελιωθεί αιτιολογική συσχέτιση
μεταξύ της
εμφάνισης φλεβικής θρομβοεμβολής και της αγωγής με ολανζαπίνη. Εντούτοις,
αφού οι ασθενείς με
σχιζοφρένεια, συχνά εμφανίζουν επίκτητους παράγοντες κινδύνου για φλεβική
θρομβοεμβολή, όλοι οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου εμφάνισης VTE, όπως η
ακινητοποίηση των ασθενών, θα πρέπει να
προσδιορίζονται και να λαμβάνονται προστατευτικά μέτρα.
Γενική δραστηριότητα ΚΝΣ
Με δεδομένες τις κύριες επιδράσεις της ολανζαπίνης στο KNΣ, θα πρέπει να
δίδεται προσοχή στη
συγχορήγησή της με άλλα φάρμακα που δρουν επίσης στο KNΣ καθώς και με το
αλκοόλ. Επειδή η
ολανζαπίνη εμφανίζει
in vitro
δράση ανταγωνιστή της ντοπαμίνης, ενδέχεται να
ανταγωνισθεί τις
επιδράσεις των άμεσων και έμμεσων αγωνιστών της ντοπαμίνης.
Επιληπτικές κρίσεις
Η ολανζαπίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
επιληπτικών κρίσεων ή σε ασθενείς με παράγοντες οι οποίοι μπορεί να
προκαλέσουν μείωση της επιληπτικής ουδού. Οι
επιληπτικές κρίσεις έχουν αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς υπό αγωγή με
ολανζαπίνη. Στις
8
περισσότερες των περιπτώσεων αυτών, ιστορικό επιληπτικών κρίσεων ή
παράγοντες κινδύνου για
επιληπτικές κρίσεις έχουν αναφερθεί.
Όψιμη Δυσκινησία
Σε συγκριτικές μελέτες, ετήσιας ή μικρότερης διάρκειας, η ολανζαπίνη
σχετιζόταν με στατιστικά σημαντική χαμηλότερη επίπτωση
φαρμακοεπαγώμενης δυσκινησίας. Εντούτοις, ο κίνδυνος για όψιμη
δυσκινησία αυξάνεται με την μακροχρόνια έκθεση στην αντιψυχωτική αγωγή,
έτσι, όταν σημεία ή συμπτώματα όψιμης δυσκινησίας εμφανισθούν σε ασθενή
υπό αγωγή με ολανζαπίνη, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της
δοσολογίας ή διακοπής της χορήγησης. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να
επιδεινωθούν ή να εμφανισθούν μετά από διακοπή της θεραπείας.
Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος
Σε αναφορές για την ολανζαπίνη μετά την κυκλοφορία του προϊόντος,
περιπτώσεις αιφνίδιου
καρδιακού θανάτου έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν ολανζαπίνη. Σε
μία αναδρομική
μέλετη παρατήρησης της ομάδας των ατύπων αντιψυχωτικών, ο πιθανός
κίνδυνος του αιφνίδιου
καρδιακού θανάτου, σε ασθενείς υπό αγωγή με ολανζαπίνη, ήταν περίπου
διπλάσιος του κινδύνου σε
ασθενείς που δεν λάμβαναν αγωγή με αντιψυχωτικά. Στη μελέτη, ο κίνδυνος
από την αγωγή με
ολανζαπίνη ήταν συγκρίσιμος με τον κίνδυνο από την αγωγή με άτυπα
αντιψυχωτικά που
περιλαμβάνονταν στη συγκεντρωτική ανάλυση.
Ορθοστατική υπόταση
Ορθοστατική υπόταση παρατηρήθηκε όχι συχνά σε ηλικιωμένους ασθενείς που
ελάμβαναν
ολανζαπίνη κατά την διάρκεια των κλινικών δοκιμών. Όπως και με άλλα
αντιψυχωτικά, συνιστάται η
αρτηριακή πίεση να μετράται περιοδικά σε ασθενείς άνω των 65 ετών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ολανζαπίνη δεν ενδείκνυται για χρήση στην αγωγή παιδιών και εφήβων.
Μελέτες σε ασθενείς
ηλικίας 13-17 ετών παρουσίασαν ποικίλες ανεπιθύμητες ενέργειες, που
περιλαμβάνουν αύξηση
σωματικού βάρους, μεταβολές στις μεταβολικές παραμέτρους και αυξήσεις
των επιπέδων
προλακτίνης. Μακράς διάρκειας αποτελέσματα που σχετίζονται με αυτά τα
συμβάματα δεν έχουν
μελετηθεί και παραμένουν άγνωστα (βλέπε παραγράφους 4.8 και 5.1).
Φαινυλαλανίνη
δισκία διασπειρόμενα στο στόμα, ZYPREXA VELOTAB περιέχουν ασπαρτάμη,
η οποία είναι μια
πηγή προέλευσης φαινυλαλανίνης.
Μαννιτόλη
δισκία διασπειρόμενα στο στόμα, ZYPREXA VELOTAB περιέχουν μαννιτόλη.
Μέθυλ-παραϋδρόξυ-βενζοϊκό νάτριο και πρόπυλ-παραϋδρόξυ-βενζοϊκό νάτριο
9
Τα δισκία διασπειρόμενα στο στόμα, ολανζαπίνης περιέχουν μέθυλ-παραϋδρόξυ-
βενζοϊκό νάτριο και
πρόπυλ-παραϋδρόξυ-βενζοϊκό νάτριο. Είναι γνωστό ότι τα συντηρητικά αυτά
μπορεί να προκαλέσουν
κνίδωση. Γενικά, επιβραδυνομένου τύπου αντιδράσεις, όπως δερματίτιδα εξ’
επαφής, μπορεί να
εμφανισθούν, ενώ σπάνια μπορεί να εμφανισθούν άμεσες αντιδράσεις
συνοδευόμενες από
βρογχόσπασμο.
4.5 μ μ Αλληλεπιδράσεις ε άλλα φαρ ακευτικά προϊόντα και άλλες
μ ορφές αλληλεπίδρασης
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Δυνητικές αλληλεπιδράσεις που επηρεάζουν την ολανζαπίνη
Επειδή η ολανζαπίνη μεταβολίζεται μέσω του CYP1A2, οι φαρμακευτικές ουσίες
που προκαλούν
επαγωγή ή αναστολή ειδικά του ισοενζύμου αυτού, ενδέχεται να επηρεάσουν
τις φαρμακοκινητικές
ιδιότητες της ολανζαπίνης.
Επαγωγή του CYP1A2
Ο μεταβολισμός της ολανζαπίνης μπορεί να ενισχυθεί από το κάπνισμα και από
την καρβαμαζεπίνη
με αποτέλεσμα να προκληθεί μείωση των συγκεντρώσεων της ολανζαπίνης.
Έχει αναφερθεί μόνο
μικρή έως μέτρια αύξηση της κάθαρσης της ολανζαπίνης. Οι κλινικές
επιπτώσεις αναμένεται να είναι
περιορισμένες αλλά συνιστάται η κλινική παρακολούθηση των ασθενών και μία
αύξηση της δόσης
της ολανζαπίνης μπορεί να γίνει εάν κριθεί απαραίτητο (βλέπε παράγραφο 4.2).
Αναστολή του CYP1A2
Η φλουβοξαμίνη, ένας ειδικός αναστολέας του CYP1A2, έχει αποδειχθεί ότι
αναστέλλει σημαντικά το μεταβολισμό της ολανζαπίνης. Η μέση αύξηση της
μέγιστης συγκέντρωσης (Cmax) της ολανζαπίνηςετά τη χορήγηση της
φλουβοξαμίνης, ήταν 54 % σε γυναίκες μη καπνίστριες και 77 % σε άνδρες
καπνιστές ασθενείς. Η μέση αύξηση της AUC της ολανζαπίνης ήταν 52 % και
108 %, αντίστοιχα. Η χορήγηση μικρότερης δόσης έναρξης της ολανζαπίνης,
θα πρέπει να εξετάζεται σε ασθενείς οι οποίοιλαμβάνουν φλουβοξαμίνη ή
άλλους αναστολείς του CYP1A2, όπως η σιπροφλοξασίνη. Σε περίπτωση έναρξης
θεραπείας με έναν αναστολέα του CYP1A2, το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης
της ολανζαπίνης θα πρέπει να εξετάζεται.
Μείωση της βιοδιαθεσιμότητας
Η χορήγηση ενεργού άνθρακα μειώνει την βιοδιαθεσιμότητα της ολανζαπίνης,
χορηγούμενης από του στόματος, σε ποσοστό 50-60 % γι’αυτό και ο ενεργός
άνθρακας θα πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 2 ώρες πριν ή μετά τη
χορήγηση της ολανζαπίνης.
Η φλουοξετίνη (αναστολέας του CYP2D6), οι εφάπαξ δόσεις αντιόξινων
(αργιλίου, μαγνησίου) ή η
10
σιμετιδίνη, δεν έχει αναφερθεί ότι επηρεάζουν σημαντικά τις
φαρμακοκινητικές ιδιότητες της
ολανζαπίνης.
Δυνητικές επιδράσεις της ολανζαπίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Η ολανζαπίνη ενδέχεται να ανταγωνισθεί τις επιδράσεις των άμεσων ή
έμμεσων αγωνιστών
ντοπαμίνης. Η ολανζαπίνη δεν προκαλεί αναστολή των κυριότερων ισοενζύμων
του κυττοχρώματος CYP450
in
vitro
(π.χ. 1Α2, 2D6, 2C9, 2C19, 3A4). Ως εκ
τούτου, δεν αναμένονται σημαντικές αλληλεπιδράσεις, σύμφωνα με τα
διαθέσιμα δεδομένα των
in vivo
μελετών όπου δεν παρατηρήθηκε αναστολή του
μεταβολισμού των ακόλουθων δραστικών ουσιών: των τρικυκλικών
αντικαταθλιπτικώνεταβολιζομένων κύρια μέσω CYP2D6), της βαρφαρίνης
(CYP2C9), της θεοφυλλίνης (CYP1Α2) ή της διαζεπάμης (CYP3A4 και 2C19).
Δεν αναφέρθηκαν αλληλεπιδράσεις, κατά τη συγχορήγηση της ολανζαπίνης με
λίθιο ή βιπεριδένη.
Κατά την παρακολούθηση των επιπέδων πλάσματος του βαλπροϊκού δεν
παρουσιάστηκε ανάγκη
προσαρμογής της δόσης του βαλπροϊκού, μετά την έναρξη της συγχορήγησης
της ολανζαπίνης.
Γενική δραστηριότητα ΚΝΣ
Πρέπει να δίνεται προσοχή σε ασθενείς που καταναλώνουν αλκοόλ ή λαμβάνουν
φαρμακευτικά
προϊόντα που μπορεί να προκαλέσουν καταστολή του κεντρικού νευρικού
συστήματος.
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση ολανζαπίνης με αντι-Παρκινσονικά
φαρμακευτικά προϊόντα σε
ασθενείς με νόσο Parkinson και άνοια (βλέπε παράγραφο 4.4).
QTc διάστημα
Απαιτείται προσοχή όταν η ολανζαπίνη συγχορηγείται με φαρμακευτικά
προϊόντα που είναι γνωστό
ότι παρατείνουν το QTc διάστημα λέπε παράγραφο 4.4).
4.6 μ , Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες επί εγκύων γυναικών.
ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό τους, σε περίπτωση που μείνουν
ή προτίθενται να μείνουν έγκυες, κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με ολανζαπίνη. Ωστόσο, επειδή, η εμπειρία στον
άνθρωπο είναι περιορισμένη, η ολανζαπίνη θα πρέπει να χορηγείται στην
εγκυμοσύνη μόνον εάν το αναμενόμενο όφελος (για τη μητέρα), δικαιολογεί τον
πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Τα νεογνά που εκτίθενται σε αντιψυχωτικά (περιλαμβανομένης της
ολανζαπίνης) κατά το τρίτο
τρίμηνο της εγκυμοσύνης, διατρέχουν κίνδυνο για εμφάνιση ανεπιθύμητων
ενεργειών
περιλαμβανομένων των εξωπυραμιδικών και/ή συμπτωμάτων απόσυρσης που
μπορούν να ποικίλουν
σε σοβαρότητα και διάρκεια μετά τον τοκετό. Υπάρχουν αναφορές για
διέγερση, υπερτονία, υποτονία, τρόμο, υπνηλία, αναπνευστική δυσχέρεια ή
11
διαταραχή στη σίτιση. Κατά συνέπεια, τα νεογνά θα πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά.
Γαλουχία
Σε μια μελέτη σε υγιείς θηλάζουσες γυναίκες, παρατηρήθηκε απέκκριση της
ολανζαπίνης στο μητρικό γάλα. Η μέση έκθεση του νεογνού (mg/kg) στη
σταθερή κατάσταση, υπολογίσθηκε ότι αντιστοιχεί στο 1,8 % της αντίστοιχης
δόσης της ολανζαπίνης στη μητέρα (mg/kg). Oι ασθενείς θα πρέπει να
ενημερώνονται ότι δεν συνιστάται να θηλάζουν, εάν λαμβάνουν ολανζαπίνη.
4.7 μ μΕπιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισ ού ηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Επειδή η ολανζαπίνη μπορεί να προκαλέσει
υπνηλία και ζάλη, οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς
κινδύνους κατά το χειρισμό μηχανημάτων, συμπεριλαμβανομένων των
οχημάτων.
4.8 μ Ανεπιθύ ητες ενέργειες
Ενήλικες
Οι πιο συχνά αναφερόμενες (παρατηρήθηκαν σε ≥ 1% των ασθενών)
ανεπιθύμητες ενέργειες, οι
οποίες σχετίζονταν με τη χορήγηση ολανζαπίνης κατά τη διάρκεια των
κλινικών δοκιμών, ήταν
υπνηλία, αύξηση σωματικού βάρους, ηωσινοφιλία, αυξημένα επίπεδα
προλακτίνης, χοληστερόλη, τωνεπιπέδων γλυκόζης και τριγλυκεριδίων (βλέπε
παράγραφο 4.4), γλυκοζουρία, αυξημένη όρεξη, ζάλη, ακαθησία,
παρκινσονισμός (βλέπε παράγραφο 4.4), δυσκινησία, ορθοστατική υπόταση,
αντιχολινεργικές επιδράσεις, παροδικές ασυμπτωματικές αυξήσεις των
ηπατικών μινοτρανσφερασών
(βλέπε παράγραφο 4.4), εξάνθημα, εξασθένιση, κόπωση και οίδημα.
Ο ακόλουθος πίνακας περιλαμβάνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες και τα
εργαστηριακά ευρήματα που
παρατηρήθηκαν κατά την διάρκεια κλινικών δοκιμών και αυθόρμητων
αναφορών. Εντός κάθε
κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθεται
κατά φθίνουσα σειρά
σοβαρότητας. Οι όροι συχνότητας που αναφέρονται παρακάτω
προσδιορίζονται ως εξής: Πολύ συχνές (≥ 10 %), συχνές (≥ 1 % και < 10 %),
όχι συχνές (≥ 0,1% και < 1%), σπάνιες (≥ 0,01% και < 0,1%), πολύ σπάνιες (<
0,01%), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Πολύ συχνές Συχνές Όχι συχνές Μη γνωστές
Διαταραχές του αίματος και του αιμοποιητικού συστήματος
Ηωσινοφιλία Λευκοπενία
Ουδετεροπενία
Θρομβοκυτταροπενί
α
Διαταραχές ανοσοποιητικού συστήματος
Αλλεργική
αντίδραση
Διαταραχές μεταβολισμού και διατροφής
12
Αύξηση βάρους Αυξημένα επίπεδα
χοληστερόλης
2,3
Αυξημένα επίπεδα
γλυκόζης
4
Αυξημένα επίπεδα
τριγλυκεριδίων
2,5
γλυκοζουρία
Αύξηση της
όρεξης
Ανάπτυξη ή
επιδείνωση του
διαβήτη που
περιστασιακά
συσχετίζεται με
κετοξέωση ή κώμα,
συμπεριλαμβανομέν
ων ορισμένων
θανατηφόρων
περιστατικών
(βλέπε παράγραφο
4.4)
Υποθερμία
Διαταραχές νευρικού συστήματος
Υπνηλία Ζάλη
Ακαθησία
6
παρκινσονισμός
6
Δυσκινησία
6
Επιληπτικές κρίσεις
όπου στις
περισσότερες
περιπτώσεις
ιστορικό
επιληπτικών
κρίσεων ή
παράγοντες
κινδύνου για
επιληπτικές κρίσεις
είχαν αναφερθεί
Κακοήθες Σύνδρομο
από Νευροληπτικά
(NMS) (βλέπε,
επίσης, Παρ. 4.4)
Δυστονία
(συμπεριλαμβανομέ
νης της
οφθαλμογυρία)
Όψιμη δυσκινησία
Συμπτώματα
διακοπής
7
Καρδιακές διαταραχές
Βραδυκαρδία
παράταση του QT
διαστήματος
(βλέπε επίσης
παράγραφο 4.4)
Κοιλιακή
ταχυκαρδία/μαρμαρ
υγή και αιφνίδιος
θάνατος (βλέπε
επίσης παράγραφο
4.4)
Αγγειακές διαταραχές
Ορθοστατική
υπόταση
Θρομβοεμβολικά
επεισόδια
(περιλαμβανομένων
της πνευμονικής
εμβολής και της
θρόμβωσης των εν
των βάθει φλεβών)
Γαστρεντερικές διαταραχές
Ήπιες, παροδικές,
αντιχολινεργικές
επιδράσεις,
Πανκρεατίτιδα
13
μεταξύ των
οποίων
δυσκοιλιότητα
και ξηροστομία
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
Παροδικές,
ασυμπτωματικές
αυξήσεις των
ηπατικών
τρανσαμινασών
(ALT, AST),
ιδιαίτερα στην
έναρξη της
θεραπείας (βλέπε
επίσης Παρ. 4.4.)
Ηπατίτιδα
(συμπεριλαμβανομέ
νης της
ηπατοκυτταρικής,
της χολοστατικής ή
της μικτής ηπατικής
βλάβης).
Διαταραχές δέρματος και υποδόριου ιστού
Εξάνθημα Αντίδραση
φωτοευαισθησίας
Αλωπεκίαση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Ραβδομυόλυση
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Δυσκολία στην
ούρηση
Αναπαραγωγικό σύστημα και διαταραχές μαστού
Πριαπισμός
Διαταραχές γενικού τύπου και ενοχλήσεις στην θέση χορήγησης
Ασθένεια
Αδυναμία
οίδημα
Εργαστηριακές δοκιμασίες
Αυξημένα επίπεδα
προλακτίνης του
πλάσματος
Αυξημένα επίπεδα
κρεατινικής
φωσφοκινάσης
Αυξημένη ολική
χολερυθρίνη
Αυξημένη αλκαλική
φωσφατάση
1
Κλινικά σημαντική αύξηση βάρους παρατηρήθηκε σε όλες τις βασικές
κατηγορίες Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Αύξηση 7% του μέσου βάρους του
σώματος ήταν πολύ συχνή και αύξηση 15% του μέσου βάρους του σώματος
ήταν συχνή. Περιπτώσεις ασθενών που κέρδιζαν 25% του μέσου βάρους του
σώματος με μακροχρόνια έκθεση ήταν πολύ συχνές.
2
Οι μέσες αυξήσεις στις τιμές νηστείας των λιπιδίων (ολική χοληστερόλη, LDL
χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) ήταν υψηλότερες σε ασθενείς χωρίς ενδείξεις
αρχικής δυσλειτουργίας των λιπιδίων.
3
Παρατηρούμενη για τα μέσα φυσιολογικά επίπεδα της νηστείας (<5,17 mmol /
l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά επίπεδα (≥ 6,2 mmol / l). Μεταβολές στα
συνολικά επίπεδα χοληστερόλης νηστείας από οριακά αρχικά (≥ 5.17-<6,2
mmol / l) σε υψηλά (≥ 6,2 mmol / l) ήταν πολύ συχνές.
4
Παρατηρούμενη για τα μέσα φυσιολογικά επίπεδα της νηστείας (<5,56 mmol /
l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά επίπεδα (≥ 7 mmol / l). Αλλαγές στη γλυκόζη
νηστείας από οριακά επίπεδα αρχικά (≥ 5.56 - <7 mmol / l) σε υψηλά (≥ 7
14
mmol / l) ήταν πολύ συχνές.
5
Παρατηρούμενη για τα μέσα φυσιολογικά επίπεδα της νηστείας (<1,69 mmol /
l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά επίπεδα (≥ 2,26 mmol / l). Αλλαγές των
τριγλυκεριδίων νηστείας από οριακά αρχικά (≥ 1,69 mmol / l - <2,26 mmol / l)
σε υψηλά (≥ 2,26 mmol / l) ήταν πολύ συχνές.
6
Σε κλινικές δοκιμές, η επίπτωση παρκινσονισμού και δυστονίας σε ασθενείς
που έλαβαν ολανζαπίνη ήταν αριθμητικά μεγαλύτερη, αλλά όχι στατιστικά
σημαντικά διαφορετική από το εικονικό φάρμακο. Ασθενείς που έλαβαν
ολανζαπίνη είχαν χαμηλότερη επίπτωση παρκινσονισμού, ακαθησία και
δυστονίας συγκριτικά με τιτλοδοτημένες δόσεις αλοπεριδόλης. Ελλείψει
λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με την προϋπάρχουσα ιστορία των ατομικών
οξέων ή όψιμων εξωπυραμιδικών κινητικών διαταραχών, δεν μπορεί να
συναχθεί το συμπέρασμα επί του παρόντος ότι η ολανζαπίνη προκαλεί λιγότερη
όψιμη δυσκινησία και / ή άλλα όψιμα εξωπυραμιδικά σύνδρομα.
7
Οξέα συμπτώματα όπως εφίδρωση, αϋπνία, τρόμος, άγχος, ναυτία και έμετος
έχουν αναφερθεί, όταν η ολανζαπίνη διακόπτεται απότομα.
8
Σχετικές κλινικές εκδηλώσεις (όπως γυναικομαστία, γαλακτόρροια και
διόγκωση των μαστών) ήταν σπάνιες. Στους περισσότερους ασθενείς, τα
επίπεδα επανήλθαν στα φυσιολογικά χωρίς διακοπή της θεραπείας.
Μακράς-διάρκειας έκθεση (τουλάχιστον 48 εβδομάδων)
Η αναλογία των ασθενών που είχαν σοβαρές και κλινικά σημαντικές αλλαγές
όσον αφορά την αύξηση σωματικού βάρους, τη γλυκόζη, την ολική LDL/HDL
χοληστερόλη ή τα τριγλυκερίδια, αυξήθηκε με τη πάροδο του χρόνου. Σε
ενήλικες ασθενείς που συμπλήρωσαν 9-12 μήνες θεραπείας, ο ρυθμός αύξησης
της μέσης τιμής της γλυκόζης του αίματος επιβραδύνθηκε μετά από περίπου 6
μήνες.
Επιπρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς
Σε κλινικές δοκιμές με ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια, η θεραπεία με
ολανζαπίνη συσχετίσθηκε με
μεγαλύτερη επίπτωση θανάτου και αγγειακές εγκεφαλικές ανεπιθύμητες
ενέργειες σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο (placebo) (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4). Πολύ συχνές
ανεπιθύμητες ενέργειες που
σχετίζονταν με τη χορήγηση ολανζαπίνης, σε αυτή τη κατηγορία ασθενών,
ήταν το μη φυσιολογικό
βάδισμα και οι πτώσεις. Πνευμονία, αυξημένη θερμοκρασία σώματος,
λήθαργος, ερύθημα, οπτικές
ψευδαισθήσεις και ακράτεια ούρων παρατηρήθηκαν συχνά.
Σε κλινικές δοκιμές σε ασθενείς με φαρμακο-επαγώμενηγωνιστή ντοπαμίνη)
ψύχωση στο πλαίσιο
νόσου Parkinson, επιδείνωση των παρκινσονικών συμπτωμάτων και των
ψευδαισθήσεων αναφέρθηκε πολύ συχνά και σε μεγαλύτερη συχνότητα από το
εικονικό φάρμακο (placebo).
Σε μία κλινική δοκιμή σε ασθενείς με διπολική μανία
Διαταραχές στο μεταβολισμό και τη διατροφή
Πολύ συχνές:
αύξηση βάρους
9
, αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων
10
, αυξημένη
όρεξη
Συχνές
: Αυξηνέμα επίπεδα χοληστερόλης
11
Διαταραχές νευρικού συστήματος
15
Πολύ συχνές:
Καταστολή (συμπεριλαμβανανται υπερυπνία, λήθαργος,
υπνηλία)
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνές:
Ξηροστομία
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
Πολύ συχνές:
Αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών (ALT/AST, βλέπε
παράγραφο 4.4)
Εργαστηριακές δοκιμασίες
Πολύ συχνές: Μειωμένη ολική χολερυθρίνη, αυξημένη CGT, αυξημένα
επίπεδα προλακτίνης του πλάσματος
12
9
Αύξηση βάρους 7% του μέσου βάρους σώματος (kg) ήταν πολύ συχνή και
αύξηση βάρους 15% του μέσου βάρους σώματος ήταν συχνή. Με τη
μακροχρόνια έκθεση (τουλάχιστον 24 εβδομάδες), οι μισοί περίπου έφηβοι
ασθενείς κέρδισαν βάρος 15% και σχεδόν το ένα τρίτο κέρδισε 25% του
μέσου βάρους σώματος. Μεταξύ των εφήβων ασθενών, η μέση αύξηση του
σωματικού βάρους ήταν μεγαλύτερος σε ασθενείς που ήταν υπέρβαροι ή
παχύσαρκοι στην έναρξη της μελέτης.
10
Παρατηρούμενα για τα αρχικά φυσιολογικά επίπεδα νηστείας (<1.016 mmol /
l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά επίπεδα (≥ 1.467 mmol / l) και μεταβολές στα
τριγλυκερίδια νηστείας από οριακά αρχικά (≥ 1.016 mmol / l - <1.467 mmol / l)
σε υψηλά (≥ 1.467 mmol / l).
11
Αλλαγές στα συνολικά επίπεδα χοληστερόλης νηστείας από φυσιολογικά
αρχικά (<4,39 mmol / l) σε υψηλά (≥ 5,17 mmol / l) παρατηρήθηκαν συχνά.
Μεταβολές στα συνολικά επίπεδα χοληστερόλης νηστείας από οριακά αρχικά
(≥ 4,39 - <5,17 mmol / l) σε υψηλά (≥ 5,17 mmol / l) ήταν πολύ συχνές.
12
Αυξημένα επίπεδα προλακτίνης του πλάσματος αναφέρθηκαν στο 47,4% των
εφήβων ασθενών.
4.9 Υπερδοσολογία
Σημεία και συμπτώματα
Πολύ συχνά συμπτώματα της υπερδοσολογίας (με ποσοστό εμφάνισης > 10 %)
περιλαμβάνουν
ταχυκαρδία, διέγερση/επιθετικότητα, δυσαρθρία, ποικίλα εξωπυραμιδικά
συμπτώματα και μειωμένο
επίπεδο συνείδησης, το οποίο κυμαίνεται από απλή καταστολή έως κώμα.
Άλλα κλινικά σημαντικά συμβάματα της υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν
παραλήρημα, επιληπτικές
κρίσεις, κώμα, πιθανό νευροληπτικό κακόηθες σύνδρομο, αναπνευστική
καταστολή, εισρόφηση,
υπέρταση ή υπόταση, καρδιακές αρρυθμίες (ποσοστό εμφάνισης < 2 % των
περιπτώσεων
υπερδοσολογίας) και καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Θανατηφόρες εκβάσεις
έχουν αναφερθεί με
οξείες υπερδοσολογίες τόσο χαμηλές όσο τα 450 mg, αλλά και επιβίωση έχει
επίσης αναφερθεί μετά
από οξεία υπερδοσολογία με περίπου 2 g από του στόματος ολανζαπίνη.
Αντιμετώπιση υπερδοσολογίας
16
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την ολανζαπίνη. Πρόκληση εμέτου δεν
προτείνεται. Η χρήση των
καθιερωμένων διαδικασιών αντιμετώπισης της υπερδοσολογίας (π.χ. πλύση
στομάχου, χορήγηση
ενεργού άνθρακα) μπορεί να εφαρμοσθεί. Η ταυτόχρονη χορήγηση ενεργού
άνθρακα έδειξε ότι
μειώνει την βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης
ολανζαπίνης σε ποσοστό 50-60 %. Η συμπτωματική αντιμετώπιση και ο έλεγχος
των λειτουργιών των ζωτικών οργάνων μπορούν να
εφαρμόζονται ανάλογα με την κλινική κατάσταση του ασθενούς
περιλαμβανομένης της
αντιμετώπισης της υπότασης, της κυκλοφορικής κατέρρειψης και της
υποστήριξης της αναπνευστικής
λειτουργιάς. Μη χρησιμοποιείτε επινεφρίνη, ντοπαμίνη ή άλλες
συμπαθητικομιμητικές ουσίες με β-
αγωνιστική δραστηριότητα, επειδή η διέγερση των β- υποδοχέων ενδέχεται να
επιδεινώσει την
υπόταση. Η καρδιαγγειακή παρακολούθηση είναι απαραίτητη για τον έλεγχο
πιθανών αρρυθμιών.
Στενή ιατρική επίβλεψη και παρακολούθηση είναι απαραίτητη μέχρι ο ασθενής
να ανακάμψει
πλήρως.
5. ΔΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 μ μ Φαρ ακοδυνα ικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: διαζεπίνες, οξαζεπίνες και θειαζεπίνες
κωδικός ATC N05A Η03.
H ολανζαπίνη είναι ένας αντιψυχωτικός, αντιμανιακός και σταθεροποιητικός
της διάθεσης
παράγοντας, ο οποίος εκδηλώνει ένα ευρύ φαρμακολογικό προφίλ επιδράσεων
σε ένα αριθμό
συστημάτων υποδοχέων.
Στις προκλινικές μελέτες, η ολανζαπίνη έδειξε χημική συγγένειαi < 100 nΜ)
για ευρύ φάσμα
υποδοχέων όπως οι υποδοχείς της σεροτονίνης 5-HT2A/2C, 5-HT3, 5-HT6, οι
υποδοχείς της ντοπαμίνης
D1, D2, D3, D4, D5, οι χολινεργικοί μουσκαρινικοί υποδοχείς Μ15, οι
αδρενεργικοί υποδοχείς α1 και
οι υποδοχείς της ισταμίνης H1. Οι μελέτες συμπεριφοράς σε ζώα με την
ολανζαπίνη έδειξαν 5-ΗΤ,
ντοπαμινικό και χολινεργικό ανταγωνισμό, συμβατό με το προφίλ σύνδεσης
υποδοχέων του
φαρμάκου. Η ολανζαπίνη εμφάνισε μεγαλύτερη
in vitro
συγγένεια για τους
υποδοχείς της
σεροτονίνης 5-HT2 παρά για τους υποδοχείς της ντοπαμίνης D2 και μεγαλύτερη
5-HT2 παρά D2
δραστηριότητα σε
in vivo
μοντέλα (πρότυπα). Ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες
έδειξαν ότι η
ολανζαπίνη εκλεκτικά μείωσε το ρυθμό πυροδότησης των μεσομεταιχμιακών
(Α10) ντοπαμινεργικών
17
νευρώνων, ενώ έχει μικρή επίδραση στη ραβδωτή οδό (Α9) η οποία εμπλέκεται
στην κινητική
λειτουργία. Η ολανζαπίνη μείωσε μια εξαρτημένη αντίδραση αποφυγής,
δοκιμασία ενδεικτική
αντιψυχωτικής δραστηριότητας, σε δόσεις μικρότερες από αυτές που
προκαλούν καταληψία, μια
δράση ενδεικτική κινητικών παρενεργειών. Aντίθετα προς άλλους
αντιψυχωτικούς παράγοντες, η
ολανζαπίνη αυξάνει την ανταπόκριση σε μια “αγχολυτική” δοκιμασία.
Σε μελέτη Τομογραφίας Εκπομπής Ποζιτρονίων (PET) μιας εφ’άπαξ δόσης (10
mg) σε υγιείς
εθελοντές, η ολανζαπίνη εμφάνισε μεγαλύτερο βαθμό σύνδεσης με τους 5-HT
υποδοχείς από ότι με
τους υποδοχείς της ντοπαμίνης D2. Επιπλέον, μία μελέτη σχιζοφρενικών
ασθενών με χρήση
Τομογραφίας Απλού Φωτονίου (SPECT) αποκάλυψε ότι οι ανταποκρινόμενοι στην
ολανζαπίνη
ασθενείς είχαν μικρότερη D2 σύνδεση σε νευρώνες του ραβδωτού σώματος
παρά οι ανταποκρινόμενοι σε τυπικά αντιψυχωτικά - και ρισπεριδόνη - ασθενείς
και συγκρίσιμη με αυτή των ανταποκρινόμενων σε κλοζαπίνη ασθενών.
Σε δύο από τις δύο με εικονικό φάρμακο και στις δύο από τις τρεις συγκριτικές
ελεγχόμενες δοκιμές
με περισσότερους των 2.900 σχιζοφρενικών ασθενών οι οποίοι εμφάνιζαν
θετικού και αρνητικού
τύπου συμπτώματα, η ολανζαπίνη συνοδεύτηκε από στατιστικά σημαντικές
μεγαλύτερες βελτιώσεις
στα αρνητικά όπως επίσης και στα θετικά συμπτώματα.
Σε μια πολυεθνική, διπλή-τυφλή, συγκριτική μελέτη σχιζοφρένειας,
σχιζοσυναισθηματικών και
συναφών διαταραχών, η οποία περιελάμβανε 1.481 ασθενείς με ποικίλου
βαθμού συνοδά
καταθλιπτικά συμπτώματα (μέση βαθμολογία κατά την εισαγωγή στην μελέτη
16,6 στην Κλίμακα
Montgomery-Asberg Depression Rating Scale), μία προοπτική δευτερογενής
ανάλυση της μεταβολής
της συναισθηματικής βαθμολογίας από την εισαγωγή μέχρι το τέλος της
μελέτης έδειξε στατιστικά
σημαντική υπεροχή (p= 0,001) στους ασθενείς που έλαβαν ολανζαπίνη (-6,0)
συγκριτικά με αυτούς
που έλαβαν αλοπεριδόλη (-3,1).
Σε ασθενείς με μανιακά ή μεικτά επεισόδια διπολικής διαταραχής, η ολανζαπίνη
απεδείχθει ότι έχει
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo) και
του βαλπροϊκού
νατρίου (divalproex) στην ελάττωση των μανιακών συμπτωμάτων εντός 3
εβδομάδων. Επίσης, η
ολανζαπίνη εμφάνισε παρόμοια αποτελεσματικότητα με την αλοπεριδόλη όσον
αφορά το ποσοστό
των ασθενών στους οποίους επιτεύχθηκε πλήρης υποχώρηση των συμπτωμάτων
της μανίας και της
18
κατάθλιψης, σε 6 και 12 εβδομάδες. Σε μία μελέτη συγχορήγησης όπου οι
ασθενείς έλαβαν λίθιο ή
βαλπροϊκό για τουλάχιστον 2 εβδομάδες, η προσθήκη 10 mg ολανζαπίνης
(συγχορήγηση με λίθιο ή
βαλπροϊκό) είχε σαν αποτέλεσμα μία μεγαλύτερη μείωση των μανιακών
συμπτωμάτων, στο διάστημα
των 6 εβδομάδων, συγκριτικά με την χορήγηση μόνο βαλπροϊκού ή λιθίου.
Σε μια μελέτη 12-μηνης διάρκειας πρόληψης των υποτροπών, σε ασθενείς με
μανιακό επεισόδιο, οι
οποίοι επέτυχαν ύφεση με ολανζαπίνη και κατόπιν κατανεμήθηκαν
τυχαιοποιημένα σε ολανζαπίνη ή
εικονικό φάρμακο (placebo), η ολανζαπίνη έδειξε στατιστικά σημαντική
υπεροχή έναντι του
εικονικού φαρμάκου (placebo), στο κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης, που
αφορούσε την
υποτροπή της διπολικής διαταραχής. Η ολανζαπίνη επίσης εμφάνισε στατιστικά
σημαντική υπεροχή
έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo) στην πρόληψη υποτροπής είτε της
μανίας είτε της
κατάθλιψης.
Σε μια μελέτη 12-μηνης διάρκειας πρόληψης των υποτροπών, σε ασθενείς με
μανιακό επεισόδιο, οι
οποίοι επέτυχαν ύφεση με συγχορήγηση ολανζαπίνης και λιθίου και στη
συνέχεια κατανεμήθηκαν
τυχαιοποιημένα σε ολανζαπίνη ή λίθιο, η ολανζαπίνη ήταν στατιστικά
ισοδύναμη με το λίθιο στο
κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης, όσον αφορά την υποτροπή της
διπολικής διαταραχής
(ολανζαπίνη 30,0 %, λίθιο 38,3 %, p=0,055).
Σε μια 18-μηνη μελέτη συγχορήγησης, σε ασθενείς με μανιακό ή μικτό
επεισόδιο, οι οποίοι
σταθεροποιήθηκαν με ολανζαπίνη και ένα σταθεροποιητή της διάθεσης (λίθιο ή
βαλπροϊκό), η
μακροχρόνια συγχορήγηση ολανζαπίνης με λίθιο ή βαλπροϊκό δεν ήταν
στατιστικά σημαντικά
υπερέχουσα της μονοθεραπείας με λίθιο ή βαλπροϊκό όσον αφορά την
καθυστέρηση της εμφάνισης
υποτροπής της διπολικής διαταραχής, σύμφωνα με τα κριτήρια (διαγνωστικά)
του συνδρόμου.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η εμπειρία σε έφηβους (ηλικίας 13 έως 17 ετών) είναι περιορισμένη σε μικρής
διάρκειας δεδομένα
αποτελεσματικότητας για τη σχιζοφρένεια (6 εβδομάδες) και για τη μανία που
σχετίζεται με διπολική
διαταραχή τύπου Ι (3 εβδομάδες) και περιελάμβανε λιγότερους από 200
έφηβους. Η ολανζαπίνη
χορηγήθηκε με ευέλικτο δοσολογικό σχήμα με δόση έναρξης 2,5 που κυμάνθηκε
εώς και
20 mg/ημερησίως. Κατά τη διάρκεια θεραπείας με ολανζαπίνη, οι έφηβοι
παρουσίασαν σημαντικά
μεγαλύτερη αύξηση βάρους σε σύγκριση με τους ενήλικες. Η αύξηση στις τιμές
νηστείας της ολικής
19
χοληστερόλης, της LDL χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων και της
προλακτίνης (βλέπε παράγραφο
4.4 και 4.8) ήταν μεγαλύτερη στους έφηβους συγκριτικά με τους ενήλικες. Δεν
υπάρχουν δεδομένα
για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας ενώ περιορισμένα είναι τα
δεδομένα μακροχρόνιας
ασφάλειας(βλέπε παράγραφο 4.4 και 4.8).
5.2 μ Φαρ ακοκινητικές ιδιότητες
Η ολανζαπίνη σε δισκία διασπειρόμενα στο στόμα είναι βιοϊσοδύναμη με την
ολανζαπίνη των
επικαλυμμένων δισκίων, με ένα παρόμοιο ποσοστό και έκταση απορρόφησης. Η
ολανζαπίνη σε
δισκία διασπειρόμενα στο στόμα είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σαν
εναλλακτική μορφή της
ολανζαπίνης των επικαλυμμένων δισκίων.
Η ολανζαπίνη απορροφάται καλά μετά την χορήγηση από του στόματος και τα
μέγιστα επίπεδα στο
πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 5-8 ωρών. H απορρόφησή της δεν επηρεάζεται
από τη λήψη τροφής. Η
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορήγησης σχετικά με αυτή
της ενδοφλέβιας δεν
έχει προσδιορισθεί.
H ολανζαπίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω οδών σύζευξης και οξείδωσης. O
κύριος μεταβολίτης
στο αίμα είναι το 10-N-γλυκουρονίδιο, το οποίο δε διαπερνά τον αιμο-
εγκεφαλικό φραγμό. Τα
κυτοχρώματα P450-CYP1A2 και P450-CYP2D6 συνεισφέρουν στο σχηματισμό
των N-δεσμεθυλ- και 2-υδροξυμεθυλ- μεταβολιτών, οι οποίοι εμφάνισαν
σημαντικά μικρότερη
in vivo
φαρμακολογική
δραστικότητα από την ολανζαπίνη σε μελέτες ζώων. H κύρια φαρμακολογική
δράση οφείλεται στη
μητρική ουσία την ολανζαπίνη. Mετά την από του στόματος χορήγηση της
ολανζαπίνης, η μέση
τελική ημιπερίοδος αποβολής της ολανζαπίνης σε υγιή άτομα ποικίλλει ανάλογα
με την ηλικία και το
φύλο.
Σε υγιή ηλικιωμένα άτομα (65 ετών ή περισσότερο) σε σύγκριση με μη
ηλικιωμένα υγιή άτομα, η
μέση ημιπερίοδος αποβολής της ολανζαπίνης ήταν παρατεταμένη (51,8 έναντι
33,8 ώρες) και η
κάθαρση ήταν ελαττωμένη (17,5 έναντι 18,2 l/hr). Οι φαρμακοκινητικές
διαφορές σε ηλικιωμένα
άτομα ευρίσκονται εντός των ορίων διακύμανσης που παρατηρούνται σε μη
ηλικιωμένα άτομα. Σε 44
σχιζοφρενικούς ασθενείς ηλικίας > 65 ετών, οι οποίοι έλαβαν δόσεις
ολανζαπίνης μεταξύ 5 και 20 mg
/ημερησίως, δεν παρατηρήθηκε κάποιο ιδιαίτερο περίγραμμα (προφίλ)
ανεπιθύμητων ενεργειών.
20
Σε γυναίκες συγκριτικά με άνδρες, η μέση ημιπερίοδος αποβολής της
ολανζαπίνης ήταν κάπως
μεγαλύτερης διάρκειας (36,7 έναντι 32,3 ώρες) και η κάθαρση ήταν μικρότερη
(18,9 έναντι 27,3 l/hr).
Ωστόσο, η ολανζαπίνη (5- 20 mg) έδειξε ένα συγκρίσιμο προφίλ ασφαλείας στις
γυναίκες (n=467) με
αυτό των ανδρών (n=869) ασθενών.
Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργίαάθαρση κρεατινίνης < 10ml/min)
συγκριτικά με υγιή άτομα,
δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη μέση ημιπερίοδο αποβολής (37,7
έναντι 32,4 ώρες) ή στην κάθαρση (21,2 έναντι 25,0 l/hr). Μια μελέτη mass
balance έδειξε ότι ποσοστό περίπου 57 % της
ραδιοσημασμένης ολανζαπίνης ανιχνεύθηκε στα ούρα, κυρίως με τη μορφή των
μεταβολιτών.
Σε καπνιστές με ελαφρά ηπατική δυσλειτουργία, η μέση ημιπερίοδο αποβολής
(39,3 ώρες)
παρατάθηκε και η κάθαρση του φαρμάκου (18,0 l/hr) ελαττώθηκε σε σύγκριση
με μη καπνιστές (48,8
ώρες και 14,1 l/hr, αντίστοιχα).
Σε μη καπνιστές σε σύγκριση με καπνιστές (άνδρες και γυναίκες) η μέση
ημιπερίοδος αποβολής της
ολανζαπίνης παρατάθηκε (38,6 έναντι 30,4 ώρες) και η κάθαρση ελαττώθηκε
(18,6 έναντι 27,7 l/hr).
Η κάθαρση πλάσματος ολανζαπίνης είναι μικρότερη στα ηλικιωμένα σε
σύγκριση με νεαρά άτομα,
στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, και στους μη καπνιστές σε σύγκριση
με τους καπνιστές.
Εντούτοις, το μέγεθος της επίδρασης της ηλικίας, του φύλου ή του
καπνίσματος στην κάθαρση και
την περίοδο ημιζωής της ολανζαπίνης είναι μικρό σε σύγκριση με τη γενική
διακύμανση μεταξύ των
διαφόρων ασθενών.
Από τα δεδομένα μίας μελέτης σε Καυκάσιους, Ιάπωνες και Κινέζους, δεν
προέκυψαν διαφορές στις
φαρμακοκινητικές παραμέτρους ανάμεσα στους τρεις αυτούς πληθυσμούς.
Το ποσοστό σύνδεσης της ολανζαπίνης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος ήταν
περίπου 93 % με εύρος
συγκέντρωσης 7 έως 1.000 ng/ml περίπου. H ολανζαπίνη συνδέεται κυρίως με
την λευκωματίνη και
την α1- όξινη- γλυκοπρωτεϊνη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Έφηβοι (ηλικίας 13 έως 17 ετών): Οι φαρμακοκινιτικές ιδιότητες της
ολανζαπίνης είναι παρόμοιες
μεταξύ των εφήβων και των ενήλικων. Στις κλινικές μελέτες, ο μέσος όρος
έκθεσης στην ολανζαπίνη
ήταν περίπου 27 % υψηλότερος στους εφήβους. Οι δημογραφικές διαφορές
μεταξύ των εφήβων και
των ενηλίκων περιλαμβάνουν το μειωμένο κατά μέσο όρο βάρος σώματος, ενώ
λιγότεροι έφηβοι ήταν καπνιστές. Οι παράγοντες αυτοί πιθανά συμβάλουν στη
μεγαλύτερη κατά μέσο όρο έκθεση που
παρατηρήθηκε στους εφήβους.
21
5.3 μ Προκλινικά δεδο ένα για την ασφάλεια
Oξεία (εφάπαξ- δόσης) τοξικότητα
σημεία της από του στόματος τοξικότητας στα τρωκτικά ήταν
χαρακτηριστικά των ισχυρών
νευροληπτικών φαρμάκων: μείωση της δραστηριότητας, κώμα, μυϊκός τρόμος,
κλονικοί σπασμοί,
σιελόρροια και μείωση του σωματικού βάρους.μέσες θανατηφόρες δόσεις
ήταν περίπου
210 mg/kg (σε ποντικούς) και 175 mg/kg (σε αρουραίους). Mεμονωμένες από
του στόματος δόσεις
έως 100 mg/kg έγιναν ανεκτές σε κύνες χωρίς την εμφάνιση θανάτων. Tα
κλινικά σημεία
περιλάμβαναν καταστολή, αταξία, μυϊκό τρόμο, αύξηση του καρδιακού ρυθμού,
εργώδη αναπνοή,
μύση και ανορεξία. Σε πιθήκους, εφάπαξ από του στόματος δόσεις έως 100
mg/kg προκάλεσαν πλήρη
κατάπτωση και σε υψηλότερες δόσεις, μερική απώλεια της συνείδησης.
Tοξικότητα μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις
Σε μελέτες διάρκειας μέχρι 3 μηνών σε ποντικούς και μέχρι 1 έτους σε
αρουραίους και κύνες, οι
κύριες επιδράσεις ήταν καταστολή του KNΣ, αντιχολινεργικές επιδράσεις και
περιφερικές
αιματολογικές διαταραχές. Αναπτύχθηκε ανοχή στην καταστολή του KNΣ. Oι
παράμετροι ανάπτυξης
μειώθηκαν με τη χορήγηση υψηλών δόσεων. Oι αναστρέψιμες ανεπιθύμητες
ενέργειες οι οποίες ήταν
συμβατές με τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης σε αρουραίους περιλάμβαναν
μείωση του βάρους των
ωοθηκών και της μήτρας και μορφολογικές μεταβολές του κολπικού επιθηλίου
και του μαζικού
αδένα.
Αιματολογική τοξικότητα
Επιδράσεις στις αιματολογικές παραμέτρους παρατηρήθηκαν σε όλα τα είδη
ζώων,
συμπεριλαμβανόμενων των δοσοεξαρτώμενων μειώσεων των τιμών των λευκών
αιμοσφαιρίων σε
ποντικούς και των μη ειδικών μειώσεων των τιμών λευκών αιμοσφαιρίων σε
αρουραίους. Ωστόσο,
δεν παρατηρήθηκε κυτταροτοξικότητα στο μυελό των οστών. Aναστρέψιμη
ουδετεροπενία, θρομβοκυτοπενία ή αναιμία παρατηρήθηκαν σε ορισμένους
κύνες που έλαβαν δόσεις
8 ή 10 mg/kg/ημερησίως (συνολική έκθεση σε ολανζαπίνη περιοχής υπό την
καμπύλη [AUC] ήταν
12 - 15πλάσια αυτής του ανθρώπου που έλαβε δόση 12 mg ολανζαπίνης). Σε
κύνες που έπασχαν από
κυτταροπενία, δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στα προγεννητικά
(αρχέγονα) κύτταρα και στα κύτταρα πολλαπλασιασμού του μυελού των οστών.
22
Tοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα
H ολανζαπίνη δεν έχει τερατογόνες επιδράσεις. H καταστολή επηρέασε την
ικανότητα ζευγαρώματος
των αρρένων αρουραίων.οιστρικοί κύκλοι επηρεάσθηκαν σε δόσεις 1,1
mg/kg (3 φορές ανώτερες
της μέγιστης ανθρώπινης δόσης) και οι παράμετροι αναπαραγωγής
επηρεάσθηκαν σε αρουραίους που
έλαβαν δόσεις 3 mg/kg (9 φορές ανώτερες της μέγιστης ανθρώπινης δόσης).
Στους απογόνους
αρουραίων που έλαβαν ολανζαπίνη, παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις της
ανάπτυξης των εμβρύων και
παροδικές μειώσεις της δραστηριότητάς τους.
Mεταλλαξιογένεση
H ολανζαπίνη δεν προκάλεσε μεταλλάξεις σε όλες τις τυπικές δοκιμασίες, οι
οποίες περιλάμβαναν
δοκιμασίες μετάλλαξης σε βακτηρίδια και
in vitro
και
in vivo
δοκιμασίες σε
θηλαστικά.
Kαρκινογένεση
Με δεδομένα τα αποτελέσματα των μελετών σε ποντικούς και αρουραίους,
συμπεραίνεται ότι η
ολανζαπίνη δεν έχει καρκινογόνο δράση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Lactose monohydrate
Calcium silicate
Low-substituted hydroxypropyl cellulose (E-463)
Crospovidone B
Aspartame (E-951)
Orange flavour
Banana flavour
Colloidal anhydrous silica
Magnesium stearate (E-470)
6.2 μΑσυ βατότητες
Δ μ .εν εφαρ όζεται
6.3 Δ ιάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται στην αρχική συσκευασία, ώστε να προστατεύεται από την
υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
23
Τα διασπειρόμενα δισκία OLASTAZEN διατίθενται σε περιέκτες
PA/Aluminium/PVC/Aluminium/ PETP peel-off blisters σε χάρτινα κουτιά των 28 ή 112
τεμαχίων ανά συσκευασία
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
μ .Κα ία ειδική υποχρέωση
7. Δ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
BENNETT ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.
Αγ.Κυριακής 20, 145 61,
Κηφισιά, Αθήνα,
Ελλάδα
: +30 210 6254630 Τηλ
: +30 210 8016021Φαξ
e-mail: bennett@bennett.gr
8. ( ) Δ ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΙ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. / ΔΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24