ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Το φάρμακο αυτό τελεί υπό συμπληρωματική παρακολούθηση. Αυτό θα
επιτρέψει τον γρήγορο προσδιορισμό νέων πληροφοριών ασφάλειας.
Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες
ανεπιθύμητες ενέργειες. Βλέπε παράγραφο 4.8 για τον τρόπο αναφοράς
ανεπιθύμητων ενεργειών.
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
HEXAQUIN
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο λυόφιλης σκόνης περιέχει 400mg βαλπροϊκού νατρίου
(sodium valproate).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενέσιμου διαλύματος και διαλύματος
προς έγχυση, 400mg/vial
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Γενικευμένες τονικοκλονικές επιληπτικές κρίσεις, τυπικές και άτυπες
επιληπτικές αφαιρέσεις, εστιακές επιληπτικές κρίσεις, μυοκλονική
επιληψία.
Συμπληρωματικά με άλλα αντιεπιληπτικά στην αντιμετώπιση
ανθεκτικών στη θεραπεία διαφόρων μορφών επιληψίας.
Το ενέσιμο βαλπροϊκό νάτριο χορηγείται όταν η από του στόματος
θεραπεία δεν είναι προσωρινά δυνατή.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η ημερήσια δοσολογία θα πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με την ηλικία
και το σωματικό βάρος. Εκτός από αυτό θα πρέπει επίσης να ληφθεί
υπόψη η ευρεία ατομική ευαισθησία στο βαλπροϊκό.
Η κατάλληλη συσχέτιση μεταξύ της ημερήσιας δοσολογίας, της
συγκέντρωσης στον όρο και της θεραπευτικής δράσης δεν έχει
τεκμηριωθεί και η βέλτιστη δοσολογία θα πρέπει να καθορισθεί,
σύμφωνα με την κλινική ανταπόκριση. Ο προσδιορισμός των επιπέδων
του βαλπροϊκού οξέος στο πλάσμα, θα μπορεί να ληφθεί υπόψη μαζί με
την κλινική ανταπόκριση, όταν δεν έχει επιτευχθεί επαρκής έλεγχος των
επιληπτικών κρίσεων, ή όταν υποπτευόμαστε πως υπάρχουν
ανεπιθύμητες ενέργειες. Το αναφερόμενο αποτελεσματικό εύρος
κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 40 και 100 mg/L (300-700 μmol/L).
1
Βαλπροϊκό νάτριο – Ενδοφλέβια χορήγηση
Οι ασθενείς που ελέγχονται ικανοποιητικά με από στόματος βαλπροϊκό
νάτριο, μπορούν να συνεχίσουν στην καθορισμένη δόση τους
χρησιμοποιώντας συνεχή ή επαναλαμβανόμενη έγχυση. Ένας π.χ.
ασθενής σταθεροποιημένος σε ημερήσια χορήγηση 25 mg/kg, θα πρέπει να
συνεχίσει με έγχυση της τάξεως του 1mg/kg/hr.
Σε άλλους ασθενείς μπορεί να δοθεί αρχικά, μια αργή ενδοφλέβια ένεση
(πάνω από 3 λεπτά), συνήθως 15 mg/kg, ακολουθούμενη από μια έγχυση
στο συνηθισμένο εύρος του 1-2 mg/kg/hr και προσαρμοσμένη σύμφωνα με
την κλινική ανταπόκριση.
Η συνέχιση της θεραπείας από το στόμα θα πρέπει να γίνει όσο το
δυνατό πιο γρήγορα, στις συνήθως συνιστώμενες δόσεις.
Κορίτσια, έφηβες και γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και έγκυες
γυναίκες
Το HEXAQUIN πρέπει να χορηγείται και να επιβλέπεται από ειδικό με
εμπειρία στη διαχείριση της επιληψίας. Η θεραπευτική αγωγή πρέπει να
αρχίζει μόνο εάν οι άλλες θεραπευτικές αγωγές είναι
αναποτελεσματικές ή μη ανεκτές (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6) και το
όφελος και ο κίνδυνος πρέπει να επανεξετάζονται προσεκτικά σε
τακτικές αναθεωρήσεις της θεραπευτικής αγωγής. Κατά προτίμηση, το
HEXAQUIN πρέπει να συνταγογραφείται ως μονοθεραπεία και στη
χαμηλότερη αποτελεσματική δόση, εάν είναι δυνατό σε μορφή
παρατεταμένης αποδέσμευσης για την αποφυγή υψηλών μέγιστων
συγκεντρώσεων στο πλάσμα. Η ημερήσια δόση πρέπει να χωρίζεται σε
τουλάχιστον δύο μεμονωμένες δόσεις.
Οδηγίες χρήσης και χειρισμού
Για την ανασύσταση, ενίεται ο διαλύτης που παρέχεται, αφήνεται να
διαλυθεί και κατόπιν λαμβάνεται η κατάλληλη δόση.
Το ενδοφλέβιο HEXAQUIN θα πρέπει να ανασυσταθεί αμέσως πριν τη
χρήση και τα διαλύματα έγχυσης που το περιέχουν θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται εντός 24 ωρών. Οποιαδήποτε αχρησιμοποίητη
ποσότητα θα πρέπει να απορρίπτεται. Το ενδοφλέβιο HEXAQUIN μπορεί
να χορηγηθεί με άμεση βραδεία ενδοφλέβια ένεση ή με έγχυση,
χρησιμοποιώντας ξεχωριστή ενδοφλέβια οδό αν πρόκειται να εγχυθούν
άλλα φάρμακα.
Έχει αποδειχθεί η φυσικοχημική συμβατότητά του με τα κάτωθι
διαλύματα:
- Φυσιολογικός ορός 0,9 g για 100ml
- Δεξτρόζη, 5g για 100ml
- Δεξτρόζη, 10g για 100ml
- Δεξτρόζη, 20g για 100ml
- Δεξτρόζη, 30g για 100ml
- Oρός δεξτρόζης, π.χ. δεξτρόζη 2,5g+NaCl 0,45g για 100ml
- Διττανθρακικό νάτριο, 0,14 g για 100ml
- Τρομεταμόλη (THAM), 3,66g + NaCl 0,172 g για 100 ml,
2
σε αραίωση 400mg ενδοφλέβιο HEXAQUIN σε 500ml καθενός από τα
ανωτέρω διαλύματα (εκτός της τρομεταμόλης: 250ml).
Το ενδοφλέβιο διάλυμα είναι κατάλληλο για έγχυση σε περιέκτες από
PVC, πολυαιθυλένιο ή γυαλί.
4.3 Αντενδείξεις
- Οξεία ηπατίτιδα ή χρόνια ηπατίτιδα.
- Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό σοβαρής ηπατίτιδας, ειδικά αν
σχετίζεται με φάρμακα.
- Υπερευαισθησία στο βαλπροϊκό.
- Ηπατική πορφύρα.
- Το βαλπροϊκό αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστές
μιτοχονδριακές διαταραχές προκαλούμενες από μεταλλάξεις στο
πυρηνικό γονίδιο που κωδικοποιεί το μιτοχονδριακό ένζυμο
πολυμεράση γάμμα, π.χ. σύνδρομο Alpers-Huttenlocher, καθώς και σε
παιδιά κάτω των δύο ετών για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι πάσχουν
από σχετιζόμενη με την πολυμεράση γάμμα διαταραχή (βλ.
παράγραφο 4.4).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
4.4.1 Προειδοποιήσεις
Ηπατική δυσλειτουργία
Συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζεται
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί περιπτώσεις σοβαρής ηπατικής βλάβης
μερικές φορές με θανατηφόρο έκβαση.
Η εμπειρία στη αντιμετώπιση της επιληψίας έχει δείξει ότι ασθενείς
κατεξοχήν υψηλού κινδύνου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις συγχορήγησης
αντισπασμωδικών, είναι βρέφη και μικρά παιδιά ηλικίας κάτω των τριών
ετών, με σοβαρές επιληπτικές διαταραχές, ιδιαιτέρως αυτά με
εγκεφαλική βλάβη, διανοητική καθυστέρηση και/ή συγγενή μεταβολική ή
εκφυλιστική ασθένεια. Μετά την ηλικία των τριών ετών, η συχνότητα
εμφάνισης, μειώνεται σημαντικά και προοδευτικά με την ηλικία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, παρόμοια ηπατική βλάβη συνέβη μέσα
στους πρώτους 6 μήνες της θεραπείας.
Ενδεικτικά συμπτώματα
Τα κλινικά συμπτώματα είναι σημαντικά για πρώιμη διάγνωση.
Ιδιαιτέρως οι ακόλουθοι 2 τύποι συμπτωμάτων που ενδέχεται να
προηγηθούν του ίκτερου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ειδικά σε
ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλ. παραπάνω:
«Συνθήκες κάτω από τις
οποίες εμφανίζεται»
).
- συνήθως παρουσιάζονται ξαφνικά γενικά συμπτώματα όχι
εξειδικευμένα, όπως αδυναμία, ανορεξία, οίδημα προσώπου,
λήθαργος, νωθρότητα και τα οποία ορισμένες φορές συνοδεύονται
από εμετούς κατ’ εξακολούθηση και κοιλιακό άλγος ή
- σε ασθενείς με επιληψία, υποτροπή των επιληπτικών κρίσεων.
3
Οι ασθενείς οι οικογένειες τους, αν είναι παιδιά), θα πρέπει να είναι
ενημερωμένοι έτσι ώστε να αναφέρουν αμέσως οποιαδήποτε από τα
συμπτώματα αυτά, αν συμβούν, στον γιατρό. Εξετάσεις οι οποίες θα
περιλαμβάνουν κλινική εξέταση και βιολογική αξιολόγηση της ηπατικής
λειτουργίας, θα πρέπει να γίνουν αμέσως.
Προσδιορισμός
Εξετάσεις ελέγχου της ηπατικής λειτουργίας θα πρέπει να γίνονται πριν
την έναρξη της θεραπείας και κατόπιν περιοδικά, κατά τους πρώτους 6
μήνες θεραπείας. Μεταξύ των συνηθισμένων ελέγχων, εξετάσεις οι
οποίες δείχνουν την πρωτεϊνική σύνθεση και ιδιαιτέρως το χρόνο
προθρομβίνης, είναι από τις πλέον σχετικές. Επιβεβαίωση ενός μη
φυσιολογικά χαμηλού χρόνου προθρομβίνης ιδιαιτέρως με συσχετισμό με
άλλες βιολογικές ανωμαλίες (σημαντική μείωση ινωδογόνου και
παραγόντων πήξεως, αυξημένα επίπεδα χολερυθρίνης και υψηλές
τρανσαμινάσες), απαιτούν διακοπή της θεραπείας με βαλπροϊκό. Σαν
μέτρο πρόληψης και σε περίπτωση που συγχορηγούνται σαλικυλικά, θα
πρέπει επίσης να διακοπούν μια και χρησιμοποιούν την ίδια μεταβολική
οδό.
Παγκρεατίτιδα
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί σοβαρή παγκρεατίτιδα που μπορεί να
οδηγήσει σε θάνατο. Τα μικρά παιδιά βρίσκονται σε ιδιαίτερο κίνδυνο, ο
οποίος μειώνεται με την ηλικία. Σοβαρές επιληπτικές κρίσεις,
νευρολογική επιδείνωση ή θεραπεία με συνδυασμό αντισπασμωδικών
φαρμάκων μπορεί να αποτελέσουν παράγοντες κινδύνου. Ηπατική
ανεπάρκεια σε συνδυασμό με παγκρεατίτιδα αυξάνει τον κίνδυνο
θανατηφόρου έκβασης.
Ασθενείς με οξύ κοιλιακό πόνο θα πρέπει να υποβληθούν σε άμεση
ιατρική εξέταση. Στην περίπτωση παγκρεατίτιδας, η θεραπεία με
βαλπροϊκό πρέπει να διακοπεί.
Υπνηλία σε ηλικιωμένους
Σε ηλικιωμένους ασθενείς παρατηρήθηκε τάση πρόκλησης υπνηλίας που
σχετιζόταν με μειωμένη λήψη τροφής, υγρών και απώλεια βάρους. Αυτοί
οι ασθενείς είχαν χαμηλότερη κάθαρση βαλπροϊκού και αυξημένη ΒUN.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς η αύξηση της δόσης πρέπει να γίνεται
σταδιακά και υπό στενή παρακολούθηση.
Κορίτσια/Έφηβες/Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία/Εγκυμοσύνη:
Το HEXAQUIN δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στα κορίτσια, τις έφηβες, τις
γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και τις έγκυες γυναίκες, εκτός αν οι
εναλλακτικές θεραπευτικές αγωγές είναι αναποτελεσματικές ή μη ανεκτές
λόγω του υψηλού τερατογόνου δυναμικού και του κινδύνου διαταραχών της
ανάπτυξης των βρεφών που εκτέθηκαν ενδομητρίως στο βαλπροϊκό. Το
όφελος και ο κίνδυνος πρέπει να επανεξετάζονται σε τακτικές αναθεωρήσεις
της θεραπευτικής αγωγής, κατά την εφηβεία και επειγόντως όταν μια γυναίκα
σε αναπαραγωγική ηλικία που αντιμετωπίζεται θεραπευτικά με το
HEXAQUIN σχεδιάζει μια εγκυμοσύνη ή εάν μείνει έγκυος.
4
Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να χρησιμοποιούν
αποτελεσματική αντισύλληψη κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής και
να είναι ενημερωμένες για τους κινδύνους που σχετίζονται με τη χρήση του
HEXAQUIN κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (βλ. παράγραφο 4.6).
Ο συνταγογράφος πρέπει να διασφαλίζει ότι παρέχεται στην ασθενή
κατανοητή πληροφόρηση για τους κινδύνους μαζί με τα σχετικά υλικά, όπως
το φυλλάδιο με τις πληροφορίες για τον ασθενή, ώστε να υποστηρίξει την
κατανόησή της για τους κινδύνους.
Ειδικότερα, ο συνταγογράφος πρέπει να διασφαλίζει ότι ο ασθενής κατανοεί:
• Τη φύση και το μέγεθος των κινδύνων της έκθεσης κατά την εγκυμοσύνη,
ιδιαίτερα τους τερατογόνους κινδύνους και τους κινδύνους διαταραχών της
ανάπτυξης.
• Την ανάγκη για χρήση αποτελεσματικής αντισύλληψης.
• Την ανάγκη για τακτική αναθεώρηση της θεραπευτικής αγωγής.
• Την ανάγκη για ταχύτατη συμβουλή του γιατρού της εάν σκέφτεται να
μείνει έγκυος ή αν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Στις γυναίκες που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες πρέπει να γίνουν όλες οι
προσπάθειες για μετάταξη σε κατάλληλη εναλλακτική θεραπευτική αγωγή
πριν από τη σύλληψη, εάν είναι δυνατό (βλ. παράγραφο 4.6).
Η θεραπεία με βαλπροϊκό πρέπει να συνεχίζεται μόνο αφού
επαναξιολογηθούν τα οφέλη και οι κίνδυνοι της θεραπευτικής αγωγής με
βαλπροϊκό για τον/την ασθενή από γιατρό με εμπειρία στη διαχείριση της
επιληψίας.
Αυτοκτονικός ιδεασμός και συμπεριφορά
Αυτοκτονικός ιδεασμός και συμπεριφορά έχουν αναφερθεί σε ασθενείς
υπό αγωγή με αντιεπιληπτικούς παράγοντες για διάφορες ενδείξεις. Μια
μετα-ανάλυση των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο
κλινικών μελετών αντιεπιληπτικών φαρμάκων έχει επίσης δείξει μικρή
αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης αυτοκτονικού ιδεασμού και
συμπεριφοράς. Οι μηχανισμοί ανάπτυξης αυτού του κινδύνου δεν είναι
γνωστοί.
Κατά συνέπεια οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για
συμπτώματα αυτοκτονικού ιδεασμού και συμπεριφορών και να
εφαρμόζεται η κατάλληλη θεραπεία. Συνιστάται στους ασθενείς (και
στους περιθάλποντες τους ασθενείς) να αναζητούν άμεσα ιατρική
συμβουλή σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων αυτοκτονικού
ιδεασμού ή συμπεριφοράς.
Ασθενείς με γνωστή ή υποπτευόμενη μιτοχονδριακή νόσο
Το βαλπροϊκό ενδέχεται να ενεργοποιήσει ή να επιδεινώσει κλινικές
ενδείξεις υποκείμενων μιτοχονδριακών νόσων προκαλούμενων από
μεταλλάξεις στο μιτοχονδριακό DNA και στο πυρηνικό κωδικοποιημένο
γονίδιο πολυμεράσης γάμμα. Ειδικότερα, σε ασθενείς με κληρονομικά
νευρομεταβολικά σύνδρομα προκαλούμενα από μεταλλάξεις στο
μιτοχονδριακό γονίδιο του ενζύμου πολυμεράση γάμμα, π.χ. σύνδρομο
5
Alpers-Huttenlocher, η συχνότητα αναφοράς οξείας ηπατικής
ανεπάρκειας προκαλούμενης από βαλπροϊκό και θανάτων ηπατικής
αιτιολογίας είναι μεγαλύτερη.
Η ύπαρξη διαταραχής σχετιζόμενης με την πολυμεράση γάμμα πρέπει να
πιθανολογείται σε ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό ή με συμπτώματα
ενδεικτικά μιας σχετιζόμενης με πολυμεράση γάμμα διαταραχής όπως,
μεταξύ άλλων, ανεξήγητη εγκεφαλοπάθεια, ανθεκτική επιληψία (εστιακή
μυοκλονική), επιληπτική κατάσταση (status epilepticus) κατά την
εκδήλωση της διαταραχής, καθυστέρηση στην ανάπτυξη, ψυχοκινητική
παλινδρόμηση, αισθητηριοκινητική αξονική νευροπάθεια, μυοπάθεια,
παρεγκεφαλιδική αταξία, οφθαλμοπληγία ή επιπλεγμένη ημικρανία με
ινιακή αύρα. Η εξέταση για τη μετάλλαξη πολυμεράσης γάμμα πρέπει να
διενεργείται σύμφωνα με την ισχύουσα κλινική πρακτική στη
διαγνωστική αξιολόγηση τέτοιων διαταραχών (βλ. παράγραφο 4.3).
4.4.2 Προφυλάξεις
- Εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας θα πρέπει να γίνονται πριν τη
θεραπεία
(βλ. παράγραφο 4.3 «Αντενδείξεις»)
και περιοδικά κατά την
διάρκεια των 6 πρώτων μηνών, ιδιαίτερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
(
βλ. παράγραφο 4.4.1 «Προειδοποιήσεις»
).
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αντιεπιληπτικά φάρμακα, μπορεί να
παρατηρηθεί ελαφρά αύξηση των ηπατικών ενζύμων, ιδιαιτέρως στην
αρχή της θεραπείας, η οποία είναι παροδική και μεμονωμένη, χωρίς
κάποια κλινική ένδειξη.
Στους ασθενείς αυτούς συνιστώνται περισσότερο εκτεταμένοι βιολογικοί
έλεγχοι (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου προθρομβίνης). Σε περίπτωση
που κριθεί αναγκαίο, μπορεί να γίνει προσαρμογή της δόσης και αν
χρειάζεται να επαναληφθούν οι εξετάσεις.
-
Παιδιά
: Η μονοθεραπεία συνίσταται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3
ετών, όταν τους χορηγείται βαλπροϊκό, αλλά το πιθανό όφελος του
βαλπροϊκού θα πρέπει να υπολογισθεί έναντι του κινδύνου ηπατικής
βλάβης ή παγκρεατίτιδας στους ασθενείς αυτούς πριν την έναρξη της
θεραπείας (
βλ.
παράγραφο. 4.4.1 «Προειδοποιήσεις»
).
Η συγχορήγηση των σαλικυλικών θα πρέπει να αποφεύγεται στα παιδιά
ηλικίας κάτω των 3 ετών λόγω κινδύνου ηπατικής τοξικότητας.
- Εξετάσεις αίματος (έμμορφα συστατικά αίματος, όπου περιλαμβάνεται
μέτρηση αιμοπεταλίων, χρόνου ροής και εξετάσεις πηκτικότητας)
συνιστώνται πριν την έναρξη της θεραπείας ή πριν το χειρουργείο,
καθώς επίσης και στην περίπτωση αυτόματων εκχυμώσεων ή
αιμορραγιών (βλ.
παράγραφο 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»).
-
Νεφρική ανεπάρκεια:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, ίσως είναι
απαραίτητο να μειωθεί η δοσολογία. Καθώς ο έλεγχος των
συγκεντρώσεων του πλάσματος μπορεί να είναι παραπλανητικός, η
δοσολογία θα πρέπει να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τον κλινικό έλεγχο.
(βλ. παράγραφο 5.2 «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες»).
- Παρόλο που πολύ σπάνια κατά τη χρήση βαλπροϊκού έχουν αναφερθεί
διαταραχές του ανοσοποιητικού, θα πρέπει να σταθμισθεί το πιθανό
όφελος έναντι του πιθανού κινδύνου σε ασθενείς με συστηματικό
ερυθηματώδη λύκο.
6
- Όταν υποψιαζόμαστε ενζυμική ανεπάρκεια του κύκλου της ουρίας, θα
πρέπει να γίνουν εξετάσεις μεταβολισμού, πριν την θεραπεία, λόγω του
κινδύνου υπεραμμωνιαιμίας με το βαλπροϊκό.
- Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο αύξησης
του βάρους τους κατά την έναρξη της θεραπείας και θα πρέπει να
λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να το ελαχιστοποιήσουν. (
βλ.
παράγραφο
4.8
)
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης.
4.5.1 Επιδράσεις του βαλπροϊκού σε άλλα φάρμακα
- Νευροληπτικά, αναστολείς ΜΑΟ, αντικαταθλιπτικά και
βενζοδιαζεπίνες
Το βαλπροϊκό μπορεί να ενισχύει την δράση άλλων ψυχοτρόπων, όπως τα
νευροληπτικά, οι αναστολείς ΜΑΟ, τα αντικαταθλιπτικά και οι
βενζοδιαζεπίνες. Γι’ αυτό συνιστάται κλινική παρακολούθηση και η
δοσολογία θα πρέπει να προσαρμοσθεί όπου απαιτείται.
- Φαινοβαρβιτάλη
Το βαλπροϊκό αυξάνει τις συγκεντρώσεις φαινοβαρβιτάλης στο πλάσμα
(λόγω αναστολής του ηπατικού καταβολισμού) οπότε μπορεί να
εμφανιστεί καταστολή, ειδικά σε παιδιά. Επομένως συνιστάται κλινική
παρακολούθηση καθ’ όλη την διάρκεια των πρώτων 15 ημερών της
συγχορήγησης με άμεση μείωση της δοσολογίας της φαινοβαρβιτάλης αν
παρατηρηθεί καταστολή και προσδιορισμό των επιπέδων της στο πλάσμα
όπου απαιτείται.
- Πριμιδόνη
Το βαλπροϊκό αυξάνει τα επίπεδα πριμιδόνης στο πλάσμα με επιδείνωση
των ανεπιθύμητων ενεργειών (όπως η καταστολή). Τα συμπτώματα αυτά
σταματάνε με τη μακροχρόνια χορήγηση. Συνιστάται κλινική
παρακολούθηση, ειδικά στην αρχή της συγχορήγησης, με προσαρμογή του
δοσολογικού σχήματος, όπου απαιτείται.
- Φαινυτοΐνη
Το βαλπροϊκό αυξάνει τη συνολική συγκέντρωση φαινυτοΐνης στο
πλάσμα. Επιπλέον το βαλπροϊκό αυξάνει την ελεύθερη φαινυτοΐνη με
πιθανά συμπτώματα υπερδοσολογίας (το βαλπροϊκό οξύ εκτοπίζει την
φαινυτοΐνη από τα σημεία σύνδεσής της στις πρωτεΐνες του πλάσματος
και μειώνει τον ηπατικό καταβολισμό της). Για τον λόγο αυτό
συνιστάται κλινική παρακολούθηση. Όταν προσδιορισθούν τα επίπεδα
φαινυτοΐνης στο πλάσμα, θα πρέπει να αξιολογηθεί η ελεύθερη μορφή.
- Καρβαμαζεπίνη
Κλινική τοξικότητα έχει αναφερθεί όταν το βαλπροϊκό χορηγήθηκε με
καρβαμαζεπίνη καθώς το βαλπροϊκό μπορεί να ενισχύσει την τοξική
δράση της καρβομαζεπίνης. Συνίσταται κλινική παρακολούθηση
ιδιαίτερα κατά την έναρξη της συνδυασμένης θεραπείας με ρύθμιση της
δόσης όπου απαιτείται.
-Λαμοτριγίνη
Ο κίνδυνος εξανθήματος μπορεί να αυξηθεί με συγχορήγηση
λαμοτριγίνης με βαλπροϊκό οξύ, όταν η λαμοτριγίνη προστίθεται στο
βαλπροϊκό οξύ.
7
Το βαλπροϊκό μπορεί να μειώσει τον μεταβολισμό της λαμοτριγίνης και
να αυξήσει τη μέση ημιπερίοδο ζωής της. Οι δόσεις θα πρέπει να
ρυθμίζονται (μείωση της δόσης λαμοτριγίνης) όπου είναι απαραίτητο.
- Ζιδοβουδίνη
Το βαλπροϊκό μπορεί να αυξήσει την συγκέντρωση της ζιδοβουδίνης στο
πλάσμα και να οδηγήσει σε αύξηση της τοξικότητας της ζιδοβουδίνης.
-Κλοζαπίνη, Αλοπεριδόλη, Λίθιο
Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις όταν το βαλπροϊκό
συγχορηγήθηκε με κλοζαπίνη και με αλοπεριδόλη.
Η συγχορήγηση βαλπροϊκού και λιθίου δεν φαίνεται να επηρεάζει τη
φαρμακοκινητική του λιθίου στη σταθεροποιημένη κατάσταση.
4.5.2 Επιδράσεις άλλων φαρμάκων στο βαλπροϊκό
Τα αντιεπιληπτικά που επάγουν ενζυμική δράση (συμπεριλαμβανομένης
της φαινυτοΐνης, της φαινοβαρβιτάλης και της καρβαμαζεπίνης)
μειώνουν τις συγκεντρώσεις βαλπροϊκού στον ορό. Σε περίπτωση
συνδυασμένης θεραπείας, το δοσολογικό σχήμα θα πρέπει να
προσαρμοστεί σύμφωνα με την κλινική ανταπόκριση και τα επίπεδα στο
αίμα. Από την άλλη πλευρά ο συνδυασμός φελβαμάτης και βαλπροϊκού
μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του βαλπροϊκού στον ορό. Η δοσολογία του
βαλπροϊκού θα πρέπει να παρακολουθείται.
Η μεφλοκίνη αυξάνει τον μεταβολισμό του βαλπροϊκού οξέος και έχει
σπασμογόνο δράση, για αυτό σε περίπτωση συνδυασμένης θεραπείας
μπορεί να παρατηρηθούν επιληπτικές κρίσεις.
Σε περίπτωση ταυτόχρονης χρήσης βαλπροϊκού και φαρμάκων με υψηλό
βαθμό σύνδεσης με τις πρωτεΐνες (ασπιρίνη), τα επίπεδα ελευθέρου
βαλπροϊκού στον όρο μπορεί να αυξηθούν.
Θα πρέπει να γίνεται λεπτομερής έλεγχος του χρόνου προθρομβίνης σε
περίπτωση ταυτόχρονης χρήσης αντιπηκτικών παραγόντων βιταμίνης Κ.
Τα επίπεδα βαλπροϊκού στον ορό μπορούν να αυξηθούν (σαν αποτέλεσμα
μειωμένου ηπατικού μεταβολισμού) σε περίπτωση συγχορήγησης με
σιμετιδίνη ή ερυθρομυκίνη.
Καρβαπενέμη: Έχει παρατηρηθεί μείωση των επιπέδων του βαλπροϊκού
στο αίμα, που μερικές φορές σχετίζεται με εμφάνιση σπασμών, όταν
συνδυάζεται με πανιπενέμη ή μεροπενέμη. Εάν πρέπει να χορηγηθούν
αυτά τα αντιβιοτικά, συνίσταται να γίνεται λεπτομερής έλεγχος των
επιπέδων του βαλπροϊκού στο αίμα.
Η ριφαμπικίνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του βαλπροϊκού στο αίμα
οδηγώντας σε έλλειψη θεραπευτικού αποτελέσματος. Συνεπώς, η ρύθμιση
της δοσολογίας του βαλπροϊκού μπορεί να είναι απαραίτητη όταν
συγχορηγείται με ριφαμπικίνη.
4.5.3 Άλλες αλληλεπιδράσεις
Ταυτόχρονη χορήγηση βαλπροϊκού και τοπιραμάτης έχει συσχετισθεί με
εγκεφαλοπάθεια και/ή υπεραμμωνιαμία. Οι ασθενείς στους οποίους
8
χορηγούνται αυτά τα δύο φάρμακα θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά για σημεία και συμπτώματα υπεραμμωνιαιμικής
εγκεφαλοπάθειας.
Το βαλπροϊκό συνήθως δεν επάγει ενζυμική δράση και συνεπώς δεν
μειώνει τη δράση των οιστρογονικών ή προγεστερονικών παραγόντων σε
γυναίκες που λαμβάνουν ορμονικά αντισυλληπτικά.
Επιτείνει την κατασταλτική δράση των ηρεμιστικών και του
οινοπνεύματος.
Μπορεί να επηρεάσει τις θυρεοειδικές δοκιμασίες.
Το βαλπροϊκό αποβάλλεται δια μέσου των νεφρών εν μέρει υπό μορφή
κετονικών σωμάτων και αυτό μπορεί να δώσει ψευδώς θετική αντίδραση
κετονικών σωμάτων στα ούρα σε διαβητικούς.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Το HEXAQUIN δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στα κορίτσια, τις έφηβες,
τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και τις έγκυες γυναίκες, εκτός
εάν οι άλλες θεραπευτικές αγωγές είναι αναποτελεσματικές ή μη
ανεκτές. Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να χρησιμοποιούν
αποτελεσματική αντισύλληψη κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής
αγωγής. Στις γυναίκες που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες πρέπει να
γίνουν όλες οι προσπάθειες για τη μετάταξη σε κατάλληλη εναλλακτική
θεραπευτική αγωγή πριν από τη σύλληψη, εάν είναι δυνατό.
Κίνδυνος Έκθεσης κατά την Κύηση σχετιζόμενος με το βαλπροϊκό
Τόσο η μονοθεραπεία με βαλπροϊκό, όσο και η πολυθεραπεία με
βαλπροϊκό σχετίζονται με εκβάσεις μη φυσιολογικής εγκυμοσύνης. Τα
διαθέσιμα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η αντιεπιληπτική πολυθεραπεία
συμπεριλαμβανομένου του βαλπροϊκού σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο
συγγενών δυσπλασιών από ότι η μονοθεραπεία με βαλπροϊκό.
Συγγενείς δυσπλασίες
Δεδομένα που προέκυψαν από μια μετα-ανάλυση (περιλαμβανομένων
μελετών καταγραφής και κοόρτης) έχει δείξει ότι το 10,73% των παιδιών
επιληπτικών γυναικών που εκτέθηκαν σε μονοθεραπεία με βαλπροϊκό
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης υποφέρει από συγγενείς δυσπλασίες
(95% CI: 8,16 -13,29). Αυτός είναι μεγαλύτερος κίνδυνος μειζόνων
δυσπλασιών από ότι για το γενικό πληθυσμό, για τον οποίο ο κίνδυνος
είναι περίπου 2-3%. Ο κίνδυνος είναι δοσοεξαρτώμενος, αλλά ο ουδός
της δόσης κάτω από τον οποία δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος δεν μπορεί
να τεκμηριωθεί.
Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν αυξημένη επίπτωση ελασσόνων και
μειζόνων δυσπλασιών. Οι πιο συχνοί τύποι δυσπλασιών περιλαμβάνουν
ανωμαλία του νευρικού σωλήνα, δυσμορφία του προσώπου, λαγώχειλο,
λυκόστομα, κρανιοσυνοστέωση, καρδιακές, νεφρικές και ουρογεννητικές
ανωμαλίες, ανωμαλίες άκρων (περιλαμβανομένης της αμφοτερόπλευρης
απλασίας της κερκίδας) και πολλαπλές ανωμαλίες που περιλαμβάνουν
διάφορα συστήματα του οργανισμού.
Διαταραχές της ανάπτυξης
9
Τα δεδομένα έχουν δείξει ότι η έκθεση στο βαλπροϊκό ενδομητρίως
μπορεί να έχει ανεπιθύμητες ενέργειες στη διανοητική και σωματική
ανάπτυξη των εκτεθειμένων παιδιών. Ο κίνδυνος φαίνεται να είναι
δοσοεξαρτώμενος αλλά ο ουδός της δόσης μια δόση ουδού κάτω από τον
οποίο δεν υπάρχει κίνδυνος, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει των
διαθέσιμων δεδομένων. Η ακριβής περίοδος κινδύνου της κύησης για
αυτές τις ενέργειες είναι αβέβαια και η πιθανότητα κινδύνου κατά τη
διάρκεια ολόκληρης της εγκυμοσύνης δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Μελέτες σε παιδιά προσχολικής ηλικίας που εκτέθηκαν ενδομητρίως στο
βαλπροϊκό έδειξαν ότι μέχρι 30-40% βιώνουν καθυστερήσεις στην
πρώιμη ανάπτυξή τους, όπως το να μιλούν και να περπατούν αργότερα,
χαμηλότερες διανοητικές ικανότητες, πτωχές γλωσσικές δεξιότητες
(ομιλία και κατανόηση) και προβλήματα μνήμης.
Το πηλίκο νοημοσύνης (IQ) που μετρήθηκε σε παιδιά σχολικής ηλικίας (6
ετών) με ιστορικό έκθεσης στο βαλπροϊκό ενδομητρίως ήταν κατά μέσο
όρο 7-10 πόντους χαμηλότερο από εκείνο των παιδιώνπου εκτέθηκαν σε
άλλα αντιεπιληπτικά. Αν και ο ρόλος παραγόντων σύγχυσης δεν μπορεί
να αποκλειστεί, υπάρχουν στοιχεία σε παιδιά που εκτέθηκαν στο
βαλπροϊκό ότι ο κίνδυνος διανοητικής δυσλειτουργίας ενδέχεται να είναι
ανεξάρτητος από το μητρικό IQ.
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα στις μακροχρόνιες εκβάσεις.
Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν στο
βαλπροϊκό ενδομητρίως είναι σε αυξημένο κίνδυνο φάσματος αυτιστικής
διαταραχής (κατά προσέγγιση τρεις φορές) και αυτισμό της παιδικής
ηλικίας (κατά προσέγγιση πέντε φορές) συγκρινόμενο με το γενικό
πληθυσμό της μελέτης.
Περιορισμένα δεδομένα υποδηλώνουν ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν στο
βαλπροϊκό ενδομητρίως ενδέχεται να είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν
συμπτώματα διαταραχής ελαττωματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
(ADHD).
Κορίτσια, έφηβες και γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία (βλ. παραπάνω
και παράγραφο 4.4)
Εάν μια Γυναίκα επιθυμεί να σχεδιάσει μια Κύηση
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι μητρικοί τονικοκλωνικοί
σπασμοί και η επιληπτική κατάσταση (status epilepticus) με υποξία
ενδέχεται να φέρουν ιδιαίτερο κίνδυνο θανάτου για τη μητέρα και το
αγέννητο παιδί.
Σε γυναίκες που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες ή που είναι έγκυες, η
θεραπεία με βαλπροϊκό πρέπει να επαναξιολογηθεί.
10
Σε γυναίκες που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες όλες οι προσπάθειες
πρέπει να γίνουν για τη μετάταξη σε κατάλληλη εναλλακτική
θεραπευτική αγωγή πριν από τη σύλληψη, εάν είναι δυνατό.
Η θεραπεία με βαλπροϊκό δεν πρέπει να διακόπτεται χωρίς
επαναξιολόγηση των οφελών και των κινδύνων της θεραπευτικής αγωγής
με το βαλπροϊκό για τον ασθενή από γιατρό με εμπειρία στη διαχείριση
της επιληψίας. Εάν βάσει μιας προσεκτικής αξιολόγησης των κινδύνων
και των οφελών η θεραπευτική αγωγή με βαλπροϊκό συνεχιστεί,
συνιστάται:
Να χρησιμοποιείται η ελάχιστη αποτελεσματική δόση και να
διαιρείται η ημερήσια δόση του βαλπροϊκού σε διάφορες μικρές δόσεις
που θα λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η χρήση μιας μορφής
παρατεταμένης αποδέσμευσης ενδέχεται να είναι προτιμότερη έναντι
άλλων μορφών θεραπευτικής αγωγής, ώστε να αποφευχθούν υψηλές
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
Συμπλήρωμα φυλλικού οξέος πριν από την εγκυμοσύνη ενδέχεται να
μειώσει τον κίνδυνο ανωμαλίας του νευρικού σωλήνα συχνά σε όλες τις
κυήσεις. Ωστόσο, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν υποδηλώνουν ότι
προλαμβάνει τις γενετικές ανωμαλίες ή τις δυσπλασίες λόγω της
έκθεσης στο βαλπροϊκό.
Να καθιερώνεται ειδικευμένη προγεννητική παρακολούθηση
προκειμένου να ανιχνεύεται πιθανή εμφάνιση ανωμαλίας του νευρικού
σωλήνα ή άλλων δυσπλασιών.
Κίνδυνος για το νεογνό
Περιστατικά αιμορραγικού συνδρόμου έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια
σε νεογνά των οποίων οι μητέρες έλαβαν βαλπροϊκό κατά την
εγκυμοσύνη. Αυτό το αιμορραγικό σύνδρομο σχετίζεται με θρομβοπενία,
υποϊνωδογοναιμία και/ή με μείωση σε άλλους παράγοντες πηκτικότητας.
Ανινωδογοναιμία έχει επίσης αναφερθεί και ενδέχεται να είναι
θανατηφόρος. Ωστόσο, το σύνδρομο αυτό πρέπει να διακρίνεται από τη
μείωση των παραγόντων βιταμίνης Κ που επάγεται από τη
φαινοβαρβιτάλη και ενζυματικούς επαγωγείς. Επομένως, ο αριθμός
αιμοπεταλίων, το επίπεδο ινωδογόνου στο πλάσμα, οι εξετάσεις
πηκτικότητας και οι παράγοντες πηκτικότητας πρέπει να διερευνούνται
στα νεογνά.
Περιστατικά υπογλυκαιμίας έχουν αναφερθεί σε νεογνά των οποίων οι
μητέρες είχαν λάβει βαλπροϊκό κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης
τους.
Περιστατικά υποθυρεοειδισμού έχουν αναφερθεί σε νεογνά των
οποίων οι μητέρες έχουν λάβει βαλπροϊκό κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης.
11
Σύνδρομο από απόσυρση φαρμάκου (όπως, ιδιαίτερα, διέγερση,
ευερεθιστότητα, υπερευερεθιστότητα, νευρικότητα, υπερκινησία,
διαταραχές του τόνου, τρόμος, σπασμοί, διαταραχή πρόσληψης τροφής)
ενδέχεται να συμβεί σε νεογνά των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει
βαλπροϊκό κατά το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης τους.
Θηλασμός
Το βαλπροϊκό απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα με μια συγκέντρωση που
κυμαίνεται από 1% έως 10% των μητρικών επιπέδων στον ορό.
Αιματολογικές διαταραχές έχουν παρουσιαστεί σε θηλάζοντα νεογνά/
βρέφη γυναικών που έχουν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά (βλ. παράγραφο
4.8).
Μια απόφαση πρέπει να ληφθεί για το αν πρέπει να διακοπεί ο θηλασμός
ή να διακοπεί/αποφευχθεί η θεραπεία του HEXAQUIN λαμβάνοντας υπόψη
το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας για τη
γυναίκα.
Γονιμότητα
Αμηνόρροια, πολυκυστικές ωοθήκες και αυξημένα επίπεδα
τεστοστερόνης έχουν αναφερθεί σε γυναίκες που χρησιμοποιούν
βαλπροϊκό (βλ. παράγραφο 4.8). H χορήγηση βαλπροϊκού ενδέχεται
επίσης, να επηρεάσει δυσμενώς τη γονιμότητα στους άνδρες (βλ.
παράγραφο 4.8). Αναφορές περιστατικών υποδεικνύουν ότι οι
δυσλειτουργίες της γονιμότητας είναι αναστρέψιμες μετά από τη
διακοπή της θεραπευτικής αγωγής.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο υπνηλίας
ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θεραπείας με συνδυασμό αντισπασμωδικών ή
συνδυασμού με κατασταλτικά του ΚΝΣ και οινοπνευματώδη.
(βλ.
παράγραφο 4.5 «Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης»).
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Συγγενείς δυσπλασίες και διαταραχές ανάπτυξης
(βλ.
παραγράφους 4.4
και παρ. 4.6
).
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Σπάνιες (≥ 0,01 και < 0,1%): ηπατική βλάβη (βλ.
παράγραφο 4.4.1
Προειδοποιήσεις
)
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Ναυτία*, άλγος άνω κοιλιακής χώρας, διάρροια, συχνά εμφανίζονται σε
ορισμένους ασθενείς κατά την έναρξη της θεραπείας, αλλά συνήθως
εξαφανίζονται μετά από μερικές ημέρες χωρίς τη διακοπή της θεραπείας.
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): παγκρεατίτιδα, ορισμένες φορές θανατηφόρος
(
βλ. παράγραφο 4.4.1 Προειδοποιήσεις
).
* Επίσης παρατηρείται λίγα λεπτά μετά την ενδοφλέβια ένεση με
αυτόματη υποχώρηση εντός μερικών λεπτών.
12
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες (≥ 0,01 και < 0,1%): Παχυσαρκία
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): υπονατριαιμία
Σύνδρομο Απρόσφορης Έκκρισης Αντιδιουρητικής Ορμόνης (Syndrome of
Inappropriate Secretion of ADH - SIADH).
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Όχι συχνές (≥ 0,1 και < 1%): αταξία
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): αναστρέψιμη άνοια που σχετίζεται με
αναστρέψιμη εγκεφαλική ατροφία.
Ορισμένα περιστατικά λήθαργου που κάποιες φορές οδηγούν σε παροδικό
κώμα/εγκεφαλοπάθεια. Ήταν μεμονωμένα περιστατικά ή σχετίζονταν με
μία αύξηση της εμφάνισης σπασμών κατά τη διάρκεια της θεραπείας, και
μειώθηκαν με τη διακοπή της θεραπείας ή τη μείωση της δοσολογίας.
Αυτά τα περιστατικά κυρίως συνέβησαν κατά τη διάρκεια συνδυαστικής
θεραπείας (ιδιαίτερα με φαινοβαρβιτάλη ή τοπιραμάτη) ή μετά από μία
αιφνίδια αύξηση των δόσεων του βαλπροϊκού.
Μεμονωμένα περιστατικά αναστρέψιμου παρκινσονισμού.
Παροδικός ή/και δοσο-σχετιζόμενος ήπιος τρόμος στάσης και υπνηλία.
Περιστατικά μεμονωμένης και μέτριας υπεραμμωνιαιμίας χωρίς
μεταβολή στις δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας μπορεί να εμφανιστούν
συχνά και δε θα πρέπει να προκαλούν διακοπή της θεραπείας.
Υπεραμμωνιαιμία που σχετίζεται με νευρολογικά συμπτώματα έχει
επίσης αναφερθεί. Σε τέτοια περιστατικά θα πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών (βλ.
παρ. 4.4.2 Προφυλάξεις
).
Όταν το HEXAQUIN χορηγείται ενδοφλεβίως, μπορεί να εμφανιστεί ζάλη
λίγα λεπτά μετά την ένεση, η οποία υποχωρεί αυτόματα εντός μερικών
λεπτών.
Συγγενείς, οικογενείς και γενετικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.6.1
Κύηση)
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνή εμφάνιση θρομβοκυτταροπενίας (βλ.
παράγραφο 4.4.2
Προφυλάξεις
).
Σπάνιες (≥ 0,01 και < 0,1%): περιστατικά αναιμίας, λευκοπενίας ή
πανκυτταροπενίας.
Ανεπάρκεια του μυελού των οστών, συμπεριλαμβανομένης αμιγούς
απλασίας της ερυθράς σειράς.
Ακοκκιοκυτταραιμία.
Μεμονωμένη μείωση του ινωδογόνου στο αίμα και παρατεταμένος
χρόνος προθρομβίνης έχουν αναφερθεί, συνήθως χωρίς σχετιζόμενα
κλινικά σημεία και ιδιαιτέρως σε υψηλές δόσεις (το βαλπροϊκό νάτριο
έχει μία ανασταλτική επίδραση στη δεύτερη φάση της συσσώρευσης των
αιμοπεταλίων) (
βλ. επίσης παράγραφο 4.6.1 Κύηση
).
13
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: διαταραχές των ονύχων και της κοίτης των ονύχων
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-
Johnson, πολύμορφο ερύθημα.
Εξάνθημα.
Παροδική ή/και δόσο-σχετιζόμενη αλωπεκία έχει συχνά αναφερθεί.
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Αμηνόρροια και δυσμηνόρροια
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σύγχυση
Αγγειακές διαταραχές
Αγγειίτιδα
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Σπάνιες (≥ 0,01 και < 0,1%): απώλεια ακοής, είτε αναστρέψιμη είτε μη
αναστρέψιμη.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): ενούρηση.
Έχουν υπάρξει μεμονωμένες αναφορές εμφάνισης αναστρέψιμου
συνδρόμου Fanconi, αλλά ο τρόπος δράσης είναι ακόμη ασαφής.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Aγγειοοίδημα, σύνδρομο φαρμακευτικού εξανθήματος με ηωσινοφιλία
και συστηματικά συμπτώματα (Drug Rash with Eosinophilia and Systemic
Symptoms - DRESS), αλλεργικές αντιδράσεις.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ σπάνιες (< 0,01%): μη σοβαρό περιφερικό οίδημα
Αύξηση του σωματικού βάρους. Η αύξηση του σωματικού βάρους
αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου εμφάνισης συνδρόμου πολυκυστικών
ωοθηκών και θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά (βλ.
παρ. 4.4.2
Προφυλάξεις
).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό
Οργανισμό Φαρμάκων Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ:
+ 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος:
http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
14
Ευρήματα οξείας εκτεταμένης υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν συνήθως
κώμα με μυϊκή υποτονία, μειωμένα αντανακλαστικά, μύση, μειωμένη
αναπνευστική λειτουργία, μεταβολική οξέωση.
Έχουν σημειωθεί θάνατοι μετά από εκτεταμένη υπερδοσολογία, παρόλα
ταύτα συχνά το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό.
Μπορεί, παρόλα ταύτα, τα συμπτώματα να είναι μεταβλητά και
επιληπτικές κρίσεις έχουν αναφερθεί παρουσία πολύ υψηλών επιπέδων
στο πλάσμα. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ενδοκρανιακής υπέρτασης
που σχετίζονται με εγκεφαλικό οίδημα.
Αντιμετώπιση
Η νοσοκομειακή αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας θα πρέπει να είναι
συμπτωματική: πλύση στομάχου, μπορεί να είναι χρήσιμο να γίνεται
μέχρι και 10-12 ώρες μετά τη λήψη, καρδιοαναπνευστική
παρακολούθηση.
Σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία η
ναλοξόνη.
Σε περίπτωση εκτεταμένης υπερδοσολογίας, έχουν χρησιμοποιηθεί με
επιτυχία αιμοδιύλιση και αιμοδιήθηση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιεπιληπικό ευρέος φάσματος.
Κωδικός ATC: N03AG01
Το βαλπροϊκό επιδρά κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Φαρμακολογικές μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι το βαλπροϊκό έχει
αντισπασμωδικές ιδιότητες σε διάφορα μοντέλα πειραματικής επιληψίας
(γενικευμένες και εστιακές επιληπτικές κρίσεις).
Σε ανθρώπους, το βαλπροϊκό, έχει επίσης δείξει αντιεπιληπτική
δραστηριότητα σε διαφόρους τύπους επιληψίας. Ο βασικός μηχανισμός
δράσης του φαίνεται να συνδέεται με την ενίσχυση της GABAεργικής
οδού.
- Το βαλπροϊκό νάτριο έχει δείξει ότι διεγείρει την αντιγραφή του ιού
HIV-1 σε ορισμένες in vitro μελέτες. Ωστόσο αυτό το αποτέλεσμα είναι
μέτριο, ασταθές, μη συσχετιζόμενο με την δοσολογία, και δεν έχει
αναφερθεί σε ασθενείς.
Αν και δεν έχει διεξαχθεί κάποια τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή κλινική
μελέτη, το ενδοφλεβίως χορηγούμενο βαλπροϊκό οξύ έχει καταδειχθεί, σε
δημοσιευμένες ανοιχτές προοπτικές και αναδρομικές μελέτες, ότι είναι
αποτελεσματικό στη θεραπεία της επιληπτικής κατάστασης (status
epilepticus) σε ασθενείς στους οποίους προηγούμενες συμβατικές
θεραπείες πρώτης γραμμής, όπως οι βενζοδιαζεπίνες και η φαινυτοΐνη,
έχουν αποτύχει.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
15
- Η βιοδιαθεσιμότητα του βαλπροϊκού νατρίου πλησιάζει το 100% μετά
από του στόματος χορήγηση.
- Ο όγκος κατανομής περιορίζεται βασικά στο αίμα και το υγρό ταχείας
εξωκυτταρικής ανταλλαγής. Η συγκέντρωση του βαλπροϊκού οξέος στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό πλησιάζει την συγκέντρωση του ελεύθερου στο
πλάσμα. Το βαλπροϊκό διαπερνά τον πλακούντα. Όταν χορηγείται σε
γυναίκες που θηλάζουν, απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, σε πολύ
χαμηλές συγκεντρώσεις (μεταξύ 1 και 10% της συνολικής συγκέντρωσης
στον ορό).
- Τα θεραπευτικά επίπεδα στο πλάσμα επιτυγχάνονται σε σύντομο
χρονικό διάστημα (3-4 ημέρες) μετά την από του στόματος χορήγηση.
Στην ενδοφλέβια χορήγηση, τα θεραπευτικά επίπεδα στο πλάσμα
μπορούν να επιτευχθούν σε λίγα λεπτά και μετά να διατηρηθούν με
ενδοφλέβια έγχυση.
- Το βαλπροϊκό συνδέεται σε μεγάλη έκταση με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες είναι δοσοεξαρτώμενη και
ανάλογη με τις διαθέσιμες προς κορεσμό πρωτεΐνες.
- Το μόριο του βαλπροϊκού μπορεί να απομακρυνθεί με διύλιση αλλά μόνο
η ελεύθερη μορφή (περίπου 10%) απεκκρίνεται.
- Αντίθετα από τα άλλα αντιεπιληπτικά, το βαλπροϊκό νάτριο δεν
αυξάνει ούτε την αυτοδιάσπασή του, ούτε των άλλων παραγόντων όπως
τα οιστρογόνα ή η προγεστερόνη. Αυτό οφείλεται στην απουσία
ενζυμικής δράσης που να περιλαμβάνει το κυτόχρωμα P450.
- H ημιπερίοδος ζωής είναι περίπου 8 με 20 ώρες. Συνήθως είναι
μικρότερη στα παιδιά.
- Το βαλπροϊκό απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα, ακολουθώντας τον
μεταβολισμό μέσω γλυκουρονικής σύζευξης και β-οξείδωσης.
5.3 Προκλινικά μδεδο ένα για την ασφάλεια
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι το βαλπροϊκό προκαλεί τερατογένεση.
Μελέτες σε επίμυες και εγκύους γυναίκες έδειξαν μεταφορά του
φαρμάκου στον πλακούντα. Δόσεις μεγαλύτερες από 65 mg/kg/ημέρα σε
εγκύους επίμυες και μυς προκάλεσαν σκελετικές ανωμαλίες στο κύημα,
κυρίως στις πλευρές και τους σπονδύλους. Δόσεις μεγαλύτερες από 150
mg/kg/ημέρα σε έγκυα κουνέλια, προκάλεσαν απορρόφηση του εμβρύου
και (κυρίως) ανωμαλίες των μαλακών μορίων του κυήματος. Στους
επίμυες παρατηρήθηκε δοσοεξαρτώμενη καθυστέρηση στην έναρξη του
τοκετού. Η μεταγεννητική ανάπτυξη και επιβίωση του απογόνου
επηρεάστηκε αρνητικά, ιδιαίτερα όταν το φάρμακο χορηγήθηκε καθ’ όλη
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην αρχή της γαλουχίας.
Ογκογένεση: Δόσεις βαλπροϊκού οξέος 0,80 και 170 mg/kg/ημέρα
χορηγήθηκαν επί 2 χρόνια σε επίμυες και μυς. Ποικίλα νεοπλάσματα
παρατηρήθηκαν και στα 2 είδη. Τα κυριότερα ευρήματα περιελάμβαναν
αύξηση της συχνότητας εμφάνισης υποδορίου ινοσαρκώματος σε άρρενες
επίμυες που πήραν υψηλές δόσεις βαλπροϊκού οξέος καθώς και μια
στατιστικά σημαντική δοσοεξαρτώμενη τάση ανάπτυξης καλοηθών
πνευμονικών αδενωμάτων σε άρρενες μυς που πήραν βαλπροϊκό οξύ. Η
σημασία των ευρημάτων αυτών για τον άνθρωπο δεν είναι γνωστή.
16
Μεταλλαξιγένεση: Μελέτες του βαλπροϊκού που έγιναν σε βακτήρια και
κύτταρα θηλαστικών , δεν έδειξαν ότι το βαλπροϊκό είναι δυνητικά
μεταλλαξιογόνο.
Επίδραση στη γονιμότητα: Μελέτες χρόνιας τοξικότητας σε νεαρούς και
ενήλικες επίμυες και σκύλους, έδειξαν μειωμένη σπερματογένεση και
ατροφία των όρχεων με δόσεις μεγαλύτερες από 200mg/kg/ημέρα στους
επίμυες και μεγαλύτερες από 90 mg/kg/ημέρα στους σκύλους. Μελέτες
γονιμότητας σε επίμυες, με δόσεις έως 350mg/kg/ημέρα επί 60ημέρες, δεν
είχαν επίδραση στη γονιμότητα. Η επίδραση του βαλπροϊκού στην
ανάπτυξη των όρχεων και στη σπερματογένεση και γονιμότητα του
ανθρώπου, είναι άγνωστη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δεν περιέχονται έκδοχα.
Σύνθεση διαλύτη: Ύδωρ ενέσιμο
6.2 Ασυμβατότητες
Βλ. παράγραφο 4.2. «Οδηγίες χρήσης και χειρισμού».
6.3 Διάρκεια ζωής
Κόνις και διαλύτης: 36 μήνες
Μετά την ανασύσταση: 24 ώρες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25
ο
C
Μετά την ανασύσταση: Φυλάσσεται σε ψυγείο (2-8
ο
C)
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Λυόφιλη σκόνη
Διαυγές γυάλινο φιαλίδιο τύπου Ι με ελαστικό πώμα ασφαλισμένο με
δακτύλιο αλουμινίου.
Διαλύτης
Διαυγής γυάλινη φύσιγγα τύπου Ι.
Χαρτονένιο κουτί που φέρει όλες τις υποχρεωτικές πληροφορίες και
περιέχει 4 γυάλινα φιαλίδια, 4 γυάλινες φύσιγγες και την οδηγία χρήσης.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
17
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
DEMO ΑΒΕΕ Βιομηχανία Φαρμάκων
21
ο
χλμ Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας
14568 Κρυονέρι, Αττικής, Ελλάδα
Τηλ: +30 210 8161802
Φαξ: +30 210 8161587
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
48158/30-07-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
28-03-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18