ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Impalon 2 mg/ml πόσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml περιέχει rivastigmine hydrogen tartrate που αντιστοιχεί σε 2,0 mg
βάσης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμο διάλυμα.
Διαυγές, κίτρινο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική θεραπεία ήπιας έως μέτριας βαρύτητας άνοιας Alzheimer.
Συμπτωματική θεραπεία ήπιας έως μέτριας βαρύτητας άνοιας σε ασθενείς με
ιδιοπαθή νόσο του Parkinson.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας θα πρέπει να γίνεται από ιατρό με
εμπειρία στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της άνοιας Alzheimer ή
της άνοιας που σχετίζεται με την νόσο του Parkinson. Η διάγνωση θα πρέπει να
τίθεται σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες. Η χορήγηση
θεραπείας με rivastigmine θα πρέπει να αρχίζει μόνο εφ’ όσον υπάρχει κάποιο
άτομο που θα φροντίζει τον ασθενή και θα εποπτεύει τακτικά τη λήψη του
φαρμακευτικού προϊόντος από αυτόν.
Δοσολογία
Το πόσιμο διάλυμα της ριβαστιγμίνης θα πρέπει να χορηγείται δύο φορές την
ημέρα, με το πρόγευμα και το βραδινό γεύμα. Η ποσότητα διαλύματος που έχει
ορίσει ο γιατρός θα πρέπει να αφαιρείται από τον περιέκτη με τη βοήθεια της
δοσιμετρικής σύριγγας που παρέχεται μαζί. Το πόσιμο διάλυμα rivastigmine
μπορεί να καταποθεί απ’ ευθείας από τη σύριγγα. Το πόσιμο διάλυμα rivastigmine
και τα καψάκια rivastigmine μπορούν να εναλλάσσονται σε ίσες δόσεις.
Εναρκτήρια δόση
1,5 mg δύο φορές ημερησίως.
Προσδιορισμός δόσης
Η εναρκτήρια δόση είναι 1,5 mg δύο φορές ημερησίως. Αν η δόση αυτή γίνει καλά
ανεκτή ύστερα από τουλάχιστον δύο εβδομάδες θεραπείας, η δοσολογία μπορεί
να αυξηθεί σε 3 mg δύο φορές ημερησίως. Αφού διατηρηθεί σε αυτό το
δοσολογικό επίπεδο επί τουλάχιστον 2 εβδομάδες, μπορεί να εξετάζεται το
ενδεχόμενο διαδοχικής αύξησης σε 4,5 mg και ακολούθως σε 6 mg δύο φορές
ημερησίως, εφ’ όσον είναι καλή η ανοχή στην παρούσα δόση.
Εάν παρατηρηθούν ανεπιθύμητες αντιδράσεις (π.χ. ναυτία, έμετος, κοιλιακό
άλγος ή απώλεια όρεξης), μείωση βάρους ή επιδείνωση των εξωπυραμιδικών
συμπτωμάτων (π.χ. τρόμος) σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του
Parkinson κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτές ενδέχεται να υποχωρήσουν
όταν παραλειφθεί μία ή περισσότερες δόσεις. Εάν εμμένουν, τότε η ημερήσια
δόση πρέπει προσωρινά να μειωθεί στο αμέσως προηγούμενο δοσολογικό επίπεδο
που έγινε καλά ανεκτό ή να διακοπεί η θεραπεία.
Δόση συντήρησης
Η αποτελεσματική δόση είναι 3 έως 6 mg, δύο φορές ημερησίως. Για την
επίτευξη του μέγιστου θεραπευτικού οφέλους, οι ασθενείς θα πρέπει να
διατηρούνται στη μέγιστη καλά ανεκτή δόση. Η συνιστώμενη μέγιστη ημερήσια
δόση είναι 6 mg δύο φορές ημερησίως.
Η θεραπεία συντήρησης μπορεί να συνεχισθεί για όσο διάστημα υπάρχει
θεραπευτικό όφελος για τον ασθενή. Για το λόγο αυτό, το κλινικό όφελος της
rivastigmine θα πρέπει να εκτιμάται εκ νέου ανά τακτά χρονικά διαστήματα
ειδικά στους ασθενείς που λαμβάνουν δόσεις μικρότερες από 3 mg, δύο φορές
ημερησίως. Εάν μετά από 3 μήνες θεραπείας με τη δόση συντήρησης η μείωση
της συχνότητας των συμπτωμάτων άνοιας δεν έχει μεταβληθεί ικανοποιητικά, η
θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπ’ όψιν το
ενδεχόμενο της διακοπής της θεραπείας, εφ’ όσον δεν φαίνονται πλέον ενδείξεις
θεραπευτικής δράσης.
Η ατομική ανταπόκριση στη rivastigmine δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ωστόσο,
αυξημένο θεραπευτικό αποτέλεσμα είχε φανεί σε ασθενείς με νόσο του Parkinson
με μέτρια άνοια. Ομοίως μεγαλύτερο όφελος έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με
νόσο του Parkinson με οπτικές παραισθήσεις (βλ. παράγραφο 5.1).
Δεν έχει μελετηθεί το αποτέλεσμα της δράσης σε ελεγχόμενες έναντι placebo
μελέτες διάρκειας πάνω από 6 μήνες.
Επανέναρξη της θεραπείας
Εάν η θεραπευτική αγωγή διακοπεί για αρκετές μέρες η επανέναρξη θα πρέπει να
γίνεται με 1,5 mg δύο φορές ημερησίως. Ο προσδιορισμός της δόσης θα πρέπει
να γίνεται όπως περιγράφεται πιο πάνω.
Νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια. Ωστόσο, λόγω αυξημένης έκθεσης θα πρέπει σε
αυτό τον πληθυσμό να τηρούνται επακριβώς οι συστάσεις για τον προσδιορισμό
της δόσης ανάλογα με την ατομική ανεκτικότητα καθώς οι ασθενείς με κλινικά
σημαντική νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια ενδέχεται να αντιμετωπίσουν
περισσότερες ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια δεν έχουν μελετηθεί (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχει σχετική χρήση του Impalon στον παιδιατρικό πληθυσμό για τη
θεραπεία της νόσου του Alzheimer.
4.3 Αντενδείξεις
Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος αντενδείκνυται σε ασθενείς με
γνωστή υπερευαισθησία στην δραστική ουσία rivastigmine, σε άλλα καρβαμικά
παράγωγα ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Προηγούμενο ιστορικό αντιδράσεων της θέσης εφαρμογής καταδεικνύοντας
πιθανή αλλεργική δερματίτιδα από επαφή με έμπλαστρο rivastigmine (βλ.
παράγραφο 4.4).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η συχνότητα και σοβαρότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων αυξάνει γενικά με
τις μεγαλύτερες δόσεις. Εάν η θεραπευτική αγωγή διακοπεί για αρκετές μέρες η
επανέναρξη θα πρέπει να γίνεται με 1,5 mg δύο φορές ημερησίως ώστε να
μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών (π.χ. περιστατικό
εμέτου).
Αντιδράσεις στη θέση εφαρμογής μπορεί να εμφανιστούν με έμπλαστρα
rivastigmine και είναι συνήθως ήπιας εώς μέτριας έντασης. Αυτές οι αντιδράσεις
δεν αποτελούν από μόνες τους ένδειξη ευαισθητοποίησης. Όμως, η χρήση
εμπλάστρου rivastigmine μπορεί να οδηγήσει σε αλλεργική δερματίτιδα από
επαφή.
Σε περίπτωση που οι αντιδράσεις της θέσης εφαρμογής εξαπλώνονται πέρα από
το μέγεθος του εμπλάστρου, σε περίπτωση σημείων πιο έντονης τοπικής
αντίδρασης (π.χ. αυξανόμενο ερύθημα, οίδημα, βλατίδες, φυσαλλίδες) και σε
περίπτωση που τα συμπτώματα δεν βελτιώνονται σημαντικά εντός 48 ωρών μετά
την αφαίρεση του εμπλάστρου, θα πρέπει να θεωρηθεί πιθανή η αλλεργική
δερματίτιδα από επαφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία θα πρέπει να
διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.3).
Ασθενείς οι οποίοι παρουσιάζουν αντιδράσεις της θέσης εφαρμογής που
υποδηλώνουν αλλεργική δερματίτιδα από επαφή με έμπλαστρο rivastigmine και οι
οποίοι εξακολουθούν να χρειάζονται θεραπεία με rivastigmine θα πρέπει να
μεταβούν σε από του στόματος θεραπεία με rivastigmine μόνο μετά από μια
αρνητική δοκιμασία αλλεργίας και κάτω απο στενή ιατρική παρακολούθηση.
Είναι πιθανόν μερικοί ασθενείς ευαίσθητοποιημένοι στην rivastigmine μετά από
έκθεση σε έμπλαστρο rivastigmine να μην μπορούν να λάβουν rivastigmine σε
οποιδήποτε μορφή.
Έχουν γίνει σπάνιες αναφορές μετά την κυκλοφορία για ασθενείς οι οποίοι
αντιμετώπισαν γενικευμένες δερματικές αντιδράσεις υπερευθαισθησίας κατά την
χορήγηση rivastigmine, ανεξαρτήτως της οδού χορήγησης (απο του στόματος,
διαδερμικά). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί (βλ.
παράγραφο 4.3).
Θα πρέπει να δίνονται οι κατάλληλες οδηγίες στους ασθενείς και τους
φροντιστές.
Προσδιορισμός δοσολογίας: Αμέσως μετά την αύξηση της δόσης έχουν
παρατηρηθεί ανεπιθύμητες αντιδράσεις (π.χ. υπέρταση και παραισθήσεις σε
ασθενείς με άνοια Alzheimer και επιδείνωση των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων,
ιδιαίτερα τον τρόμο, σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του Parkinson).
Πιθανά με την μείωση της δοσολογίας αυτές να υποχωρούν. Σε άλλες
περιπτώσεις, το Impalon έχει διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.8).
Γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος και διάρροια είναι
δοσοεξαρτώμενες, και μπορεί να εμφανισθούν ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας ή/και κατά την αύξηση της δοσολογίας (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτές οι
ανεπιθύμητες αντιδράσεις εμφανίζονται πιο συχνά σε γυναίκες. Οι ασθενείς που
εμφανίζουν αυτά τα σημεία ή συμπτώματα αφυδάτωσης από παρατεταμένο έμετο
ή διάρροια μπορούν να αντιμετωπίζονται με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και
μείωση της δόσης ή διακοπή της χορήγησης εάν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί
έγκαιρα. Η αφυδάτωση μπορεί να συσχετιστεί με σοβαρές συνέπειες.
Οι ασθενείς με νόσο Alzheimer μπορεί να χάνουν βάρος. Οι αναστολείς της
ακετυλοχολινεστεράσης, συμπεριλαμβανόμενης της rivastigmine, έχουν
συσχετισθεί με απώλεια βάρους σε αυτούς τους ασθενείς. Κατά την διάρκεια της
αγωγής, το βάρος του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται.
Στην περίπτωση έντονου εμέτου σχετιζόμενου με τη θεραπεία με rivastigmine,
πρέπει να γίνεται κατάλληλη προσαρμογή της δοσολογίας όπως συνιστάται στην
παράγραφο 4.2. Μερικές περιπτώσεις έντονου εμέτου συνδυάστηκαν με ρήξη του
οισοφάγου (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτές οι εκδηλώσεις φαίνεται να
παρουσιάζονται ιδιαίτερα μετά από αυξήσεις της δοσολογίας ή υψηλές δόσεις
της rivastigmine.
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση της rivastigmine σε ασθενείς με σύνδρομο
νοσούντος φλεβοκόμβου ή διαταραχές της καρδιακής αγωγιμότητας
(φλεβοκομβο-κολπικός αποκλεισμός, κολποκοιλιακός αποκλεισμός.) (βλ.
παράγραφο 4.8).
Η rivastigmine ενδέχεται να προκαλέσει αυξημένες εκκρίσεις γαστρικού οξέος.
Απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με ενεργά
γαστρικά έλκη ή έλκη του δωδεκαδάκτυλου ή ασθενών που εμφανίζουν
προδιάθεση σε τέτοια νοσήματα.
Οι αναστολείς χολινεστεράσης θα πρέπει να συνταγογραφούνται με προσοχή σε
ασθενείς με ιστορικό άσθματος ή αποφρακτικής πνευμονικής νόσου.
Οι χολινομιμητικές ενώσεις ενδέχεται να επαγάγουν ή να επιδεινώνουν
φαινόμενα όπως την απόφραξη ουροφόρων οδών και τις επιληπτικές κρίσεις.
Συνιστάται προσοχή κατά την θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με προδιάθεση
γι αυτού του είδους τα νοσήματα.
Ένα από τα έκδοχα του Impalon πόσιμο διάλυμα είναι το βενζοϊκό νάτριο. Το
βενζοϊκό οξύ ερεθίζει σε ήπιο βαθμό το δέρμα, τα μάτια και τον υμένα του
βλεννογόνου.
Η χρήση της rivastigmine σε ασθενείς με βαριά άνοια Alzheimer ή με άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson, άλλους τύπους άνοιας ή άλλους τύπους
εξασθένησης της μνήμης (π.χ. σχετιζόμενη με την ηλικία εξασθένηση των
γνωστικών λειτουργιών) δεν έχει διερευνηθεί, και επομένως η χρήση σε αυτούς
τους ασθενείς δεν συνιστάται.
Όπως και οι άλλες χολινομιμητικές ενώσεις, η rivastigmine μπορεί να επιδεινώσει
ή να επαγάγει τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Έχει παρατηρηθεί επιδείνωση
(συμπεριλαμβανομένης βραδυκινησίας, δυσκινησίας, ανωμαλίας στο βάδισμα )
και μια αυξημένη συχνότητα ή σοβαρότητα του τρόμου σε ασθενείς με άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτά τα περιστατικά
οδήγησαν σε διακοπή της rivastigmine σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. διακοπές της
rivastigmine λόγω του τρόμου 1,7% έναντι 0% με εικονικό φάρμακο). Συνιστάται
κλινικός έλεγχος για αυτές τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Ειδικός πληθυσμός
Ασθενείς με κλινικά σημαντική νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια ενδέχεται να
αντιμετωπίσουν περισσότερες ανεπιθύμητες αντιδράσεις (βλ. παράγραφο 4.2 και
5.2). Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
Ωστόσο, το Impalon μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτό τον πληθυσμό ασθενών και
απαιτείται στενή παρακολούθηση.
Ασθενείς με σωματικό βάρος κάτω των 50 kg ενδέχεται να παρουσιάσουν
περισσότερες ανεπιθύμητες αντιδράσεις και έχουν περισσότερες πιθανότητες
διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Ως αναστολέας χολινεστεράσης, η rivastigmine ενδέχεται να ενισχύσει τη δράση
των μυοχαλαρωτικών τύπου σουκινυλοχολίνης κατά τη διάρκεια της
αναισθησίας. Συνιστάται προσοχή στην επιλογή των αναισθητικών παραγόντων.
Πιθανή προσαρμογή της δοσολογίας ή προσωρινή διακοπή της θεραπείας, μπορεί
να εξετασθούν εάν χρειάζεται.
Εξ αιτίας των φαρμακοδυναμικών της ενεργειών, η rivastigmine δεν πρέπει να
συγχορηγείται με άλλες χολινομιμητικές ουσίες και επίσης ενδέχεται να
επηρεάσει τη δράση των αντιχολινεργικών φαρμακευτικών προϊόντων.
Δεν έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της
rivastigmine και διγοξίνης, βαρφαρίνης, διαζεπάμης ή φλουοξετίνης σε μελέτες
που έγιναν με υγιείς εθελοντές. Η αύξηση του χρόνου προθρομβίνης που
προκαλείται από τη βαρφαρίνη δεν επηρεάζεται από τη χορήγηση rivastigmine.
Δεν έχουν παρατηρηθεί δυσμενείς επιδράσεις στη καρδιακή αγωγιμότητα ύστερα
από τη συγχορήγηση διγοξίνης και rivastigmine.
Σύμφωνα με τον μεταβολισμό της, εμφανίζεται απίθανο το ενδεχόμενο
μεταβολικών αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακευτικά προϊόντα, αν και η
rivastigmine μπορεί να αναστέλλει τον μεταβολισμό άλλων ουσιών, ο οποίος
λαμβάνει χώρα με τη μεσολάβηση της βουτυρυλοχολινεστεράσης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν διατίθενται κλινικά δεδομένα σχετικά με έκθεση κατά την εγκυμοσύνη στην
rivastigmine. Σε μελέτες περιγεννητικής / μεταγεννητικής ανάπτυξης που έγιναν
σε επίμυες, παρατηρήθηκε αυξημένη διάρκεια κυοφορίας. Η rivastigmine δεν
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εκτός εάν είναι
σαφώς απαραίτητο.
Θηλασμός
Στα ζώα η rivastigmine απεκκρίνεται στο γάλα. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η
rivastigmine απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Γι αυτό τον λόγο, οι γυναίκες που
λαμβάνουν rivastigmine, δεν θα πρέπει να θηλάζουν.
Γονιμότητα
Σε επίμυες και κονίκλους δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις στη γονιμότητα ή την
ανάπτυξη των εμβρύων, παρά μόνον σε δόσεις σχετιζόμενες με μητρική
τοξικότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η νόσος του Alzheimer μπορεί να προκαλέσει σταδιακή άμβλυνση της ικανότητας
για οδήγηση ή να διακυβεύσει την ικανότητα χειρισμού μηχανών. Επιπλέον, η
rivastigmine μπορεί να προκαλέσει ζάλη και υπνηλία, κυρίως κατά την έναρξη
της θεραπείας ή κατά την αύξηση της δοσολογίας. Συνεπώς, η rivastigmine έχει
μικρή ή μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Για
το λόγο αυτό, θα πρέπει να γίνεται συχνή αξιολόγηση της ικανότητας για
οδήγηση και χειρισμό πολύπλοκων μηχανών ασθενών με άνοια που λαμβάνουν
θεραπεία με rivastigmine από τον θεράποντα ιατρό.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) είναι οι γαστρεντερικές
συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας (38%) και του έμετου (23%), ιδιαίτερα κατά
την διάρκεια της τιτλοδότησης. Στις κλινικές μελέτες φάνηκε ότι οι γυναίκες
ασθενείς είναι περισσότερο ευαίσθητες από τους άρρενες ασθενείς στις
ανεπιθύμητες ενέργειες από το γαστρεντερικό και στην απώλεια βάρους.
Λίστα ανεπιθύμητων ενεργειών υπό μορφή πίνακα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες στον Πίνακα 1 και Πίνακα 2 παρατίθενται σύμφωνα με
το σύστημα οργάνων και την κατηγορία συχνότητας από MedDRA. Οι κατηγορίες
συχνότητας καθορίζονται χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές
(≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες
(≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) μη γνωστές (δεν μπορούν
να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες, που ταξινομούνται στον παρακάτω Πίνακα
1, έχουν συγκεντρωθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για τη νόσο του
Alzheimer με Impalon.
Πίνακας 1
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Πολύ σπάνιες Λοιμώξεις του ουροποιητικού
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Πολύ συχνές Ανορεξία
Μη γνωστές Αφυδάτωση
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές Ανησυχία
Συχνές Σύγχυση
Συχνές Άγχος
Όχι συχνές Αϋπνία
Όχι συχνές Κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες Παραισθήσεις
Μη γνωστές Επιθετικότητα, ανησυχία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές Ζάλη
Συχνές Πονοκέφαλος
Συχνές Υπνηλία
Συχνές Τρόμος
Όχι συχνές Συγκοπή
Σπάνιες Επιληπτική κρίση
Πολύ σπάνιες Εξωπυραμιδικά συμπτώματα
(συμπεριλαμβανομένης της
επιδείνωσης της νόσου του
Parkinson)
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες Στηθάγχη
Πολύ σπάνιες Καρδιακή αρρυθμία (π.χ.
βραδυκαρδία,
κολποκοιλιακόςαποκλεισμός,
κολπική μαρμαρυγή και
ταχυκαρδία)
Μη γνωστές Σύνδρομο νοσούντος
φλεβοκόμβου
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες Υπέρταση
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ συχνές Ναυτία
Πολύ συχνές Έμετος
Πολύ συχνές Διάρροια
Συχνές Κοιλιακός πόνος και δυσπεψία
Σπάνιες Γαστρικό και δωδεκαδακτυλικό
έλκος
Πολύ σπάνιες Γαστρεντερική αιμορραγία
Πολύ σπάνιες Παγκρεατίτιδα
Μη γνωστές Μερικές περιπτώσεις έντονου
εμέτου συνδυάστηκαν με ρήξη
του οισοφάγου (βλ. παράγραφο
4.4)
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές Αυξημένες τιμές στις ηπατικές
δοκιμασίες
Μη γνωστές Ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές Υπερίδρωση
Σπάνιες Εξάνθημα
Μη γνωστές Κνησμός, γενικευμένες
δερματικές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές Κόπωση και αδυναμία
Συχνές Κακουχία
Όχι συχνές Πτώση
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές Απώλεια βάρους
Οι ακόλουθες επιπρόσθετες αντιδράσεις έχουν παρατηρηθεί με τα Impalon
διαδερμικά έμπλαστρα: παραλήρημα, πυρεξία, μειωμένη όρεξη, ακράτεια ούρων
(συχνές), ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα (όχι συχνές), ερύθημα, κνίδωση,
κυστίδια, αλλεργική δερματίτιδα (μη γνωστές).
Ο πίνακας 2 δείχνει τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρθηκαν σε κλινικές
μελέτες που διεξήχθηκαν σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του
Parkinson οι οποίοι έκαναν θεραπεία με καψάκια rivastigmine.
Πίνακας 2
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές Μειωμένη όρεξη
Συχνές Αφυδάτωση
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές Αϋπνία
Συχνές Άγχος
Συχνές Ανησυχία
Συχνές Ψευδαίσθηση οπτική
Συχνές Κατάθλιψη
Μη γνωστές Επιθετικότητα
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές Τρόμος
Συχνές Ζάλη
Συχνές Υπνηλία
Συχνές Πονοκέφαλος
Συχνές Επιδείνωση της νόσου του
Parkinson
Συχνές Βραδυκινησία
Συχνές Δυσκινησία
Συχνές Υποκινησία
Συχνές Σημείο οδοντωτού τροχού
Όχι συχνές Δυστονία
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές Βραδυκαρδία
Όχι συχνές Κολπική μαρμαρυγή
Όχι συχνές Κολποκοιλιακός αποκλεισμός
Μη γνωστές Σύνδρομο νοσούντος
φλεβοκόμβου
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές Υπέρταση
Όχι συχνές Υπόταση
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ συχνές Ναυτία
Πολύ συχνές Έμετος
Συχνές Διάρροια
Συχνές Κοιλιακός πόνος και δυσπεψία
Συχνές Υπερέκκριση σιέλου
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Μη γνωστές Ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές Υπερίδρωση
Μη γνωστές Γενικευμένες δερματικές
αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ συχνές Πτώση
Συχνές Κόπωση και εξασθένιση
Συχνές Διαταραχές του βαδίσματος
Συχνές Βάδισμα Parkinson
Η ακόλουθη επιπρόσθετη ανεπιθύμητη ενέργεια έχει παρατηρηθεί σε μια μελέτη
σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του Parkinson οι οποίοι έκαναν
θεραπεία με διαδερμικά έμπλαστρα rivastigmine: διέγερση (συχνή).
Ο πίνακας 3 καταγράφει τον αριθμό και το ποσοστό των ασθενών από την ίδια
μελέτη 24-εβδομάδων σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του
Parkinson, με προκαθορισμένα ανεπιθύμητα συμβάματα τα οποία μπορεί να
αντανακλούν επιδείνωση των παρκινσονικών συμπτωμάτων.
Πίνακας 3
Προκαθορισμένα
ανεπιθύμητα συμβάματα
τα οποία μπορεί να
αντανακλούν επιδείνωση
των παρκινσονικών
συμπτωμάτων σε
ασθενείς με άνοια που
σχετίζεται με τη νόσο
του Parkinson
rivastigmine
n (%)
Εικονικό φάρμακο
n (%)
Σύνολο ασθενών που
μελετήθηκαν
362 (100) 179 (100)
Σύνολο ασθενών με
προκαθορισμένες Α.Ε.
99 (27,3) 28 (15,6)
Τρόμος 37 (10,2) 7 (3,9)
Πτώση 21 (5,8) 11 (6,1)
Νόσος του Parkinson
(επιδείνωση)
12(3,3) 2 (1,1)
Υπερέκκριση σιέλου 5 (1,4) 0
Δυσκινησία 5 (1,4) 1 (0,6)
Παρκινσονισμός 8 (2,2) 1 (0,6)
Υποκινησία 1 (0,3) 0
Διαταραχές κίνησης 1 (0,3) 0
Δραδυκινησία 9 (2,5) 3 (1,7)
Δυστονία 3 (0,8) 1 (0,6)
Μη φυσιολογικός
βηματισμός
5 (1,4) 0
Μυϊκή δυσκαμψία 1 (0,3) 0
Διαταραχή ισορροπίας 3 (0,8) 2 (1,1)
Μυοσκελετική
δυσκαμψία
3 (0,8) 0
Ρίγη 1 (0,3) 0
Κινητική δυσλειτουργία 1 (0,3) 0
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Τα περισσότερα περιστατικά τυχαίας υπέρβασης της δοσολογίας δεν
συνοδεύονταν με κλινικά σημεία ή συμπτώματα, ενώ σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι
ασθενείς συνέχισαν τη θεραπεία με rivastigmine. Όπου σημειώθηκαν
συμπτώματα, αυτά ήταν μεταξύ άλλων ναυτία, έμετος και διάρροια, υπέρταση ή
παραισθήσεις. Λόγω του γνωστού πνευμονογαστρικού νευρικού αποτελέσματος
των αναστολέων της χολινεστεράσης στον καρδιακό παλμό, μπορεί να
εμφανισθεί βραδυκαρδία και/ή συγκοπτική κρίση. Σε μία περίπτωση σημειώθηκε
κατάποση 46 mg. Ύστερα από συντηρητική αντιμετώπιση, ο ασθενής ανένηψε
πλήρως εντός 24 ωρών.
Θεραπεία
Δεδομένου ότι ο χρόνος ημισείας ζωής της rivastigmine στο πλάσμα είναι
περίπου 1 ώρα και η διάρκεια αναστολής της ακετυλοχολινεστεράσης είναι
περίπου 9 ώρες, σε περιπτώσεις ασυμπτωματικής υπερδοσολογίας συνιστάται να
μην χορηγείται άλλη δόση της rivastigmine για τις ακόλουθες 24 ώρες. Σε
υπερδοσολογία που συνοδεύεται από βαριά ναυτία και έμετο, θα πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης αντιεμετικών. Συμπτωματική θεραπεία για
άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις θα πρέπει να χορηγείται όπως απαιτείται.
Σε υπέρμετρη υπερδοσολογία μπορεί να χορηγηθεί ατροπίνη. Συνιστάται αρχική
δόση 0,03 mg/kg θειικής ατροπίνης σε ενδοφλέβια χορήγηση, ακολουθούμενη από
επόμενες δόσεις με βάση την κλινική ανταπόκριση. Η χρήση σκοπολαμίνης ως
αντιδότου δεν συνιστάται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ψυχοαναληπτικά, αναστολέας χολινεστεράσης,
κωδικός ATC: Ν06DΑ03.
Η rivastigmine είναι ένας αναστολέας της ακετυλο-και βουτυρυλχολινεστεράσης
καρβαμικού τύπου, που πιστεύεται ότι διευκολύνει τη χολινεργική
νευροδιαβίβαση επιβραδύνοντας την αποικοδόμηση της ακετυλοχολίνης που
απελευθερώνεται από όσους χολινεργικούς νευρώνες διατηρούν τη
λειτουργικότητά τους. Έτσι, η rivastigmine ενδέχεται να έχει βελτιωτική δράση
σε γνωσιακά ελλείμματα χολινεργικής μεσολάβησης στην άνοια σχετιζόμενη με
τη νόσο Alzheimer και τη νόσο του Parkinson.
Η rivastigmine αλληλεπιδρά με τα ένζυμα-στόχους της σχηματίζοντας σύμπλοκο
ομοιοπολικού δεσμού, με αποτέλεσμα την προσωρινή αδρανοποίηση των ενζύμων.
Σε νεαρούς υγιείς ανθρώπους, μία από του στόματος δόση 3 mg μειώνει τη
δράση της ακετυλοχολινεστεράσης (AChE) στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό κατά
περίπου 40% εντός των πρώτων 1,5 ωρών μετά τη χορήγηση. Η δραστικότητα
του ενζύμου επανέρχεται στα αρχικά της επίπεδα περίπου 9 ώρες μετά την
επίτευξη του μέγιστου ανασταλτικού αποτελέσματος. Σε ασθενείς με Νόσο
Alzheimer, η αναστολή της AChE στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό από την rivastigmine
ήταν δοσοεξαρτώμενη έως τα 6 mg χορηγούμενη δύο φορές ημερησίως, που
είναι και η μέγιστη δόση που έχει δοκιμασθεί. Η αναστολή της δράσης της
βουτυρυλχολινεστεράσης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό 14 ασθενών με Νόσο
Alzheimer με αγωγή με rivastigmine ήταν όμοια με αυτή της AChE.
Κλινικές Μελέτες στην άνοια της νόσου Alzheimer
Η αποτελεσματικότητα της rivastigmine έχει καταδειχθεί με την χρήση τριών
ανεξάρτητων, για συγκεκριμένους τομείς εργαλείων αξιολόγησης που
αξιολογήθηκαν σε ανά περιοδικά διαστήματα στη διάρκεια των εξαμηνιαίων
θεραπευτικών περιόδων. Στα εργαλεία αυτά συμπεριλαμβάνονται η ADAS-Cog
(Alzheimer’s Disease Assessment Scale – Cognitive subscale, μια δοκιμασία με
βάση την απόδοση, που αποτελεί μέτρο της γνωστικής λειτουργίας), η CIBIC-
Pluss (Clinician’s Interview Based Impression of Change-Plus, μια πλήρης ολική
αξιολόγηση του ασθενούς από τον ιατρό, όπου λαμβάνονται υπ’όψιν στοιχεία που
δίνονται από το άτομο που φροντίζει τον ασθενή) και η PDS (Progressive
Deterioration Scale, μια αξιολόγηση από το άτομο που φροντίζει τον ασθενή των
δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η
προσωπική υγιεινή, η λήψη τροφής, το ντύσιμο, οι δουλειές του νοικοκυριού όπως
τα ψώνια, η διατήρηση της ικανότητας προσανατολισμού στο περιβάλλον, καθώς
και η συμμετοχή σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την ικανότητα χειρισμού
χρημάτων κ.λ.π.).
Οι ασθενείς που μελετήθηκαν είχαν βαθμολογία MMSE (Εξέταση Ελάχιστης-
Νοητικής Κατάστασης) 10–24.
Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα που αναφέρονται στους ασθενείς οι οποίοι
επέδειξαν κλινικώς σημαντική ανταπόκριση, όπως αυτά προέκυψαν από τις 2
μελέτες με ευπροσάρμοστη δοσολογία από τις 3 βασικές πολυκεντρικές μελέτες
διάρκειας 26 εβδομάδων σε ασθενείς για την ήπια έως μετρίως σοβαρή άνοια επί
νόσου Alzheimer παρουσιάζονται στον παρακάτω Πίνακα 4. Κλινικά σημαντική
βελτίωση σε αυτές τις μελέτες ορίστηκε a apriori ως η βελτίωση σε τουλάχιστον
4 σημεία στην ADAS-Cog, βελτίωση στην CIBIC-Plus ή τουλάχιστον 10% βελτίωση
στη PDS.
Επιπρόσθετα, ένας μετέπειτα ορισμός της ανταπόκρισης παρουσιάζεται στον ίδιο
πίνακα. Ο δεύτερος ορισμός της ανταπόκρισης προϋποθέτει βελτίωση σε 4
σημεία ή περισσότερα στην ADAS-Cog, καμιά επιδείνωση στην CIBIC-Plus και
καμιά επιδείνωση στη PDS.Η μέση πραγματική ημερήσια δόση για αυτούς που
ανταποκρίνονται στην ομάδα των 6–12 mg, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, ήταν
9,3 mg. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν σε
αυτήν την ένδειξη ποικίλλουν και άμεσες συγκρίσεις των αποτελεσμάτων για
διαφορετικούς θεραπευτικούς παράγοντες δεν έχουν ισχύ.
Πίνακας 4
Ασθενείς με κλινικά σημαντική ανταπόκριση(%)
Πρόθεση για θεραπεία Διεξαγωγή τελευταίας
παρατήρησης
Μέτρο
ανταπόκρισης
Rivastigmin
e
6–12 mg
N=473
Placebo
N=472
Rivastigmin
e
6–12 mg
N=379
Placebo
N=444
ADAS-Cog: βελτίωση
σε τουλάχιστον 4
σημεία
21*** 12 25*** 12
CIBIC-Plus: βελτίωση 29*** 18 32*** 19
PDS: βελτίωση
τουλάχιστον κατά
10%
26*** 17 30*** 18
Βελτίωση
τουλάχιστον σε 4
σημεία στη ADAS-
Cog χωρίς
επιδείνωση στη
CIBIC-Plus και στη
PDS
10* 6 12** 6
*p<0.05, **p<0,01, ***p<0,001
Κλινικές μελέτες στην άνοια που σχετίζεται με τη νόσο του Parkinson
Η αποτελεσματικότητα της rivastigmine στην άνοια που σχετίζεται με τη νόσο
του Parkinson έχει αποδειχτεί σε μια 24-εβδομάδων πολυκεντρική, διπλή-τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο αρχική μελέτη και στην ανοιχτή 24-εβδομάδων
φάση επέκτασης της. Οι ασθενείς που συμμετείχαν σε αυτή τη μελέτη είχαν
βαθμολογία MMSE (Εξέταση Ελάχιστης-Νοητικής Κατάστασης) 10–24. Η
αποτελεσματικότητα έχει αποδειχτεί με την χρήση δύο ανεξάρτητων κλιμάκων οι
οποίες αξιολογούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της 6-
μηνης περιόδου θεραπείας όπως φαίνεται στον Πίνακα 5 παρακάτω: το ADAS-
Cog, η μέτρηση της γνωστικής λειτουργίας και η συνολική μέτρηση ADCS-CGIC
(Alzheimer’s Disease Cooperative Study-Clinician’s Global Impression of Change).
Πίνακας 5
Άνοια που
σχετίζεται με τη
νόσο του
Parkinson
ADAS-Cog
Impalon
ADAS-Cog
Εικονικό
φάρμακο
ADCS-CGIC
Exelon
ADCS-
CGIC
Εικονικό
φάρμακο
ITT + RDO
πληθυσμός
(n=329) (n=161) (n=329) (n=165)
Μέση τιμή
αναφοράς ± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
23,8 ± 10,2
2,1 ± 8,2
24,3 ± 10,5
-0,7 ± 7,5
Δεν
εφαρμόζετα
ι
3,8 ± 1,4
Δεν
εφαρμόζετ
αι
4,3 ± 1,5
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
2,88
1
Δεν εφαρμόζεται
p-value έναντι
εικονικού
φαρμάκου
<0,001
1
0,007
2
ITT - LOCF
πληθυσμός
(n=287) (n=154) (n=289) (n=158)
Μέση τιμή
αναφοράς ± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
24,0 ± 10,3
2,5 ± 8,4
24,5 ± 10,6
-0,8 ± 7,5
Δεν
εφαρμόζετα
ι
3,7 ± 1,4
Δεν
εφαρμόζετ
αι
4,3 ± 1,5
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
3,54
1
Δεν εφαρμόζεται
p-value έναντι
εικονικού φαρμάκου
<0,001
1
<0,001
2
1
ΑΝCOVA με τη θεραπεία και τη χώρα ως παράγοντες και την αρχική τιμή ADAS-
Cog ως συμμεταβλητότητα. Μια θετική αλλαγή υποδεικνύει βελτίωση.
2
Παρουσιάζονται οι μέσες τιμές για διευκόλυνση. Η ανάλυση των κατηγορικών
δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της δοκιμασίας van Elteren
ITT: Intention-To-Treat: Πρόθεση για θεραπεία, RDO: Retreived Drop Outs:
Ανακτηθείσες αποσύρσεις, LOCF: Last Observation Carried Forward: Τελευταία
παρατήρηση που προωθήθηκε
Παρόλο που η θεραπευτική δράση αποδείχθηκε σε όλο τον πληθυσμό της μελέτης,
τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι το μεγαλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα σε σχέση
με το εικονικό φάρμακο φάνηκε στην υποκατηγορία ασθενών με μέτρια άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson. Ομοίως το μεγαλύτερο θεραπευτικό
αποτέλεσμα παρατηρήθηκε σε αυτούς τους ασθενείς με οπτικές παραισθήσεις
(βλ. 6).Πίνακα
Πίνακας 6
Άνοια που
σχετίζεται με
νόσο του
Parkinson
ADAS-Cog
Impalon
ADAS-
Cog
Εικονικό
φάρμακο
ADAS-
Cog
Impalon
ADAS-Cog
Εικονικό
φάρμακο
Ασθενείς με οπτικές
παραισθήσεις
Ασθενείς χωρίς οπτικές
παραισθήσεις
ITT + RDO
πληθυσμός
(n=107) (n=60) (n=220) (n=101)
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
25,4 ± 9,9
1,0 ± 9,2
27,4 ±
10,4
-2,1 ± 8,3
23,1 ±
10,4
2,6 ± 7,6
22,5 ± 10,1
0,1 ± 6,9
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
4,27
1
2,09
1
p-value έναντι
εικονικού φαρμάκου
0,002
1
0,015
1
Ασθενείς με μέτρια
άνοια (MMSE 10-17)
Ασθενείς με ήπια άνοια
(MMSE 18-24)
ITT + RDO
πληθυσμός
(n=87) (n=44) (n=237) (n=115)
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
32,6 ± 10,4
2,6 ± 9,4
33,7 ±
10,3
-1,8 ± 7,2
20,6 ±
7,9
1,9 ± 7,7
20,7 ± 7,9
-0,2 ± 7,5
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
4,73
1
2,14
1
p-value έναντι
εικονικού φαρμάκου
0,002
1
0,010
1
1
ΑΝCOVA με τη θεραπεία και τη χώρα ως παράγοντες και την αρχική τιμή ADAS-
Cog ως συμμεταβλητότητα. Μια θετική αλλαγή υποδεικνύει βελτίωση.
ITT: Intention-To-Treat: Πρόθεση για θεραπεία, RDO: Retreived Drop Outs:
Ανακτηθείσες αποσύρσεις
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει απαλλαγή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με το Impalon σε όλες τις
υποκατηγορίες του παιδιατρικού πληθυσμού στην θεραπεία της άνοιας Alzheimer
και άνοιας σε ασθενείς με ιδιοπαθή νόσο του Parkinson (βλ. παράγραφο 4.2 για
πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η rivastigmine απορροφάται ταχέως και πλήρως. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της
στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 1 ώρας περίπου. Ως αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης της rivastigmine με το ένζυμο-στόχο, η αύξηση της
βιοδιαθεσιμότητας είναι αυξημένη κατά περίπου 1,5 φορά σε σύγκριση με εκείνη
που αναμένεται με βάση την αύξηση της δόσης. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα
ύστερα από μία δόση των 3 mg είναι περίπου 36% ±13%. Η χορήγηση πόσιμου
διαλύματος rivastigmine μαζί με το φαγητό καθυστερεί την απορρόφηση (tmax)
κατά 74 λεπτά, ενώ μειώνει την Cmax κατά 43% και αυξάνει την AUC κατά
περίπου 9%.
Κατανομή
Η πρωτεϊνική δέσμευση της rivastigmine είναι σε ποσοστό περίπου 40%. Διαπερνά
εύκολα τον αιματεγκεφαλικό φραγμό και έχει φαινομενικό όγκο κατανομής
μεταξύ 1,8 και 2,7 l/kg.
Βιομετασχηματισμός
Η rivastigmine μεταβολίζεται ταχέως και εκτενώς (χρόνος ημισείας ζωής στο
πλάσμα περίπου 1 ώρα), κυρίως μέσω υδρόλυσης με μεσολάβηση
χολινεστεράσης, προς το αποκαρβαμυλιωμένο μεταβολίτη.
In vitro
, ο
μεταβολίτης αυτός αναστέλλει την ακετυλοχολινεστεράση σε περιορισμένο
βαθμό (<10%). Σύμφωνα με ενδείξεις από μελέτες που έγιναν τόσο σε
πειραματόζωα όσο και in vitro, τα μείζονα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450
ελάχιστα ενέχονται στο μεταβολισμό της rivastigmine. Η ολική κάθαρση της
rivastigmine από το πλάσμα ήταν περίπου 130 l/h μετά την ενδοφλέβια χορήγηση
δόσης 0,2 mg, ενώ μειώθηκε σε 70 l/h μετά την ενδοφλέβια χορήγηση δόσης 2,7
mg.
Αποβολή
Στα ούρα δεν ανευρίσκεται αμετάβλητη rivastigmine. Η νεφρική απέκκριση των
μεταβολιτών είναι η βασική οδός απομάκρυνσής τους. Ύστερα από τη χορήγηση
rivastigmine ραδιοεπισημασμένης με 14C, η απέκκριση από τους νεφρούς ήταν
ταχεία και ουσιαστικά πλήρης (>90%) εντός 24 ωρών. Ποσοστό χαμηλότερο από
το 1% της χορηγούμενης δόσης απεκκρίνεται στα κόπρανα. Δεν παρατηρείται
συσσώρευση της rivastigmine ή του αποκαρβαμυλιωμένου μεταβολίτη της σε
ασθενείς με Νόσο Alzheimer.
Ηλικιωμένος πληθυσμός
Μολονότι η βιοδιαθεσιμότητα της rivastigmine είναι μεγαλύτερη σε ηλικιωμένους
παρά σε νεαρούς υγιείς εθελοντές, μελέτες σε ασθενείς με νόσο Alzheimer
ηλικίας μεταξύ 50 και 92 ετών δεν έδειξαν μεταβολή της βιοδιαθεσιμότητας με
την ηλικία.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η Cmax της rivastigmine ήταν περίπου 60% υψηλότερη και η AUC της
rivastigmine ήταν υπερδιπλάσια σε άτομα με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία από ότι σε υγιή άτομα.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η Cmax και η AUC της rivastigmine ήταν υπερδιπλάσιες σε άτομα με μέτρια
νεφρική δυσλειτουργία συγκρινόμενη με υγιή άτομα. Πάντως δεν παρατηρήθηκαν
αλλαγές στη Cmax και στη AUC της rivastigmine σε άτομα με σοβαρή επιβάρυνση
της νεφρικής λειτουργίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων σε επίμυες, ποντικούς και
σκύλους αποκάλυψαν μόνο επιδράσεις συνδεόμενες με υπερβολική
φαρμακολογική δράση. Δεν παρατηρήθηκε καμία τοξική δράση στο όργανο-
στόχο. Στις μελέτες σε πειραματόζωα δεν επιτεύχθηκαν τα περιθώρια ασφαλείας
ως προς την ανθρώπινη έκθεση, λόγω της ευαισθησίας των πειραματικών
μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν.
Η rivastigmine δεν είχε μεταλλαξιογόνο δράση σε μια σειρά από τυπικές
δοκιμασίες
in vitro
και
in vivo
, με μόνη εξαίρεση μία δοκιμασία χρωμοσωματικών
εκτοπιών που έγινε σε ανθρώπινα περιφερικά λεμφοκύτταρα, σε δόση 104 φορές
μεγαλύτερη από τη μέγιστη κλινική έκθεση. Η
in vivo
δοκιμασία μικροπυρήνων
ήταν αρνητική.
Δεν βρέθηκαν ενδείξεις καρκινογόνου δράσης σε μελέτες που έγιναν σε
ποντικούς και επίμυες με τη μέγιστη ανεκτή δόση, παρόλο που η έκθεση στη
rivastigmine και τους μεταβολίτες της ήταν χαμηλότερη από την έκθεση στον
άνθρωπο. Όταν έγινε κανονικοποίηση ως προς την επιφάνεια σώματος, η έκθεση
στη rivastigmine και τους μεταβολίτες της ήταν περίπου ισοδύναμη προς τη
μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση για τον άνθρωπο, που είναι 12 mg/ημέρα.
Πάντως, σε σύγκριση με τη μέγιστη δόση στον άνθρωπο, εκείνη που επιτεύχθηκε
στα πειραματόζωα ήταν περίπου εξαπλάσια.
Στα πειραματόζωα, η rivastigmine διαπερνά τον πλακούντα και απεκκρίνεται στο
γάλα. Μελέτες με από του στόματος χορήγηση σε κυοφορούντες θηλυκούς
επίμυες και κονίκλους δεν έδωσαν ενδείξεις πιθανής τερατογόνου δράσης της
rivastigmine.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Βενζοϊκό νάτριο
Κιτρικό οξύ
Κιτρικό νάτριο
Κίτρινο κινολίνης WS χρωστική (Ε104)
Καθαρό νερό
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
30 μήνες.
Το Impalon 2 mg/ml πόσιμο διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται εντός 1 μηνός από
το άνοιγμα της φιάλης.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30
0
C. Μην ψύχετε ή
καταψύχετε.
Να φυλάσσεται σε όρθια θέση.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Πορτοκαλόχρουν φιαλίδιο από γυαλί τύπου ΙΙΙ, με καπάκι ασφαλείας,
σταγονόμετρο και αυτοευθυγραμμιζόμενο πώμα. Φιαλίδιο των 50 ml ή των 120
ml. Το πόσιμο διάλυμα συσκευάζεται μαζί με μία δοσιμετρική σύριγγα μέσα σε
πλαστικό κυλινδρικό περιέκτη.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Η ποσότητα του διαλύματος που έχει ορισθεί από το γιατρό θα πρέπει να
αφαιρείται από το φιαλίδιο με τη βοήθεια της δοσιμετρικής σύριγγας που
παρέχεται μαζί.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
BROS ΕΠΕ Αυγής και Γαλήνης 15 14564
Ν.Κηφισιά-Αθήνα .
Τηλ: 210-8072450 , 210-8072532
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ