έλαβαν θεραπεία με καπεσιταβίνη ή καπεσιταβίνη σε συνδυασμό με διαφορετικά σχήματα
χημειοθεραπείας σε πολλαπλές ενδείξεις (καρκίνος του παχέος εντέρου, ορθοκολικός, γαστρικός και
καρκίνος του μαστού) έδειξε ότι οι ασθενείς σε θεραπεία με καπεσιταβίνη οι οποίοι εκδήλωσαν το
σύνδρομο χειρός-ποδός (HFS) είχαν μεγαλύτερη συνολική επιβίωση συγκριτικά με τους ασθενείς που
δεν εκδήλωσαν το HFS: διάμεση συνολική επιβίωση 1100 μέρες (95% CI 1007, 1200) έναντι 691
μέρες (95% CI 638, 754) με λόγο επικινδυνότητας 0,61 (95% CI 0,56, 0,66).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της καπεσιταβίνης έχει αξιολογηθεί σε εύρος δόσεων από 502-3514
mg/m
2
/ημέρα. Οι παράμετροι της καπεσιταβίνης της 5-δεοξυ-5-φθοριοκυτιδίνης (5΄-DFCR) και της
5-δεοξυ-5-φθοριοουριδίνης (5΄-DFUR) που μετρήθηκαν τις ημέρες 1 και 14 ήταν παρόμοιες. Η AUC
της 5-FU ήταν 30-35% υψηλότερη την 14
η
ημέρα. Μείωση της δόσης της καπεσιταβίνης μειώνει την
συστηματική έκθεση στη 5-FU περισσότερο από αναλογικά της δόσης λόγω της μη- γραμμικής
φαρμακοκινητικής του δραστικού μεταβολίτη.
Απορρόφηση:μετά την από στόματος χορήγηση, η καπεσιταβίνη απορροφάται ταχέως και εκτενώς, με
επακόλουθη εκτεταμένη μετατροπή στους μεταβολίτες, 5΄-DFCR και 5΄-DFUR. Η χορήγηση με
τροφή ελαττώνει το ρυθμό της απορρόφησης της καπεσιταβίνης αλλά έχει σαν αποτέλεσμα μια
ελάσσονα μόνο επίδραση στην επιφάνεια της περιοχής κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης-χρόνου
(AUC) της 5΄-DFUR και στην AUC του παραγόμενου μεταβολίτη 5-FU.Μετά από χορήγηση της
δόσης των 1250 mg/m
2
την 14
η
ημέρα με χορήγηση μετά τη λήψη τροφής, οι κορυφαίες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα (C
max
σε μg/ml) για την καπεσιταβίνη, το 5΄-DFCR, το 5΄-DFUR, τη 5-FU
και το FBAL ήταν 4.67, 3.05, 12.1, 0.95 και 5.46 αντίστοιχα. Ο χρόνος επίτευξης των κορυφαίων
συγκεντρώσεων στο πλάσμα (T
max
σε ώρες) ήταν 1.50, 2.00, 2.00, 2.00 και 3.34. Οι τιμές AUC
0-∞
σε
μg•h/ml ήταν 7.75, 7.24, 24.6, 2.03 και 36.3.
Πρωτεϊνική σύνδεση:in vitro μελέτες σε ανθρώπινο πλάσμα προσδιόρισαν ότι η καπεσιταβίνη, το5΄-
DFCR, το 5΄-DFUR και τη 5-FU συνδέονται κατά 54%, 10%, 62% και 10% με πρωτεΐνες, κυρίως με
την λευκωματίνη.
Μεταβολισμός:Η καπεσιταβίνη μεταβολίζεται αρχικά από την ηπατική καρβοξυλεστεράση σε 5΄-
DFCR, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε 5΄-DFUR από την κυτιδινική απαμινάση, που βρίσκεται
κυρίως στο ήπαρ και στους νεοπλασματικούς ιστούς. Περαιτέρω καταλυτική ενεργοποίηση της 5΄-
DFUR παρατηρείται στη συνέχεια από τη θυμιδινική φωσφορυλάση (ThyPase). Τα ένζυμα που
συμμετέχουν στην καταλυτική ενεργοποίηση ανευρίσκονται σε ιστούς όγκων αλλά επίσης και σε
υγιείς ιστούς αν και συνήθως σε χαμηλότερα επίπεδα. Η αλληλουχία της ενζυμικής βιομετατροπής
της καπεσιταβίνης σε 5-FU οδηγεί σε υψηλότερες συγκεντρώσεις εντός των νεοπλασματικών ιστών.
Στην περίπτωση ορθοκολικών όγκων , η παραγωγή 5-FU εμφανίζεται να εντοπίζεται κατά κύριο λόγο
τοπικά στα στηρικτικά κύτταρα των όγκων. Μετά την από στόματος χορήγηση της καπεσιταβίνης σε
ασθενείς με ορθοκολικό καρκίνο , ο λόγος της συγκέντρωσης 5-FU σε ορθοκολικούς όγκους προς
γειτονικούς ιστούς ήταν 3,2 (κυμάνθηκε από 0,9 σε 8,0). Ο λόγος της συγκέντρωσης της 5-FU στον
όγκο προς το πλάσμα ήταν 21,4 (κυμάνθηκε από 3,9 σε 59,9 n=8) ενώ ο λόγος της συγκέντρωσης του
σε υγιείς ιστούς προς τη συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν 8,9 (κυμάνθηκε από 3,0 σε 25,8, n=8). Η
δράση της θυμιδινικής φωσφορυλάσης μετρήθηκε και βρέθηκε να είναι 4 φορές μεγαλύτερη σε
πρωτοπαθή ορθοκολικό όγκο από ότι σε γειτονικό φυσιολογικό ιστό. Σύμφωνα με ανοσοϊστοχημικές
μελέτες, η φωσφορυλάση της θυμιδίνης εμφανίζεται να εντοπίζεται κατά κύριο λόγο τοπικά στα
στηρικτικά καρκινικά κύτταρα.
H 5-FU καταβολίζεται περαιτέρω από το ένζυμο δεϋδρογενάση της διυδροπυριμιδίνης (DPD) στην
πολύ λιγότερο τοξική διυδρο-5-φθοριοουρακίλη (FUH
2
). Η διυδροπυριμιδινάση διασπά τον δακτύλιο
πυριμιδίνης σε 5-φθόριο-ουρεϊδοπροπιονικό οξύ (FUPA). Τελικά, η β-ουρεϊδο-προπιονάση διασπά το
FUPA σε α-φθόριο-β-αλανίνη (FBAL) η οποία αποβάλλεται με τα ούρα. Η δράση της δεϋδρογενάσης
της διυδροπυριμιδίνης (DPD) αποτελεί το στάδιο περιορισμού της ταχύτητας καταβολισμού.
Ανεπάρκεια της DPD μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη τοξικότητα της καπεσιταβίνης (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Αποβολή: ο χρόνος ημίσειας ζωής της αποβολής (t
1/2
σε ώρες) της καπεσιταβίνης του 5΄-DFCR, του
23