Η δεσλοραταδίνη είναι ένας μη κατασταλτικός, μακράς δράσης,
ανταγωνιστής ισταμίνης με εκλεκτική, περιφερική δράση ανταγωνιστού του
υποδοχέα -Η1. Μετά από χορήγηση από το στόμα, η δεσλοραταδίνη αποκλείει
εκλεκτικά τους περιφερικούς υποδοχείς ισταμίνης -Η1 επειδή η ουσία
αποκλείεται από το να εισέλθει στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Η δεσλοραταδίνη έχει δείξει αντιαλλεργικές ιδιότητες σε μελέτες
in vitro.
Αυτές περιλαμβάνουν αναστολή της απελευθέρωσης των προφλεγμονωδών
κυττοκινών όπως η IL-4, IL-6, IL-8, και IL-13 από ανθρώπινα σιτευτικά και
βασεόφιλα καθώς και αναστολή της έκφρασης του μορίου προσκόλλησης P-
σελεκτίνη σε ενδοθηλιακά κύτταρα. Η κλινική σημασία αυτών των
παρατηρήσεων παραμένει να επιβεβαιωθεί.
Στο πλαίσιο δύο δοκιμών εφάπαξ δόσης, τα επιγλώσσια δισκία
δεσλοραταδίνης εμφάνισαν ικανοποιητικά επίπεδα ανοχής, βάση των
κλινικών εργαστηριακών ευρημάτων, φυσικών εξετάσεων, ζωτικών σημείων
και δεδομένων σχετικών με τα διαστήματα στα ΗΚΓ. Επιπλέον, τα δισκία
δεσλοραταδίνης διασπειρόμενα στο στόμα εμφάνισαν ικανοποιητικά επίπεδα
ανοχής σε μία δοκιμή πολλαπλής δόσης.
Στη συνιστώμενη δοσολογία, το δισκίο δεσλοραταδίνης διασπειρόμενο στο
στόμα των 5 mg βρέθηκε να είναι βιοισοδύναμο με τις μορφές
δεσλοραταδίνης του συμβατικού δισκίου δεσλοραταδίνης των 5 mg και του
επιγλώσσιου δισκίου δεσλοραταδίνης των 5 mg. Επομένως, η
αποτελεσματικότητα του δισκίου δεσλοραταδίνης διασπειρόμενο στο στόμα
αναμένεται να είναι η ίδια με αυτή της σύνθεσης των δισκίων
δεσλοραταδίνης.
Σε μια κλινική δοκιμή πολλαπλών δόσεων στην οποία χορηγήθηκαν έως 20
mg δεσλοραταδίνης μία φορά την ημέρα για 14 ημέρες, δεν παρατηρήθηκε
καμία στατιστικώς ή κλινικά σχετιζόμενη επίδραση στο καρδιοαγγειακό. Σε
μία κλινική φαρμακολογική δοκιμή, στην οποία η δεσλοραταδίνη χορηγήθηκε
σε δόση των 45 mg ημερησίως (εννέα φορές την κλινική δόση) για δέκα
ημέρες, δεν παρατηρήθηκε καμία επιμήκυνση του διαστήματος QTc.
Δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σχετικές αλλαγές στις συγκεντρώσεις
πλάσματος της δεσλοραταδίνης σε δοκιμές αλληλεπίδρασης πολλαπλών
δόσεων με κετοκοναζόλη και ερυθρομυκίνη.
Η δεσλοραταδίνη δεν διαπερνά το κεντρικό νευρικό σύστημα. Σε ελεγχόμενες
κλινικές μελέτες, στην συνιστώμενη δόση των 5 mg μία φορά την ημέρα, δεν
υπήρχε επιπλέον εμφάνιση υπνηλίας εν συγκρίσει με το εικονικό φάρμακο.
Τα δισκία δεσλοραταδίνης χορηγούμενα σε μία εφ’άπαξ δόση των 7,5 mg δεν
επηρέασε την ψυχοκινητική απόδοση σε κλινικές δοκιμές. Στο πλαίσιο
μελέτης κατά την οποία χορηγήθηκε εφ’ άπαξ δόση σε ενήλικες, η
δεσλοραταδίνη 5 mg δεν επηρέασε τις κλασικές μετρήσεις των επιδόσεων
στην πτήση, συμπεριλαμβανομένης της επιδείνωσης της υποκειμενικής
υπνηλίας ή των καθηκόντων που σχετίζονται με την πτήση.
Σε φαρμακολογικές κλινικές δοκιμές, η συγχορήγηση με αλκοόλη δεν αύξησε
την προκαλούμενη από το αλκοόλ μείωση της απόδοσης ή αύξηση της
υπνηλίας. Δεν ευρέθησαν σημαντικές διαφορές στα αποτελέσματα των
ψυχοκινητικών δοκιμασιών μεταξύ των ομάδων δεσλοραταδίνης και