Το LECALCIF θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο αν είναι σαφώς αναγκαίο
και μόνο σε δόσεις που είναι απόλυτως απαραίτητες για την εξάλειψη της ανεπάρκειας. Η υπερδοσολογία
βιταμίνης D θα πρέπει να αποφεύγεται κατή τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς η παρατεταμένη
υπερασβεστιαιμία (αυξημένη συγκέντρωση ασβεστίου στο αίμα) μπορεί να οδηγήσει σε σωματική και
νοητική καθυστέρηση καθώς και σε παιδιά με συγγενείς καρδιακές ή οφθαλμικές παθήσεις.
Η βιταμίνη D και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα. Δεν έχει παρατηρηθεί υπερδοσολογία
σε βρέφη κατά αυτόν τον τρόπο.
Οδήγηση και χειρισμός μηχανών
Δεν απαιτούνται ειδικά προληπτικά μέτρα.
3. ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΤΟ LECALCIF
Πάντοτε να παίρνετε το LECALCIF αυστηρά σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού σας. Εάν έχετε
αμφιβολίες, ρωτήστε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.
Η δοσολογία θα πρέπει να εξατομικεύεται από τον θεράποντα γιατρό. Εάν δεν καθορίζεται διαφορετικά από
τη συνταγή, η συνήθης συνιστώμενη δόση είναι μία εφάπαξ δόση των 100.000 ΔΜ στη διάρκεια μιας
εβδομάδας.
1 φύσιγγα LECALCIF των 100.000 IU μπορεί να χορηγηθεί ως εφάπαξ δόση εβδομαδιαίως ή ως 4 φύσιγγες
LECALCIF των 25.000 IU εβδομαδιαίως (100.000 I.U).
Τρόπος χορήγησης
Οι σταγόνες να λαμβάνονται ή να χορηγούνται σύμφωνα με τις οδηγίες για τη δοσολογία.
Οι ενήλικες να παίρνουν το LECALCIF με μία κουταλιά υγρού.
Εάν πάρετε μεγαλύτερη δόση LECALCIF από την κανονική
Συμπτώματα υπερδοσολογίας
Η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3) έχουν σχετικά μικρό θεραπευτικό
δείκτη. Η ουδός για την εκδήλωση δηλητηρίασης από τη βιταμίνη D είναι μεταξύ 40.000 και 100.000 IU
ημερησίως για 1 έως 2 μήνες σε ενήλικες με φυσιολογική λειτουργία του παραθυρεοειδούς αδένα. Βρέφη
και μικρά παιδιά μπορεί να είναι ευαίσθητα σε πολύ μικρότερες συγκεντρώσεις. Για αυτό επιβάλλεται η
προειδοποίηση ενάντια στη λήψη της βιταμίνης D χωρίς ιατρική επίβλεψη.
Η υπερδοσολογία οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα φωσφόρου στο αίμα και τα ούρα, καθώς επίσης σε
υπερασβεστιαιμικό σύνδρομο (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα) και επακόλουθα σε εναπόθεση
ασβεστίου στους ιστούς και κυρίως στα νεφρά (πέτρες στα νεφρά και νεφρασβέστωση) και τα αγγεία.
Τα συμπτώματα δηλητηρίασης δεν είναι αμιγώς χαρακτηριστικά και εκδηλώνονται ως ναυτία, έμετος,
επίσης αρχικά διάρροια, αργότερα δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, εξάντληση, πονοκέφαλος, μυϊκός πόνςο,
πόνος στις αρθρώσεις, μυϊκή αδυναμία, επίμονη υπνηλία, αζωθαιμία (αυξημένο νάτριο στο αίμα), αυξημένη
δίψα, αυξημένη επείγουσα ανάγκη για ούρηση και στο τελικό στάδιο αφυδάτωση. Τα τυπικά εργαστηριακά
ευρήματα είναι υπερασβεστιαιμία (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα), υπερασβεστιουρία (αυξημένα
επίπεδα ασβεστίου στα ούρα) και αυξημένη 25-υδρόξυ-καλσιφερόλη στον ορό.
Θεραπευτικά μέτρα σε περίπτωση υπερδοσολογίας
Η υπερδοσολογία απαιτεί μέτρα αντιμετώπισης της συχνά επίμονης και σε ορισμένες περιπτώσεις
απειλητικής για τη ζωή, υπερασβεστιαιμίας (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα).
Το πρώτο μέτρο είναι η διακοπή του σκευάσματος βιταμίνης D. Χρειάζονται μερικές εβδομάδες για την
ομαλοποίηση της υπερασβεστιαιμίας (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα) που προκαλείται από τη
δηλητηρίαση με βιταμίνη D.
4