ενήλικες με φυσιολογική λειτουργία του παραθυρεοειδούς αδένα. Βρέφη και μικρά
παιδιά μπορεί να είναι ευαίσθητα σε πολύ μικρότερες συγκεντρώσεις. Για αυτό
επιβάλλεται η προειδοποίηση ενάντια στη λήψη της βιταμίνης D χωρίς ιατρική
επίβλεψη.
Η υπερδοσολογία οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα φωσφόρου στο αίμα και τα ούρα,
καθώς επίσης σε υπερασβεστιαιμικό σύνδρομο (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο
αίμα) και επακόλουθα σε εναπόθεση ασβεστίου στους ιστούς και κυρίως στα νεφρά
(πέτρες στα νεφρά και νεφρασβέστωση) και τα αγγεία.
Τα συμπτώματα δηλητηρίασης δεν είναι αμιγώς χαρακτηριστικά και εκδηλώνονται
ως ναυτία, έμετος, επίσης αρχικά διάρροια, αργότερα δυσκοιλιότητα, απώλεια
όρεξης, εξάντληση, πονοκέφαλος, μυϊκός πόνςο, πόνος στις αρθρώσεις, μυϊκή
αδυναμία, επίμονη υπνηλία, αζωθαιμία (αυξημένο νάτριο στο αίμα), αυξημένη δίψα,
αυξημένη επείγουσα ανάγκη για ούρηση και στο τελικό στάδιο αφυδάτωση. Τα
τυπικά εργαστηριακά ευρήματα είναι υπερασβεστιαιμία (αυξημένα επίπεδα
ασβεστίου στο αίμα), υπερασβεστιουρία (αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στα ούρα) και
αυξημένη 25-υδρόξυ-καλσιφερόλη στον ορό.
Θεραπευτικά μέτρα σε περίπτωση υπερδοσολογίας
Η υπερδοσολογία απαιτεί μέτρα αντιμετώπισης της συχνά επίμονης και σε
ορισμένες περιπτώσεις απειλητικής για τη ζωή, υπερασβεστιαιμίας (αυξημένα
επίπεδα ασβεστίου στο αίμα).
Το πρώτο μέτρο είναι η διακοπή του σκευάσματος βιταμίνης D. Χρειάζονται μερικές
εβδομάδες για την ομαλοποίηση της υπερασβεστιαιμίας (αυξημένα επίπεδα
ασβεστίου στο αίμα) που προκαλείται από τη δηλητηρίαση με βιταμίνη D.
Ανάλογα με το βαθμό της υπερασβεστιαιμίας (αυξημένη συγκέντρωση ασβεστίου στο
αίμα), τα μέτρα περιλαμβάνουν δίαιτα φτωχή σε ασβέστιο ή χωρίς ασβέστιο, άφθονη
πρόσληψη υγρών, αύξηση της απέκρρισης με τα ούρα χρησιμοποιώντας το φάρμακο
φουροσεμίδη, καθώς και χορήγηση γλυκοκορτικοειδών (που χρησιμοποιούνται για τη
θεραπεία ορισμένων αλλεργικών παθήσεων) και καλσιτονίνης (ορμόνη που ρυθμίζει
τη συγκέντρωση ασβεστίου στο αίμα).
Εάν είναι επαρκής η νεφρική λειτουργία, τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα μπορούν να
μειωθούν αξιόπιστα με εγχύσεις ισοτονικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου (3–6
λίτρα σε 24 ώρες) με προσθήκη φουροσεμίδης (που χρησιμοποιείται για την αύξηση
της απέκκρισης με τα ούρα) και σε ορισμένες περιπτώσεις, επίσης με 15 mg/kg
σωματικού βάρους/ώρα αιθυλενοδιαμινοτετραοξικού νατρίου (sodium edetate)
(φάρμακο που δεσμεύει το ασβέστιο του αίματος), παράλληλα με τη συνεχή
παρακολούθηση των επιπέδων του ασβεστίου και την ΗΚΓ παρακολούθηση. Εάν η
απέκκριση με τα ούρα είναι μειωμένη ωστόσο, συνιστάται θεραπεία με αιμοκάθαρση
με διάλυμα αιμοκάθαρσης ελεύθερο ασβεστίου.
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο.
Παρακαλείσθε να ρωτήσετε τον γιατρό σας για τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας
με βιταμίνη D.
Εάν ξεχάσετε να πάρετε το LECALCIF
Μην πάρετε διπλή δόση για να αναπληρώσετε τη δόση που ξεχάσατε.
Εάν σταματήσετε να παίρνετε το LECALCIF
Εάν διακόψετε τη θεραπεία ή τη σταματήσετε πρόωρα, τα συμπτώματά σας
ενδέχεται να χειροτερέψουν ή να επανεμφανιστούν.
5